Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gravitysays_i. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gravitysays_i. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Οκτωβρίου 2023

Gravitysays_i - συνέντευξη (2007)


Οι Gravitysays_i, που φέτος γιορτάζουν αθόρυβα 20 χρόνια από την ίδρυσή τους, καταχωρήθηκαν στους ποιοτικότερους πρωταγωνιστές του εγχώριου πενταγράμμου κατά τη δεκαετία του 2010, χάρη στο άλμπουμ του 2011 «The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud» (δείτε κι εδώ). Όμως την πρώτη αίσθηση την είχαν κάνει ήδη πιο πριν, χάρη στο ντεμπούτο τους «The Roughest Sea» (2007).

Ήταν εκείνο, μάλιστα, που έδωσε αφορμή για την πρώτη μας συνάντηση και κουβέντα με τον Νίκο Ρέτσο και τον Μάνο Πατεράκη –συν τον Πλάτωνα Καπρίδη, που συμμετείχε τότε (και για μικρό διάστημα) ως μπασίστας. Η οποία έδωσε εν τέλει μια συνέντευξη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία είναι αρκετά μεταγενέστερη και προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Πώς ξεκινάει η ιστορία σας;

Μάνος Πατεράκης: Με τον Νίκο παίζουμε μαζί γύρω στα 6 χρόνια. Πριν τους Gravitysays_i ήμασταν στους Cloudscape, ένα συγκρότημα κιθαριστικής pop. Εμφανιστήκαμε live σε πολλούς χώρους στην Αθήνα και κάναμε κι ένα single για το τελευταίο τεύχος που έβγαλε το «Fractal», καθώς και μια συμμετοχή σε ένα CD του Ποπ+Ροκ. Στην πορεία δημιουργήθηκε αρκετό ακόμα υλικό, οπότε μπήκαμε στο στούντιο για ηχογραφήσεις. Τότε ήρθε στον δρόμο μας ο Νίκος ο Τριανταφύλλου, που έχει τo Sonic Playground, με τον οποίον γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι –έγινε μάλιστα και ο ηχολήπτης μας– και μαζί του αρχίσαμε να συζητάμε το ενδεχόμενο ενός δίσκου.

Νίκος Ρέτσος: Στην πορεία, κατόπιν, προέκυψαν διάφορα προβλήματα και απανωτές αναβολές, εμείς όμως προτιμούσαμε τότε να είμαστε σε κάποια μικρή εταιρεία που θα ενδιαφερόταν για τη μουσική μας και δεν θα μας έβλεπε απλώς ως ένα ακόμα προϊόν. Τελικά η όλη ιστορία μας κούρασε πάρα πολύ και λόγω και άλλων συγκυριών, οδήγησε στη διάλυση των Cloudscape.

Μάνος: Πριν γίνει αυτό, όμως, είχαμε ήδη φτιάξει με τον Νίκο τους Gravitysays_i, ως side project. Και είχαμε ήδη δύο κομμάτια, το "Objects In Mirror Are Closer Than They Appear" και το "Gravity Says I". Και φτάσαμε τελικά στο The Roughest Sea, ένα άλμπουμ το οποίο επιμεληθήκαμε εξ ολοκλήρου: από την ηχογράφηση μέχρι το mastering και τα εξώφυλλα, είναι τελείως do-it-yourself. Φυσικά όλα αυτά πληρώθηκαν από μας.

Το artwork της δουλειάς είναι καταπληκτικό...

Πλάτωνας Καπρίδης: Κι εγώ ενθουσιάστηκα. Και συνήθως αποτελεί λίγο ρίσκο ένα ωραίο artwork, γιατί άμα μετά το περιεχόμενο δεν είναι καλό, γυρίζει εναντίον σου.

Νίκος: Ξέρεις, το artwork έχει κι αυτό μια μικρή μυθολογία πίσω του. Εμείς από την αρχή θέλαμε να έχει μια εικαστική προσέγγιση, να αντικατοπτρίζει αυτό το χειροποίητο και ζεστό της μουσικής μας και όχι να βασίζεται σε φωτογραφίες και σε γραφιστικά κόλπα.

Και πώς αποφασίσατε να ονομάσετε το σχήμα Gravitysays_i; Υπάρχει και για αυτό κάποια μικρή ιστορία;

Νίκος: Ήταν μια ιδέα του Μάνου. Ο Μάνος γενικά είναι ο εμπνευστής της εικόνας που βγάζει ο λόγος μας προς τα έξω.

Μάνος: Το Gravitysays_i περιγράφει όλη αυτή τη διαδικασία την οποία βιώσαμε δημιουργώντας το The Roughest Sea, της δυσκολίας των ανθρώπινων σχέσεων. Το πώς, ας πούμε, εμείς είχαμε πρόβλημα με τα άλλα παιδιά, τα οποία δεν μοιράζονταν το όνειρο της μουσικής όσο κι εμείς –όπως κι αυτά είχαν, ενδεχομένως, τα δικά τους προβλήματα μαζί μας. Κατευθυνόμαστε δηλαδή και στη διαμόρφωση των συναισθημάτων μας από παράγοντες εξωτερικούς. Και ο κατ' εξοχήν εξωτερικός παράγοντας επιρροής στις ζωές μας, για τον οποίον δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γιατί απλώς υπάρχει, είναι η βαρύτητα.

Πώς κερδίζετε αλήθεια τα απαραίτητα για να μπορείτε να κάνετε και τις μουσικές σας;

Πλάτωνας: Είμαστε και οι τρεις επαγγελματίες οργανοπαίχτες, οπότε μπορούμε να βγάλουμε χρήματα παίζοντας ως session μουσικοί. Παρά ταύτα, έχουμε φύγει από αυτή την κατάσταση, κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχουμε δηλαδή τη δυνατότητα να παίξουμε κι αλλού, διαφορετικά πράγματα, αποτελεί όμως επιλογή μας να ασχολούμαστε με τα δικά μας. Δεν είναι ότι δεν μπορούμε και γι' αυτό μαζευόμαστε με την παρέα μας και κάνουμε ένα κολλάζ από όλα όσα θα θέλαμε να 'μασταν. Για τον σκοπό αυτόν, ακριβώς, εγώ σταμάτησα να παίζω ως session μουσικός κι έχω ανοίξει ένα DVD club. Άμα παίζεις με άλλους, δεν ξέρω γιατί, καταλήγεις ούτε όσον χρόνο χρειάζεται να 'χεις, μα ούτε και διάθεση για κάτι πιο δικό σου.

Νίκος: Εγώ μέχρι πρότινος είχα ένα γκρουπάκι με το οποίο παίζαμε disco και διασκευές σε πάρτι και εκδηλώσεις. Πλέον, βγάζω τα απαραίτητα ως DJ.

Μάνος: Εγώ πάλι, όταν δεν κάνουμε πρόβες, είμαι υπερήρωας! (γέλια) Πέρα από την πλάκα, δουλεύω σαν ηχολήπτης, για έναν ραδιοφωνικό σταθμό.

Πώς έγινε τελικά και βρέθηκε το The Roughest Sea στον Σείριο;

Μάνος: Όταν τελικά είδαμε ότι δεν μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε κάτι με τη Sonic Playground, αρχίσαμε να ψάχνουμε αλλού. Για έναν περίπου χρόνο ψάχναμε, άλλοτε μιλώντας με ανθρώπους από μεγάλες εταιρείες –οι οποίοι υποτίθεται πως ενδιαφέρονταν για εμάς και ούτε το όνομά μας δεν έλεγαν σωστά– και άλλοτε διαπραγματευόμενοι με μικρές εταιρείες, γύρω από τις οποίες διαδραματίζονταν περίεργες ιστορίες. Όπως ας πούμε με μια γνωστή ανεξάρτητη, που ανακαλύψαμε ότι ουσιαστικά αποτελεί παράρτημα μιας ...βιοτεχνίας με μπουφάν! Ούτε καν ερασιτεχνισμός, δηλαδή. 

Στο όλο τρέξιμο πέρασα και από τον Σείριο κι άφησα ένα CD σε μια θυρίδα. Πέρασαν κατόπιν αρκετοί μήνες, 8 αν θυμάμαι καλά, και ήμασταν πλέον σε μια φάση όπου είχαμε τελειώσει και την κοπή και ετοιμαζόμασταν να αναθέσουμε τη διανομή στην Play Our Music από το Κιλκίς –μάλιστα, είχαμε πάει και αυθημερόν εκεί για να γνωριστούμε με τα παιδιά τα οποία την τρέχουν. Και τότε παίρνει τηλέφωνο ο Γιώργος Χατζιδάκις και μας λέει να το βγάλουμε στον Σείριο.

Νίκος: Μας κολάκευε να βγει το CD μας στον Σείριο. Όχι μόνο γιατί είναι συνδεδεμένος με το όνομα του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά γιατί ξέρουμε ότι είναι μια εταιρεία που δεν την ενδιαφέρει το μάρκετινγκ και έχει μια ιδεολογία σαν και τη δική μας γύρω από τη μουσική.

Παρακολουθείτε αλήθεια τι γίνεται δισκογραφικά στην Ελλάδα;

Μάνος: Κι εγώ και όλοι μας ακούμε πολύ και ασχολούμαστε, κυρίως μπαίνοντας στο MySpace.

Νίκος: Δεν θεωρούμε όμως ότι ανήκουμε και πολύ στην αγγλόφωνη ελληνική σκηνή.

Γιατί νιώθετε πως δεν ανήκετε στη σκηνή;

Νίκος: Γιατί βλέπουμε ανθρώπους στη σκηνή με κάποιον σκοπό, όχι με κάτι μέσα τους που να θέλουν να το βγάλουν και αν δεν το κάνουν, θα σκάσουν. Υπάρχει ένα κλίμα ότι αφού είμαι μούρη, αφού το έχω και λίγο και έχω αντιγράψει και κάποιους ξένους στο πώς τραγουδάνε, βγαίνω να κάνω ένα συγκρότημα. Με την ασφάλεια του ότι, αφού αυτό που κάνω το έχει κάνει και κάποιος άλλος, ας το κάνω κι εγώ στην Ελλάδα. Έχει μεγάλη σημασία το κίνητρο.

Μάνος: Εμείς δεν θέλουμε να πουλήσουμε τη μούρη μας σε κάποιο εξώφυλλο, ούτε να πάρουμε πόζα με την κιθάρα την ώρα που θα μας λούζει ο προβολέας, για να μας βγάλουν φωτογραφία. Δεν είναι πάντως πως δεν βλέπουμε και κάτι να συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οπωσδήποτε βγαίνουν και δουλειές οι οποίες αξίζουν και ως ακροατές έχουμε εντοπίσει μπάντες οι οποίες μας αρέσουν. Θα αναφέρω για παράδειγμα τους Modrec, που είναι άψογοι μουσικοί, τους No Clear Mind από τα Χανιά, τους 2L8 από τη Βέροια ή τους J. Allen.

Νίκος: Κι εμένα μου αρέσουν πολύ οι Marsheaux, υποστηρίζουν πολύ καλά αυτό το ρομαντικό 1980s στοιχείο, με όμορφες μελωδίες.

Σε ποιους καλλιτέχνες θα εντοπίζατε τις μουσικές σας επιρροές;

Νίκος: Εμένα το αγαπημένο μου συγκρότημα είναι οι Pink Floyd. Και αμέσως μετά θα έβαζα τον Μάνο Χατζιδάκι. Μεγάλη μου επιρροή είναι επίσης και ο David Sylvian. Από εκεί και πέρα θα έβαζα οπωσδήποτε τη Λένα Πλάτωνος, τον Philip Glass και τη Björk.

Πλάτωνας: Beatles οπωσδήποτε και μετά γίνεται χαμός. Έχω πάθει πλάκα και με έναν δίσκο των Hood τα τελευταία χρόνια και με Marvin Gaye και με Stevie Wonder. Χάος.

Μάνος: Εγώ έχω ως αγαπημένο μου γκρουπ τους Dead Moon. Ειδικά στους παλιότερους δίσκους τους, γιατί μετά κάνανε και κάτι άλμπουμ που ήταν λίγο για πέταμα.



15 Ιουλίου 2021

Gravitysays_i - The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud [δισκοκριτική, 2011]


Η γνώμη μου για τις εγχώριες αγγλόφωνες απόπειρες που φιλοδόξησαν να συγκροτήσουν κάτι σαν σκηνή κατά τα τελευταία 20 χρόνια (βάλε-βγάλε), δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Γνωρίζω ασφαλώς ότι αποτελώ μειονότητα στον «χώρο», καθώς άλλοι συνάδελφοι (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους) έχουν υπάρξει πολύ γαλαντόμοι κατά καιρούς, τόσο σε επίθετα, όσο και σε βαθμολογίες.

Τώρα για τους συναδέλφους δεν μπορώ να μιλήσω. Προσωπικά, πάντως, βρίσκω αυτή την ας την πούμε πιο αυστηρή οπτική να δικαιώνεται καθώς κατακάθεται η σκόνη του χρόνου και μαζί της οι ενθουσιασμοί, η υπερβολή των «γραφιάδων του συναισθήματος» και η όποια ανάγκη να φανείς καλούλης, να σπρώξεις κάποιον φίλο/γνώριμο ή να σπρώξεις τη σκηνή που ποτέ τελικά δεν δημιουργήθηκε. Ταυτόχρονα, φαίνονται νομίζω και πιο καθαρά τα σημεία υπεροχής της σχετικής παραγωγής, δηλαδή το ποιοι ήταν τελικά οι δίσκοι που πέτυχαν πραγματικά να ξεχωρίσουν πέρα από τις μαϊμουδιές, κομίζοντας κάτι στο τραπέζι άξιο να το συζητάμε και να το επισκεπτόμαστε ξανά, μετά από καιρό. 

Ένας τέτοιος δίσκος είναι λοιπόν και το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud των Gravitysays_i (2011), το οποίο έμαθα ότι γιορτάζει τα 10 του χρόνια επανακυκλοφορώντας –από τη Restless Wind, σε διανομή της Inner Ear. Είχα την τύχη να το ακούσω πριν βγει, ύστερα από ευγενική πρόσκληση του Μάνου Πατεράκη και του Νίκου Ρέτσου για μια γνώμη, όταν είχαν τελειώσει τις ηχογραφήσεις και αναζητούσαν label να το βγάλουν. 

Δεν συνηθίζω βέβαια να παρευρίσκομαι σε προακροάσεις, ούτε ιδιωτικές, ούτε από εκείνες που έστηναν παλιά οι δισκογραφικές. Αλλά για τους Gravitysays_i, το έκανα. Λίγο γιατί με είχαν εντυπωσιάσει με το ντεμπούτο The Roughest Sea το 2007 και ήθελα να δω τι είχαν σκαρώσει, λίγο γιατί ήξερα ότι δεν παίζουν συμφέροντα και πάρε-δώσε, αφού ούτε φίλοι ήμασταν, ούτε σε κοινές παρέες βρισκόμασταν. Θυμάμαι ακόμα την κατάνυξη στην οποία βούτηξα όταν το πρωτάκουσα και τη σιωπηρή μου έκπληξη όταν αναδύθηκε από τα πελάγη των ήχων ο αγαπημένος "Καϊξής" του Απόστολου Χατζηχρήστου (1948).

Περισσότερα είχα τη δυνατότητα να ξετυλίξω όταν βγήκε πια ο δίσκος και έγραψα γι' αυτόν μια κριτική. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με αφορμή την εορταστική επανέκδοση των 10 χρόνων. 


Στην Ελλάδα υπάρχουν θαυμάσιες αγγλόφωνες μπάντες, στις οποίες τα φώτα της δημοσιότητας αρνούνται σταθερά να πέσουν. Θέλετε γιατί η μουσική τους δεν είναι μαζική, άρα οι προβολείς εστιάζουν σε πράγματα πιο προσβάσιμα για το περίφημο «μέσο αισθητήριο»; Θέλετε γιατί όσοι αναλαμβάνουν να μας διαφωτίσουν αυτά μόνο καταλαβαίνουν, αυτά και προτείνουν; 

Και τα δύο παίζουν. Αλλά είναι κρίμα, όπως και να έχει. Γιατί, αν κάτι σπαρταράει στις μέρες μας, είναι η μουσική των GravitySays_i και κάποιων ανάλογων περιπτώσεων, έξω από «σκηνές» και από το hype που πεισματικά προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινότητα με πολύ μικρό αληθινό βεληνεκές. Εδώ συμβαίνουν τα θαύματα, σε δίσκους σαν το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud

Αλλά ας εξηγηθώ. Αν σε κάτι εκπλήσσουν εδώ οι GravitySays_i, είναι στο πόσο σβέλτα έφτασαν σε ένα τέτοιο άλμπουμ: είναι μόλις το δεύτερό τους. Τα δόντια τους τα είχαν δείξει βέβαια με το Roughest Sea (2007), αλλά ο συνδυασμός έμπνευσης, υπέρβασης και πολλής ποιοτικής δουλειάς σε κάθε λεπτομέρεια της ηχογράφησης, κάνει το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud να φαίνεται μίλια μακριά. Αξίζει μάλιστα να ακούσετε τους δύο δίσκους στη χρονολογική τους σειρά, ώστε να αντιληφθείτε γιατί το συγκρότημα, ενώ παραμένει οικείο και αναγνωρίσιμο, έχει προχωρήσει τόσο γρήγορα. Δραματικά γρήγορα, σε σημείο που αναρωτιέμαι τι να επιφυλάσσει ο μελλοντικός ορίζοντας.

Το άλμπουμ αποτελείται από δύο μόλις συνθέσεις, μακράς χρονικής διάρκειας και ουσιαστικά άτιτλες –ένα μέρος 1ον και 2ον λειτουργούν ως σημεία πλοήγησης. Συνθέσεις περίπλοκες σε κατασκευές και αναφορές, με πλοκή που είθισται να περιγράφουμε ως «κινηματογραφική», οι οποίες θέτονται στην υπηρεσία μιας κεντρικής ιδέας γύρω από τον Μοντέρνο Άνθρωπο και τις σκοτεινές πτυχές αυτής της επιφανειακά θαυμαστής μοντερνικότητας. Γι' αυτό και το γκρίζο είναι πελώριο, γι' αυτό και η μπάντα κάνει λόγο για «μοτίβα εξαπάτησης». Οι Pink Floyd αναδεικνύονται ασφαλώς σε κεντρική επιρροή, αλλά δεν έχει τόση σημασία: η κληρονομιά τους έχει αντιμετωπιστεί με θάρρος και με προσωπικότητα, ούτε μιμητικά, ούτε μεταπρατικά. 

Αμφότερες οι συνθέσεις αποτελούν περιπετειώδη και πολυσχιδή παζλ, με συχνά εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες και στα χορωδιακά φωνητικά. Τα τελευταία ξενίζουν νομίζω σε πρώτη επαφή και μάλλον θα αποτελέσουν παράγοντα δυσπροσπέλαστο για εκείνο το «μέσο αυτί» που λέγαμε παραπάνω: δεν είναι συνηθισμένος ο κόσμος στη χορωδιακή λογική, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σε όλη τη διάρκεια ενός άλμπουμ. Ωστόσο, η επιλογή της μπάντας είναι σωστή. Όποιος σκύψει δηλαδή πάνω από την όλη κεντρική ιδέα και ασχοληθεί με τους στίχους, θα κατανοήσει γιατί έπρεπε να υπάρχει αυτή η «κοινότητα» φωνών, αντί για έναν μοναχικό «πρωταγωνιστή». 

Εκεί ωστόσο που οι GravitySays_i εκτινάσσονται και με κάνουν να μιλάω όχι απλά για έναν εξαιρετικό δίσκο, μα και για μια πρόταση για το πώς το εγχώριο μπορεί να γίνει διεθνές χωρίς να πιθηκίζει ή να στρέφει πλάτη στην ταυτότητά του, είναι η δεύτερη σύνθεση. Σ' αυτήν, μπαίνει στο παιχνίδι ένας καταπληκτικά μεταλλαγμένος "Καϊξής", κατευθείαν από τη ρεμπέτικη κληρονομιά –θυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση χρονολογείται στο 1948 και ανήκει στον Απόστολο Χατζηχρήστο– ενώ ακούμε κι ένα σαντούρι να χαράσσει διαδρομές ασυνήθιστες, μα συναρπαστικές. 

Ο ήχος του είναι μεν γνώριμος, αλλά η χρήση του ευρηματική, μακριά από τις παραδοσιακές, ακόμα και από τις world συμβάσεις. Καθίστε λίγο και σκεφτείτε το: πολλοί από τους Αγγλοσάξονες καλλιτέχνες που έγιναν «μεγάλοι», κάτι τέτοιο δεν έκαναν ουσιαστικά; Έναν διαρκή, γόνιμο διάλογο με την παράδοσή τους, μέσα από τα φίλτρα και τις ανάγκες της δικής τους εποχής; Να τι κάνει και τους GravitySays_i σπουδαίους, ξεχωρίζοντάς τους από στρατιές μηρυκαστικών που, μη μπορώντας να βρουν πώς αλλιώς να παίξουν το παιχνίδι, μαϊμουδίζουν τις διεθνείς τάσεις.

Κλείνω όπως ξεκίνησα: ένας τέτοιος δίσκος, βγαίνει τελικά από ένα μικρό, ανεξάρτητο label –ίσως ο καλύτερος τρόπος να τον βρείτε είναι να περάσετε από το επικείμενο live των GravitySays_i στο Αμφιθέατρο του 9.84 στην Τεχνόπολη, στις 7 Μαΐου. Επιλογή μιας καχύποπτης μπάντας που δεν εμπιστεύεται το σύστημα και πιστεύει ότι θα τα καταφέρει κινούμενη underground; Αναγκαστική επιλογή, λόγω αδιαφορίας του κατεστημένου δισκογραφικού συστήματος; Δεν ξέρω την αιτία, βλέπω πάντως στην όλη υπόθεση ένα σημάδι των καιρών μας.