Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Black Midi. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Black Midi. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Απριλίου 2021

Black Midi: Schlagenheim [δισκοκριτική, 2019]


Την επιστροφή τους ετοιμάζουν αυτό το διάστημα οι Black Midi, ένα από τα καινούρια συγκροτήματα του ευρύτερα alternative pop/rock ήχου που κουβεντιάστηκε με κολακευτικά λόγια στον σχετικό Τύπο (και είχε όντως κάτι να πει, γιατί πολλοί συζητιούνται, αλλά δίχως αληθώς σοβαρούς λόγους).

Οι Λονδρέζοι μετρούν μόλις 4 χρόνια ζωής φέτος κι έχουν προγραμματίσει να βγάλουν το νέο τους άλμπουμ Cavalcade στις 28 Μαΐου μέσω της Rough Trade Records, με παραγωγό τον John «Spud» Murphy, πλην του "John L", όπου στην κονσόλα βρέθηκε η Marta Salogni. Το τραγούδι αυτό κυκλοφορεί ήδη ως single και δεν είναι λίγοι όσοι το καλοϋποδέχτηκαν, αν κρίνω από όσα είδα στα social media. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν είναι το πιο αντιπροσωπευτικό του ήχου του Cavalcade.

Οι Black Midi, αν και νέο σχήμα, μετρούν ήδη κάμποσες κυκλοφορίες. Κεντρική σημασία ανάμεσά τους, όμως, έχει το άλμπουμ Schlagenheim του 2019 (Βρετανία #43), το οποίο και προξένησε τις συζητήσεις γύρω από το όνομά τους. Ενόψει λοιπόν της επιστροφής τους, αναδημοσιεύται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η κριτική μου σε αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis

Όπως τόνισα εκεί, ήταν εύκολο να καταλάβεις τον ενθουσιασμό με τους Black Midi, αλλά όχι και τόσο εύκολο να τον συμμεριστείς. Για να δούμε, λοιπόν, τι εικόνα μας επιφυλάσσει η καινούρια δουλειά.


Σε μια ροκ εποχή όπου ακόμα και οι καλοί εναλλακτικοί δίσκοι κυλούν προβλέψιμα, είναι εύκολο να καταλάβεις τον ενθουσιασμό που προξένησε το Schlagenheim, ντεμπούτο για τους Λονδρέζους Black Midi. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο να τον συμμεριστείς. 

Δύο άτυπες αλήθειες της ροκ επικαιρότητας είναι ότι, αν έχεις κιθάρες και αποτολμάς να εκτείνεις τις συνθέσεις σου στα 8 λεπτά 
α) κάπως, κάπου σε έχει χτυπήσει το progressive 
β) ξέρεις να παίζεις σε ένα άλφα επίπεδο, όχι πάντοτε δεδομένο. 

Στην περίπτωση ωστόσο των Black Midi, το α) δεν αληθεύει. Αν επιθυμείς δηλαδή να βρεις συγγένειες στο πώς αναπτύσσουν εις μάκρος τις δικές τους δημιουργίες και στο τι εννοούν μιλώντας για «αυτοσχεδιασμό», θα πρέπει μάλλον να πας προς τους Mahavishnu Orchestra και το kraut των Can, ίσως και των Neu!. Αληθεύει ωστόσο το β). Και με το παραπάνω, μάλιστα.

Οι Black Midi πατάνε γερά στον ντράμερ Morgan Simpson, ο οποίος διατηρεί σφιχτό αλλά και λιγάκι ...λοξό το groove της υπόθεσης σε όλη τη διάρκεια του Schlagenheim, επιτρέποντας στις κιθάρες του Matt Kwasniewski-Kelvin να ξετυλίξουν τις ιδέες τους, αλλά και στον Geordie Greep να ισορροπήσει τα indie φωνητικά του στο μείγμα ("953", "Reggae"). Ίσως όχι πάντοτε με πειθώ –καθώς κάτι λείπει σε χαρακτήρα– πάντως μακριά από κουρασμένα ερμηνευτικά σχήματα και τις στημένες φωνασκίες διαφόρων καημένων, που ονειρεύονται να διαδεχθούν τους αδελφούς Gallagher. Εδώ θα πρέπει βέβαια να δώσουμε εύσημα και στον παραγωγό Dan Carey, καθώς αντανακλάται κάτι από τη δική του εμπειρία με τους Franz Ferdinand και τη Bat For Lashes. 

Ναι, αλλά τι παίζουν οι Black Midi; 

Το ερώτημα δείχνει να γίνεται όλο και πιο βασανιστικό στις μέρες μας για Τύπο και ακροατές, καθώς κοντεύουμε πια δύο δεκαετίες που ο εναλλακτικός ποπ/ροκ χώρος προσπαθεί να κοντράρει τα αδιέξοδα με συνεχή κράματα ήχων. Στο Schlagenheim μπορείς λοιπόν να ακούσεις πολλά, μα εν τέλει τίποτα συγκεκριμένο. Κι αυτό είναι και καλό και κακό. Bέβαια, όσοι βιάστηκαν να το αποκαλέσουν «πειραματικό» προδίδονται ως μάλλον άσχετοι, καθώς νομίζουν ότι πειραματισμός είναι να ανακατεύεις τα μετά το πανκ –όπως τα παίζουν ύστερα ονόματα σαν τους Preoccupations, λ.χ.– με ολίγον fusion τζαζ λογικής, μια σκελίδα μπάντζο ("Western") και να αλατοπιπερώνεις με Swans ή άλλους εξέχοντες noise rockers ("bmbmbm"). 

Θέλω να πω, δεν υπάρχει κάτι το «πειραματικό» στον ήχο των Black Midi, κάτι που να εξερευνά νέες ακουστικές εμπειρίες: τα «συστατικά», δεν παύουν να είναι αναγνωρίσιμα. Αυτό που θαυμάζεις είναι τα ζιγκ-ζαγκ ενός γκρουπ παιδιών που τώρα κοντά τέλειωσαν το σχολείο, καθώς και την ευχέρειά τους να πηγαίνουν από το ένα στο άλλο δίχως να ντελαπάρουν, πριμοδοτώντας εδώ κι εκεί ρυθμούς κομματάκι ανορθόδοξους στις εξελίξεις τους. Δεν το λες και «έκπληξη», αλλά τέλος πάντων υπάρχει ένας παράγοντας αρκετός για να κάνει αίσθηση σε μια εποχή σαν και τη δική μας. Ή για να εξηγήσει επαρκώς, πέρα από τις hype σαχλαμάρες, γιατί οι Black Midi έκαναν τόσο γρήγορα το ταξίδι από τις pub του νότιου Λονδίνου στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς εναλλακτικού Τύπου. Έστω κι αν τα τελευταία δεν αποδείχθηκαν επαρκή για να τους μπάσουν στο top-40 της Βρετανίας (το άλμπουμ κόλλησε στο #43).

Ωστόσο, όταν περάσουν οι ακροάσεις, δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις τις στιγμές στις οποίες θα ήθελες να ξαναγυρίσεις, ακόμα κι αν κάπου στις σημειώσεις σου βλέπεις τίτλους σαν το "Ducter" π.χ. ή το "Near DT, MI". Στο Schlagenheim κυριαρχούν οι ιδέες και τα παιξίματα, μα η τραγουδοποιία καθ' αυτή αποτυπώνεται είτε λιγάκι άγουρη, είτε υπέρ το δέον εγκεφαλική για να πετύχει ένα πιο διαρκές αποτύπωμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους στίχους, οι οποίοι δείχνουν να θέλουν να πουν αρκετά για μια χώρα που διαιρείται πολιτικά και δεν ξέρει πια πώς να τιθασεύσει πάγια ζητήματα κοινωνικού άγχους και καταναλωτικής έξαρσης. Αλλά, ενώ πιάνεις το γενικότερο νόημα, δεν υπάρχουν οι καίριες λέξεις που θα εκφράσουν καθαρά και ξάστερα τα όσα απασχολούν την τετράδα από το Λονδίνο. 

Ο ενθουσιασμός κάποιων μένει λοιπόν μετέωρος, τουλάχιστον στα αυτιά όσων μετρούν χιλιόμετρα στον μουσικό χάρτη και μπορεί π.χ. να έχουν θητεύσει σε δισκογραφίες σαν των Motorpsycho ή των Swans· δύο ενεργών συγκροτημάτων, τα οποία δεν έχουν πάψει να εκπλήσσουν με το πώς ανακατεύουν μια κατά βάση ροκ τράπουλα. Πάντως το Schlagenheim αποδεικνύεται ένα καλό, στέρεο άλμπουμ, το οποίο βάζει τους Black Midi με το δεξί στα πράγματα, δείχνοντάς τους ικανούς να πρεσβεύσουν μια ροκ αισθητική με ανοιχτούς ορίζοντες και επαρκώς εναλλακτική κόψη. Η λογική λέει ότι στη νέα δεκαετία δικαιούμαστε να περιμένουμε πράγματα από αυτήν την παρέα. Και πιο ολοκληρωμένα, και πιο κατασταλαγμένα.