Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χατζής Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χατζής Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Χατζής - ανταπόκριση (2018)


Η είδηση που έφτασε στο mail μου, λέει ότι ο Κώστας Χατζής επιστρέφει στη συναυλιακή δράση μετά την παρατεταμένη παύση δραστηριοτήτων που προκάλεσε ο κορωνοϊός: αύριο Παρασκευή, 26 του Νοέμβρη, ξεκινά για μια μίνι σειρά 4 εμφανίσεων (ως και Δευτέρα 29 του μήνα, δηλαδή) στο Half Note.

Έχει ξαναβρεθεί στην ίδια σκηνή ο Κώστας Χατζής και είναι αλήθεια ότι του πάει πολύ, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω και τον Μάιο του 2018, όταν πήγα στο Half Note να τον δω μαζί με τη σύντροφό μου Χριστίνα: αν και ο χώρος έχει στενή σύνδεση με τζαζ δρώμενα, του ταίριαξε γάντι, επιτρέποντάς του να μεταφέρει σε μας τους νεότερους κάτι από το κλίμα των μπουάτ της δεκαετίας του 1970. Άλλωστε δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό: όταν δεν έπαιζε μόνος με την κιθάρα του, βγήκε επικεφαλής μιας εκπληκτικής τζαζ ορχήστρας. 

Τα χρόνια μπορεί λοιπόν να έχουν περάσει, εντούτοις ο Χατζής παραμένει ένας καθηλωτικός τροβαδούρος με μια ολόδική του λαϊκότητα, στην οποία έχει χωρέσει πετυχημένα και στίχους κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όπως έγραψα και στην τότε ανταπόκρισή μου, παρότι δεν έλειψαν κάποιες στιγμές-βαρίδια στο Half Note, μπορούσα να κάθομαι να τον ακούω μέχρι το ξημέρωμα. Η ανταπόκριση αυτή, τώρα, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με την αφορμή των εκ νέου εμφανίσεων, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Λίγα πράγματα πάνω στον Κώστα Χατζή προδίδουν ότι είναι πια 81 ετών, σκέφτηκα σε ένα σημείο του προγράμματος, καθώς τον έβλεπα να παίζει απαράμιλλη κιθάρα, μόνος πάνω στη σκηνή του Half Note, χτυπώντας ενίοτε το ένα πόδι στο σανίδι. Ήταν καθηλωτικός, με έναν τρόπο που σίγουρα εξανέμιζε το (όποιο) βάρος των χρόνων. 

Παίρνοντας όμως τη βραδιά με μια σειρά, τα πράγματα ξεκίνησαν ακριβώς στις 22.30 –κι εδώ λέμε ένα μπράβο στο Half Note για την ακρίβεια των ανακοινώσεών του. Ο Χατζής και η ορχήστρα βγήκαν μπροστά σε ένα γεμάτο μαγαζί, απέναντί τους είχαν μάλιστα κοινό που ήξερε καλά τι είχε έρθει να δει και θα το αποδείκνυε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, σιγοτραγουδώντας (όποτε δινόταν πάσα) τους στίχους των επιλογών. Μεγάλες ηλικίες, κυρίως, με κάποια σποραδικά νεανικά πρόσωπα να ξεχωρίζουν. 

Οι σολίστες, άριστοι. Στο πιάνο καθόταν ο Γιώργος Παγιάτης, μαέστρος της ορχήστρας, αλλά και υπεύθυνος για τις κομψές και ευφάνταστες ενορχηστρώσεις. Οι οποίες έδωσαν συχνά τζαζ αέρα σε γνωστά κομμάτια του Χατζή, αποκαλύπτοντας περαιτέρω πτυχές τους δίχως να χαλάσουν σε κάτι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Σε αυτό βοήθησε ασφαλώς η επί δεκαετίες εμπειρία του Ρήγα Σαριτζιώτη (σαξόφωνο, φλάουτο, κλαρινέτο), καθώς και τα παιξίματα του Χρήστου Αλεξόπουλου (ντραμς) και του Πόλυ Πελέλη (κοντραμπάσο). Όσο για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, εκείνος κι αν είχε κέφια. Για να παίξει, για να τραγουδήσει, μα και για να κάνει χιούμορ, τόσο με τους μουσικούς του, όσο και με τον κόσμο απέναντί του. 

Τώρα, όλα τα προγράμματα που προορίζονται για μαγαζιά στήνονται εξ ορισμού «φουσκωμένα». Πρέπει δηλαδή συν/πλην να βγάλεις 3 ώρες, ώστε και να δικαιολογηθούν οι τιμές (ειδικά της Α΄Ζώνης, αν το κοινό μοιράζεται, όπως συνέβη στο Half Note), αλλά και για να γίνει κατανάλωση. Τα όσα είχαν ετοιμαστεί υπάκουσαν λοιπόν σε αυτόν τον «κανόνα»· και, αναμενόμενα, σημείωσαν απώλειες. Όπως για παράδειγμα στο δεύτερο σκέλος της βραδιάς, όταν ο Χατζής βούτηξε νοσταλγικά σε διάφορες γνωστές επιλογές από την εγχώρια δεκαετία του 1960 (ανακοίνωσε, μα στην πραγματικότητα ήταν 1960 και 1970), τύπου "Σε Πότισα Ροδόσταμο", "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", "Οδός Αριστοτέλους": ήταν ένα τμήμα όπου δεν έκανε πολλά, συνόδευε απλά με την κιθάρα του χωρίς να παίζει ιδιαίτερα πράγματα, αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδά την πλειονότητα των στίχων.

Κάποιες περαιτέρω απώλειες, αφορούν τις γυναικείες παρουσίες της βραδιάς. Γιατί μπορεί να μη στερούνται ταλέντου οι συμμετέχουσες Αντωνία Χατζίδη, Μαρία Αλεξίου και Δανιέλα Χατζή (το μικρότερο από τα έξι παιδιά του Χατζή), όλες όμως, για διαφορετικούς λόγους, έκαναν αισθητό το βάρος των λεπτοδεικτών της ώρας κατά την παραμονή τους στη σκηνή. Η Χατζίδη κατέχει ιδιαίτερη φωνή, αλλά εκτέθηκε τραγουδώντας το "Summertime" και το "Ne Me Quitte Pas", «μπουκιές» μεγαλύτερες από όσο χώραγαν στο στόμα της. Η Αλεξίου διαθέτει χρώμα και πρόσεξε τι ερμήνευσε ώστε να μην ξεφύγει σε νερά που δεν τη σήκωναν, προέκυψε όμως υπερβολικά στημένη, με έναν τρόπο που έχουμε μάθει να λογίζουμε πια ως κλισέ από τις έντεχνες σκηνές. Όσο για τη Δανιέλα Χατζή, έφερε τον εφηβικό της ενθουσιασμό και την αθωότητά της και μπόρεσε πράγματι να μας εκπλήξει με το  "Dernière Danse" της Indila· αλλά όταν επεκτάθηκε στο "Je Veux", έλειψε όλος ο παλμός και η ένταση της Zaz. 

Το υπόλοιπο πρόγραμμα κρίνεται πάντως φανταστικό, αποζημιώνοντας για αυτές τις στιγμές-βαρίδια. Ο Κώστας Χατζής έπαιξε απίθανη κιθάρα και τραγούδησε με την ίδια δύναμη και το ίδιο συναίσθημα που ξέρουμε από τις μέρες της δημιουργικής του ωριμότητας. Αναμενόμενα, λοιπόν, τα χειροκροτήματα έπεσαν βροχή, τόσο σε πασίγνωστες στιγμές σαν τα "Σύνορα Η Αγάπη Δεν Γνωρίζει", "Σπουδαίοι Άνθρωποι Αλλά", "Απ' Το Αεροπλάνο", "Δε Βαριέσαι Αδελφέ", "Πάρε Ένα Κοχύλι Απ' Το Αιγαίο", "Λεωφορείο Ο Κόσμος" και "Αντίο Λοιπόν Αντίο", όσο και σε επιλογές για πιο «μυημένους» στη δισκογραφία του, σαν τον "Στρατή" (δυστυχώς στη σύντομη εκδοχή, δίχως την καταπληκτική εισαγωγή από το Αναγέννησις Αλόννησος), το "Γυφτάκι" και το "Η Γη Ακόμα Ζει".

Μπορούσα να κάθομαι μέχρι το ξημέρωμα να ακούω τον Κώστα Χατζή, είτε με την υπέροχη ορχήστρα του, είτε μονάχο με την κιθάρα του, να τραγουδά σε στυλ μπουάτ όλα όσα τον στεναχωρούν στον κόσμο μας –τόσο στον μικρό, δικό μας, όπου «ο Γύφτος» παραμένει καταφρονημένη φιγούρα, όσο και στην πιο μεγάλη κλίμακα, την πλανητική. Ακούγονται μερικές φορές αφελή και απλοϊκά τα λόγια των τραγουδιών του. Και ίσως από κάποιον άλλον να μην τα δεχόμασταν. Όταν όμως τα λέει εκείνος, τα λέει με μια βαθιά προσωπική αλήθεια, κάνοντάς τα και πειστικά, μα και συγκινητικά. Μόνο τον Τόλη Βοσκόπουλο μπορώ να σκεφτώ που να είναι σε θέση να «ποτίζει» τόσο πολύ με το ποιος είναι το ρεπερτόριο το οποίο ερμηνεύει, χαρίζοντάς του ενίοτε υπόσταση μεγαλύτερη από όση διαθέτει από μόνο του.