Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλυβιώτης Στάθης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλυβιώτης Στάθης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Οκτωβρίου 2023

Κρίστη Στασινοπούλου & Στάθης Καλυβιώτης - συνέντευξη (2012)


Μια τετραετία (περίπου) μετά την πρώτη μας συνάντηση (δείτε κι εδώ), η Κρίστη Στασινοπούλου και ο Στάθης Καλυβιώτης επέστρεψαν δισκογραφικά με το άλμπουμ Greekadelia (2012), το οποίο μας έδωσε την ευκαιρία για μία ακόμα κουβέντα.

Τα αποτελέσματα έγιναν ένα κείμενο συνέντευξης που πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις και για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό του Greekadelia και φέρουν το credit K. Tsiganos


Ποιο νόημα έχει ο τίτλος Greekadelia του νέου σας άλμπουμ; Θα μπορούσαμε να τον αποκωδικοποιήσουμε ως μια μορφή ψυχεδέλειας, φτιαγμένης με ελληνικά παραδοσιακά υλικά;

Κρίστη: Η ελληνική παραδοσιακή μουσική έχει πολλά στοιχεία που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε «ψυχεδελικά». Τα επί πολλές φορές και για πολλή ώρα επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα, ο ισοκράτης πίσω από τη μελωδία, οι δυνατοί ρυθμοί, πιστεύω ότι ενεργοποιούν συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου, που σε οδηγούν σε συγκεκριμένες συνειδησιακές καταστάσεις. 

Η κάθε κουλτούρα, η κάθε εποχή, ονομάζει αλλιώς αυτές τις καταστάσεις: ψυχεδέλεια, διαλογιστική κατάσταση, θρησκευτική έκσταση, τρανς κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι άλλες φορές ασυνείδητα, άλλες φορές συνειδητά, τονίζουμε και προβάλλουμε τα στοιχεία τούτα της ψυχεδέλειας στις μουσικές μας. Αυτό το «έπιασε» πριν από αρκετά χρόνια ένας Εγγλέζος μουσικοκριτικός  και μας είχε χαρακτηρίσει, τότε, ως «greekadelic». Μας άρεσε ο όρος, του ζητήσαμε την άδεια και ονομάσαμε τον νέο μας δίσκο Greekadelia.

Είναι αλήθεια ότι το άλμπουμ πήγασε από όσα παίζατε εδώ και χρόνια κατ' ιδίαν, όπως διάβασα σε μια άλλη συνέντευξή σας; Πώς μια τέτοια διαδικασία οδηγεί στην ύπαρξη ενός ρεπερτορίου; Και ποιο είναι το σημείο που το κατ' ιδίαν δίνει τη θέση του στο δημόσιο; 

Κρίστη: Είναι πολύ ενδιαφέρον, συγκινητικό και αποκαλυπτικό το να πατάς στα βήματα μουσικών μονοπατιών τα οποία έχουν ανοιχτεί εδώ και αιώνες. Ασχολούμαστε με αυτό πολλά χρόνια.

Στάθης: Δεν είχαμε στόχο να κάνουμε έναν δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια, αλλά κάποια στιγμή ο ήχος που έβγαινε από τα κατ' ιδίαν παιξίματά μας άρχισε να έχει κάποιο χαρακτηριστικό ενδιαφέρον, οπότε αποφασίσαμε να τον βγάλουμε παραέξω. Δεν προσποιούμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, ούτε κρύβουμε τις όποιες επιρροές μας. Ως «παιδιά της πόλης», την παραδοσιακή μουσική την ανακαλύψαμε μεγαλώνοντας.

Ακολουθήσατε μια βιωματική προσέγγιση στο μάζεμα αυτού του υλικού, με την έννοια ότι δεν το συγκεντρώσατε ως ερευνητές, αλλά ταξιδεύοντας σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας. Ωστόσο πόσο «παραδοσιακά» μπορούν να θεωρούνται σήμερα τα χωριά μας, με γνώμονα ότι τα περισσότερα πανηγύρια έχουν υποκύψει σε μια νοοτροπία πίστας;  

Στάθης: Ταξιδεύοντας στα διάφορα μέρη της Ελλάδας βιώσαμε το απότομο πέρασμα των τοπικών κοινωνιών από τη νεολιθική, κάποιες φορές, εποχή, στον 20ό αιώνα. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί κάποιος αυτήν την απότομη αλλαγή, κάτι που αποτυπώνεται όχι μόνο στα πανηγύρια, μα και σε πολλά άλλα πράγματα μέσα στην καθημερινότητα των ανθρώπων –π.χ. στην αρχιτεκτονική. 

Η μουσική, όπως και κάθε τέχνη, είναι η έκφραση της καθημερινότητας της κάθε εποχής. Την άνοιξη του 1991 βρεθήκαμε στο καφενείο του Ζωγραφίδη, στην Όλυμπο Καρπάθου κι εκεί με εντυπωσίασε το γεγονός ότι μια απλή μάζωξη συγχωριανών μετατράπηκε σιγά-σιγά σε πανηγύρι, χωρίς φυσικά να έχει προηγηθεί καμία διαφήμιση, αφίσα, συνεντεύξεις κλπ. Ήταν η εποχή που ήμουν απογοητευμένος από την κατάντια της έως τότε αγαπημένης μου ροκ μουσικής, η οποία είχε μετατραπεί σε βιομηχανικό προϊόν με ανάλογη νοοτροπία πίστας. Τέτοια αναπάντεχα πανηγύρια συμβαίνουν ακόμα και είναι τα καλύτερα.

Κρίστη: Για τη νοοτροπία και τον τρόπο αυτόν της «πίστας», που κατέκλυσε τα πάντα στη χώρα μας, φταίει πιστεύω αρκετά κι εκείνη η συντηρητική, σοβαροφανής νοοτροπία η οποία κυριαρχούσε για χρόνια στον χώρο της «ποιοτικής» (όπως τη λέγαμε) μουσικής, που θεωρούσε τον χορό κάτι φτηνό και «εμπορικό». Πάλι καλά που όλα αυτά τα χρόνια οι λεγόμενοι εμπορικοί καλλιτέχνες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, κράτησαν ζωντανούς τους χορούς, έστω και μέσα από την αισθητική της πίστας, που ούτε σε μένα προσωπικά αρέσει.

Στο σημείωμα που υπάρχει στον δίσκο, αναφέρεται πως, για κάποιους θεματοφύλακες της παράδοσης, η προσέγγισή σας σε αυτά τα δημοτικά τραγούδια αποτελεί «ιεροσυλία». Τι είδους αντιδράσεις έχετε συναντήσει και από ποιους εκπορεύονται;

Στάθης: Μου αρέσει που μας πλησιάζουν γεροντότεροι και μας λένε συγκινητικά λόγια για τον τρόπο με τον οποίον παίζουμε. Οι θεματοφύλακες, από την άλλη, με όλα αυτά που έχουν δει κι ακούσει τα τελευταία χρόνια, δεν νομίζω να θεωρούν εμάς ως καταστροφείς της παράδοσης. 

Κρίστη: Αξιόλογοι μουσικολόγοι και μουσικοκριτικοί του χώρου, Έλληνες και ξένοι, έχουν αποδεχτεί πολύ θετικά αυτό που κάνουμε και μας συγχαίρουν που, με τον τρόπο μας, περνάμε την παραδοσιακή μουσική σε ένα κοινό το οποίο αλλιώς δεν θα την άκουγε ποτέ του. 

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που έχει ταιριάξει το ινδικό αρμόνιο σε αυτές τις ηχογραφήσεις –μου θύμισε κάποιες παλαιότερες δισκογραφικές απόπειρες με συνεύρεση Ελλήνων και Ινδών μουσικών. Υπάρχει όντως «κοινός τόπος» ή έχει να κάνει με το πώς τοποθετήσατε εσείς το συγκεκριμένο όργανο στην ενορχήστρωση;  

Κρίστη: Η ιστορία που με οδήγησε στο να αρχίσω να χρησιμοποιώ το ινδικό αρμόνιο πάει πίσω στην εποχή που ο Άλαιν Γκίνσμπεργκ διάβαζε την ποίησή του στα καφέ του Σαν Φρανσίσκο, συνοδεύοντας τον εαυτό του με ένα ινδικό αρμόνιο. Και στη Nico, η οποία επίσης τραγουδούσε με ένα τέτοιο οργανάκι. Έψαξα λοιπόν κι εγώ και πήρα ένα, άρχισα να παίζω και πολύ μας άρεσε η συνήχησή του με το λαούτο του Στάθη. 

Έκτοτε ακούω και προσπαθώ να μάθω από τα παιξίματα των δημοτικών ακορντεόν της βόρειας Ελλάδας ή ακόμα και από τα «φαρφισέ» λαϊκά παιξίματα του Βασίλη Βασιλειάδη, που τα βρίσκω καταπληκτικά. Το συγκεκριμένο αρμόνιο, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, δεν είναι όργανο της ινδικής μουσικής, άσχετα από τη χρήση του στις ράγκες. Μπήκα –λίγο, ελάχιστα– στα ρηχά του ωκεανού αυτής της τεράστιας μουσικής παράδοσης, η οποία έχει ίδια φιλοσοφία με τη δική μας βυζαντινή, μέσα από μαθήματα που έκανα κάποιους σκόρπιους μήνες στην Ινδία, σε μια δασκάλα τραγουδιού. Ο τρόπος αυτός με επηρέασε και στην απόδοση του δικού μας υλικού.

Οι δίσκοι σας έχουν μια σταθερά λαμπρή πορεία στο εξωτερικό, όπου εμφανίζεστε και συχνά για συναυλίες. Τι κερδίζει τόσο τα διεθνή ακροατήρια; Υπάρχει η απαραίτητη παιδεία για να έχουν αναπτύξει ένα τέτοιο γούστο ή σας βλέπουν και λίγο σαν κάτι το εξωτικό;  

Κρίστη: Το συγκεκριμένο και αρκετά ειδικό κοινό της λεγόμενης «world music» είναι συχνά πολύ καλός γνώστης των μουσικών που το έχουν γοητεύσει. Πάρα πολλοί είναι εκείνοι, εκεί έξω, που γνωρίζουν και παρακολουθούν την ελληνική μουσική, την ιστορία της, την παράδοση, που κάνουν έρευνα, που εκδίδουν συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών, που μαθαίνουν να παίζουν  παραδοσιακά όργανα, φτιάχνουν ρεμπέτικες κομπανίες κλπ. 

Αυτός ο ειδικός μουσικός χώρος είναι που μας έχει αποδεχτεί, θαυμάσει και αγκαλιάσει. Και όχι το απέραντο, συρόμενο δεξιά και αριστερά, αγοραστικό κοινό των εταιριών και κυκλωμάτων της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. 

Στάθης: Δεν κάνουμε μουσική για το εξωτερικό, κάνουμε ελληνική μουσική, στα ελληνικά τραγουδάμε. 

Στην ίδια σας τη χώρα, από την άλλη, η εικόνα δείχνει εκ διαμέτρου αντίθετη. Πού το αποδίδετε; 

Στάθης: Δεν συμβαίνει μόνο με εμάς, υπάρχουν εξαιρετικές μουσικές στην Ελλάδα που δεν φτάνουν στα αυτιά του κόσμου. Έχει δημιουργηθεί ένα βιομηχανικό σύστημα κατασκευής μουσικής –και όχι μόνο– το οποίο εξαφανίζει οτιδήποτε δεν προέρχεται μέσα από αυτό. Δυστυχώς, ανεξάρτητες εταιρείες, παραγωγοί και καλλιτέχνες δεν έχουμε κατορθώσει έως τώρα να δημιουργήσουμε κάποια σταθερά εναλλακτικά κανάλια, όπως έχει συμβεί σε άλλες χώρες.

Γιατί πιστεύετε η νεολαία τσιμπάει τόσο εύκολα με ό,τι δείχνει να ξεπατικώνει τα αγγλοσαξονικά indie δεδομένα, μα γυρνάει την πλάτη σε ό,τι έχει πιο ξεκάθαρα ελληνικές αναφορές; Πρόκειται για ξενομανία; Ή για ανάγκη να ανήκεις σε ένα δήθεν underground;

Στάθης: Οτιδήποτε ελληνικό συνδυάζεται δυστυχώς με όλα όσα μας ενοχλούν στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η ξένη μουσική θεωρείται ακόμα ως εκφραστής μιας διαφορετικής κοινωνικής συνείδησης, όμως αν ταξιδέψεις σε άλλες χώρες συνειδητοποιείς ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και τόσο στις μέρες μας.

Κρίστη: Είναι κρίμα… Εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, πολλοί παράγοντες του χώρου της εναλλακτικής μουσικής συνεχίζουν ακάθεκτοι και με πολύ συντηρητισμό να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν μονάχα την ξένη, εισαγόμενη μουσική και να σνομπάρουν ό,τι βγαίνει εδώ. Ευτυχώς υπάρχει ένα ποσοστό νέων, πραγματικά ανήσυχων και πρωτοπόρων, που ήδη έχει ξεπεράσει τέτοιου είδους επαρχιωτισμούς.

Για καλλιτέχνες που κινούνται με τον δικό σας τρόπο, υποθέτω ότι η έννοια «κρίση» δεν είναι κάτι καινούριο –άλλωστε πολλά από όσα επισημαίνονται πλέον ως αίτια για το ότι «φτάσαμε εδώ», τα έχετε θέσει και σε προηγούμενες συνεντεύξεις. Υπάρχει κατά τη γνώμη σας αντίδοτο ή δεν υπάρχει ελπίδα για τη συγκεκριμένη κοινωνία; 

Στάθης: Η Ελλάδα έγινε οικονομικά μια χώρα του 21ου αιώνα, αλλά πολιτιστικά έμεινε στον 19ο αιώνα. Αυτό ήταν το τεράστιο λάθος των ανθρώπων που διαχειρίστηκαν τον τόπο μας. Και μια τέτοια ανισορροπία ανάπτυξης δημιούργησε τις δυσκολίες στον τρόπο διαχείρισης και  αντιμετώπισης της άλλης κρίσης –γιατί δεν ζούμε μία μόνο κρίση, μα πολλές. 

Δεν ήταν όλα μια χαρά πριν εμφανιστεί η παγκόσμια οικονομική θύελλα. Από την άλλη, αν το δούμε ιστορικά και σε βάθος χρόνου, η κατάρρευση αυτοκρατοριών, θρησκειών, κρατών και κοινωνιών δεν είναι κάτι καινούριο. Πάντοτε γινόταν και πάντοτε κάτι άλλο εμφανίζεται, καλύτερο ή χειρότερο. Είναι σαν ένα δάσος που το καταστρέφει η φωτιά, κάποια δέντρα γλιτώνουν, ρίχνουν σπόρο και μετά από χρόνια έχει ελπίδες να ξαναγεννηθεί. 

Κρίστη: Και δεν έχει πλέον νόημα να το παίζουμε Κασσάνδρες για ό,τι έγινε. Ελπίζουμε, ευχόμαστε και προσπαθούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, μετά από αυτήν εδώ την κατάσταση να έρθει το καλύτερο και όχι το χειρότερο. 





24 Οκτωβρίου 2023

Κρίστη Στασινοπούλου & Στάθης Καλυβιώτης - συνέντευξη (2008)

 


Άκουγα από παλιά την Κρίστη Στασινοπούλου, καθώς ως έφηβος είχα τον πρώτο της δίσκο με το Subaru (1986), ενώ αργότερα, ως φοιτητής, αγάπησα ιδιαίτερα τις τολμηρές της ηχητικές απόπειρες Στη Λίμνη Με Τις Παπαρούνες (1992) και στον Υφαντόκοσμο (1997).

Όταν πια είχα γίνει επαγγελματίας κριτικός και μουσικογραφιάς, η τραγουδοποιός είχε πια χαράξει μια καινούρια καλλιτεχνική διαδρομή μαζί με τον σύντροφό της στη ζωή Στάθη Καλυβιώτη, τον οποίον οι παλιοί του 1980s new wave αναγνώριζαν από τις περιπέτειες των Ανυπόφορων.

Με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ Ταξιδοσκόπιο (2006), λοιπόν, βρεθήκαμε τον Φεβρουάριο του 2008 στο σπίτι τους για μια εκτενή συζήτηση. Από αυτήν προέκυψε, κατόπιν, μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis Greek –που τότε λειτουργούσε ως αυτόνομη υποσελίδα του κεντρικού Avopolis υπό τη διεύθυνσή μου, όπως συνέβαινε π.χ. και με το Avopolis Dance υπό τη Ναταλί Τσιριγώτη ή με το Avopolis Core υπό τον Κυριάκο Πιερράκο– και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό για το Ταξιδοσκόπιο και ανήκουν στον Reiner Witzel


Η νέα σας δουλειά, το Ταξιδοσκόπιο, γράφτηκε σαν «ημερολόγιο» κατά τη διάρκεια των ταξιδιών σας σε διάφορες γωνιές του πλανήτη όπου σας καλούσαν για συναυλίες. Έχετε ξαναγράψει τραγούδια με τον τρόπο αυτόν ή πρώτη φορά δοκιμάσατε μια τέτοια προσέγγιση;

Κρίστη: Πιο πολύ οι στίχοι γράφτηκαν έτσι και όχι ως στίχοι, αλλά σαν σημειώσεις που κρατάς όταν ταξιδεύεις. Και ο Στάθης, αντιστοίχως, συνηθίζει και μαζεύει samples. Έχουμε ξαναδουλέψει έτσι –και τα Μυστικά Των Βράχων (2002), ας πούμε, γράφτηκαν κατά τη διάρκεια μιας αντίστοιχα εμπειρικής κατάστασης. 

Εντωμεταξύ, υπήρχε ένας άλλος δίσκος σχεδόν έτοιμος πριν, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, φτιαγμένος σε μια φάση κατάθλιψης την οποία περνάγαμε με τον Στάθη μετά τον θάνατο της Θάλειας Ιακωβίδου. Όταν όμως γυρίσαμε από την περιοδεία στη Βραζιλία, δεν μπορούσαμε πια να προχωρήσουμε τα τραγούδια του. Μόνο τρία από αυτά χρησιμοποιήθηκαν τελικά στο Ταξιδόσκοπιο, γιατί δεν γινόταν να το ξεχάσουμε έτσι απότομα και να πάμε κάπου εντελώς αλλού. Αν είχαμε τη δυνατότητα της παραγωγής, θα προτιμούσαμε βέβαια να έχουμε κάνει έναν δίσκο κι ένα χωριστό EP με τα τρία αυτά τραγούδια.

Η Θάλεια πρέπει να ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σήμαινε πολλά για εσάς...

Κρίστη: Η Θάλεια ήταν σαν αδερφή μας. Από τους ελάχιστους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συνεργαστείς και μουσικά και σε επίπεδο προώθησης μιας δουλειάς, αλλά να μιλάς συνάμα και την ίδια γλώσσα. Καταλάβαινε ακριβώς τι κάναμε και το εκτιμούσε, δουλεύαμε στα πρακτικά ζητήματα σαν τρίο. Χωρίς να ήμασταν φίλοι από πριν, γίναμε κολλητοί μέσα από τη δουλειά.

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση –και όχι μόνο στην τωρινή σας δουλειά– πώς από έναν τόσο κοσμοπολίτικο ηχητικό καμβά προκύπτει τελικά μια πρόταση για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Ποιο θα λέγατε είναι το μυστικό της επιτυχίας;

Στάθης: Πρώτα-πρώτα δεν γίνεται επί τούτου, ποτέ δεν λέμε, π.χ., θα μπλέξουμε αυτό με τούτο και με τ' άλλο. Όλα αυτά τα ακούσματα που έχουμε, από τα σαράντα παρακλάδια της ελληνικής μουσικής και από τα σαράντα χιλιάδες παρακλάδια της ξένης μουσικής, βγαίνουν από μόνα τους. Αν υπάρχει κάποιο κόλπο, είναι το ότι δεν βάζουμε κάποιου είδους φίλτρο σε ό,τι βγαίνει, απαγορεύσεις δηλαδή στον εαυτό μας. Στόχος είναι πάντα να φτιάξουμε μια μουσική που να θέλουμε να την ακούμε κι οι ίδιοι, αλλά και να τη βάζουμε και στους φίλους μας.

Κρίστη: Εγώ, αν και βρίσκω την ερώτησή σου πολύ φυσική, θα ήθελα να την ανατρέψω. Το βρίσκω τρομερό προσόν που έχουμε γεννηθεί σε μια χώρα η οποία πάντα στην ιστορία υπήρξε σταυροδρόμι, οπότε από τη μία είχες όλες αυτές τις μουσικές από την Ανατολή και από την άλλη την εισβολή του rock, που όλους μας μάς μεγάλωσε εν τέλει. 

Η βιόλα των Velvet Underground σου δίνει την ίδια ψυχεδέλεια με τα πολυφωνικά της Ηπείρου, ενώ οι καρπαθιώτικες λύρες, που όταν παίζουν επί 5 ώρες δημιουργούν ένα υπνωτικό και ταυτόχρονα χορευτικό κλίμα, δεν απέχουν τελικά από την ηλεκτρονική trance. Δεν το βρίσκω λοιπόν φυσιολογικό να βάζεις στεγανά και να λες ανήκω σε τούτο ή σε εκείνο το είδος. Αν έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά σε όλα αυτά τα ρεύματα, πώς μετά να μη βγουν στη μουσική σου;

Έχετε μια σταθερή σχέση με το δημοτικό τραγούδι, εμφανή ήδη από τις μέρες της Λίμνης Με Τις Παπαρούνες (1992). Συμμερίζεστε την άποψη ότι, ιδιαίτερα η νεολαία έχει πια χάσει σχεδόν την επαφή μαζί του, με αποτέλεσμα να έχει και μια παρεξηγημένη, πολλές φορές, αντίληψη γι' αυτό;

Στάθης: Μια μεγάλη παρεξήγηση οφείλεται στη σύνδεσή του με το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» της Χούντας.

Κρίστη: Κι εμάς μας ενοχλεί το συγκεκριμένο σκέλος, όμως δεν φταίει το δημοτικό τραγούδι γι' αυτό.

Στάθης: Φταίει όμως και το ότι, πλην της Κρήτης, το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι το οποίο δεν έχει εξελιχθεί. Τα δημοτικά μιλάνε για τη ζωή στο χωριό του 19ου αιώνα: τα καλύτερα δείγματά τους ανήκουν σε εκείνον τον κόσμο και από την άποψη αυτή αποτελούν κάτι το μουσειακό, χωρίς σύγχρονες κοινωνικές αναφορές. 

Οι παραδοσιακοί μουσικοί της Θράκης, της Πελοποννήσου ή της Θεσσαλίας συνεχίζουν να ζουν στον μικρόκοσμο του χωριού και του πανηγυριού, οπότε το νεοδημοτικό ανακυκλώνεται στο ίδιο πράγμα. Ακόμα κι όταν τύχει να έρθουν στην Αθήνα, θα πάνε πάλι στο ειδικό μαγαζί στην Ομόνοια όπου μαζεύονται οι συντοπίτες τους. 

Σε αντίθεση με την Κρήτη, όπου, βγάζοντας βέβαια εκτός το σκυλοπαραδοσιακό, έτυχε λίγο με το φεστιβάλ στα Ανώγεια που έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις τη δεκαετία του 1980, λίγο με την παρουσία του Ross Daly, να ανοιχτεί το πράγμα, να εξελιχθεί.

Πώς συνέβη αλήθεια και βγήκατε προς το εξωτερικό;

Κρίστη: Η εταιρεία που είχε βγάλει τον Υφαντόκοσμο το 1998, η Thesis, εξαγοράστηκε από την Κίνησις. Και ξαφνικά έρχεται μια άγνωστη κοπέλα ονόματι Θάλεια Ιακωβίδου και μας ενημερώνει πως ο Υφαντόκοσμος πάει καλά έξω και πως υπάρχει ενδιαφέρον να προωθήσουμε ανάλογα και νέο υλικό, μέσω της Musurgia Greca. 

Στο ενδιάμεσο παίξαμε support στους Deep Forest και ύστερα βγάλαμε τα Ηχοτρόπια (1999). Και μετά από κάποιους μήνες τα είδαμε στο νο. 6 των ευρωπαϊκών charts και μας καλέσανε στο Jazz Festival του Μόντρεαλ. Το ένα φεστιβάλ μετά έφερνε το άλλο και πλέον, όταν βγάλαμε τα Μυστικά Των Βράχων, είχε πια χτιστεί μια βάση ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να εκδώσουν και να προωθήσουν τις δουλειές μας.

Αισθάνεστε ότι στο εξωτερικό έχουν αγκαλιάσει περισσότερο αυτό που κάνετε, από ότι στην ίδια σας τη χώρα; Προσωπικά το βρίσκω άσχημο να διαβάζω κριτική για το Ταξιδοσκόπιο από ισπανικές εφημερίδες τον Γενάρη του 2007 και να περιμένω τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους για να το δω στα ράφια των ελληνικών δισκοπωλείων...

Στάθης: Ο δίσκος ο δικός μας δεν θα είχε βγει εδώ, αν δεν υπήρχε η ιστορία με το εξωτερικό. Ίσως μάλιστα δεν είχαν βγει ούτε τα Μυστικά Των Βράχων, ούτε καν τα Ηχοτρόπια. Και ο Υφαντόκοσμος, συγκεκριμένα, βγήκε από μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία χάρη σε έναν άνθρωπο, τον Κώστα τον Λιάγκα, ο οποίος ενδιαφέρθηκε πολύ για ό,τι κάναμε, πίστεψε σε αυτό.

Κρίστη: Τα τραγούδια του Υφαντόκοσμου, να φανταστείς, υπήρχαν από το 1993 και επί 5 χρόνια τα γύριζα από εταιρεία σε εταιρεία σε κασέτες και μου λέγανε τι είναι πάλι αυτό; Ινδικό τραγούδι; Πώς σας ήρθε, ποιος θα το ακούσει; Και μετά μου προτείνανε στιχουργούς, συνθέτες, να κάνω κάτι πιο rock όπως με τους Σελάνα –για τους οποίους βέβαια πάλι μου λέγανε τι είναι αυτό, πριν να γίνει το μπαμ με το ελληνικό rock. 

Πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος –όσον αφορά την Ελλάδα, γιατί έξω το έχουν ξεπεράσει– είναι ακριβώς η έλλειψη ταμπέλας. Συχνά μας έχουν ρωτήσει τι είναι αυτό που κάνουμε, αν είναι rock, έντεχνο, electronica. Δεν είναι όμως τίποτα τέτοιο. Οι περισσότερες εταιρείες έχουν μια τάση να βγάζουν πράγματα τα οποία μοιάζουν με κάτι άλλο, δεν έχουν δηλαδή την τόλμη ή ίσως τη φαντασία, δεν ξέρω, να βγάλουν κάτι που να διαθέτει δικό του χαρακτήρα. 

Και ξέρεις, για μας ήταν και μια ηθική δικαίωση όταν βγήκαμε έξω και είδαμε πως ό,τι στην Ελλάδα θεωρούνταν σαν ελάττωμα, από εμπορική σκοπιά, εκεί επιβραβευόταν ως κάτι το ενδιαφέρον: συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήμασταν μουρλοί. Να πούμε πάντως πως κι εδώ υπάρχουν μονάδες ανθρώπων, διασκορπισμένοι σε διάφορους χώρους, οι οποίοι και εκτιμούν και βοηθάνε τη δουλειά μας, μερακλήδες και συγκεκριμένοι.

Στάθης: Στο εξωτερικό, βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα να συντηρηθεί και το ό,τι τυχόν δικό σου κάνεις, μέσω των συναυλιών. Εδώ μουσικοί όπως εμείς ή οι Mode Plagal, οι Palyrria, οι Άβατον παλιότερα, δεν έχουμε επιλογές. Από τη στιγμή που δεν επιθυμείς να ενταχθείς σε ένα κυρίαρχο ρεύμα διασκέδασης και να σε δείξει ενδεχομένως και η τηλεόραση, μένεις ουσιαστικά με τρία-τέσσερα μαγαζιά στην Αθήνα, άλλα δύο στη Θεσσαλονίκη ίσως και στην Πάτρα, ένα ξέρω 'γω στη Λάρισα ή στον Βόλο και πάει λέγοντας. Ε, θα παίξεις σε αυτά και πάει, τέλειωσε.

Έχοντας εμπλακεί τόσο άμεσα με ό,τι λέμε «world μουσική», σας ενοχλεί η ethnic μόδα που έχει πια έρθει για τα καλά και στην Ελλάδα;

Κρίστη: Με ενοχλεί. Και δεν με ενοχλεί μόνο σε ό,τι λέμε ethnic. Στη μέχρι τώρα ζωή μου έχω δει πολλά πράγματα να μετατρέπονται σε επιφανειακή μόδα –ουσιαστικά πράγματα, τα οποία έγιναν τρόποι για να βγάλουν κάποιοι λεφτά. Πάντως, όσο αυτές οι μόδες αποτελούν αφορμή, για λίγους έστω, να ψάξουν τα πράγματα βαθύτερα, ίσως να έχουν και μια θετική πλευρά.

Στάθης: Πάντοτε ίσχυε αυτό με τις μόδες. Και παλιότερα συνέβη με σχολές της ζωγραφικής όπως ο Ρομαντισμός ή αργότερα ο Κυβισμός, αλλά και στη μουσική το έχουμε ξαναδεί, με διάφορα ρεύματα. Ο πολύς κόσμος θα πηγαίνει πάντα προς τις μόδες και κάποιοι άνθρωποι θα βγάζουν λεφτά έτσι.

Κρίστη: Από την άλλη, όλο αυτό το οικοδόμημα που λέγεται «world music» δίνει τη δυνατότητα να υπάρξουν και να επιβιώσουν μουσικοί σαν κι εμάς, από χώρες δηλαδή μη εξέχουσες οικονομικά και πολιτισμικά. Καλλιτέχνες που δύσκολα τα βγάζουν πέρα στους τόπους τους και μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν μουσική –και μάλιστα όπως γουστάρουν να την κάνουν– επειδή ακριβώς υπάρχουν τα world music φεστιβάλ και πέντε μικρές εταιρείες πρόθυμες να διανείμουν τον δίσκο τους και σε άλλα μέρη του κόσμου. 

Από εκεί, ας πούμε, που ένα συγκρότημα από την Τούβα θα είχε γύρω στους 100 ακροατές, τώρα έχει και 100 στην Αμερική κι άλλους 100 στη Γαλλία και πάει λέγοντας. Κάτι πολύ θετικό. Οι Huun-Huur-Tu, για παράδειγμα, λόγω του τραγουδιού τους που είχε μπει σε διαφήμιση, γέμισαν τον Λυκαβηττό όταν ήρθαν εδώ και μας έλεγαν πόσο τους είχε εντυπωσιάσει αυτό, όντας συνηθισμένοι να παίζουν κυρίως σε μικρά φεστιβάλ. Κι εμείς έχουμε εντυπωσιαστεί αρκετές φορές με την προσέλευση κόσμου σε συναυλίες μας στο εξωτερικό.

Σε παλιότερες συνεντεύξεις σου, Κρίστη, έχεις αναφερθεί στις μνήμες σου από την Καλαμάτα, μια πόλη την οποία έχω συνδυάσει με τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου. Τι σημαίνει πλέον η Καλαμάτα για σένα, τώρα που έχεις γυρίσει τόσες γωνιές του κόσμου;

Κρίστη: Να σου πω ότι κλαίω σε κάτι πόλεις στη νότια Ισπανία που μου θυμίζουν την Καλαμάτα; Ή ότι συγκινήθηκα στην Ινδία, επειδή βρέθηκα σε μέρη τα οποία μου θυμίσανε την Καλαμάτα της δεκαετίας του 1960; 

Την αγαπάω πάρα πολύ την Καλαμάτα. Και με έχει διαμορφώσει και μουσικά. Ο αδερφός μου, όταν ήμασταν μικροί, έφτιαχνε κάτι ραδιοφωνάκια και το βράδυ που κοιμούνταν οι μεγάλοι τα ανοίγαμε και πιάναμε Αραβία και Τουρκία. Τα βενετικά κάστρα και η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ με μαγεύανε και από μικρή μου δώσανε ένα κίνητρο για να μου αρέσουν οι κέλτικες μουσικές και τα μεσαιωνικά πράγματα. Άκουγα επίσης πολύ βυζαντινή μουσική λόγω της γιαγιάς μου, που με πήγαινε θέλοντας και μη στην εκκλησία. 

Ο πατέρας μου, δε, είχε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης –το Rex– από όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πέρναγαν όλοι οι χίπηδες, για μια διανυκτέρευση στη διαδρομή τους προς και από τη Μάνη και τον Ταΰγετο. Και τους έβλεπα, παιδί συντηρητικής αθηναϊκής οικογένειας με ρίζα από την Καλαμάτα, και μαγευόμουν. Κι άρχισα έτσι να ψάχνω τι είναι αυτοί, την κουλτούρα τους και να διαβάζω λογοτεχνία των μπίτνικς.