Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαρμπής Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαρμπής Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Στα Υπόγεια του BBC» - ανταπόκριση (2014)


Τελευταία αλίευση αρχείου σε κριτικές για τη δουλειά της Violet Louise η κάτωθι, για την αφιερωμένη στη Delia Derbyshire παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC», την οποία είδα και θαύμασα στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μάρτιο του 2014.

Πολύ απλά, μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικά δοσμένες μουσικοθεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στα καθ' ημάς, κατά τη διάρκεια του (έως τώρα) 21ού αιώνα. 

Μια κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στη Μυρτώ Στείρου 


Η ισόγεια αίθουσα «Black Box» του Ιδρύματος Κακογιάννη είχε γεμίσει μαγνητοταινίες και απίθανες ηχητικές συσκευές, του τύπου που, ένα καλοκαίρι πριν, χάζευα στο ιστορικό Studio für Elektronische Musik της Κολονίας. Εν μέσω αυτών, δύο μόλις άνθρωποι –η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise) και ο Παναγιώτης Γαρμπής– ζωντάνεψαν έναν ολόκληρο κόσμο, αναπλάθοντας για χάρη μας την ιστορία της Delia Derbyshire. Μιας πρωτοπόρου της ηλεκτρονικής/πειραματικής έκφρασης, η οποία πάλεψε να καθιερώσει ως μουσική τους Όμορφους Ηλεκτρονικούς Ήχους της, σε πείσμα των συγχρόνων της, που της αρνήθηκαν το δημιουργικό credit ακόμα και για την πιο διάσημη σύνθεσή της: το βασικό θέμα της σειράς επιστημονικής φαντασίας Dr. Who.

Μου είναι πραγματικά δύσκολο να αναπλάσω όλες τις μικρές λεπτομέρειες που έκαναν την παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC» τόσο φανταστική. Οι καλειδοσκοπικοί φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου, τα πρωτόλεια ηλεκτρονικά, τα πρωτότυπα τραγούδια που έγραψε για τις ανάγκες της η Violet Louise, η εικόνα όλων εκείνων των μηχανημάτων πάνω στο μεγάλο τραπέζι, το μικρό τραπέζι αντίκρυ με το κρασί που δεν τελείωνε ποτέ, η παράλληλη προβολή ενός ειδώλου της Derbyshire με τη δική του ζωή και κίνηση στον τοίχο αριστερά όπως κοιτάγαμε –μέσω του οποίου δόθηκε, καταπληκτικά, το απότομο φινάλε της ζωής της– όλα υπήρξαν ψηφίδες ενός απίθανου μωσαϊκού. Μέσω του οποίου δεν αποτυπώθηκε απλά ένα κομμάτι της ζωής και της σκέψης της Delia Derbyshire, μα κυριολεκτικά κοινωνήθηκε. Έτσι, ακόμα και κάποιος εντελώς άσχετος με την πειραματική μουσική και τα ηλεκτρακουστικά μπορούσε άνετα να παρακολουθήσει την παράσταση, μα και να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές.

Η ίδια η δημιουργός ενσάρκωσε άψογα τη Derbyshire, κινούμενη σε ένα διαρκές μπρος-πίσω στον χρόνο: η Ντέλια στα υπόγεια του BBC, νέα, δυναμική, με τα φορεματάκια της, να τσιγκλάει τον κομφορμιστή μουσικό/ηχολήπτη Μπράιαν (Brian Hodgson) και να πνέει τα μένεα κατά του στενόμυαλου διευθυντή του BBC Radiophonic Workshop Ντέσμοντ (Desmond Briscoe). Και η Ντέλια στο σπίτι της, μεγάλη πια, αποτραβηγμένη από τον κόσμο, να ακούει ραδιόφωνο τυλιγμένη σε μια ρόμπα, πνίγοντας στο κρασί το ότι δεν μπόρεσε κατά τις πιο δημιουργικές της μέρες να κερδίσει ούτε την καλλιτεχνική αναγνώριση, ούτε και την οικονομική ανεξαρτησία. Παρά τα διαρκή πήγαινε-έλα, δεν χαθήκαμε ποτέ: τα νέα του BBC έμπαιναν ως μικροί ημερολογιακοί δείκτες κάθε φορά που τα χρειαζόμασταν, βοηθώντας στο ταξίδι μας στον χρόνο, μα προσφέροντας κι ένα μικρό πλαίσιο εποχής.

Δίπλα στη Λουΐζα Κωστούλα στάθηκε άξια ο Παναγιώτης Γαρμπής, πότε ως τρισδιάστατος Dr. Who/επισκέπτης από το Διάστημα, πότε ως ο ντροπαλός και κρυφά ερωτευμένος με τη Ντέλια, Μπράιαν, που τα έχασε όλα τη μέρα που της εκμυστηρεύτηκε τα συναισθήματά του, πότε ως ο αρχετυπικός γραφειοκράτης Ντέσμοντ, πότε ως ο Peter Kember των Spacemen 3 –ο άνθρωπος που προσπάθησε να βγάλει τη Ντέλια από την αφάνεια κατά τη δεκαετία του 1990, δείχνοντάς της ότι το έργο της εκτιμήθηκε τελικά ως μουσική επιπέδου από μια ολότελα νέα γενιά Βρετανών δημιουργών.

Μικρά παράπονα (τα μόνα), ότι το κείμενο ανέφερε δύο φορές τον Aphex Twin στον πληθυντικό, λες και επρόκειτο για συγκρότημα, και ότι το πορτραίτο του Πήτερ πλάστηκε πολύ κοντά σε εκείνο του Μπράιαν: έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Kember ήταν ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, ο οποίος ήξερε καλά πού πατούσε όταν γνώρισε τη Derbyshire –και όχι αυτός ο αμήχανος, σχεδόν δουλοπρεπής νέος που είδαμε στο Black Box.

Δεν θέλω ωστόσο να επιμείνω σε σημεία τα οποία πραγματικά θεωρώ λεπτομέρειες. Γιατί η Violet Louise μας έδωσε μια φρέσκια παράσταση, μακριά από τα ίδια και τα συνηθισμένα, καταφέρνοντας να διηγηθεί την ιστορία μιας φοβερής γυναίκας δίχως στιγμή να χάσει την ανθρώπινη διάστασή της, είτε ως δημιουργός του όλου εγχειρήματος, είτε ως πρωταγωνίστριά του. Θα τη θυμόμαστε ανεξίτηλα την εμπειρία, όσοι τυχεροί χωθήκαμε στα Υπόγεια του BBC μαζί της.



14 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» - ανταπόκριση (2016)


Κάπου την έχασα τα τελευταία, δύσκολα για μένα, χρόνια τη Violet Louise (κατά κόσμον Λουίζα Κωστούλα). Για κάποιο διάστημα, όμως, έδινα τακτικά το παρών στις παραστάσεις της, από τότε που την πρωτοείδα ζωντανά –νομίζω στο 3ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής, το 2014. 

Αν δεν κάνω λάθος, το τελευταίο της έργο που παρακολούθησα ήταν οι «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» τον Μάιο του 2016, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης: μια ανάγνωση στα πάντα επίκαιρα λόγια του Ευριπίδη, που πλεύρισε τη μουσική αισθητική των Boards Of Canada. 

Αυτό αλίευσα, για την ώρα, από το αρχείο, καθώς μια κριτική για την παράσταση πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται λοιπόν κι εδώ (με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις) και έπεται και Violet Louise συνέχεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο


Το εισιτήριό μου έγραφε «θέατρο» και πίσω μου στο Ίδρυμα Κακογιάννη καθόταν μια κυρία που χρώσταγε, έλεγε, τρεις κριτικές σε ένα θεατρικό site (συμβουλή αρχισυντάκτη: τρεις κριτικές είναι πολλές). Αλλά όταν τα φώτα έσβησαν και χειροκροτήσαμε όλοι μαζί –θερμά– τους συντελεστές των Μαρμαρωμένων Τρωάδων, ήμουν βέβαιος ότι η παράσταση χώραγε και σε ένα μουσικό site. Γιατί η μουσική δεν ήταν διάκοσμος, ούτε γέμιζε κενά. Αντιθέτως, αποτελούσε οργανικό μέρος του οπτικού/ηχητικού τόπου που είχε δημιουργηθεί, ήταν δε και πρωτότυπη δημιουργία της Violet Louise (Λουΐζα Κωστούλα), ειδικά για το έργο.

Οι Μαρμαρωμένες Τρωάδες ντεμπούταραν στην αρχαία Ολυμπία, στην τελετή για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και έδιναν την τελευταία τους αθηναϊκή παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Μια πολύ ορθή επιλογή, δεδομένου του ότι βασίζονται στη μετάφραση των Τρωάδων του Ευριπίδη που έκανε –χρησιμοποιώντας θαυμάσια τα νέα ελληνικά– ο γνωστός σκηνοθέτης. Το σκηνικό τους, λιτό. Άφηνε πολλά να τα συμπληρώσει η φαντασία, όσο τα μάτια σου έβλεπαν τα δύο τριμερή βάθρα αριστερά και δεξιά και το μονό στη μέση, καθώς και τις εικόνες που προβάλλονταν στο video wall πίσω τους. 

Αριστερά όπως κοιτάζαμε, τώρα, στεκόταν η Εκάβη, καταπληκτικά ενσαρκωμένη από την Αγλαΐα Παππά (είναι η εικονιζόμενη άνωθεν). Η οποία έδωσε ρεσιτάλ θεατρικής χρήσης της φωνής, ώστε να ζωντανέψει μπροστά μας την έκπτωτη βασίλισσα της Τροίας, που παρακολουθούσε τα τελευταία οικεία πρόσωπα που είχαν απομείνει στην οικογένειά της να θανατώνονται ή να παίρνουν τον δρόμο της σκλαβιάς. Δεξιά, η Λουΐζα Κωστούλα (στην οποία άνηκε η σκηνοθεσία) απέδιδε πειστικότατα τον χορό των γυναικών της Τροίας και άλλες γυναικείες μορφές (Ανδρομάχη, Κασσάνδρα), ενώ στο μέσον μας επισκεπτόταν ο Παναγιώτης Γαρμπής ως ευθυτενής κήρυκας Ταλθύβιος, κομίζοντας τα μαντάτα των μεθυσμένων από τη νίκη Ελλήνων. Για λίγο πέρασαν και ο Μενέλαος με την Ελένη, αλλά μόνο ως αφαιρετικές μορφές στο video wall, με τις φωνές τους ηχογραφημένες.  

Τα αρχαία λόγια του Ευριπίδη παραμένουν αιχμηρά και επίκαιρα, σε εποχές όπου πάλι συζητάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους –επιπλέον, διέθεταν και μια δυναμική πολύ του γούστου μου, αφού από το σχολείο κιόλας θυμάμαι να απεχθάνομαι τους φαφλατάδες Αργίτες και τους προστάτες θεούς τους, συντασσόμενος με τους Τρώες, τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα. Και αποδόθηκαν, νομίζω, ωραιότατα, τόσο σε σκηνικό, όσο και σε υποκριτικό επίπεδο. Σε μια παράσταση η οποία δεν απώλεσε ποτέ το πρωτότυπο πνεύμα των Τρωάδων, προκειμένου να κάνει χατίρια στη μοντέρνα προσέγγιση της οπτικοακουστικής αφήγησης. 

Η μουσική της Violet Louise άνηκε σε αυτό το μοντέρνο κομμάτι, κινήθηκε όμως με θαυμαστό μέτρο, πότε επιλέγοντας τη λογική του sound design –συμπλέοντας άριστα με τις εικόνες του video wall, όλες ειδικά επεξεργασμένες λήψεις από φυσικά τοπία, που είχαν ως στόχο τη «θόλωση» των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού– πότε λειτουργώντας ως ηλεκτρονικό soundtrack, με μια αισθητική κοντά στις σπουδαίες δουλειές των Boards Of Canada. Η ίδια, επίσης, στάθηκε άψογα και με τη φωνή της, στα λίγα σημεία στα οποία απέδωσε τραγουδιστά τα λόγια που αντιστοιχούσαν στους διάφορους ρόλους της.

Έχω χάσει μόνο μία παράσταση της Λουΐζας Κωστούλα, αλλά ό,τι έχω δει ως τώρα εκ μέρους της το συγκαταλέγω στα πιο ενδιαφέροντα πράγματα των τελευταίων χρόνων. Ίσως το λιγοστό πλήθος στο Ίδρυμα Κακογιάννη να σημαίνει ότι ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί στην κλίμακα που της αξίζει, κάτι που μπορείτε σύντομα να διορθώσετε, όμως, εάν διαβάζετε αυτές τις γραμμές και νιώθετε ότι σας αφορούν.