Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στιβαχτής Σπύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στιβαχτής Σπύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Ιανουαρίου 2023

Διάφοροι - Κατακαημένε Σκόπελε... Επιτόπιες Ηχογραφήσεις Του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) [δισκοκριτική, 2016]


Η εντύπωση που αποκόμισα από τον μουσικολόγο Μάρκο Φ. Δραγούμη, στη σύντομη γνωριμία μαζί του όταν επισκέφτηκα (το 2008, νομίζω) το «Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ», ήταν ενός αυστηρού μα και ανάλαφρου συνάμα ανθρώπου. Ο οποίος είχε βαθιές γνώσεις πάνω στην εγχώρια παράδοση, συμπεριλαμβανομένων των βυζαντινών.

Η ανακοίνωση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, άσχετα αν ήρθε στα 89, από φυσικά αίτια: θα λείψει ένας σημαντικός και αναντικατάστατος άνθρωπος και μελετητής.

Ως φόρο τιμής, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον δίσκο «Κατακαημένε Σκόπελε...», ο οποίος βασίστηκε σε επιτόπιες ηχογραφήσεις του Δραγούμη στο νησί αυτό των Βορείων Σποράδων. Ο ίδιος τις έκανε το 1967, μα χρειάστηκαν πολλά χρόνια πριν δουν το φως της δημοσίευσης, χάρη στο φροντισμένο βιβλίο/CD από την Εκδοτική Δημητριάδος (2016), που είχε ως «πιλότο» του τον ακούραστο Κωστή Δρυγιανάκη. 

Μια κριτική παρουσίαση πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Μάρκου Φ. Δραγούμη ανήκει στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ


Ίσως γιατί ποτέ δεν τις επισκέφθηκα, οι Σποράδες παρέμειναν σε μια άκρη του μυαλού μου ως ένας τόπος μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, σαν βγαλμένος από τις «Παγανιστικές Δοξασίες στη Θεσσαλική Επαρχία» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη: λίγο εκείνα τα Δαιμονονήσια, όπως ήταν γνωστές επί Τουρκοκρατίας, λίγο οι διηγήσεις για τον δράκο που κατοικοέδρευε στη Σκόπελο και σκότωσε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Άγιος Ρηγίνος, λίγο ότι οι χάρτες στο σχολείο τις αποκαλούσαν «Βόρειες Σποράδες» κι εμείς ψάχναμε με περιέργεια (ματαίως, βέβαια) τις Νότιες, έγινε η δουλειά. Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης, από την άλλη –αυτός ο σπουδαίος μουσικολόγος– τις επισκέφθηκε, τη Σκόπελο τουλάχιστον. Και με σχεδόν μισό αιώνα καθυστέρηση μας παρουσιάζει εδώ ένα λίαν ενδιαφέρον πορτραίτο της μουσικής ζωής που κάποτε άνθιζε εκεί. 

Η λαογραφική αξία αυτών των ηχογραφήσεων είναι βέβαια ανεκτίμητη και δεν χωρά στις βαθμολογίες των δισκοκριτικών. Υπάρχει ωστόσο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που δεν είναι πάντοτε δεδομένο σε τέτοιου είδους εκδόσεις: ότι τα όσα ακούμε εδώ τυγχάνουν και «ωραία», είναι δηλαδή ικανά να αγγίξουν και το αυτί του μη ειδικευμένου, απλού ακροατή σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει να ωφεληθεί πολύ από τη συνολική έκδοση των 96 σελίδων, τόσο από τον γλαφυρό πρόλογο του Δραγούμη, όσο και από την εποπτεία του Χρήστου Γ. Καλαντζή στην ιστορία της Σκοπέλου, κυρίως δε από το κατατοπιστικότατο εισαγωγικό κείμενο που υπογράφει ο «πιλότος» της όλης προσπάθειας, ο ακούραστος Κωστής Δρυγιανάκης. Χτίζεται λοιπόν μια πολυσύνθετη εμπειρία, η οποία απευθύνεται και στον εγκέφαλο, μα δεν ξεχνά και την καρδιά. 

Περνώντας στο ψητό, εδώ έχουμε ένα CD με 40 κομμάτια χωρισμένα σε πέντε μεγάλες ενότητες (τραγούδια του Χορού, του Γάμου, του Ετήσιου Εορταστικού Κύκλου, της Θάλασσας και Ξενιτειάς, Αμανέδες), τις οποίες συμπληρώνει ένα μοναχικό νανούρισμα, αφοπλιστικά ερμηνευμένο από τη Μοσχάνθη Σιναΐτη (1912-1996). Πρόκειται για άριστη δόμηση, που επιτρέπει να παρακολουθήσεις πολλές περιστάσεις της σκοπελίτικης καθημερινότητας από όσες έδιναν στους κατοίκους αφορμή για μουσική και τραγούδι. Η όλη υπόθεση, μάλιστα, λαμβάνει αυτομάτως μεγαλύτερες διαστάσεις αν συνειδητοποιήσεις ότι έρχεσαι σε επαφή με έναν κόσμο χαμένο πια ακόμα και για τους ίδιους τους Σκοπελίτες: η ταχεία ομογενοποίηση του εγχώριου λαϊκού πολιτισμού λόγω της τεχνολογίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και της γενικότερης μείωσης των παλαιών αποστάσεων, έστειλε στη λήθη ένα μεγάλο κομμάτι του ντόπιου ρεπερτορίου. Για τους πρωταγωνιστές όμως αυτού του CD, που δεν έχουν δει το μέλλον, παραμένει μία ζώσα μνήμη. 

Πολύ ενδιαφέρουσα, επίσης, αποδεικνύεται και η τοποθέτηση της μουσικής στο κοινωνικό περιβάλλον μιας εποχής κατά την οποία δεν είχε αναπτυχθεί ο τουρισμός, οπότε ευημερούσαν ακόμα οι τεχνίτες και επαγγελματίες. Οι Σκοπελίτες που ακούμε εδώ ήταν ερασιτέχνες: για εκείνους, η μουσική αποτελούσε μεράκι και τρόπο συμπληρωματικού εισοδήματος. Ασφαλώς, η αριστεία σε ένα όργανο μπορούσε να προσδώσει κύρος εντός κοινότητας· όμως το κυρίως επάγγελμα παρέμενε μια διαφορετική ιστορία. 

Έτσι, ο βιολιστής λ.χ. Κώστας Λιθαδιώτης (1915-2004) διατηρούσε ταβέρνα και ύστερα περίπτερο, ο τραγουδιστής Σπύρος Στιβαχτής (1881-1967) ήταν βοσκός, ενώ ο οργανοπαίχτης/τραγουδιστής Τριαντάφυλλος Μπουνταλάς (1927-2012) υπήρξε εξέχων μικροναυπηγός. Όπως θαυμάσια παρατηρεί ο Δρυγιανάκης, αντιμετωπίζοντας τους ηχογραφούμενους σαν πρόσωπα και όχι σαν ανώνυμο λαό (καταγράφοντας δηλαδή ηλικίες, επαγγέλματα, μορφωτικό επίπεδο κτλ.), ο Δραγούμης αναδεικνύεται σε προδρομική μορφή των πιο σύγχρονων τάσεων στην εθνομουσικολογία/ανθρωπολογία. Εκείνων που μεταθέτουν τη συζήτηση από τις ρίζες στις διαδρομές.

Η κουβέντα για την παρούσα έκδοση, τώρα, δύσκολα τελειώνει. Είναι άλλωστε τόσες οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες που μπλέκονται με τα τραγούδια, ώστε δημιουργείται ένας κόσμος ολόκληρος γύρω από το κάθε ένα από αυτά –κόσμος που δεν γίνεται να χωρέσει σε μία κριτική. Κι αν ηχητικά το ευρύ πλαίσιο του πολιτισμού των Σποράδων δείχνει γνώριμο, με την κυριαρχία π.χ. του κλαρίνου και τις μάλλον οικείες, νησιώτικες διαδρομές των βιολιών, τα όσα ανθολογούνται εδώ έχουν αρκετή αυτόνομη ομορφιά και «χρώμα», ώστε να τέρπουν και δίχως καμία από τις παραπάνω αναλύσεις. 

Μερικά χαρακτηριστικά καλούδια είναι τα "Παίρνω Τ' Αρμιδάκι Μου" και "Περιβολαριά Μου" με τη φωνή του Μπουνταλά, το "Χίλια Καλώς Ορίσετε" με την Ευλαλία Παχή, τα εποχιακά "Σήκω Λάζαρε" και "Άιντε Να Πάμε, Βλάχα" με τη Διαμαντούλα Κεχριώτη (το δεύτερο σε ντουέτο με τον σύζυγό της, Μιχάλη), ο αμανές "Δεν Ημπορώ Να(ι) Κλαίγω Πια" με τον εντυπωσιακό Νίκο Κορέντη, αλλά και τα υπέροχα κάλαντα των Φώτων όπως τα λέει ο Στιβαχτής, ο οποίος τραγουδά επίσης και το ρεμπέτικο "Τι Σου 'Φταιξα, Κυρ Λοχαγέ" –δείγμα ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη ζωή του νησιού είχε εισέλθει κι ένα πιο «εθνικό» ρεπερτόριο. 

Ιδιαίτερη αξία έχουν όμως και οι δύο καταγεγραμμένες αφηγήσεις, που  σωστά επιλέχθηκε να φιλοξενηθούν, αφού τρόπον τινά συμπληρώνουν ένα ζωντανό παζλ γύρω από τη γενικότερη καθημερινότητα στο νησί στους παλιότερους καιρούς: στη μία, ο Μπουνταλάς μας ξεναγεί στο έθιμο της τράτας· στην άλλη, ο Παρίσης Βαλσαμάκης (1897-1989), ο αφανής «ήρωας» πίσω από τις παρούσες ηχογραφήσεις, μιλάει για το αλλοτινό ζύγισμα του κρασιού. Του προϊόντος δηλαδή για το οποίο φημιζόταν η Σκόπελος ήδη από την αρχαιότητα (πριν τη ναυτική άνοδο της Αθήνας, η πόλη-κράτος Πεπάρηθος πλούτισε εμπορευόμενη τον ξακουστό «πεπαρήθιο οίνο»), μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή των αμπελώνων της από φυλλοξήρα. Καθώς αυτή είχε συντελεστεί όταν ο Δραγούμης επισκέφθηκε το νησί, ο Βαλσαμάκης διηγείται κάτι ήδη χαμένο (εξ ου και το «αλλοτινό»), που όμως λόγω ηλικίας είχε προλάβει να το βιώσει, έστω και στη ραγδαία του παρακμή.  

Περιττεύει να πω πόσο πολύτιμες υπηρεσίες προσφέρει μια τέτοια έκδοση στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας, στο πώς νοούμε, κατασκευάζουμε και εν τέλει αποτιμούμε την παράδοσή μας, στο τι μπορεί να γίνεται εκείνη πέφτοντας στον ορμητικό χείμαρρο της Ιστορίας (εδώ ας πούμε εξαφανίζεται, πριν καν έρθει η Παγκοσμιοποίηση): είναι πολύ εύστοχη η φράση «για την αναβάθμιση της πνευματικής ζωής της ευρύτερης περιοχής» που χρησιμοποιεί στον χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδας κ. Χρυσόστομος. Όσο για εμένα, ξαναγυρνώντας στις σκέψεις της εισαγωγικής παραγράφου, νομίζω ότι η κυκλοφορία αυτή τόνωσε λίγο περισσότερο τις φανταστικές ιδιότητες που έχουν αποκτήσει οι Σποράδες στο μυαλό μου. Κάτι που πάντα για καλό το έχω.