Μέσα δεκαετίας των 2010s, το θέατρο «Πόρτα» φιλοξενούσε και κάποιες ιδιαίτερες μουσικές παραστάσεις, υπό τον τίτλο-ομπρέλα «Τρίτες Παράλληλες».
Το 2014 οι εκδηλώσεις αυτές πέτυχαν και βρήκαν τη «γωνιά» τους στο πρόγραμμα του θεάτρου, οπότε για την επόμενη σεζόν αποπειράθηκαν να κάνουν πράγματα κάπως μεγαλύτερης κλίμακας, πάντα υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Κορνήλιου Σελαμσή.
Κάπως έτσι, τον Οκτώβρη του 2015 πραγματοποίησαν φιλόδοξη έναρξη, μεταξύ άλλων με μια παγκόσμια πρώτη εκτέλεση του soundtrack του Albert Jeanneret για μια χαμένη πλέον γαλλική ταινία του 1931 με ελληνική θεματολογία («Voyage aux Cyclades», των Roger Vitrac, Eli Lotar & Jacques Brunius). Πρωταγωνιστές επί σκηνής, οι ARTéfacts Ensemble, σε διεύθυνση Ιάσονα Μαρμαρά.
Μια ανταπόκριση για την απαιτητική μα υπέροχη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης
Οι "Τρίτες Παράλληλες" χάραξαν πέρυσι τη δική τους διαδρομή, βρίσκοντας τη «γωνιά» τους στο θέατρο Πόρτα· και πάνε, καθώς φαίνεται, για πράγματα μεγαλύτερης κλίμακας. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση άφησε η έναρξη των φετινών δρώμενων. Μια έναρξη αξιώσεων, πολύ καλά σχεδιασμένη, που υπερέβαινε –και κατά μία έννοια κύκλωνε– το «τυράκι» της παγκόσμιας πρώτης εκτέλεσης του Une Croisière Aux Cyclades (1931).
Τα όσα είδαμε έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μιας μεγάλης, πολυμορφικής δέσμης εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Le Corbusier. Τρόπον τινά ως μουσικό σκέλος της όλης διοργάνωσης, με τη βασική διασύνδεση να παρέχεται από την αδερφική συγγένεια μεταξύ του Ελβετού «πατέρα» της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και του συνθέτη Albert Jeanneret. Αυτά σε πρώτο επίπεδο, δηλαδή. Γιατί, στην πραγματικότητα, ο Le Corbusier παρείχε τα θεμέλια μιας τριμερούς οπτικοακουστικής εμπειρίας μελετημένης και καλοστημένης, η οποία –στις 2 ώρες διάρκειας– μας μετέφερε από τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο στη σύγχρονη εποχή, εγείροντας προβληματισμούς και παίζοντας (στο μυαλό σου) με τις έννοιες του «χαμένου», του «αποκατεστημένου», του «παλιού» και του «καινούριου».
Κάτσαμε λοιπόν αναπαυτικά στα καθίσματά μας –σημειωτέον, το θέατρο ήταν σχεδόν γεμάτο– με τις κεραίες της περιέργειας τεντωμένες: δεν παρακολουθείς κάθε μέρα μια παγκόσμια πρώτη, άλλωστε. Έστω κι αν υπάρχει εδώ ένα σημείο προς ιστορικό ξεκαθάρισμα, αν δηλαδή η σύνθεση παίχτηκε το 1932, στην προβολή του φιλμ σε στενό κύκλο, στα γραφεία ενός γαλλικού περιοδικού. Σε κάθε περίπτωση, οι 7μελείς ARTéfacts Ensemble, σε διεύθυνση Ιάσονα Μαρμαρά, ξετύλιξαν το κουβάρι ενός soundtrack γερά ριζωμένου στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό (ή, έστω, μεταρομαντισμό), που παρέπεμπε στα χρώματα του Maurice Ravel μα διέθετε και την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να μας κεντρίσει με τη ζωηράδα του, την ενεργητικότητά του, την ελαφριά του διάθεση.
Με δεδομένο ότι η ταινία Voyage aux Cyclades των Roger Vitrac, Eli Lotar & Jacques Brunius θεωρείται χαμένη, είναι ευτύχημα που η παρτιτούρα του Jeanneret στη Βιβλιοθήκη της Λωζάννης περιλαμβάνει σημειώσεις για διάφορες σκηνές. Γιατί σου δίνεται έτσι η δυνατότητα να συνδυάσεις την ανέμελη διάθεση ενός σημείου του score με το πλάνο της ανάπαυσης σε μια αιώρα κάπου στην Τήνο, να προσέξεις τον δειλό τρόπο με τον οποίον πήγε να αποτυπωθεί το «άρωμα» ενός κρητικού συρτού (που προφανώς γοήτευσε τους συντελεστές) ή να «διαβάσεις» στους κάπως πανηγυρικούς τρόπους ενός άλλου στιγμιότυπου τον ενθουσιασμό τους για την παρακολούθηση παρασκευής τυριού στη Νάξο –το οποίο κατόπιν τρίφτηκε πάνω από μακαρόνια με κιμά! Είναι ένα soundtrack που νομίζω ότι μπορεί να ευτυχήσει και σαν δισκογραφική έκδοση, βρίσκοντας πρόθυμους ακροατές και πέρα από τη λόγια σφαίρα.
Στη συνέχεια, παρουσιάστηκαν δύο κινήσεις από το Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου του Olivier Messiaen (1940), οι οποίες με άφησαν προβληματισμένο. Όχι σε εκτελεστικό επίπεδο: ο Σπύρος Τζέκος (σόλο κλαρινέτο) στο "III. Abîme Des Oiseaux" και το ντουέτο Λαέρτης Κοκολάνης (βιολί) & Ai Motohashi-Σιδέρη (πιάνο) στο "VIII. Louange À L' Immortalité De Jésus" απέδωσαν έξοχα την αγωνία του θανάτου ή γενικότερα του επικείμενου τέλους που περικλείει το έργο αυτό, γραμμένο κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του συνθέτη από τους Ναζί.
Αλλά δεν υπήρχε νοηματική ή συναισθηματική συνάφεια με όσα είχαμε μόλις ακούσει. Για να παρακολουθήσεις το επιχειρούμενο άλμα, έπρεπε να ανασκευάσεις μέσα σου τις Κυκλάδες από γεωγραφικό τόπο σε εσωτερικό τοπίο, προκειμένου να «ακουμπήσεις» μετά εκεί έναν Le Corbusier που, από τον προπολεμικό του ενθουσιασμό για τη μεσογειακή μας γειτονιά, περνούσε μεταπολεμικά προς την αναζήτηση του ιερού, συγκλίνοντας με το έργο του Messiaen. Σταυρόλεξο δηλαδή για πολύ δυνατούς λύτες, στην πρεμιέρα μιας σειράς συναυλιών που επιθυμούν να θέλξουν το ευρύτερο ακροατήριο –και όχι τους βαθιά υποψιασμένους.
Από εκεί και ύστερα, πάντως, η συνοχή της βραδιάς δεν εμφάνισε την παραμικρή ρωγμή. Μένοντας στο μεταπολεμικό περιβάλλον και με «όχημα» τον δικό μας Ιάννη Ξενάκη –συνεργάτη του Le Corbusier και πνευματικού τέκνου του Messiaen– βρεθήκαμε στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών (1958), επισκεπτόμενοι νοερά το Περίπτερο της Philips, για την οπτικοακουστική πανδαισία Poème Électronique που παρήγγειλε ο ίδιος ο Ελβετός αρχιτέκτονας και υλοποίησε ο Γάλλος συνθέτης Edgar Varèse, με βοηθό τον Ξενάκη.
Παρότι η εμπειρία που έζησαν τότε οι επισκέπτες (με τα 400 ηχεία και τα λοιπά) δεν επαναλαμβάνεται, πήραμε εντούτοις μια γεύση του πώς πρέπει να αισθάνθηκαν μπαίνοντας στον χώρο, όπου τους υποδεχόταν μια ιδιοφυής musique concrète δημιουργία του Ξενάκη, ονόματι "Concret PH". Η οποία βασίζεται στο καιόμενο κάρβουνο, παρέχοντας έτσι κι ένα θεμέλιο συμβατό με ό,τι πραγματευόταν ο Le Corbusier στο περίπτερο και στο συνοδευτικό φιλμ, που παρακολουθήσαμε ευθύς αμέσως στο ασπρόμαυρο πρωτότυπο, με soundtrack τη διάσημη σύνθεση του Varèse: την ανανέωση των όρκων λατρείας μεταξύ του μοντέρνου ανθρώπου και της τεχνολογίας, στη βάση της πίστης ότι, μέσω αυτής, θα ξημερώσει ένας πιο αρμονικός κόσμος.
Ταίριαξε λοιπόν γάντι στο όλο οικοδόμημα η προσκόλληση της δεύτερης κίνησης των Αναπηδήσεων του Ξενάκη (1987/1989), σε ένα στιγμιότυπο που καταχειροκροτήθηκε δίκαια, αφού ο Κώστας Σερεμέτης όχι μόνο εντυπωσίασε σε μια ποικιλία κρουστών οργάνων, μα έδειξε και βαθιά κατανόηση του χώρου για προσωπική έκφραση που άφησε στην παρτιτούρα του συγκεκριμένου έργου ο συνθέτης, αξιοποιώντας τον με σφρίγος και φαντασία.
Ο επίλογος της βραδιάς έκλεισε κι έναν νοητό κύκλο: οι ARTéfacts Ensemble ξαναπαρατάχθηκαν ως σεπτέτο, πλέον για μια σωζόμενη ταινία του 1931 με χαμένο score, δουλειά κι εκείνο του Jeanneret. Στη θέση του –κι ενώ άρχισε ταυτόχρονα η προβολή του ντοκιμαντερίστικης υφής L' Architecture d' Aujourd'hui του Pierre Chenal (αφιερωμένο στο έργο του Le Corbusier)– ακούσαμε μια ολοκαίνουρια δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή της σειράς "Τρίτες Παράλληλες", Κορνήλιου Σελαμσή: το Ingénieur, γραμμένο κατά παραγγελία της διοργάνωσης.
Ο συνθέτης δεν έλαβε καθόλου υπόψη τον εμβατηριακό χαρακτήρα που λέγεται πως διέκρινε το soundtrack του Jeanneret, προκρίνοντας μια μουσική πολύ σύγχρονη, η οποία έμεινε πιστή στις διαθέσεις τις εικόνας, όσο αξιοποιούσε τον χαρακτήρα και την «υφή» των οργάνων. Αμφιβάλλω ότι θα άρεσε στον Jeanneret αυτό που ακούσαμε. Πιστεύω πάντως πως ο Le Corbusier θα ενέκρινε, αφού, με μία έννοια, ο Σελαμσής αναζήτησε τον διάλογο με ό,τι όριζε για τον επιφανή αρχιτέκτονα το όραμα της μοντέρνας, Ακτινοβολούσας Πόλης.
Συνοψίζοντας, ήταν μια εμπειρία πέρα από μια «απλή» συναυλία, μια «απλή» προβολή ή μια «σύνθετη» συναυλία + προβολή. Η οποία επιβεβαίωσε πλήρως τα λεγόμενα του Κορνήλιου Σελαμσή: «θα έρθεις στις Τρίτες Παράλληλες με την ανάγκη να στοχαστείς. Θα σε παραδώσουμε πολύ ελαφρύτερο στη Λεωφόρο Μεσογείων, απ' ό,τι όταν μπήκες».