Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαζωνάκης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαζωνάκης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Μαζωνάκης - ανταπόκριση (2013)


Πήρε λέει το μετρό αυτές τις μέρες ο Γιώργος Μαζωνάκης, για κάποια μετακίνησή του. Κι έγινε χαμός, καθώς πολύς κόσμος τον αναγνώρισε και δεν δίστασε να του δείξει την αγάπη του, με διάφορους τρόπους. Η κορυφαία ατάκα, βέβαια, μάλλον ανήκει σε εκείνη την κοπέλα που του είπε ότι πήρε γούνα μόνο και μόνο για να του μοιάζει –αναφερόμενη ασφαλώς στο θρυλικό βιντεοκλίπ για το "Gucci Φόρεμα".

Τον γουστάρω τον Μαζωνάκη και τον παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο αγαπημένος μου από τους νεότερους λαϊκούς αστέρες, της πιο pop δηλαδή εποχής των «μπουζουκιών», αυτής που ξεκίνησε από τα 1990s κι έπειτα. Πριν αρκετό καιρό, μάλιστα, ευτυχήσαμε να κάνουμε και μια κουβέντα (δείτε εδώ), ενώ πρόσφατα με εντυπωσίασε ξανά με την παράσταση «Η Αθήνα τη Νύχτα», που τώρα τρέχει για δεύτερη σεζόν (δείτε εδώ).

Κάπως έτσι, σκέφτηκα ότι έλειπε από τα παλιά μου κείμενα που μαζεύω σε αυτό το blog η ανταπόκριση από τη μεγάλη συναυλία που είχε κάνει τον Ιούνιο του 2013 στο «Κατράκειο» της Νίκαιας, γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι. Μια λαμπερή βραδιά, με τις δικές της εκπλήξεις (την εμφάνιση της Κατερίνας Στανίση, πρώτα και κύρια), σε χρόνια δύσκολα και βαριά για τον τόπο μας. Το αρχικό κείμενο είχε δημοσιευτεί για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διέθεσε τότε η παραγωγή της συναυλίας προς τον Τύπο


Και τις επιφυλάξεις μου είχα και τις δεύτερες σκέψεις μου. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάω στη γιορτή για τα 20 δισκογραφικά χρόνια του Γιώργου Μαζωνάκη στο Κατράκειο. «Το πολύ-πολύ να μη σου αρέσει», σκέφτηκα. Γιατί τέτοιοι αστέρες λειτουργούν με διαφορετικούς κώδικες: δεν τους πάει συνήθως το υπαίθριο, το ανοιχτό, ό,τι λέμε στα δικά μας λημέρια «λάιβ». Χάνονται, το χάνουν, το μπερδεύουν με το κλειστό (το κέντρο διασκέδασης). Έχουν αντικρίσει πολλά τα μάτια μας σε καλοκαιρινές συναυλίες, τέλος πάντων. 

Βλέποντας ωστόσο το Σάββατο τον «Μαζώ» να κάνει α-λα-Σαρλό μπάσιμο, με μουστάκι Φύρερ και καπέλο που θα ζήλευε κι ο Neil Tennant, κατάλαβα ότι θα περνάγαμε καλά. Δεν είχε σημασία που δεν μου άρεσε το εναρκτήριο τραγούδι με την αδιάβροχη καρδιά ("Καλώς Σας Βρήκα"), έτσι κι αλλιώς δεν μου αρέσουν τα τελευταία του. Σημασία είχε ότι εμφανίστηκε φορτσάτος, ορεξάτος και ότι ο κόσμος άρχισε να τραγουδά ήδη από την έναρξη. Α, και όταν λέμε κόσμος, εννοούμε κόσμος. Πολύς κόσμος. Για τουλάχιστον 6.000 τους έκοψα εγώ, 9.000 διαβάζω στα επίσημα ανακοινωθέντα. 

Ο «Μαζώ», τώρα, ήθελε τα πιο βραδύκαυστα κομμάτια στην αρχή και δεν με χαλούσε κάτι τέτοιο. Απεναντίας, έτσι μου αρέσουν κι εμένα τα προγράμματα. Στεναχωρήθηκα όμως που είπε τόσο νωρίς το "Παιδί Της Νύχτας", γιατί δεν το είπε καλά. Δεν είχε ζεσταθεί, η ορχήστρα έπαιξε πολύ δυνατά –της πήρε λίγη ώρα να κουμαντάρει τους γηπεδικούς τόνους– θάφτηκε έτσι ένα από τα σπουδαία τραγούδια του. Άρμοζε πιστεύω να μπει κάπου κοντά στο κραουνακικό "Ξημερώνει Πάλι", προς το τέλος του πρώτου μέρους. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Μαζωνάκης το έσκισε. Αν θες να δεις δηλαδή Μαζωνάκη σε πλήρη γκάμα εκφραστικών δυνατοτήτων, βρες τον να το λέει στο YouTube: μόνος, στο μπροστινό ταφ της σκηνής του θεάτρου, καθισμένος σε ένα σκαμπό, σε πλήρη εναρμόνιση με τα λόγια, μα και με τις μέρες αυτές όπου σπάει ο τσαμπουκάς κι όλα μετριούνται cash. Φοβερός. 

Στο μεταξύ, τα πράγματα είχαν πάρει φωτιά με την πρώτη έκπληξη της βραδιάς, την ας την πούμε μικρή (γιατί καραδοκούσε και η δεύτερη, η μεγάλη). Ήμουν σίγουρος ότι ο Μαζωνάκης θα έλεγε το "Θέλω Να Γυρίσω Στα Παλιά", γιατί έπαιζε έδρα, Νίκαια, στην παλιά τη γειτονιά. Καλώς ή κακώς, όμως, το συγκεκριμένο τραγούδι θέλει και τον NiVo του. Έχω γράψει πολλά κακά πράγματα στο παρελθόν για τους Goin' Through και δεν τα παίρνω πίσω, ωστόσο τα καλά τους τραγούδια διαθέτουν έναν χαρακτήρα ξεχωριστό, που δεν γίνεται να υποκατασταθεί από άλλους ράπερ. Οποία έκπληξις λοιπόν, όταν ο πανύψηλος, ντυμένος στα κόκκινα Νίκος Βουρλιώτης εμφανίστηκε ως καλεσμένος-έκπληξη και το είπαν μαζί. Γέννημα-θρέμμα δυτικής Αττικής κι εκείνος, έπαιξε προφανώς μια διασύνδεση που υπάκουε σε τοπικούς κώδικες. 

Δίκαιο το θερμό χειροκρότημα –ήταν ωραία εκτέλεση– ωχριούσε ωστόσο μπροστά στο έλα να δεις που εκτυλίχθηκε όταν ο Μαζωνάκης καλωσόρισε στη σκηνή την Κατερίνα Στανίση, υποκλίθηκε μπροστά της, τη σήκωσε με τα χέρια του στον αέρα και είπαν μαζί το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". Πανζουρλισμός, το καταλαβαίνετε. Και συγκίνηση, εννοείται. Όλο το «Κατράκειο» ξελαρυγγιάστηκε με φωνή μία και ο Μαζώ, εμφανώς συγκινημένος κι εκείνος, αποχαιρέτησε τη Στανίση με ένα αυθόρμητο, θυελλώδες φιλί στο στόμα. 

Κατά τα άλλα, φυσικά και ακούσαμε όλα όσα θυμόμασταν και περιμέναμε: "Ζηλεύω", "Με Τα Μάτια Να Το Λες", "Ένα Κενό", "Η Φιλοσοφία Μου", "Σάββατο", "Είσαι Φοβερή", "Σαν Δυο Σταγόνες Βροχής", "Τα Ίσια Ανάποδα" (και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε στο τελευταίο ρεφρέν), "Το Gucci Φόρεμα", "Το Λάθος Μου Το Τελευταίο", "Παλιόπαιδο Θα Γίνω", "Ανήκω Σε Μένα", "Τέσσερις", "Εγώ Τη Ζωή Μου", "Εγώ Αγαπάω Αναρχικά", "Αλλάξανε Τα Πλάνα Μου", τι να πρωτοθυμηθώ... Μόνο το "Σ' Έχω Επιθυμήσει" δεν υπάρχει στα κιτάπια της μνήμης μου, αλλά οι συνοδοιπόροι επιμένουν ότι το άκουσαν μέσα σε κάποιο ποτ πουρί. Σπέσιαλ μνεία για το "Η Καρδιά Μου", τη διασκευή του δηλαδή σε O.P.A. –ανάμεσα στα κορυφαία σημεία της βραδιάς μαζί με το "Ξημερώνει Πάλι" και το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". 


Ακούσαμε δηλαδή από τα πολύ παλιά μέχρι και τα καινούρια-καινούρια, με τον πρωταγωνιστή της βραδιάς να φαντάζει αεράτος στα κατακόκκινα σκαρπίνια του, να κλέβει ψάθινα καπέλα από το κοινό, να ευχαριστεί τους γονείς του για τα 20 χρόνια καριέρας, να κάνει πλάκες με όσους βρίσκονταν στην αρένα, αλλά και να βρίζει αβέρτα. Στέκομαι σε αυτό, καθώς είναι απολύτως συμβατό με την περσόνα του. Μια περσόνα που πραγματοποίησε ένα άλμα φαντασίας, κάνοντας καριέρα με τον δικό της τρόπο και το δικό της εκτόπισμα σε έναν χώρο που δεν αγαπά τις ιδιαιτερότητες και το διαφορετικό, μα λειτουργεί με λίγο ως πολύ παγιωμένα στεγανά. 

Έτσι, όταν ο κόσμος ξεχνιόταν και δεν έδειχνε θερμός, ο Μαζωνάκης δεν άρχιζε τα στανταρισμένα «πιο δυνατά, δεν σας ακούω», μα ξεσπούσε θυμωμένα: «φωνάξτε, γαμώ την πουτάνα μου!». Κι όταν σε κάποιο σημείο βρέθηκε στα πολύ πάνω του, μας ρώτησε χαμογελώντας πλατιά: «τι να παίξουμε τώρα για να καυλώσουμε;». Βρισκόταν μεταξύ φίλων και το ήξερε, σε μια λαϊκή γειτονιά που τον αγαπά· διάλεξε λοιπόν την ανάλογη γλώσσα. Τη σωστή γλώσσα, θα συμπληρώσω. 

Θα τα πω και τα παράπονά μου, όμως, γιατί εκτός από θεατής πήγα στο Κατράκειο κι έχοντας κατά νου να γράψω μια ανταπόκριση. Το ποτ πουρί πρέπει να το κόψουν οι λαϊκοί σταρ από τις συναυλίες. Είναι εξορισμού άχαρη αυτή η κοπτοραπτική και δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης έξω από τα μπουζουκομάγαζα. Δεν γίνεται ρε Μαζώ να μου κολλάς δύο από τα καλύτερά σου, το "Τέσσερις" και το "Παλιόπαιδο Θα Γίνω" και να μου λες ολόκληρα κάτι άλλα, πιο δεύτερα... Καταλαβαίνω ότι δεν θα σε άφηναν να τα πεις έτσι όπως θα τα τραγουδούσαν εν χορώ τόσες χιλιάδες άνθρωποι. Αλλά κάνε εσύ την κίνηση. 

Επίσης, η βραδιά τράβηξε πολύ: σχεδόν 3 ώρες, με δύο encore. Κι εμένα δεν με πείραζε, όμως ο Μαζωνάκης κουράστηκε. Δεν είναι ο τραγουδισταράς με τη φωνάρα, άλλωστε. Κουράστηκε λοιπόν κι άρχισε να φωνάζει, χαλώντας τις ερμηνείες του, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να κάνει σκεμπέ εκεί προς το φινάλε. Θα μου πεις, γιορτή ήταν, ας μην ήταν όλα προβλεπέ βρε αδερφέ –κάπου έδωσε το κάτι παραπάνω το τιμώμενο πρόσωπο, κάπου δεν έκανε οικονομία δυνάμεων και το πλήρωσε μετά αλλού. Συμφωνώ. Και κανέναν δεν πείραξε, όλοι στις θέσεις μας μείναμε όταν μας αποχαιρέτησε και φωνάζαμε «κι άλλο!». Όμως οφείλω να το σημειώσω. 

Φεύγοντας πάντως από το «Κατράκειο», δεν υπήρχαν γκρίνιες. Ανάταση και ενθουσιασμό νιώθαμε, που κράτησε μάλιστα και τις υπόλοιπες μέρες. Περάσαμε πολύ ωραία, αυτό μένει ως απόσταγμα. Να 'σαι καλά ρε Μαζώ, κι άλλα τόσα χρόνια να γιορτάσεις στο τραγούδι σου εύχομαι.




23 Ιουλίου 2021

Γιώργος Μαζωνάκης - συνέντευξη (2010)


Παρά τις καραντίνες και το όλο κλείσιμο που έφερε στον κόσμο μας ο κορωνοϊός, από το 2020 που άρχισαν όλα αυτά χρειάζεται να «τρέχεις» για να προλαβαίνεις τον Γιώργο Μαζωνάκη. 

Πρώτα δηλαδή ήρθε εκείνη η πρωτοβουλία ονόματι Μπουζούκι: Οι Ευαίσθητες Χορδές (2020), με ένα βίντεο στα social media να μας προτρέπει «να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση» σε μια εποχή όπου το λαϊκό τραγούδι (τουλάχιστον εκείνο που απευθύνεται στις πλατιές μάζες) έχει δυτικοποιηθεί κατά μεγάλο συνθετικό μέρος, με αποτέλεσμα το αγαπημένο όργανο να έχει χάσει μέρος της παλιάς του αίγλης.

Μετά, τον Μάρτιο του 2021, βγήκε το τραγούδι "Δεν Είμαι Εγώ", η αναπάντεχη δηλαδή συνεργασία του με το ηλεκτρονικό δίδυμο των Glacial (Γιώργος Λαιμός & Ιλάν Μανουάχ) σε μουσική Κάρολου Μαυρογένη και στίχους Ελεάνας Βραχάλη. Το κομμάτι είχε πρωτοπαρουσιαστεί live κατά την εμφάνιση των Glacial στο ADD Festival του 2018, όπου ο Μαζωνάκης έκανε αναπάντεχη εμφάνιση-έκπληξη στη σκηνή Β που είχε στηθεί στο συγκρότημα κτιρίων της Πειραιώς 260. Και μη νομίζετε ότι γούσταραν όλοι από κάτω, κάθε άλλο... Ο φίλος Τάσος Μαγιόπουλος, ο οποίος είχε βρεθεί τότε εκεί ως ανταποκριτής, έχει γράψει και δημοσίως για μερίδα του κοινού που ξίνισε και μιλούσε για «παραφωνία». Το "Δεν Είμαι Εγώ" μπήκε στο άλμπουμ Hardcore Lounge που επιμελήθηκαν οι Glacial για τη γνωστή γαλλική σειρά Hôtel Costes Presents…  

Και τώρα; Τώρα όλα ξεκινούν με τη φράση «Αρίθα, φτάνει». Γνωρίζοντας δε ότι η Αρίθα (ναι, από την Aretha Franklin) είναι ο σκύλος του Γιώργου Μαζωνάκη, δύσκολα δεν κάνεις συνειρμό με εκείνο τον στίχο του Γιώργου Παυριανού «Εγώ κι ο σκύλος μου ο μόνος φίλος μου / που όλα του τα εξηγώ», από το εκπληκτικό "Παιδί Της Νύχτας" –επιτυχία για τον Μαζώ πίσω στο 1997. Μόνο που πλέον δεν μιλάμε για κάποιο νέο σουξέ, αλλά για την ηχητική συμμετοχή του Μαζωνάκη στην έκθεση You and AI για την τεχνητή νοημοσύνη. Πρόκειται για υπαίθρια έκθεση, με 25 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών τοποθετημένα στο Πεδίον του Άρεως, υπό την αιγίδα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη και κρατάει μέχρι (και) την Κυριακή 25 Ιουλίου, ωστόσο είναι πολλοί όσοι ελπίζουν να δοθεί παράταση.

Η συμμετοχή μάλιστα του Γιώργου Μαζωνάκη στην εν λόγω έκθεση είναι διπλή. Πέρα δηλαδή από τη φωνή του στην άνωθεν ηχητική εγκατάσταση της Αφροδίτης Παναγιωτάκου (διευθύντριας Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση) και του Μανώλη Μανουσάκη, υπάρχει και η παρουσία του στη νέα ταινία της Εύης Καλογηροπούλου Ανήκω Σε Μένα. Ναι, έχει εμπνευστεί από το ομώνυμο σουξέ του (1994), το οποίο ακούγεται μάλιστα σε φρέσκο remix από την Kid Moxie (θα κυκλοφορήσει και σε επίσημο single). Στο Πεδίον του Άρεως η ταινία είναι μονταρισμένη έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση artwork, θα διανεμηθεί όμως σύντομα και στα σινεμά, με δύο διαφορετικές βερσιόν για Ελλάδα και εξωτερικό.

Τι άλλο να ζητήσει αλήθεια κανείς από τον Μαζώ; Μπορεί να μην μου άρεσαν όσα έκανε μετά τον δίσκο Τα Ίσια Ανάποδα, ωστόσο δείχνει ότι έχει διάθεση να το ψάξει και να τολμήσει δρασκελιές έξω από τα κατ' εξοχήν νερά του. Ίσως κλείσει έτσι αυτή την αμήχανη εποχή, που ορίστηκε από συνεργασίες με τους Onirama και από τραγούδια στο στυλ των "Λείπει Πάλι Ο Θεός" και "Αγαπώ Σημαίνει" (τα οποία εμένα προσωπικά δεν μου λένε τίποτα), ανοίγοντας ένα καινούριο, λαμπρότερο κεφάλαιο στην καριέρα του. 

Όλα τα παραπάνω, στο μεταξύ, μου θύμισαν την εποχή κατά την οποία του έκανα κρούση για μια συνέντευξη. Ήταν 2010, τότε που είχε βγάλει το προαναφερθέν άλμπουμ Τα Ίσια Ανάποδα και ετοιμαζόταν να κατέβει από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για πρεμιέρα στον Βοτανικό. 

Οι συνεννοήσεις ήταν ευγενικές, ωστόσο διακατέχονταν από μια κάποια καχυποψία πριν τελικά πει το ναι: εκπροσωπούσα άλλωστε ένα άγνωστο σε εκείνον μέσο, με σαφώς διαφορετικό προφίλ (ίσως και εχθρικό προς τον χώρο του), το οποίο όμως είχα βαλθεί ως αρχισυντάκτης του να ανοίξω προς ό,τι μπορούσε να είναι «καλό», ανεξαρτήτως ηχητικής ταμπέλας. Από τους αναγνώστες έφαγα βέβαια κάμποσο βρίσιμο, εντούτοις τους έγραψα στ' αρχίδια μου. Και δεν λυπάμαι, γιατί δεν χωράνε ευγένειες σε τέτοια πράγματα.

Η συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 

* η άνωθεν φωτογραφία προέρχεται από διάφορα πακέτα που δίδονταν ως promo στον Τύπο πίσω στο 2010. Η κάτωθι είναι πλάνο της Εύης Καλογηροπούλου από την προαναφερθείσα ταινία Ανήκω Σε Μένα (2021)


Τα Ίσια Ανάποδα λέγεται ο πρόσφατος δίσκος σου. Γιατί αυτός ο τίτλος; Είδες τα ίσια …ανάποδα φτιάχνοντάς το; Ή είναι και ένα γενικότερο σχόλιο για την πραγματικότητα που πια μας περιβάλλει; 
 
Η φράση αυτή ανήκει στη στιχουργό του τραγουδιού "Εξάρτηση - Εξάντληση (Τα Ίσια Ανάποδα)", την καλή μου φίλη Νίκη Παπαθεοχάρη. Δεν είναι μια τυχαία φράση. Εκπροσωπεί και τη δική μου ματιά στα πράγματα, κάποιες φορές. Κι άλλοτε αυτό βγαίνει σε καλό, άλλοτε όχι. Εκφράζει όμως με παραστατικό τρόπο και την εποχή στην οποία ζούμε: τις δυσκολίες, το απίστευτο αλαλούμ γύρω μας.
 
Το άλμπουμ είχε έναν ισχυρό, μα κάπως αναπάντεχο προπομπό. Τι σε ώθησε να διασκευάσεις το τραγούδι των O.P.A. "Η Καρδιά Μου" (1992); 
 
Κάτι πολύ απλό! Ήμασταν στο Λουτράκι το περασμένο καλοκαίρι, στο μπαράκι ενός φίλου μου. Και κάποια στιγμή ο DJ έπαιξε το κομμάτι των O.P.A. Με πλησιάζει ένας άλλος φίλος και μου λέει «αυτό το τραγούδι πρέπει κάποτε να το πεις...». Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα, κι έτσι, τόσο απλά, συνέβη. 

Επεδίωξες επίσης να συνεργαστείς με Τούρκους μουσικούς για ένα τμήμα του δίσκου και μάλιστα ταξίδεψες για τον σκοπό αυτόν και στην Κωνσταντινούπολη. Υπάρχει βάση σε ό,τι λέγεται, πως στην Τουρκία υπάρχει υψηλό επίπεδο μουσικής δημιουργίας, σε μεγάλο φάσμα του ήχου; 
 
Ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη με προτροπή του παραγωγού μου Κώστα Καλημέρη και κάναμε κάποιες επαφές. Γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους κι ακούσαμε πολλά τραγούδια. Είμαι πολύ περήφανος που μέσα από αυτές τις επαφές προέκυψαν τρία τραγούδια γι' αυτό το CD. 

Ξεχωριστή τιμή για μένα είναι το πρώτο τραγούδι, το “Στιγμές Που Δε Σ’ Έχω”, το οποίο ανήκει στη Sezen Aksu –μια μεγάλη ερμηνεύτρια μα και σημαντική δημιουργό. Υπάρχει ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ τη μουσική, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στις μουσικές των λαών, ο Φώτης Στέφος. Μας βοήθησε πάρα πολύ να φτάσουμε στην …πηγή! 

Με ενδιαφέρει σιγά-σιγά να κάνω και πράγματα στην Τουρκία, ίσως μια μεγάλη συνεργασία. Πράγματι υπάρχουν εκεί κορυφαίοι μουσικοί και κορυφαίες μουσικές.
 
Παραμένεις σταθερά ένα από τα μεγάλα ονόματα της λαϊκής διασκέδασης. Εντούτοις, έχεις πολλές συμπάθειες και σε ακροατήρια τα οποία συνήθως επιλέγουν μια πιο εναλλακτική διασκέδαση, σχετιζόμενη με ξένα ακούσματα. Συχνά έχω ακούσει να λένε ότι «ο Γιώργος δεν είναι μπουζούκια, είναι ένας από μας στα μπουζούκια». Έχει κάποια αλήθεια, το αποδέχεσαι; 
 
Ναι, έχει. Kαι το λέω αβίαστα. Καταρχήν εγώ ποτέ δεν κλείστηκα σε τέτοιες φόρμες, ούτε καν δισκογραφικά –και το ξέρεις. Επίσης, καθώς διασκέδαζα στα club, έβαζα πάντα τέτοια στοιχεία στις εμφανίσεις μου κι ευτυχώς μου δόθηκε η δυνατότητα από πέρυσι να το κάνω αυτό πιο ολοκληρωμένα. Κι έτσι θα το συνεχίσω. Σημασία έχει να είσαι ανήσυχος στη ζωή σου, να ψάχνεσαι. Με κινητοποιεί αυτό. 
 
Πόσο λογίζεις τη βιωματικότητα ως ερμηνευτικό σου όπλο; Έχω την άποψη π.χ. ότι ένα τραγούδι σαν το "Παιδί Της Νύχτας" (1997) ή σαν το "Τέσσερις" (2003) δεν θα μπορούσε να το πει κανείς καλύτερα, ακόμα και φωνές με άλλες δυνατότητες...
 
Δεν ξέρω αν υπήρξα απλά τυχερός. Από το ξεκίνημά μου στη δισκογραφία έπαιξε ρόλο ότι ήμουν και ζιζάνιο… Αλλά οι στιχουργοί κατά κανόνα γράφανε πάνω μου: μία λεπτομέρεια της ζωής μου ή μια κουβέντα που κάναμε, τους επηρέαζε να γράψουν κάτι. 

Δεν είναι μόνο αυτά τα δύο τραγούδια βέβαια, μα πολλά ακόμα. Αν κοιτάξεις πίσω ή και στο πρόσφατο CD μου, υπάρχουν κι άλλα γραμμένα για μένα, σαν να τα έγραψα εγώ. Κι επαληθεύτηκε για μία ακόμη φορά ότι τελικά τα καλύτερα τραγούδια τα γράφουν οι παρέες.
 
Σε είπαν κατά καιρούς ψώνιο, αλητάμπουρα, χυμαδιό. Δεν θα ρωτήσω τα κλασικά, κατά πόσο αληθεύουν και τέτοια, θα ρωτήσω όμως αν θεωρείς πως σε ωφέλησε επαγγελματικά η παρουσίασή σου ως «το κακό παιδί από τη Νίκαια»...
 
Υπάρχει κόσμος ο οποίος λειτουργεί με τον λεγόμενο «μύθο» κι αρνείται να κοιτάξει πίσω από αυτόν. Όντως με συνόδευσε αυτός ο μύθος κι άλλοτε έκανε καλό κι άλλοτε κακό. Εγώ πάλι, από την πλευρά μου, κάποιες φορές που θίγονταν τα δικαιώματά μου και πνιγόμουν από το δίκιο ευχόμουν να 'μουνα όντως κακό παιδί…
 
Έχεις άποψη για το ελληνικό τραγούδι, αν κάτι του φταίει και δεν περπατάει καλά; Ή προτιμάς να ακούς ξένη μουσική; 
 
Ακούω πολύ ξένη μουσική, πάντα συνέβαινε αυτό. Αλλά δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω τι γίνεται στη δουλειά μου... Και τώρα βγαίνουν ενδιαφέρουσες μουσικές –περισσότερες ή λιγότερες από άλλες εποχές, θέλει μεγάλη συζήτηση. Όμως πλέον έχει αλλάξει ο χάρτης. Γίνεται εύκολα κανείς τραγουδιστής, κάποιες φορές με μόνο όπλο την εικόνα του. Υπάρχει δηλαδή κι ένα κακώς εννοούμενο lifestyle, που παρασύρει σε λάθος δρόμους. Σημασία έχει πάντα, μην το ξεχνάμε, το τι θα μείνει. Τι θα δαμάσει τον χρόνο...
 
Πού θα βρούμε τον Γιώργο Μαζωνάκη φέτος στην Αθήνα; Τι καινούριο φιλοδοξεί να μας παρουσιάσει επί σκηνής;
 
Επιμένουμε κλαμπίστικα, παρέα φέτος με την Πάολα, τους Vegas και τον Νικηφόρο. Θέλουμε να φέρουμε τα ίσια ανάποδα, όπως είναι και ο τίτλος του σόου. Την Παρασκευή 29 Οκτώβρη θα κάνουμε πρεμιέρα στον Βοτανικό, τον οποίον έχουμε ανακατασκευάσει …εκ βάθρων! Θα είναι ένας πολύ ενδιαφέρων χειμώνας.




26 Μαΐου 2021

Ta hard & heavy μπλουζάκια του Φοίβου και ένα παλιότερο κείμενο (2012)


Παρά τα ονόματα που επιστρατεύτηκαν για την παρουσίαση (Ελένη Φουρέιρα) και την κριτική επιτροπή (Γιώργος Αρσενάκος, Καίτη Γαρμπή, Γιάννης Πλούταρχος & Φοίβος), το ρεάλιτι/talent show House of Fame νομίζω ότι δεν πήγε όσο καλά ανέμεναν οι ιθύνοντές του στον ΣΚΑΪ. Φάνηκε μάλιστα εξαρχής ότι είχε πρόβλημα, γιατί οι επιλεγμένοι συμμετέχοντες ήθελαν πολλή δουλειά (για την οποία δεν υπήρχε ο χρόνος), ενώ συχνά διαγωνίζονταν με τραγούδια εκτός των όποιων δυνατοτήτων τους.

Παρά ταύτα, μέλλει πιστεύω να το θυμόμαστε χάρη στον Φοίβο, που έκλεψε την παράσταση τόσο με τα hard rock/heavy metal μπλουζάκια τα οποία φόραγε (Saxon όπως στη φωτογραφία λ.χ., αλλά και Manowar, Iron Maiden, Ratt, Metallica), όσο και με τις εύστοχες, απολαυστικά σκληρές κριτικές του, οι οποίες κάθε άλλο παρά αυτιά χάιδευαν. Ενίοτε, επίσης, διηγήθηκε και απολαυστικές ιστορίες: για το πώς π.χ. γνώρισε τον Τόλη Βοσκόπουλο ή με τον Νίκο Καρβέλα, στον οποίον τηλεφωνά και λέει «γεια σου θεέ μου», για να του απαντήσει εκείνος «γεια σου πιστέ μου». Ήδη πολύς κόσμος που βαριόταν να κάτσει να δει όλο το σόου ή δεν ενδιαφερόταν καν, αναζητά τέτοια στιγμιότυπα σε ξεχωριστά κλιπάκια στη σελίδα του ΣΚΑΪ ή/και στο YouTube.

Καλλιτεχνικά μιλώντας ο Φοίβος είναι περίπτωση δημιουργού που έχει συνδεθεί με τρομερά λαοφιλείς επιτυχίες, μα στέκει πλήρως σχεδόν απαξιωμένος στο στερέωμα της «σοβαρής» κριτικής. Κάποια στιγμή, ωστόσο, η τελευταία θα πρέπει να διεκδικήσει όντως τη σοβαρότητα που επικαλείται και να ασχοληθεί μαζί του (όπως και εν γένει με ό,τι αποκαλούμε ποπ ή mainstream). Όχι συμβιβαστικά, αλλά με το ίδιο ακριβώς πνεύμα που κι εκείνος έγινε κριτικός, μετέχοντας στο House of Fame. Αποκαλύπτοντας δηλαδή τα αισθητικά του ναδίρ, αλλά παραδεχόμενη και τα ωραία τραγούδια τα οποία έγραψε, καθώς και την ευφυΐα που συχνά επέδειξε, ακόμα κι όταν υφάρπαζε οφθαλμοφανώς διεθνείς συνθέσεις –αξέχαστο στιγμιότυπο το "Gucci Φόρεμα".

Μια τέτοια απόπειρα έκανα τον Σεπτέμβριο του 2012, έστω κι αν εκ των συνθηκών έμεινε περιορισμένη στα όρια και στα πλαίσια μιας συναυλιακής ανταπόκρισης, αφού πήγα στο Ολυμπιακό Στάδιο για να παρακολουθήσω την παράσταση 20 Χρόνια Φοίβος. Το κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και τώρα, καθώς το House of Fame φτάνει στο φινάλε αυτή την εβδομάδα, αναδημοσιεύεται κι εδώ. Με αισθητικής φύσης μικροτροποποιήσεις, αλλά και με κάποιες αναγκαίες αλλαγές/διασαφηνίσεις, καθώς ήταν ενάμιση χρόνο μετά που έμαθα κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες ως προς την προσέλευση, μιλώντας με άνθρωπο της εγχώριας συναυλιακής πραγματικότητας που γνώριζε καλά τα τι και πώς του παρασκηνίου.

Θα το γράψω επίσης εγώ κι ας σπάσουν μερικά αβγά, δεν πειράζει. Για την ανταπόκριση αυτή, οι άνθρωποι που είχαν τότε το promo της συναυλίας –οι οποίοι μου είναι και συμπαθείς, μάλιστα– έστειλαν έπειτα να με ευχαριστήσουν. Ωστόσο όταν τους ζήτησα δημοσιογραφική πρόσκληση, αρνήθηκαν να μου δώσουν: με διάφορες ευγενομανατζερίστικες προσπάθειες, με άφησαν στο περίμενε της τελευταίας στιγμής. Δεν ξέρω αν αυτά πιάνουν σε άλλους δημοσιογράφους και «δημοσιογράφους», εγώ πάντως ούτε καν τους ξανάστειλα κάτι. Πήρα εισιτήριο και πήγα.

Όσο για τα hard & heavy μπλουζάκια του Φοίβου, που έδωσαν τον τίτλο της παρούσας ανάρτησης και τόσο εξέπληξαν κάποιους, αντανακλούν μια πραγματικότητα μουσικών προτιμήσεων αρκετά γνώριμη σε όσους τον έχουμε παρακολουθήσει δίχως παρωπίδες. Μάλιστα, έχω στο αρχείο μου μια εκτενή λίστα με τους αγαπημένους του hard & heavy δίσκους, η οποία δεν έχει δημοσιευτεί πουθενά. Σκέφτηκα να τη βάλω εδώ, αλλά προτιμώ να κάνω κάτι διαφορετικό και πιο ουσιώδες. Θα την κάνω δώρο στο «νέο αίμα» της αναιμικής εγχώριας μουσικοκριτικής που θα κάνει τον κόπο να προβεί σε μια σοβαρή αποτίμηση του Φοίβου, πέρα από τους άχαρους μανιχαϊσμούς που επιμένουν να κυριαρχούν και την ξινίλα όσων αποστρέφονται ό,τι το λαϊκό και μαζικό.

* η φωτογραφία του Φοίβου προέρχεται από τη σελίδα του στο Facebook. Οι φωτογραφίες από τη συναυλία του 2012 ανήκουν στον Μανώλη Χιώτη και προέρχονται από το promo υλικό που στάλθηκε τότε στον Τύπο


Είκοσι χρόνια Φοίβος. Η συναυλία που δεν ένωσε καμία κοινότητα, μα συζητήθηκε απ' όλες, με πάθος το οποίο θύμισε αλλοτινές εποχές μουσικών διαξιφισμών. Η σημειολογία της, πέλαγος: πρώτα-πρώτα, ο Φοίβος Τασσόπουλος γιόρτασε τα 20 χρόνια του ως δημιουργός την ίδια μέρα που ο Μίκης Θεοδωράκης έστηνε ένα ακόμα Άξιον Εστί, σε ένα κατάμεστο Ηρώδειο. Ένα εμβληματικό έργο του νεότερου ελληνισμού σε αμφιλεγόμενη εκτέλεση, κόντρα στον «δημοφιλέστερο Έλληνα συνθέτη». Έτσι έγραφε στο εισιτήριό μου προς το ΟΑΚΑ. Μια έξυπνη διατύπωση. Καμία δάφνη σπουδαιότητας, μονάχα ένας δείκτης λαοφιλίας.  

Περισσότερη σημειολογία, αργότερα. Μερικά γεγονότα τώρα: η συναυλία δεν άρχισε στις 20.30, όπως έγραφε το δελτίο Τύπου. Άρχισε 21.30φεύγα. Και ήταν Δευτέρα, ήτοι επόμενη μέρα καθημερινή = εργάσιμη. Δεν ξέρω αν στη 1 παρά που βγήκε ο μεγάλος όγκος κόσμου είχε ακόμα ΗΣΑΠ, πάντως ήταν λιγάκι άσχημο να έχει βγει το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς να πει δυο λόγια (και δυο είπε, λιτά, με τις απαραίτητες ευχαριστίες και με χιούμορ) και να βλέπεις κόσμο από τις κερκίδες να αποχωρεί. Λίγη σημειολογία-σφήνα: κόσμο κυρίως από τα VIP των 60 ευρώ και από τα «ακριβά» καθίσματα των 28. Από την αρένα των χαμηλών βαλαντίων, ουδείς. Έφευγαν οι έχοντες και κατέχοντες αυτοκίνητα, έμεναν οι ίσως-μη-έχοντες-πια-ΗΣΑΠ. 


Από την άλλη, η καθυστέρηση με βοήθησε να παρατηρήσω με προσοχή τι είχε σκαρώσει ο Φωκάς Ευαγγελινός. Το ΟΑΚΑ είχε κοπεί στα δύο, με τη σκηνή να έχει τοποθετηθεί στο μέσον. Ήταν φτιαγμένη πρωτότυπα, σαν ασφαλτόδρομος διπλής κατεύθυνσης με απλή λευκή λωρίδα ως διαχωριστικό. Στο ένα της άκρο, το προς τις κερκίδες, βρίσκονταν οι ηχολήπτες. Το άλλο της άκρο ήταν ένα μεγάλο video wall. Πάνω δεξιά κι αριστερά είχε διαμορφωθεί ο χώρος για την ορχήστρα. Κάτω δεξιά κι αριστερά, τα δύο τμήματα της αρένας. Σε γενικές γραμμές, οι πρωταγωνιστές της βραδιάς έμπαιναν από video wall πλευρά, κινούνταν στο μέσον του Foivos Road, αποχωρούσαν από το άκρο των ηχοληπτών. Και είχε κι άλλες καλές ιδέες ο Ευαγγελινός, όπως θα αποκάλυπτε η εξέλιξη της βραδιάς. 

Μερικά γεγονότα ακόμα: κάπου διάβασα ότι δεν είχε καλό ήχο στου Φοίβου. Δεν αληθεύει. Ο ήχος ήταν μεν γηπεδικός, με μπαρόκ τάσεις και υπερβολικά ντεσιμπέλ, ωστόσο επέτρεπε να ακούς λεπτομέρειες στα παιξίματα, αλλά και όλους τους στίχους καθαρά. Λύσσαξαν επίσης ορισμένοι με το ότι δεν είχε κόσμο –τα άκουγα πριν τη συναυλία, τα άκουσα και μετά. Εδώ χωράει μεγάλη συζήτηση, π.χ. για το πόσο κόσμο «έπρεπε» να έχει, ώστε να «έχει» κόσμο. Πάντως η τελική εικόνα της προσέλευσης δεν ήταν αυτή που θα περίμενε κανείς. Πόσο μάλλον αν αληθεύουν τα όσα έμαθα, για 7.000 προσκλήσεις.

Πάμε όμως λίγη σημειολογία ακόμα. Το μεγάλο στοίχημα βρισκόταν στο αν τα γενέθλια του Φοίβου θα έπειθαν το κοινό που συνήθως απολαμβάνει τα τραγούδια του σε μεγάλα ξενυχτάδικα (καθισμένο ή εν χορώ, με τα ουίσκι και τα ξηροκάρπια παραδίπλα), ώστε να μετάσχει σε ένα event με διαφορετικό κώδικα. Έναν κώδικα πιο συναυλιακό. Έπεισε κάποιους ο Φοίβος να έρθουν ως το ΟΑΚΑ, αλλά τους περισσότερους όχι. Επίσης, όπως υποψιαζόμουν, έβαλε κι εκείνος νερό στο κρασί του, για να εξασφαλίσει ότι δεν θα τους ξενίσει το πράγμα. 

Έτσι, λίγα τραγούδια τα ακούσαμε ολόκληρα. Πολλά από αυτά παίχτηκαν δυστυχώς με τη λογική του ποτ πουρί: ένα κουπλέ + ένα ρεφρέν και πάμε στο επόμενο. Σαν να βρισκόσουν σε κέντρο. Κατανοητό, έτσι όμως αποδυναμώθηκε το υλικό και έλαβε σάρκα και οστά μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες εναντίον του Φοίβου, ότι το έργο του απαρτίζεται από «τραγούδια-συνθήματα», φτιαγμένα με τη σέσουλα, τα οποία ποντάρουν σε ένα-δυο στιχουργικά πυροτεχνήματα προς ρεφρέν μεριά.   


Την πρώτη ώρα βαρέθηκα. Το πομπώδες μπάσιμο με το παιδάκι, τους χορευτές και μια απαστράπτουσα, ούμπερ σέξι Δέσποινα Βανδή να μας καλωσορίζει με το "Γεια" διέθετε μομέντουμ, αλλά τα μικρά ονόματα που ανέλαβαν τη συνέχεια δεν κατάφεραν να το διατηρήσουν. 

Οι περισσότεροι, δηλαδή. Γιατί ο Θάνος Καλλίρης μπορεί να βγήκε πρώτος και να ξεχάστηκε κατόπιν, υπήρξε όμως συγκινητικός και είπε θαυμάσια το "Κάποιο Καλοκαίρι" και το "Αγάπη Καλοκαιρινή", δύο δηλαδή από τα ωραιότερα τραγούδια του Φοίβου. Γιατί η Άντζελα Δημητρίου μπορεί να υποφέρει από φωνητικές φθορές και να μην κατάλαβε τον κώδικα «στάδιο» –δίνοντας συχνά στο κοινό τα τραγούδια, σαν να βρισκόταν στην Εμπατή North– αλλά το έχει. Η Λαίδη ξέρει επίσης να κάνει είσοδο επί σκηνής και ο Ευαγγελινός της έφτιαξε μια ταιριαστή εξτραβαγκάνζα: έστρωσε κόκκινο χαλί κι έντυσε το μπαλέτο δημοσιογράφους, να την κυνηγούν για μια δήλωση όσο εκείνη μάδαγε μαργαρίτες και μας διηγούταν για κάτι χαρακτήρες τελειωμένους αναπτήρες (κρίμα που δεν χώρεσε στο σετ και το "Ακατοίκητες Οι Νύχτες", που τόσο μου αρέσει). Ο κόσμος την καταχειροκρότησε. 

Κατά τα λοιπά, ο Διονύσης Σχοινάς έμεινε όσο λίγο έπρεπε (θυμίζοντας και το φλώρικο μα συμπαθές χιτάκι με τα συγκοινωνούντα δοχεία), ο Tus δεν μπόρεσε να σταθεί ούτε καν στο εκρηκτικό σουξέ "Χόρεψε Μωρό Μου" –κι ας είχε την Ελεάννα Αζούκη μαζί– και ο Δημήτρης Κόκοτας εκτέθηκε βγαίνοντας μετά τη Μαντώ, γιατί όσο δονούσε εκείνη το στάδιο με τις κορώνες της, τόσο απαρατήρητη πέρασε η δική του φωνή. Η Μαντώ, ωστόσο, «φάνηκε» μόνο στο δεύτερο μισό, όταν πραγματοποίησε guest εμφάνιση στο πλευρό του Αντώνη Ρέμου για το "Εμείς". Η Έλλη Κοκκίνου στα πράσινα υπήρξε μία από τις ομορφότερες παρουσίες της βραδιάς, όμως ούτε το "Ήταν Ψέμα", ούτε οι ιδέες του Ευαγγελινού με τα πολύχρωμα μπαλόνια (στο πρώτο μέρος) και την επέλαση των ΜΑΤ (στο δεύτερο μέρος) δεν καμουφλάρανε επαρκώς την ανικανότητά της να πατήσει ερμηνευτικά έξω από τον ορίζοντα Βανδή-Βίσση. 


Βλέποντας επίσης τον Θάνο Πετρέλη να είναι τόσο απλός μεν, τόσο λίγος δε στο μικρόφωνο, έπαψα να αναρωτιέμαι γιατί χάθηκε, παρότι στο δεύτερο μισό του live το "Χτύπα Κι Άλλο" ανέσυρε μνήμες στους 30+. Τον Πάνο Καλλίδη δεν τον θυμάμαι στο πρόγραμμα, πάντως, εφόσον μπήκε, θα μπορούσε ίσως να προσπαθήσει να μην τραγουδά σαν ανθυπο-Αντύπας, παίρνοντας π.χ. μερικά μαθήματα από τον Νίνο. Ο οποίος στάθηκε πολύ μετρημένα, κομψά ντυμένος και με τη δέουσα σοβαρότητα, δείχνοντας ότι έχει μεγάλο γκελ στο πιο νεανικό κοινό. Να διέθετε και καμιά φωνή της προκοπής... Τα μισά της συναυλίας χωρίστηκαν από το «special DJ σετ» του Μιχάλη Τσαουσόπουλου. Το οποίο δεν είχε τίποτα το σπέσιαλ. Μόνο φτηνή, pseudo-εντυπωσιακή electronica και τον ίδιο να καμώνεται τον superstar DJ.

Σημειολογίας ξαφνική επέλαση: το δελτίο Τύπου της Spicy, αλλά και το εισιτήριό μου, σημείωναν εμφατικά ότι τον Φοίβο θα συνόδευαν «όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες ερμηνευτές της τελευταίας 20ετίας». Βλέποντας λοιπόν τον υιό Κόκοτα, τον Σχοινά, τον Νίνο, τον Καλλίδη και τον Tus, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι όποιος το έγραψε αυτό α) είναι θρασύτατος ψεύτης β) είναι επικίνδυνα ανόητος. 


Όσο βαρέθηκα στο πρώτο μέρος, άλλο τόσο διασκέδασα στο δεύτερο. Η Δέσποινα Βανδή είχε δικαιωματικά οριστεί ως βασίλισσα της βραδιάς και επιτέλεσε τον ρόλο της άψογα. Εμφάνιση, κίνηση, σόου, επικοινωνία με το κοινό, ερμηνείες, σε όλα τα πήγε περίφημα. Εντάξει, κατά σημεία τσίριζε· όμως η υπερβολή και το δράμα μοιάζουν συνυφασμένα με πολλά τραγούδια της. Κοίταξε να δεις, δεν γίνεται όταν φωνάζει η Νατάσσα Μποφίλιου να είναι πάντα ωραίο, αλλά όταν το κάνει το «Δεσποινάκι» να είναι εξ ορισμού κακό... Θέλει π.χ. υπερβολή το "Στα 'Δωσα Όλα", δεν βγαίνει διαφορετικά. Και θέλουν δράμα τα "Γυρίσματα" (ένα από τα ωραία ελληνικά τραγούδια του 2012). 

Έλα όμως που τελικά της πήρε τα σκήπτρα μέσα από τα χέρια η Καίτη Γαρμπή! Σείστηκε το Ολυμπιακό Στάδιο όταν είπε τα "Χαμένα" και το "Θα Μελαγχολήσω", χτυπώντας μια νότα συγκίνησης που έλειπε από την ατσαλάκωτη εμφάνιση της Βανδή. Μάλιστα, πέταξα κι εγώ τη σκούφια μου όταν άκουσα το "Επιτέλους" κι ας έλειπε η Νατάσσα Θεοδωρίδου. Η δύναμη του χειροκροτήματος και συνθήματα τύπου «Καίτη θεά, στον θρόνο σου ξανά» δεν άφησαν αμφιβολία: Δέσποινα-Καίτη, σημειώσατε 2.

Από τους άντρες ερμηνευτές, το ξέρω ότι συμμετείχε και ο Αντώνης Ρέμος, το ξέρει όμως κι εκείνος πιστεύω ότι δεν θα στεφόταν βασιλιάς της Δευτέρας. Ό,τι πάντως του έλειπε σε εκτόπισμα, το αναπλήρωσε σε αξιοπρέπεια· μου θύμισε δε πόσο μεγάλο ζεϊμπεκοσουξέ υπήρξε κάποτε το "Τι Ήμουνα Για Σένα". Προσωπικά περίμενα τον Γιώργο Μαζωνάκη να κερδίσει τον τίτλο με άνεση, εκείνος όμως είχε άλλα κατά νου: έκανε την πιο εντυπωσιακή εμφάνιση της βραδιάς μπουκάροντας στη σκηνή με αυτοκίνητο εποχής Ποτοαπαγόρευσης και τραγουδώντας με κατακόκκινη φόρμα εν μέσω των μαυροντυμένων γκάνγκστερ του, είπε όμως λίγα τραγούδια και έφυγε. Ασφαλώς ήταν και το "Gucci Φόρεμα" και το "Τέσσερις" ανάμεσά τους. Κι όποιος δεν έχει πιάσει πόσο κλάσικ λαϊκό θεωρείται πια το τελευταίο, φοβάμαι ότι δύσκολα θα καταλάβει βασικά πράγματα για τον λαϊκό μας πολιτισμό. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, ως αδιαφιλονίκητος νικητής έμεινε ο King Bill ή «Μπίλαρος», όπως τον αποκαλούσε ένας πίσω μου. Ο Βασίλης Καρράς μπορεί να μην έχει πια τη φωνή των νιάτων του, οδήγησε όμως το ΟΑΚΑ σε δεύτερο σεισμό χειροκροτημάτων και ιαχών με το "Τι Αισθάνεσαι Για Μένα", το "Γι’ Αυτό Στάσου" και το "Απορώ Αν Αισθάνεσαι Τύψεις", ενώ εξέπληξε άπαντες όταν υποδέχτηκε επί σκηνής την Κωνσταντίνα (που δεν είχε ανακοινωθεί) για να πουν μαζί το "Δηλητήριο". 


Σημειολογίας ρελάνς & φινάλε: ο Φοίβος είχε κάθε δικαίωμα να γιορτάσει την εικοσαετία του. Έχει γράψει περισσότερα ωραία πράγματα από έναν σωρό κακών μίμων του Μάνου Χατζιδάκι, τραγουδοποιών της συμφοράς και αγγλόφωνων απομιμήσεων, που διαρκώς λανσάρονται ως ποιοτικοί. Μαζί με τον Νίκο Καρβέλα γύρισε τη βαριά σελίδα του λαϊκού μας τραγουδιού, γράφοντας το τελευταίο μέχρι σήμερα κεφάλαιό του: η λαϊκοπόπ έχει συμβεί σε όλους τους λαούς με γηγενή πολιτισμό που βρέθηκαν εμπρός στη λαίλαπα μιας γοργής Παγκοσμιοποίησης. Δεν χρειάζεται να αξιολογηθεί ως σημαντικό αυτό το κεφάλαιο για να του αναγνωριστεί  υπόσταση. Τέτοιος λαός γίναμε, άτσαλα μπερδεμένος μεταξύ μπουζουκιού και beat/ποπ/ηλεκτρικής κιθάρας, μόνο ένα τέτοιο λαϊκό τραγούδι μπορούσαμε να έχουμε μετά τη δεκαετία του 1990. 


Το τραγούδι αυτό, ωστόσο, είχε –όχι πάντα, αλλά συχνά– κάτι περισσότερο να πει για τις ζωές μας από πολλά «ποιοτικά», τα οποία απλά μπουρδολογούσαν. Κι αν ξεπατικώθηκε και κάτι από Coldplay, 50 Cent, Him και Faithless στην πορεία, δεν λέμε να μην επισημανθεί. Αρκεί να θυμόμαστε να διαμαρτυρηθούμε το ίδιο έντονα και όταν ξεπατικώνονται οι Αγγλοσάξονες από ατάλαντους αγγλόφωνους, όταν θυμόμαστε τον Απόστολο Καλδάρα και το Μπόλιγουντ ή τους πρώτους λαϊκούς δημιουργούς με την πρότερή τους δημοτική παράδοση. 

Όποιοι λοιπόν φρίττουν με τη θέση του Φοίβου στο εγχώριο τραγούδι, καλό θα ήταν αν πρώτα είχαν το σθένος να τα βάλουν με ό,τι πετάει ένα «Χατζιδάκις» και καθαρίζει, με ό,τι καβαλάει κίτρινα ροκ ποδήλατα στις παρυφές της Αριστερής διαμαρτυρίας, με ό,τι υποκλίνεται όψιμα και πονηρά στο θέρεμιν και βαφτίζεται ιμάμ, ιλεγκάλ ή δεν ξέρω τι άλλο. Ας καθαρίσει πρώτα αυτή η κόπρος του Αυγεία κι ας πάψει να λαμβάνει στήριξη από εναλλακτικά μεν, ημιμαθή δε ραδιόφωνα/έντυπα/sites και μετά να πιάσουμε αν θέλετε και τον Φοίβο. Γιατί είναι ορισμένα άλλα πράγματα που υπονομεύουν τη σύγχρονη ελληνική μουσική, περισσότερο από όλα τα σουξεδάκια του μαζί.