Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Ιουλίου 2023

Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος, Corfu Voices & Μαντολινάτα Menestrelli, Κεφαλληνιακή Χορωδία - ανταπόκριση (2015)


Μία από τις πιο ξεχωριστές συναυλίες που έλαχε να παρακολουθήσω στα χρόνια της επαγγελματικής μου πορείας, έλαβε χώρα τον Μάιο του 2015, στο Μέγαρο Μουσικής –στη μεγάλη, κεντρική αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».

Η οποία, εντελώς αθόρυβα και με μικρή «επίσημη» διαφήμιση βγήκε sold out, για χατίρι τριών χορωδιών από τα Επτάνησα, οι οποίες κατέφτασαν στην Αθήνα προσκεκλημένες της σειράς «Γέφυρες» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, για να παρουσιάσουν καντάδες και αρέκιες από τους τόπους τους: Κέρκυρα (Corfu Voices & Μαντολινάτα Menestrelli), Κεφαλονιά (Κεφαλληνιακή Χορωδία) & Ζάκυνθος (Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος).

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Να γεμίσει η μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου που φέρει το όνομα του Χρήστου Λαμπράκη όταν έρχεται η Φιλαρμονική του Βερολίνου, το περιμένεις. Να τη δεις όμως sold out για χατίρι τριών επτανησιακών χορωδιών που ήρθαν καλεσμένες της σειράς «Γέφυρες» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου για ένα πρόγραμμα με καντάδες και αρέκιες, ήταν, νομίζω, ανέλπιστο. Όμως συνέβη. Έστω κι αν ο μέσος όρος ηλικίας παρέμεινε στα γνωστά, ανεβασμένα επίπεδα. 

Λίγο μετά τις 20.30, τα φώτα χαμήλωσαν και τα βλέμματά μας στράφηκαν στη σκηνή, στα σιέλ πουκάμισα των Τραγουδιστάδων από τη Ζάκυνθο και στη μαυροντυμένη φιγούρα του μαέστρου Ιάκωβου Κονιτόπουλου. Η συναυλία άρχισε, όμως ο ήχος δεν ερχόταν από τη σκηνή. Για λίγα δευτερόλεπτα, σαστίσαμε· κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και μετά στραφήκαμε στο πίσω μέρος της πλατείας, από όπου κι ακουγόταν η μουσική. Πράγματι, στους δύο κάθετους διαδρόμους που χωρίζουν τις σειρές των θεατών πορεύονταν με βήμα αργό δύο ακόμα σιελοφορεμένοι, ο ένας χτυπώντας λαϊκό τύμπανο κι ο άλλος παίζοντας ξύλινο ζουρνά. Βλέπαμε το περίφημο ταμπουρλονιάκαρο. Μια επτανησιακή «ζυγιά», ας την πούμε, χαμένη στα βάθη όχι μόνο της ιστορίας, μα και των λαϊκών παραδόσεων της περιοχής –το όνομα βυζαντινό, μα η πρακτική δείχνει ακόμα παλιότερη, από χρόνια πριν τον Χριστιανισμό.   


Οι δύο μουσικοί ανέβηκαν στη σκηνή, ο Νίκος Κεφαλληνός άφησε τη θέση του ανάμεσα στους χορωδούς για να χορέψει στους οργανικούς ρυθμούς του αγροτικής προέλευσης "Γιαργυτού", ο ζουρνάς αποσύρθηκε στα παρασκήνια και η συναυλία μπήκε στην «κανονική» της ροή. Ωστόσο κατέστη φανερό από αυτό το ξεκίνημα πως οι Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος δεν είχαν έρθει για να παρουσιάσουν απλά ένα σετ με καντάδες και αρέκιες. Στόχος, αντιθέτως, ήταν ένα μικρό πανόραμα της ζακυνθινής παράδοσης –με αρέκιες και αστικά τραγούδια του 19ου αιώνα, μα και με οργανικούς σκοπούς που απηχούσαν τις συνήθειες της υπαίθρου, διωδίες με χορωδιακές απολήξεις και θρησκευτικούς ύμνους τραγουδισμένους από ένα ισορροπημένο μετερίζι μεταξύ Πατριαρχείου και Ρώμης, αλλά και μεταξύ ευλάβειας και κοσμικότητας.

Τόσο το πρόγραμμα, όσο και οι επιδόσεις, κρίνονται εξαιρετικές. Θαύμαζες το στήσιμο –οι Τραγουδιστάδες θύμιζαν μικρογραφία Δυτικής χορωδίας, ελληνοποιημένης και συνταγμένης κατά τρόπο χαλαρό– θαύμαζες τις γήινες κινήσεις του Κονιτόπουλου στη διεύθυνση, μα και τον τρόπο με τον οποίον είπαν τις αρέκιες του νησιού τους, σχηματίζοντας κύκλο, με τον μαέστρο στη μέση αυτού. Το θρησκευτικό "Ότε Κατήλθες" παλατζάρισε τέλεια μεταξύ υπερβατικότητας και καθημερινότητας, η αρέκια "Δεν Ειν' Αυγή" ήχησε ρομαντικώς υπέροχη, στην "Αχτίδα" με τους μελοποιημένους στίχους του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη έβρισκες έναν μακρινό πρόγονο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, όπως και στη σερενάδα "Σήκω, Γλυκιά Παρθένα Μου", που απηχούσε βέβαια μια νεότερη –επώνυμη, πια– δημιουργία. 


Και μετά το διάλειμμα, ήρθε η... Μπαρτσελόνα. Συγχωρήστε μου το ποδοσφαιρικό παράλληλο, μα κάπως έτσι αισθάνθηκα όταν είδα το επιβλητικό, μαυροντυμένο πλήθος των Corfu Voices χορωδών και των μουσικών της μαντολινάτας Menestrelli να συντάσσεται με ακρίβεια στρατιωτικού αγήματος στη σκηνή, με τον επιβλητικό μαέστρο Φώτη Αργυρό να προβαίνει σε σύντομο, ευχαριστήριο ανακοινωθέν για τη μετά 10 χρόνια επιστροφή τους στο Μέγαρο, διαβασμένο από έτοιμο σημείωμα. Είναι κρίμα που στην παρούσα δημοσίευση βλέπετε φωτογραφίες μόνο από τους Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος, αλλά η πολιτική του χώρου επέτρεπε βλέπετε τη φωτογράφιση μόνο κατά τα πρώτα 5 λεπτά της εκδήλωσης...

Σε αντίθεση με τη χαλαρότητα των Τραγουδιστάδων, αυτή η επιβλητική συμμαχία είχε εξαρχής όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλογυμνασμένης υπερπαραγωγής. Και με την ίδια τυπική αυστηρότητα και αφοσίωση στην ακρίβεια ξεκίνησαν και τη συναυλία: ένα τμήμα των χορωδών προσήλθε έμπροσθεν της μαντολινάτας, σχημάτισε ημικύκλιο με τον Αργυρό στο δεξιό άκρο και έψαλλε θρησκευτικούς ύμνους, κατά το ιδιαίτερο κερκυραϊκό στυλ. Ως νεότερος κρίκος στην αλυσίδα μιας πολύ παλιάς παράδοσης λαϊκής πολυφωνίας με μεσογειακές ρίζες, γαλουχημένη στην ενετοκρατούμενη, προτουρκική Κρήτη –είναι περίφημοι άλλωστε οι Corfu Voices για τις επιδόσεις τους σε τέτοιο ρεπερτόριο.

Μη φανταστείτε τίποτα σφιχτοκουμπωμένους παραδοσιολάγνους. Παρά τον επίσημο, βαρύγδουπο αέρα και το δέος που απέπνεαν, η σύμπραξη Corfu Voices & Menestrelli –με πρώτο μαντολίνο την Άντζη Κομιανού και με δύο ακόμα γυναίκες στη σύνθεση να σπάνε την ανδροκρατία– έδειξε γρήγορα πως, πάνω απ' όλα, έβαζε τη μουσική και όχι την όποια τυπολατρία. Καθώς η μία καντάδα διαδεχόταν την άλλη στο ποτ πουρί που είχε φτιαχτεί για την περίσταση, ένα τμήμα της πλατείας ξεθάρρεψε και δειλά δειλά τραγούδησε. Ο Αργυρός το σημείωσε κι ενθάρρυνε περισσότερο τη συμμετοχή, διατηρώντας βέβαια και τις απαιτούμενες ισορροπίες ώστε να μη «σκεπάζονται» οι χορωδοί του από τις φωνές του κοινού.  

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η συναυλία απογειώθηκε. Το τι έγινε λ.χ. στο "Δεν Θέλω Να Δουλεύεις" από συμμετοχή και ενθουσιασμό –εκπληκτικό παράδειγμα, παρεμπιμπτόντως, κανταδόρικης μεταποίησης ενός προγενέστερου ηπειρώτικου δημοτικού– και τι πανζουρλισμό έκαναν οι Κερκυραίοι της αίθουσας όταν ήχησε ο "Ύμνος Στην Κέρκυρα" του Σπυρίδωνα Μανέτα, δεν περιγράφεται εύκολα. Στη δε "Ρούγα", ο πληθωρικός Αργυρός έδωσε ρέστα διεύθυνσης του πλήθους και των μουσικών του παράλληλα, κλέβοντας την παράσταση με κάποιες κινήσεις σχεδόν χορευτικές. Δημιουργήθηκε λοιπόν τέτοιο κλίμα, που, παρά το αυστηρό χρονοδιάγραμμα, σήκωνε κι encore. Το οποίο και αποδείχθηκε αρκούντως θριαμβευτικό, αφού παίχτηκε το κοσμαγάπητο "Λαλούν Τ' Αηδόνια", σε μια περίλαμπρη εκτέλεση.

Η αρμάδα κατόπιν έφυγε και, πριν συνέλθουμε, είδαμε με έκπληξη το προσωπικό του Μεγάρου να στήνει στη σκηνή τραπέζια ...ταβέρνας με καρό τραπεζομάντιλα, ξύλινες καρέκλες και να αποθέτει πάνω τους ποτήρια και δοχεία με λευκό και κόκκινο κρασί! Λίγο μετά, οι πόρτες στα πλάγια άνοιξαν και μπήκε ένα μπούγιο ντυμένο καθημερινά, με γιλέκα, ψάθινα καπέλα και τραγιάσκες, με άλλους να κρατούν όργανα κι άλλους να τραγουδούν. Σεισμός και πάλι το χειροκρότημα για την απίστευτη αυτή είσοδο της Κεφαλληνιακής Χορωδίας –του σχήματος της λαϊκής αριέττας, για να είμαστε ακριβείς, το οποίο ιδρύθηκε στα πλαίσιά της το 1997 και ήταν το μόνο της βραδιάς με δισκογραφική παρουσία. 

Τραγουδώντας μας για το όμορφο Αργοστόλι, τη μυρωδάτη Λειβαθού και για τους ...άντρες από το Ληξούρι («πάρε άντρα απ' το Ληξούρι, να 'χεις άντρα και γαϊδούρι», με τα γέλια μας ν' αντηχούν στην αίθουσα), το συγκρότημα πήρε θέση γύρω από το αυτοσχέδιο ταβερνάκι. Οκτώ άτομα έκατσαν στις καρέκλες με τον Ανδρέα Σταμίρη –αν δεν κάνω λάθος– στο κέντρο κι έβαλαν κρασί, οι υπόλοιποι συντάχθηκαν σε ημικύκλιο γύρω τους και το τραγούδι δεν κόπασε στιγμή. Όλα έτσι από μνήμης, αυτοσχέδια, δίχως καμία παρτιτούρα, σαν να έβλεπες μια χαρούμενη παρέα. «Τραγουδάτε κι εσείς όσα ξέρετε», μας είπε ένας από τους χορωδούς και ήταν πια η ώρα των Κεφαλλήνων να ξεσηκώσουν το Μέγαρο, όπως οι Κερκυραίοι πιο πριν. Κι έτσι έφυγε το παράρτημα αυτό της Κεφαλληνιακής Χορωδίας: τραγουδώντας, χαρίζοντάς μας μια φοβερή εκτέλεση στο "Απόψε Την Κιθάρα Μου". 

Όποιος νόμιζε λοιπόν πως τη Δευτέρα το βράδυ θα έβλεπε στο Μέγαρο τη μουσειακή, λαογραφική, ακαδημαϊκή αναπαράσταση παραδόσεων νεκρών πια και εγκλωβισμένων σε ένα ξεπερασμένο ελλαδικό παρελθόν, δεν θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο λάθος. Καντάδες, αρέκιες/αριέττες και λοιπά άσματα παραμένουν κάτι το ολοζώντανο για τα τρία σχήματα τα οποία απολαύσαμε και κάτι που ολοφάνερα αγαπούν. Κι αυτή τους η αγάπη, αυτή η βιωματική τριβή με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο έλαμψε περισσότερο από τη μουσική τους αρτιότητα, που ήταν αν θέλετε και λίγο-πολύ δεδομένη (διαφορετικά, δύσκολα θα προσκαλούνταν σε μια τέτοια εκδήλωση).

Α, και να το ξέρετε –είναι τρελοί αυτοί οι Επτανήσιοι. Ναι, όπως τους θέλει το κλισέ. Αλλά ωραίοι τρελοί... Να το πούμε κι αυτό και να το τονίσουμε.