Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Schoolboy Q. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Schoolboy Q. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14 Αυγούστου 2023

Schoolboy Q: Blank Face [δισκοκριτική, 2016]


50 χρόνια χιπ χοπ. Μισός αιώνας ζωής, για ένα είδος μουσικής που ξεκίνησε από τα πάρτυ στις μαύρες γειτονιές των μεγαλουπόλεων των Η.Π.Α. (1973), για να εξελιχθεί σε «φωνή» των μη προνομιούχων των απανταχού Δυτικών κοινωνιών μετά τις 1980s και 1990s δόξες των Public Enemy και των Wu-Tang Clan. Και σήμερα, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς, φιγουράρει ως δημοφιλέστερη ηχητική έκφραση για τη νεολαία του 21ου αιώνα, έχοντας βέβαια υποστεί και διάφορες μεταλλάξεις στην πορεία. Μισός αιώνας είναι αυτός, άλλωστε...

Εορτασμοί, λοιπόν, με μια κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Blank Face» του Schoolboy Q, ο οποίος διάλεξε να τα διατηρήσει όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα προτιμά εκλεπτυσμένα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Eξημερωμένο στο «κλουβί» της soul εγκεφαλικότητας του Frank Ocean ή στο κοινωνικοπολιτικό εκτόπισμα των δίσκων του Kendrick Lamar, το χιπ χοπ θηρίο γνωρίζει καινούριες χρυσές ημέρες, κρατώντας διακριτικές αποστάσεις από την Αυτοκρατορία της Νύχτας (respect στον παλιό συνάδελφο Γιάννη Ιωάννου), που το έκανε κάποτε παγκόσμια κουλτούρα. 

Έτσι, η πιτσιρικαρία του 2016 αδιαφορεί για τα χεσμένα στο δολάριο αλάνια της κλάσης του Snoop Dogg και τις peaches 'n cream διηγήσεις για όσα έζησαν κάποτε, πριν χαθούν στις τεράστιες επαύλεις τους και σε βαριεστημένα όργια. Ακόμα και όταν μιλάμε με όρους underground, η φάση πλέον είναι cloud rap, witch house και ό,τι το swag, με τύπους σαν τον Danny Brown να απομένουν εκπρόσωποι μιας κάποιας «αλητείας». 

Θέλει λοιπόν ένα άλφα θράσος να χαλάς την όλη συναίνεση με έναν δίσκο-ύμνο προς την παλιά gangsta rap κουλτούρα, που επιπλέον βάζει δύσκολα στην αποσπασματικά ικανοποιούμενη γενιά της YouTube μουσικοφιλίας: στο Blank Face δεν υπάρχουν ξεκάθαρα singles, καθώς συνειδητά θολώνονται τα όρια του πού ξεκινά και πού λήγει ένα κομμάτι. Oι στίχοι, επίσης, βαραίνουν ιδιαίτερα –σε βαθμό να μένει μισή η εμπειρία, αν δεν τους μελετήσεις. Όλα επομένως καλούν τον υποψήφιο ακροατή να αφιερώσει το πολυτιμότερο σύγχρονο αγαθό. Χρόνο. 

Την ίδια στιγμή, το άλμπουμ χαρίζει στον Schoolboy Q ένα εκτόπισμα που μέχρι τώρα δεν είχε γίνει σαφές, παρά το ηχηρό αμερικάνικο νούμερο 1 του Oxymoron το 2014, αλλά και την επιτυχία στη Βρετανία (#23). Άλλος στη θέση του θα είχε περισσότερο άγχος τύπου «να διευρύνω το κοινό», αν και ίσως ένα τέτοιο να δίνει έμμεσα το παρών, μέσα από την πληθώρα συμμετοχών, που μοσχοβολάνε φρεσκάδα: Vince Staples, Kanye West, Miguel και Anderson.Paak, όλοι περνούν από το Blank Face και όλοι κάνουν εντύπωση, καθείς με τον τρόπο του. 

Το άλμπουμ αρθρώνεται γύρω από μια «άρρωστη» ατμόσφαιρα, άριστα σμιλεμένη σε επίπεδο παραγωγής, η οποία μοιάζει να κυκλώνει τα πάντα με τα αργόσυρτα beats και με κάτι απίθανα πιανάκια σε mellow τόνους. Νιώθεις δηλαδή λες κι άνοιξε τυχαία ένα μαγνητόφωνο σε μια συνάθροιση γκάνγκστερ που έχει μαστουρώσει παρέα κι εσύ ακούς τις ιστορίες τους, τους ξιπασμένους τσαμπουκάδες, τις εξομολογήσεις των ναρκωμένων οραμάτων τους και βέβαια τις ρίμες τους. Είναι ένας ανδρικός κόσμος γεμάτος πιστόλια, ναρκωτικά, πουτάνες και κυνηγητά με περιπολικά, στον οποίον κατοικούν άνθρωποι που κυκλοφορούν από τα 14 στους δρόμους πουλώντας ντόπα, οι οποίοι θεωρούν μεγάλη υπόθεση να φτάσει κανείς τα 25. Η εφηβική εγκληματικότητα φωλιάζει βαθιά στο "JoHn Muir", η κληρονομιά του 2Pac αντανακλάται έξοχα στο "Str8 Ballin", ενώ στο "Ride Out" αντηχεί με παρρησία ένα «turn around and fuck the system».

Ο ίδιος βέβαια κόσμος θα μπορούσε να είχε παρουσιαστεί με λειασμένες «γωνίες», χωρίς να διακυβεύει την αλήθεια του. Εδώ ακριβώς, όμως, εντοπίζεται και το κρίσιμο στοιχείο που κάνει το Blank Face σημαντικό. Στην  επιλογή, δηλαδή, να διατηρηθούν όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα θέλει όλα εκλεπτυσμένα: από τα πεζοδρομέ raps του ίδιου του Schoolboy Q και την αγχώδη αίσθηση κινδύνου σε κομματάρες σαν το "Groovy Tony" –ακούγονται και πυροβολισμοί, υποθέτω από μη καταχωρημένα όπλα– ή το "Ride Out" (με έναν απολαυστικό Vince Staples), ως την αναιδή περιφρόνηση της πολιτικής ορθότητας στο "Big Body", την οποία κομίζει εκείνο το «δώσε στις σκύλες πούτσο στο στόμα και μετά πήδα τις στα 4 στον καναπέ». Είναι μάλιστα τόσο καταλυτικό το όλο κλίμα, ώστε να προσαρμόζεται ακόμα κι ένας εγωμανής σαν τον Kanye West (φοβερός στο "ΤHat Part") και να παρασύρεται ακόμα κι ένα παλικάρι με καλή ανατροφή σαν τον Miguel, που εν μέσω του ανέμελου R'n'B του "Overtime" αναλύεται σε ένα επίμονο «I wanna fuck right now» ρεφρέν. 

Αν κάπου χάνει το Blank Face, είναι στο ότι δεν διατηρείται το ενδιαφέρον σταθερό σε 17 κομμάτια και 72 λεπτά διάρκειας. Πράγματι, θα μπορούσε να είχε συμμαζευτεί λίγο το πράγμα: κανείς δεν θα λυπόταν αν κομμάτια σαν το "Black THougHts" ή το "Kno Ya Wrong" είχαν καταλήξει στα b-sides. Είναι πάντως μια μικρή ένσταση κόντρα στο τόσο καλό χιπ χοπ που περιέχεται εδώ, καθώς και στη «δήλωση» την οποία κάνει. Αντανακλώντας κάτι από τους δρόμους της σημερινής Αμερικής και όχι από τον κόσμο μιας (αναντίρρητα ανήσυχης) μεσαίας τάξης, που έμαθε συν τω χρόνω να ραπάρει.