Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκρέκα Στέλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκρέκα Στέλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Νοεμβρίου 2023

Στέλλα Γκρέκα: «Μια Φωνή Μύθος» - ανταπόκριση (2013)


Σχεδόν 10 χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 2013, παρά τις δυσκολίες των χρόνων εκείνων, είχα κυκλώσει στο ημερολόγιό μου μια συναυλία που δεν ήθελα με τίποτα να χάσω: το αφιέρωμα «Μια Φωνή Μύθος» στο Badminton, που επρόκειτο να τιμήσει τη Στέλλα Γκρέκα. 

Η οποία, (σχεδόν) στα 92 της, θα ανέβαινε και στη σκηνή, χαρίζοντάς μας μια σπάνια διασύνδεση με μια εποχή προ πολλού περασμένη για μας τους νεότερους, όσους θαυμάζουμε (αναγκαστικά από μακριά) φωνές σαν και τη δική της.

Μια ανταπόκριση από τα όσα έλαβαν χώρα εκεί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Είχα φτιάξει την ανταπόκριση αυτή στο μυαλό μου με μια σειρά αρχή/μέση/τέλος, αποδείχθηκε όμως ότι υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί η Στέλλα Γκρέκα, τρεις μήνες πριν τα 92 της παρακαλώ, αποδείχθηκε στο φινάλε της συναυλίας κάτι πολύ περισσότερο από ένα τιμώμενο πρόσωπο ή από μια φευγαλέα φιγούρα με νοσταλγικές προεκτάσεις. Εκεί στη σκηνή του Badminton, η παρουσία της στο μικρόφωνο κατά το τελευταίο μισό του δεύτερου μέρους διέθετε τόση δύναμη και τόσο χάρισμα, ώστε επισκίασε όλο το υπόλοιπο αφιέρωμα. 

Ευγενική, κομψή στο κοκκινωπό, πτυχωτό της φόρεμα, μετρημένα συγκινημένη και εμφανώς χαρούμενη από το θερμό χειροκρότημα, η Στέλλα Γκρέκα δεν θύμιζε σε τίποτα μια γυναίκα της ηλικίας της. Την έκανες για 30 χρόνια νεότερη έτσι με την πρώτη ματιά, όταν δε άνοιξε το στόμα της τραγουδώντας «χθες το βράδυ, ονειρεύτηκα πως ήσουνα κοντά μου», κανείς δεν περίμενε να ακούσει μια φωνή με τα σημάδια μεν του χρόνου μα άθικτη κατά τα άλλα στα χρώματά της, σε ένα κάποιο εύρος, στην υπέροχη εκφραστικότητά της. Και δεν οφειλόταν στο ότι τα έδωσε όλα για μια καλή πρώτη αίσθηση: η Στέλλα Γκρέκα παρέμεινε το ίδιο καλή στο "Που Να 'Σαι Τώρα", στης "Φαντασίας Το Καράβι", στο "Πάμε Στο Άγνωστο" και στο "Κι Όμως, Κι Όμως". 

Καθώς μας πήραν τα αισθήματα στο γεμάτο Badminton –να σημειωθεί εμφατικά η προσέλευση– το υπόλοιπο αφιέρωμα ξεθώριασε. Όχι όλες του οι πλευρές, βέβαια. Ακλόνητη έμεινε λ.χ. η εντύπωση για τη σφριγηλή παρουσία της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας. Την οποία διηύθυνε με παλμό και ενθουσιασμό ο Παναγής Μπαρμπάτης, που στη διάρκεια της βραδιάς θα αποκαλυπτόταν και ως σολίστ ολκής στο πιάνο.


Ακλόνητος έμεινε στη μνήμη και ο πληθωρικός Άγγελος Παπαδημητρίου: ήταν η φωνή του που μας υποδέχθηκε στην έναρξη της παράστασης, σε ένα κωμικό σκετς για τον «αγροίκο τον Μιχάλη Κουμπιό» που τον έμπλεκε με μύθους και κουραφέξαλα, παίρνοντας στη συνέχεια τη μορφή μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, η οποία μετέδιδε ένα αφιέρωμα στη Γκρέκα, πριν αποκτήσει τελικά σάρκα και οστά μπροστά μας, πάνω στη σκηνή. Εκεί κόμισε κάτι που κανείς από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες δεν είχε: μια θεατρική/μελοδραματική προσέγγιση, η οποία έφερνε κατά νου το αυθεντικό κλίμα των ελαφρών ηχογραφήσεων του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Χωρίς ποτέ να το παρακάνει, τραγούδησε με εκείνο τον παλιό λυρικό στόμφο την "Παπαρούνα" του Αττίκ, το "Δυο Πράσινα Μάτια" –η Γκρέκα το είχε απορρίψει ως εκκεντρικό, για να το πει το 1974, κατά την επιστροφή που έκανε τότε στη δισκογραφία– καθώς και το "Γύρισε, Σε Περιμένω, Γύρισε". 

Στο κοινό άρεσαν αρκετά και οι τρεις υπόλοιποι συμμετέχοντες στο αφιέρωμα. Η Καλλιόπη Βέττα, εδώ και χρόνια φίλη με τη Γκρέκα, βρήκε βηματισμό μετά από το μουδιασμένο ξεκίνημά της στο "Χθες Το Βράδυ" και ερμήνευσε πραγματικά σωστά, άρτια, συχνά δε και απολαυστικά ό,τι έλαχε στο μερτικό της –με τις πιο ξεχωριστές στιγμές να τις εντοπίζω προσωπικά στο "Μαραμένα Τα Γιούλια", στο "Είδα Μάτια Πολλά" και στο "Τρεχαντήρι". Δεν βρήκα πάντως να της πηγαίνει εκείνο το μεγαλίστικο μελιτζανί φόρεμα που είχε διαλέξει για τη βραδιά: την έχω δει με σαφώς πιο εύστοχες επιλογές. 


Αν και άγουρος ακόμα, καλά στάθηκε και ο Μπάμπης Βελισσάριος, καθώς εμφάνισε μια φωνή που και όγκο διέθετε (τον οποίον έλεγχε σωστά) και χρώματα κατάλληλα για ελαφρό τραγούδι, μα και εκφραστικές δυνάμεις, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ βοηθητικές τόσο στις σόλο στιγμές του, όσο και στις ντουέτο εκτελέσεις. Δεν κατάλαβα ωστόσο γιατί στο τέλος του πρώτου μέρους έπρεπε να ακούσουμε ένα νέο τραγούδι που του έγραψε ο Κουμπιός σε ανέκδοτους στίχους του Ορέστη Λάσκου (πρώτου συζύγου της Γκρέκα) όχι ζωντανά, αλλά μέσω ενός εντελώς ανέμπνευστου βιντεοκλίπ, το οποίο προβλήθηκε στο video wall πίσω από την ορχήστρα. Παρεμπιπτόντως, το υπόλοιπο οπτικό υλικό που συνόδευσε τη συναυλία ήταν σε γενικές γραμμές καλαίσθητο και ταιριαστό με την περίσταση. 


Αντιθέτως, η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη με απογοήτευσε. Ναι μεν κατέχει θαυμάσια φωνή, ναι μεν μπήκε στον κόπο να αφουγκραστεί το παλιό ελαφρό κλίμα και να αφήσει τη ζώνη ασφαλείας της τραγουδώντας κατά μη οπερετικό τρόπο, αλλά σπάνια οι ερμηνευτικές της εξάρσεις επικοινώνησαν ουσιωδώς με τα λόγια που εκστόμιζε. Είχε μια αναντίρρητα λαμπρή στιγμή στο δύσκολο "Έλα Γι' Απόψε", κατέστρεψε όμως το "Που Να 'Σαι Τώρα" και το "Πέρσι Τέτοιον Καιρό". Ιδιαίτερη νότα στο αφιέρωμα πρόσδωσε τέλος και η παρουσία των χορευτών της ομάδας Pasion del Tango, τη δεξιοτεχνία των οποίων φάνηκε να απολαμβάνει η πλειονότητα των πιο ηλικιωμένων ακροατών.  

Ξανακυκλώνοντας όμως το θέμα από εκεί όπου το ξεκίνησα, εκείνη που έκανε την κυρία παραδίπλα μου να δακρύσει και το ηλικιωμένο ζευγάρι στην πορεία προς την έξοδο να κόψει ταχύτητα όταν κατάλαβε πως θα παιζόταν ξανά το "Πάμε Στο Άγνωστο" (ως άτυπο encore) και να γυρίσει ξανά προς τη σκηνή, τραγουδώντας πιασμένο χέρι με χέρι «να βγούμε λίγο απ' της ζωής την καταιγίδα/και να γνωρίσουμε καινούργιους ουρανούς», ήταν η Στέλλα Γκρέκα. Η καταπληκτική Στέλλα Γκρέκα.