Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειβαδάς Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειβαδάς Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς - συνέντευξη (2017)


Μία από τις πιο πλήρεις συζητήσεις που έχω κάνει με τον Κώστα Λειβαδά έγινε πίσω στο 2017, με αφορμή το άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» που έβγαλε τότε, στο αναπάντεχο reunion του με τους Υπνοβάτες (δείτε κι εδώ).

Η κουβέντα μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε στον Τύπο για το promo της «Χαμένης Διαδρομής»


2014, χρόνια μαύρα για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, μέρες που πολλοί βούλιαξαν στον μικρόκοσμο των προβλημάτων τους –αλλά η παρέα που κάποτε συγκροτούσε τους Υπνοβάτες, έρχεται και πάλι κοντά. Πώς ήταν εκείνο το διάστημα και τι «έκανε τη μνήμη να αρχίσει να παίζει φλίπερ»;

E, αυτό ακριβώς είναι... Θα έλεγα ότι αμέσως μετά το άλμπουμ Του Λόγου Το Αληθές Μέρος 1ον: Γραμμένο Με Κόκκινο (2013) και την αρχή της επιτυχίας του τραγουδιού "Η Επιμονή Σου" μέσα στο καλοκαίρι-θρίλερ του 2015 (ακόμα και η γενέθλια συναυλία μου για το 18 Χρόνια Δρόμος έμελλε να γίνει την ημέρα που έκλεισαν οι τράπεζες), ένιωσα πολύ καθαρά ότι μπροστά μου ανοίγονταν δύο δρόμοι: ένας μιας αληθινά μεγάλης κατάθλιψης κι ένας της επανεκκίνησης ενός «18άρη». 

Έκλεισαν τότε πολλοί λογαριασμοί. Πήρα ένα πτυχίο που ήθελα καιρό και μετά, εντελώς αναπάντεχα, μέσω του Μανώλη Μπλαζαντωνάκη (πρώτου μπασίστα των Bloody Revolution), άρχισε να ξετυλίγεται ένα κουβάρι στοιχειωμένο και χαμένο. Παλιοί τίτλοι, ανολοκλήρωτα τραγούδια που το κάθαρμα θυμόταν από όταν ήμασταν 18άρηδες, setlists από συναυλίες, περιστατικά σε πρόβες... 

Κι όταν πια πήγαμε σπίτι του, αφού είπα δύο τραγούδια για το αρχείο μας, άκουσα για πρώτη φορά παλιές μας πρόβες τις οποίες αγνοούσα ότι υπήρχαν. Ύστερα ηχογραφήσαμε στο home studio του το "Απλά Και Μόνο" και τότε είπα ότι έπρεπε να ξαναβρώ τον Κώστα Καββαδία και το φάντασμα των Υπνοβατών.

Πόσο κοντά ή μακριά βρίσκονταν οι Bloody Revolution και οι Υπνοβάτες ως προς τι άκουγαν, τι έπαιζαν, τι επεδίωκαν; Αλήθεια, ο Γιάννης Ταρσούλης βρέθηκε καθόλου στους Υπνοβάτες;

Α, ήταν πολύ διαφορετικά συγκροτήματα... Στους Bloody Revolution, πρώτα-πρώτα, αρχηγός ήταν ο Ταρσούλης. Κάναμε πρόβες στο καμαράκι του, επίσης στη Νέα Πεντέλη, με παλτά και σκούφους τον χειμώνα. Δεν χωρούσαμε και πολύ, μάλιστα, οπότε είχα φάει πολλές φορές το μπάσο στο μάτι! Ακούγαμε Bad Company, Ten Years After, πολύ Rolling Stones, Chuck Berry, μπλουζ και πάντα (μα πάντα!) Neil Young και Van Morrison. Από κομμάτια δικά μας είχαμε μονάχα το "Απλά Και Μόνο": ένα πρωτόλειο μπλουζ, δικό μου, βγαλμένο κατευθείαν από τον Muddy Waters και τους Εξαδάχτυλος. Πολύ πρώιμο, με ήχο vintage για τα 1990s. 

Οι Υπνοβάτες ήταν κάτι άλλο, εντελώς. Κι ένα χαρμάνι πολύ ετερόκλητων επιρροών: Velvet Underground, Howard Devoto, οι Cure του Pornography, οι Billy Cobham και Ginger Baker τους οποίους λάτρευε ο ντράμερ μας, μέχρι και John Lennon, Paul McCartney, Stone Temple Pilots, Elvis Costello. 

Ως αποτέλεσμα, οι καυγάδες ήταν καθημερινοί! Το grunge είχε πλέον έρθει για τα καλά, εγώ επέμεινα για ελληνικό στίχο, ενώ μας ενδιέφερε κυρίως να γράψουμε δικό μας υλικό. Με τόσες τεράστιες αποστάσεις, στις setlists των ζωντανών μας εμφανίσεων χώραγαν άνετα διασκευές σε The Sound, New Model Army, David Bowie και Nirvana, μέχρι και στο "Looking For A Girl With A Washing Machine" των Big Sleep.

Όσο για τον Ταρσούλη, με την τρελή αγάπη του για τις μηχανές, τον χάσαμε εντελώς με τον καιρό. Μας έριχνε άλλωστε και κάποια χρόνια.

"Απλά Και Μόνο", Χριστούγεννα, χορός του λυκείου Νέας Πεντέλης. Τι έχει συγκρατήσει η μνήμη πιο έντονα από όλα αυτά;

Ε, χαμός, σαν αμερικάνικη ταινία... Οι φωτογραφίες του τότε, μοιάζουν σήμερα από την προϊστορική εποχή. Πριν τον χορό του λυκείου μας, την ώρα που κάναμε soundcheck και προσπαθούσαμε να κουμαντάρουμε τον ήχο με όσα ξέραμε, έκαναν παράλληλα γυμναστική και κάτι κυρίες, άστα να πάνε! Έξω ψιλοχιόνιζε, ο χορός είχε πολύ κόσμο και το αρχικό μας ψάρωμα ήταν τρελό. Στη διάρκεια όμως του λάιβ μας βγήκε θράσος, σαν να ήμασταν μεθυσμένοι, ενώ το "Απλά Και Μόνο" οδήγησε σε εφηβική έκρηξη και χορό.

Πού βρίσκεται όμως το "Απλά Και Μόνο"; Πώς και δεν μπήκε κι εκείνο στον δίσκο που έχουμε τώρα στα χέρια μας; 

Δεν το βάλαμε τελικά στον δίσκο, μας φάνηκε πολύ άγουρο, παρόλα τα Slim Harpo κόλπα του. Υπάρχει κι ένα άλλο μυστηριώδες και μονίμως ατελείωτο τραγούδι, ο "Κύριος Yardbird" –από τότε μέχρι σήμερα μπορεί να έχω γράψει και 40 κουπλέ. Κάποια στιγμή πρέπει πάντως να μπουν κάπου, έστω ως bonus tracks, καθώς αποτελούν τη ρίζα. Ήμασταν τρελοί με τα μπλουζ και εκπλήσσομαι που ο Μανώλης εξακολουθεί να παίζει Reverend Gary Davis.

Από την άλλη, το "Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη" μας είναι ήδη γνώριμο ως "Στάχτη Του Ονείρου", από τον δίσκο του 2010 Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη. Τι υπαγόρευσε την εκδοχή που ακούμε στη Χαμένη Διαδρομή

Το "Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη" είναι ένα τραγούδι που λατρεύει ο Καββαδίας, αλλά κι ένα τραγούδι-γέφυρα για μένα. Πιστεύω επίσης ότι τώρα ηχογραφήθηκε πιο σωστά. Πέρα από την πλάκα, εδώ παίζαμε το αγαπημένο σπαστό τέμπο των Coldplay 20 χρόνια πριν, όπως και στα "Αεροδρόμια". Μάλλον θέλαμε λοιπόν να το νιώσουμε ξανά αυτό.

Με βάση το νέο υλικό που φτιάξατε μαζί, πώς αποτιμάτε τα όσα κάνατε τότε και τα όσα, ίσως, θα μπορούσατε να έχετε κάνει, αν δεν είχατε διαλυθεί; Έγιναν τέτοιες συζητήσεις μεταξύ σας;

Κοίτα, στην πραγματικότητα είναι μια πολύ τρελή ιστορία αυτή των Υπνοβατών, γιατί διαλύθηκαν ακριβώς τη στιγμή που πήγαιναν ν' αγγίξουν το όνειρο μιας δισκογραφικής έκδοσης. Κι εκείνο το παρολίγον θαύμα, άφησε κι ένα τραύμα, πολύ ύπουλο. Η διάλυση η ίδια, πάντως, έγινε για τους συνηθισμένους λόγους: οι τρεις σπούδαζαν ναυτιλιακά –ο ένας έφυγε μάλιστα αμέσως στο εξωτερικό κι εκεί ζει εδώ και 20 πια χρόνια– εγώ πέρασα στο Πανεπιστήμιο Κομοτηνής, ο άλλος έψαχνε να βρει δουλειά, υπήρχε επιπλέον ο στρατός και τα προσωπικά του καθένα. 

Τυραννήθηκα πολύ με τη σκέψη του τι θα είχε γίνει αν δεν διαλύονταν τότε οι Υπνοβάτες, παρόλο που η ζωή μου και μεγάλο μέρος από τα τραγούδια μου παρέμειναν έκτοτε σταθερά προσανατολισμένα στον ηλεκτρισμό και στην παντοδύναμη ενέργεια του rock 'n' roll. Ο Καββαδίας, πάντως, που κι αυτός διατηρεί το δικό του αγγλόφωνο γκρουπ σήμερα (τους Black Circus), είναι κατηγορηματικός ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Γιατί όλοι μας είχαμε να διανύσουμε μια διαφορετική ρότα –εντός κι εκτός μουσικής– κι εγώ ειδικά δεν θα είχα γράψει γύρω από όλα τα είδη μουσικής που με απασχολούσε να μπολιάσω με το ελληνικό τραγούδι.

Δεν ξέρω... Αν και η πλατιά μάζα στην Ελλάδα ποτέ δεν αγάπησε αυτά τα ιδιώματα (ή παραμένει εντελώς άσχετη μαζί τους), εγώ ακόμα το σκέφτομαι.

Έφερε δηλαδή τριγμούς μεταξύ σας η δική σας δημιουργική συνειδητοποίηση υπέρ του ελληνικού στίχου; Ήταν παράγοντας διάλυσης, μαζί με όλα τα υπόλοιπα που πολύ τσεκουράτα έχετε περιγράψει ως «υποχρεωτική στράτευση, σπουδές και παρέμβαση γονέων, έλλειψη κουλτούρας και δημοφιλίας του ηλεκτρικού τραγουδιού στην Ελλάδα, προσωπικές περιπέτειες, περιπλάνηση και άγνοια κινδύνου, εθισμοί και ρίσκα και, κάτω από όλα, ανωριμότητα και κορίτσια»;

Όχι. Υπήρξε αιτία λογομαχιών στην αρχή, αλλά δεν ήταν στους λόγους της διάλυσης. Φαγωνόμασταν περισσότερο για την κατεύθυνση του ήχου και για τις ενορχηστρώσεις, όμως είχαμε πια μπει για τα καλά στο τριπ. Από τότε μάλιστα υπήρχε όχι μόνο το πρώτο μου τραγούδι που ηχογραφήθηκε ποτέ –το "Είμαι Ακόμα Ζωντανός" (Γιώργος Δημητριάδης & Μικροί Ήρωες)– αλλά και το αρχικό προσχέδιο του "Σα Να Μην Πέρασε Μια Μέρα", με το ραπάρισμα, με διαφορετικό ρεφρέν και με funky κουπλέ!

Με εσάς φοιτητή στην Κομοτηνή, σε εποχές δίχως ίντερνετ, πώς μπόρεσε και διατηρήθηκε το σχήμα; 

Ήταν μια τρέλα το Κομοτηνή-Αθήνα, για όσο το άντεξα. Ανεβοκατέβαινα με το ΚΤΕΛ, 12ωρα επί 12ώρων, ή με το αργό τρένο, 3 μπορεί και 4 φορές κάθε μήνα. Ε, και κλασικά, τηλέφωνα με μετρητές σε περίπτερα, σταθερό πιο μετά, «το άκουσες αυτό;», «βγήκε εκείνο», «αγόρασε το άλλο». 

Στο δισκάδικο του Θανάση Γκαϊφύλλια στην Κομοτηνή –ο οποίος μου στάθηκε σαν πατέρας– βρήκα τον παράδεισό μου. Και δεν το 'χε και σε τίποτα ο Θανάσης, να βάλει στο τέρμα μια καινούρια κυκλοφορία στις 10 το πρωί. Την αγάπησα την Κομοτηνή, πολύ. Εκεί αποφάσισα ότι θα αφιερωθώ οριστικά στη μουσική. Έγραφα από το πρωί ως το βράδυ και, μετά τη διάλυση των Υπνοβατών, έδωσα εκεί την πρώτη μου συναυλία και κυκλοφόρησα και τα δύο πρώτα μου κομμάτια. Στα οποία τραγουδούσα κιόλας, σε παραγωγή Γκαϊφύλλια.

Τα demo για τα οποία τόσο σκληρά δουλέψατε με τους Υπνοβάτες, έφτασαν εν τέλει στον Γρηγόρη τον Βάιο της Wipe Out; Και ποια ήταν η γνώμη του;

Ο Βάιος «ο ΨΥΧΟΡΟΚ» ήταν και είναι μια θρυλική φυσιογνωμία για εμένα. Ήταν φίλος του αδερφού μου, αλλά και όλων των παλιών μηχανόβιων της Πεντέλης: σύχναζαν στο Maze της Πανόρμου, όπως και στο 7 Plus 7 της Ηφαίστου. Λόγω και των εκπομπών του, κυρίως όμως λόγω της ηγετικής του φυσιογνωμίας, με είχε επηρεάσει πολύ. Δεν έχανε μάλιστα ευκαιρία να μου προτείνει τρελά πράγματα, ήδη απ' όταν ήμουν 14 χρονών. «Παρ'το και φύγε», μου έλεγε, με το βινύλιο να βρίσκεται σε αδιαφανή σακούλα, χωρίς καν να μπορώ να δω τι πληρώνω στο ταμείο! (γέλια) Ένα από τα αριστουργήματα που μου είχε δώσει ήταν και το Jacobites των Nikki Sudden & Dave Kusworth (1984).

Ενθουσιάστηκε λοιπόν όταν του είπα ότι έχουμε δικό μας γκαράζ στη Νέα Πεντέλη. Και, όταν άκουσε το δεύτερο demo μας (το βελτιωμένο), μου 'χε πει «κάντε άλλα 2 τραγούδια και το βγάζω». Τι παράσημο! Κι όμως, σε 2 μήνες από τότε, διαλυθήκαμε. Την πιο λάθος ώρα... Τα 2 έξτρα κομμάτια, που δεν άκουσε ποτέ ο Γρηγόρης, μπήκαν τώρα στη Χαμένη Διαδρομή.

Τι μέλλει γενέσθαι με τους Υπνοβάτες; Θα σας δούμε live μέσα στο 2017; Θα υπάρξει δισκογραφική συνέχεια; 

Έλα ντε... Θέλουμε πολύ κάποιο δεύτερο άλμπουμ κι εγώ και ο Καββαδίας, κάτι πολύ πιο απελευθερωμένο! (γέλια) Είναι η πηγή μας, δεν γίνεται αλλιώς. Ακόμα κι αν τότε τα ραδιόφωνα, αν μπορούσαν, θα είχαν καταργήσει και τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα μπασοτύμπανα. Comes a time, όμως, αυτό που λέμε εδώ για τον τροχό... 

Φυσικά και θα παίξουμε ζωντανά, κλαμπίστικα, καθώς θα χειμωνιάζει, όπως τότε –αν και ίσως κάνουμε και μια επετειακή συναυλία μόνο για Πεντελιώτες. Ήδη βέβαια έχω εντάξει τραγούδια των Υπνοβατών και στις δικές μου εμφανίσεις.



09 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς & Υπνοβάτες - Χαμένη Διαδρομή [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» του Κώστα Λειβαδά. Ο οποίος άφησε τότε, για λίγο, τη σόλο πορεία του ως τραγουδοποιός, ώστε να ξανασυναντήσει τους Υπνοβάτες: το συγκρότημα που είχε για μικρό διάστημα πίσω στις αρχές του 1990. 

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία, με τον Λειβαδά και τον Κώστα Καββαδία, προέρχεται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο στο πλαίσιο του σχετικού promo 


Χωράει μεγάλη συζήτηση, αλλά τα τελευταία (αρκετά) χρόνια, ενώ υποτίθεται ότι ακούμε πολύ ροκ, μένω σταθερά με την εντύπωση ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει –και σίγουρα όχι εντός συνόρων. Είναι παλιές σκέψεις αυτές, μου τις έφερε όμως ξανά ο νέος και παλιός μαζί δίσκος του Κώστα Λειβαδά. 

Ακούγεται παράδοξο αυτό το «νέος και παλιός μαζί» για όσους δεν γνωρίζουν το ιστορικό τούτης της Χαμένης Διαδρομής, αλλά είναι κυριολεκτικό: εδώ έχουμε 4 τραγούδια γραμμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν και ήταν ενεργοί οι Υπνοβάτες (με ατόφιες τις τότε ενορχηστρώσεις τους), συν 4 που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, όταν ο Λειβαδάς ξαναβρέθηκε με τους τότε συνοδοιπόρους Κώστα Καββαδία (κιθάρες και όχι μόνο), Μανώλη Ελισαίο (μπάσο) & Μάκη Πεκτζιλίκογλου (τύμπανα). 

Το ποιο είναι παλιό κομμάτι και ποιο καινούριο, τώρα, δεν ξεχωρίζει –τουλάχιστον όχι σε πρώτη ματιά. Κι αυτό το λέω για καλό, γιατί υπάρχει μια ενιαία αισθητική, καθώς και μια αίσθηση συνόλου, όπως και ροή, που σε κάνει να παίζεις τον δίσκο στο repeat δίχως να βαριέσαι. Είναι τέτοια η κατάσταση στο ελληνικό ρεπερτόριο σήμερα, ώστε εδώ θα μπορούσε να τελειώνει η παρούσα αποτίμηση χωρίς να χρειαστεί να προστεθούν περισσότερα. Αλλά ας επιμείνουμε λίγο ακόμα.

Η αισθητική των Υπνοβατών απηχεί τις ηλεκτρικές ανησυχίες της δεκαετίας του 1990 και, από μια τέτοια άποψη, ίσως ο δίσκος να ακουστεί «παλιός» σε νεότερα αυτιά, χαμένος σε αναζητήσεις οι οποίες έγιναν περιθωριακές όταν κατέπεσε το οικοδόμημα του «ελληνικού ροκ». Οι επιρροές τους, επίσης, είναι ευδιάκριτες, είτε για αμερικάνικα πράγματα μιλάμε, είτε για βρετανικά, είτε για τον Γιώργο Δημητριάδη και τους Μικρούς Ήρωες –γιατί, αν συγγενεύει με κάτι η Χαμένη Διαδρομή, είναι με το δικό τους δισκογραφικό ντεμπούτο Αφορμές Για Ανταρσία (1994), το οποίο βγήκε όταν περίπου διαλύονταν οι Υπνοβάτες: το τραγούδι "Τα Βλέπω Όλα" αποτελεί χαρακτηριστικό στιγμιότυπο.

Ωστόσο όλο το ζουμί βρίσκεται νομίζω σε αυτή την τύποις «αχίλλειο πτέρνα». Αφενός γιατί το καινούριο που μας σερβίρεται τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά ανακατασκευάζει ηχητικούς κόσμους ακόμα παλαιότερους των 1990s, οπότε το επιχείρημα «παλιό» και «νέο» εξανεμίζεται –τουλάχιστον για όσους από μας δεν νοιαζόμαστε να παίξουμε παίγνια hype και coolness. Αφετέρου γιατί ο Λειβαδάς με τους Υπνοβάτες αποτυπώνονται γλαφυρότατα ως rockers, με έναν τρόπο που τόσες και τόσες μπάντες νέων παιδιών δεν έχουν καταφέρει, βραχυκυκλωμένες σε εναλλακτικές διαδρομές στις οποίες περισσεύει το στυλ μα χάνεται η ιδρωμένη διάσταση της rock 'n' roll υπόθεσης, όπως και η έξαψη που τη συνόδευσε ιστορικά καθώς διασυνδέθηκε με την αξία και τη σημασία της δήλωσης «είμαι νέος». 

Έτσι, τραγούδια όπως η "Χαμένη Διαδρομή", το "Πάνω Απ' Τη Διασταύρωση" ή το "Λες Να Μην Ξέρω" επαναφέρουν σε ένα χλιαρό indie παρόν τη διασύνδεση των ανοιχτών ενισχυτών με το ξεδίψασμα της εσώτερης πυρκαγιάς («ένα τραγούδι να διαλύσει την αντάρα»), με την απελπισία που μπορεί να συνοδεύει το γκρέμισμα κάποιων πρώτων συναισθηματικών σταθερών –μαθαίνοντάς μας the hard way την ικανότητα της ατέλειωτης ρόδας του χρόνου να μας σκορπά («συντρίμμια οι σκάλες που έφταναν στον ουρανό/παλεύουμε τώρα στο άγριο κενό»)– αλλά και με την αλήθεια της όποιας συνοικίας μπορεί να μας διαμορφώνει, γενόμενη στα μάτια μας «περιφέρεια μέσα στο περιθώριο».

Τη διασύνδεση, εν τέλει, εκείνου που τραγουδάς με αυτό που έχεις βιώσει και σε τσουρουφλάει. Και όχι με την πιστή αναπαραγωγή της όποιας φάσης μπορεί να θαύμασες ακούγοντας τον τάδε δίσκο ή ίσως βρήκες να θεωρείται cool σε ορισμένες γωνιές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.