Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Αυγούστου 2023

Γιώργος Κουρουπός & Καμεράτα, Ορχήστρα των «Φίλων της Μουσικής»: Πυλάδης + Ιοκάστη - ανταπόκριση (2015)


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα αυτής της ιδιαίτερης παράστασης, που πήγα να παρακολουθήσω τον Ιούλιο του 2015 στο Κτήριο Δ' της Πειραιώς 260. 

Όπερες δωματίου και μια αναθεωρητική ματιά στην κατά Σοφοκλή αρχαία τραγωδία, όμως, συνδυάστηκαν επιτυχώς με δύο καταπληκτικές ερμηνεύτριες (Ειρήνη Καράγιαννη & Μυρτώ Παπαθανασίου), αλλά και με τη δράση ενός Αμερικανού σκηνοθέτη από άλλον πλανήτη (Jay Scheib), ο οποίος τοποθέτησε την όλη δράση μέσα στο... νερό! 

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα που έβαλε η Καμεράτα και δεν της το έκανε ευκολότερο η πολιτικο-οικονομική κατάσταση των τελευταίων ημερών, καθώς οι δύο παραστάσεις έγιναν τελικά μία (ακυρώθηκε, δηλαδή, εκείνη της 7ης Ιούλη), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια γεμάτη αίθουσα στο Κτήριο Δ΄της Πειραιώς 260. Το οποίο ελέγχεται πάντως ως επιλογή, κυρίως ως προς θέματα ακουστικής: ειδικά στην «Ιοκάστη», όπου η σαφήνεια του λεκτικού/ερμηνευτικού τομέα ανήκει στα προαπαιτούμενα, έχω την αίσθηση πως ο χώρος δεν βοήθησε σε κάθε περίπτωση, συσκοτίζοντας σημεία της πρόζας. 

Έφυγα αρκετά εντυπωσιασμένος από τη διπλή αυτή παρουσίαση του «Πυλάδη» και της «Ιοκάστης», την οποία βρήκα γενικώς εύστοχη ως  εγχείρημα: μπορεί τα δύο έργα του Γιώργου Κουρουπού να τα χωρίζει μια δεκαετία (1992 παίχτηκε ο «Πυλάδης» στο Μέγαρο Μουσικής, 2002 η «Ιοκάστη», σε Δελφούς και Βέροια), αλλά οι ομοιότητές τους είναι μεγάλες –περισσότερο είναι η οπτική που διαφοροποιείται. 

Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος για το ποιος κέρδισε την παρτίδα του εν λόγω ενθουσιασμού. Ήταν το ατόφιο μουσικό έργο του Κουρουπού, πάνω στο λιμπρέτο του Γιώργου Χειμωνά (στην περίπτωση του «Πυλάδη») και στο κείμενο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου (στην περίπτωση της «Ιοκάστης»); Ήταν η εκτέλεση της Καμεράτα, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου; Ήταν το cast; Ήταν η σκηνοθεσία του Jay Scheib, συνεπικουρούμενη από τα σκηνικά του Πάρι Μέξη και τα κοστούμια της Laine Rettmer; Μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω, αλλά τα εύσημα θα τα δώσω τελικά στους τελευταίους, με το cast να κατακτά το άτυπο αργυρό μετάλλιο. 

Ζητούμενο τόσο του «Πυλάδη», όσο και της «Ιοκάστης», είναι η αναθεωρητική ματιά στο δεδομένο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως το θέτει η «Ηλέκτρα» (στην πρώτη περίπτωση) και ο «Οιδίπους Τύραννος» (στη δεύτερη) –γι' αυτό άλλωστε εστιάζουμε και σε δύο δορυφορικές φιγούρες των έργων του Σοφοκλή, αντίστοιχα στον παιδαγωγό και σύντροφο του Ορέστη και στη μητέρα/ερωμένη του Οιδίποδα. Στο περιβάλλον λοιπόν μιας όπερας δωματίου, η μουσική αναλαμβάνει ρόλο οδηγού και οφείλει να αποδώσει ευδιάκριτα τούτη την αναζήτηση του διαφορετικού. 

Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κουρουπός το έχει πετύχει. Το ατόφιο μουσικό του έργο αναδείχθηκε επαρκές, διέθετε τις στιγμές του αν το αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό soundtrack, έδωσε και τον απαιτούμενο «αέρα» στις κεντρικές ερμηνείες, μα δεν κόμισε τίποτα το ανατρεπτικό –κάτι ικανό να συμβαδίσει με την οπτική των κειμένων του Χειμωνά και της Ηλιοπούλου ή με τη ριζοσπαστική αισθητική του Scheib. Από κοντά, η ευθυτενής, αποτελεσματική Καμεράτα δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα όρια τα οποία έθετε η παρτιτούρα. Μέσα σε αυτά, εντούτοις, έπαιξε θαυμάσια, με τον Γιώργο Πέτρου να ανταποκρίνεται σε έναν ρόλο οπωσδήποτε απαιτητικό.


Όσο άκουγες, βέβαια, αναντίρρητα ευχαριστιόσουν. Δεν γινόταν όμως να μην παρατηρήσεις ότι το μυαλό ταξίδευε διαρκώς σε ρετρό αναφορές, άλλες πηγάζουσες από την ίδια τη φύση της μουσικής (η «Ιοκάστη» λ.χ. χρωστάει πάρα πολλά σε εκείνο το μιλητό/τραγουδιστικό στυλ που εξερευνήθηκε από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης και τους ατονικούς δημιουργούς), άλλες πηγάζουσες απλά από την εκάστοτε ατμόσφαιρα –ανακάλεσα προσωπικά τον Bernard Herrmann στα σασπένς του «Πυλάδη» και τον Maurice Jarre σε σημεία της «Ιοκάστης». Δεν βρήκα δηλαδή κάτι το χτυπητά μοναδικό στο κουρούπειο έργο. Περισσότερο ευχαριστήθηκα μια δεξιοτεχνική διαπραγμάτευση αναφορών και τον τρόπο με τον οποίον σύμπλευσαν με τα επί σκηνής δρώμενα. 

Υπήρξε, ας πούμε, μια αξέχαστη κορύφωση στον «Πυλάδη», όταν η Ηλέκτρα έδωσε το μαχαίρι στον Ορέστη και σύριξε «Μπες μέσα! Σκότωσε τον Αίγισθο και σφάξε τη μητέρα σου» κι εκείνος κατέπεσε σαστισμένος μεταξύ κάποιου μυκηναϊκού χρέους τιμής και της προπατορικής ατίμωσης της μητροκτονίας, ενώ παράλληλα σίγησε σχεδόν το ελλειπτικό πιάνο του Θανάση Αποστολόπουλου και ο Δημήτρης Δεσύλλας στα κρουστά χτύπησε με πάταγο ένα ορθογώνιο έλασμα. Ή, στην «Ιοκάστη», ένας θαυμάσιος διάλογος κρουστών και πνευστών που αποτύπωνε την κορύφωση της απελπισίας της, ενώ ξανοιγόταν σε δρόμους οι οποίοι ίσως και να άνοιγαν δίαυλο επικοινωνίας προς τον John Zorn. Να ένα σημείο που μπορεί και να είχε προσφέρει περισσότερα, αν υπήρχε η διάθεση και η τόλμη να εξερευνηθεί.

Πάντως ο Κουρουπός πέτυχε διάνα στον χώρο τον οποίον άφησε στους βασικούς ερμηνευτές. Στον «Πυλάδη», έτσι, θαυμάσαμε τη mezzo σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη ως Ηλέκτρα, εκείνη που πιτσιρίκα είχε παίξει τον ίδιο ρόλο στην παράσταση του 1991, η οποία άφησε τη δική της εποχή χάρη στη σκηνοθεσία του Διονύση Φωτόπουλου και στα περίφημα βίντεο με τη Μελίνα Μερκούρη, που –στην τελευταία της παρουσία στο σανίδι– είχε παίξει την Κλυταιμνήστρα. Στα ξέφρενα όρια της εμμονής, ακροβατώντας στη γνήσια τρέλα, η Καράγιαννη απέδωσε έξοχα το ξέχειλο μίσος της Ηλέκτρας για την Κλυταιμνήστρα, το πατρονάρισμα του μάλλον άβουλου και απρόθυμου αδερφού της (που ακόμα και την τελευταία στιγμή αμφέβαλλε για τις «προσταγές των θεών»), μα κι εκείνον τον κάπως διαστροφικό πόθο που φάνηκε να ανθίζει πρόσκαιρα μέσα της για έναν Ορέστη τον οποίον είχε περάσει χρόνια εξιδανικεύοντας ως πρότυπο άνδρα, αδερφού, ταγού των παλιών εθίμων και προστάτη της υστεροφημίας των Ατρειδών: η σκηνή της παρηγοριάς του μέσα στη μπανιέρα είχε, στα μάτια μου τουλάχιστον, μια πολύ ενδιαφέρουσα σεξουαλική διάσταση.  


Ένα ανάλογο μπέρδεμα –μητέρα, βασίλισσα της ξακουστής Θήβας, ερωμένη– είχε μόλις αποκαλυφθεί στην Ιοκάστη, την οποία παρακολουθούμε κλεισμένη στα δώματά της, να ξεδιαλύνει στο μυαλό της τον μίτο των γεγονότων που την είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση που ορίζει το τραγικό. Εδώ η Μυρτώ Παπαθανασίου, ένα από τα λαμπρά νέα αστέρια του λυρικού τραγουδιού, μπόρεσε να υπερβεί τα εμπόδια της πρώτης Ιοκάστης –η οποία είχε βασιστεί σε μία ερμηνεύτρια και σε μία ηθοποιό– και να υπηρετήσει τη σύλληψη της παρτιτούρας του Κουρουπού: η σκηνική της δεινότητα αποδείχθηκε μεγάλη κι έτσι μπόρεσε να πλάσει μια επιβλητική, σαγηνευτική Ιοκάστη, αλλά και να υπηρετήσει στην εντέλεια την τραγουδιστική διάσταση του μιλητού λόγου: και εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια που είχε αφήσει ο συνθέτης ως προς τα ύψη της φωνής, μα και αναδεικνύοντας τη μελωδία της πρόζας. Υπήρξε πραγματικά άριστη στην ακρίβειά της ως προς τον ρυθμό της εκφοράς, τον χειρισμό της αναπνοής και τη φωνητική στίξη. Να σημειώσουμε, πάντως, και τον βροντερό, παραστατικό Τάσο Αποστόλου στον ρόλο του Οιδίποδα.  


Αλλά περισσότερο από όλα, ήταν τελικά θέμα Jay Scheib. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης οραματίστηκε ένα σκηνικό νερού για τις δύο όπερες δωματίου του Κουρουπού. Και το εννοώ κυριολεκτικά: και τα δύο έργα διαδραματίστηκαν μέσα στο νερό. Η σχεδία με το φανάρι που πρόσφερε το εναρκτήριο πεδίο δράσης στην Ηλέκτρα, η οποία τα έβαζε με τον Απόλλωνα για την αδικία στο παλάτι των Ατρειδών, έγινε κατόπιν η βασιλική κλίνη της Ιοκάστης. Ο θρόνος όπου σφαγιάστηκε ο Αίγισθος, έπειτα, λειτούργησε σαν το σαλονάκι (ας πούμε) της βασίλισσας των Θηβών. Το παλάτι του Άργους που βάφτηκε από το αίμα της Κλυταιμνήστρας αναπαραστάθηκε ως καλύβα στην «όχθη» του όλου σκηνικού, ενώ υπήρχε και μια μπανιέρα στο αριστερό άκρο. Σύμβολο τόσο του λουτρού όπου είχε σφαγιαστεί ο Αγαμέμνων –είδαμε τον Ορέστη να καταφεύγει εκεί, κατακόκκινος από το αίμα της Κλυταιμνήστας για να βρει παρηγοριά– όσο και της αδιέξοδης επιθυμίας της Ιοκάστης για εξαγνισμό, που κατέληξε στην αυτοκτονία της μέσα στην ίδια μπανιέρα.  

Κι αν κάτι έλειπε για να δώσεις το απόλυτο άριστα στον Scheib, αν η αυστηρότητά σου είχε ακόμα ένα κάποιο κενό, στο κάλυψε κι αυτό. Αφενός μέσω του καταπληκτικού τρόπου με τον οποίον αποτύπωσε τον κατά Χειμωνά Πυλάδη: έναν βουβό ήρωα, που πρωταγωνιστεί χωρίς να πει κουβέντα, απλά στεκόμενος, παρατηρώντας την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, μαζεύοντας έπειτα το χάος των κοινών τους πράξεων. Κι αφετέρου μέσω της σημειολογίας, καθώς ένα ομοίωμα σφίγγας στεκόταν πάνω στην καλύβα/παλάτι, ήδη από την αρχή της παράστασης· με την πλάτη γυρισμένη, όσο βρισκόμασταν στο Άργος, ανφάς στη συνέχεια, προκειμένου να δηλώσει ότι τόπος μας ήταν πλέον η Θήβα.  

21 Ιουνίου 2023

Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής: Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου – ανταπόκριση (2014)


Τα διαμάντια, λένε, είναι παντοτινά.

Μάλλον το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για τα «διαμάντια» του γαλλικού μπαρόκ. Με αυτή τουλάχιστον την αίσθηση έφυγα τον Δεκέμβριο του 2014 από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (τότε την έλεγαν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών), έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση «Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου». Πρωταγωνιστές της, η Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου, αλλά κι ένα πλήθος καλεσμένων, τόσο στις φωνές, όσο και σε πολύτιμα (για την όλη εμπειρία) όργανα εποχής.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Κάμποσος κόσμος μαζεύτηκε στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, άλλοι περίεργοι κι άλλοι καλά ενημερωμένοι για το τι επρόκειτο να ακούσουν. Στο τέλος, πάντως, σύσσωμη η αίθουσα καταχειροκρότησε την Καμεράτα και τους λαμπερούς της καλεσμένους. Βασικά γιατί τα διαμάντια του γαλλικού μπαρόκ είναι παντοτινά. Αλλά και γιατί έχει φτάσει μάλλον ο καιρός να βλέπουμε και στα μέρη μας εκτελέσεις κάποιου επιπέδου σε ρεπερτόριο παλαιάς μουσικής, άσχετα αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας υπάρχει πάντα η σκέψη πως είναι δυνατόν να αγοράσουμε σε CD ευρωπαϊκές ορχήστρες και σολίστ με πολύ μεγαλύτερη τριβή, εμπειρία, μα και αποτελεσματικότητα. 

Μέρος της επιτυχίας της συγκεκριμένης βραδιάς είναι ότι ο Γιώργος Πέτρου δεν διηύθυνε μόνο την Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, μα μια διευρυμένη εκδοχή της, που περιλάμβανε διακεκριμένους βιρτουόζους σε όργανα εποχής, τους οποίους έχουμε συχνά δει σε δικές τους συναυλίες: τον Δημήτρη Δεσύλλα των KYKLOS Ensemble στα μπαρόκ κρουστά, για παράδειγμα, τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στο τσέμπαλο ή τον Δημήτρη Κούντουρα των Ex Silentio στο φλάουτο με ράμφος. 

Και ήταν, βεβαίως, και οι τραγουδιστές οι οποίοι πλαισίωσαν την Καμεράτα. Όχι μόνο οι άρτιοι στις επιδόσεις τους σολίστ Βάσια Ζαχαροπούλου (σοπράνο), Βασίλης Καβάγιας (τενόρος), Χρήστος Κεχρής (τενόρος), Μυρσίνη Μαργαρίτη (σοπράνο) & Σταύρος Νικολάου (βαρύτονος), μα και η καλογυμνασμένη μεικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή. Όλοι αυτοί έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να χάσουμε για λίγο την αίσθηση του χρόνου και να νομίζουμε ότι, πράγματι, κάνουμε Χριστούγεννα στις Βερσαλλίες, στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. 

Υπήρχε μια απορία στο ακροατήριο για το τι θα παιζόταν πρώτο, αλλά οι εναρκτήριες νότες, οι τόσο γνώριμες πλέον λόγω του σήματος της Eurovision, έδωσαν άμεση απάντηση. Ήταν το Te Deum του Marc-Antoine Charpentier: «Σαρπαντιέ», όπως με αυστηρότητα και τέλειο γαλλικό αξάν διόρθωσε η βλοσυρή κυρία πίσω μου τη νεαρή συνοδό της, που αποκάλεσε τον συνθέτη «Σαρπεντιέ». Δεν θα ήταν εύκολο ακροατήριο να ευχαριστήσεις η εν λόγω κυρία, γιατί, από τα όσα την άκουσα να λέει στη συνέχεια, ήταν πολύ ενημερωμένη γι' αυτό το έργο του 1692. 

Το οργανικό πρελούδιο "Marche En Rondeau" εκτελέστηκε με ζωηράδα, με τον Πέτρου να διευθύνει με νεύρο και τα βιολιά να κάνουν το καθήκον τους, θαυμάσια όμως υπήρξε και η συνέχεια. Το Te Deum διατήρησε τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ θρησκευτικής δοξολογίας και κοσμικής πανηγυρικής περίστασης (για τον Βασιλιά; για τη μάχη του Στάινκιρκ; Δεν έχει σημασία...), προσφέροντας άψογο ήχο. Άψογο σε βαθμό κάποιας ξηρότητας, ίσως, πράγμα που μου θύμισε την απόδοση του Hervé Niquet. Οπωσδήποτε, πάντως, η προσέγγιση πρόσφερε μια πεντακάθαρη ηχητική, δίνοντας την ευκαιρία να απολαύσεις τους χρωματισμούς των ποικίλλων οργάνων εποχής. Συνολικά, ορχήστρα και σολίστ χάρισαν μια ενεργητική performance, δεν ήταν λίγα μάλιστα τα σημεία που θαρρείς ότι «κάλπαζαν». Στο φινάλε παρατήρησα διακριτικά την κυρία πίσω μου, πώς θα αντιδρούσε: χειροκρότησε θερμά. 

Το Te Deum του Jean-Baptiste Lully που ακολούθησε, τώρα, το συνοδεύει μια περίφημη ιστορία: ότι τόσο ενθουσίασε τον Βασιλιά Ήλιο όταν του το πρωτοπαρουσίασε το 1677, ώστε ζήτησε να του το ξαναπαίξουν επιτόπου, ολόκληρο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον συναισθάνομαι τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, το έχω κι εγώ καταταγμένο στα αριστουργήματα της μπαρόκ περιόδου και περίμενα έτσι με αληθινή περιέργεια να δω τι θα έκανε μαζί του η Καμεράτα και οι προσκεκλημένοι της –ειδικά με τα τμήματά του που απαιτούν ιδιοσυγκρασία, μια κάποια διακριτικότητα και έναν τόνο πιο «βαρύ». 

Δεν έμεινα με κανένα παράπονο: οι φωνές απέδωσαν τη συγκινησιακή φόρτιση του κομματιού, ο Πέτρου διηύθυνε υποδειγματικά και η όλη εκτέλεση διέθετε έναν πραγματικά δικό της χαρακτήρα, κάτι που δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Πολύ δικαιολογημένο, λοιπόν, το χειροκρότημα το οποίο έπεσε στο τέλος, «αναγκάζοντας» μαέστρο και τραγουδιστές να βγουν τρεις φορές για τις υποκλίσεις και τα σχετικά.

Ήταν ωραία τα Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. Είναι χαρά να μπορούμε να ακούμε αυτό το ρεπερτόριο σε εκτελέσεις τέτοιου επιπέδου κάπου στην Αθήνα. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν πραγματικά δουλέψει πάνω στη συγκεκριμένη κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια και τους αξίζει κάτι παραπάνω από το περιστασιακό μας, συναυλιακό χειροκρότημα. 



04 Φεβρουαρίου 2021

Alain Lefèvre & Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής / ανταπόκριση (2013)


Κάμποση κλασική μουσική τελευταία, αφού έχω συνδεθεί σταθερά με το Bergen της Νορβηγίας, παρακολουθώντας το θαυμάσιο Wintermezzo Festival που στήθηκε εκεί –για το οποίο ετοιμάζεται κι ένα συνολικό ραπόρτο για το MiC (αν και ο αρχισυντάκτης δεν το γνωρίζει ακόμα!).

Το φεστιβάλ έδωσε παράλληλα αφορμή για να ξαναγυρίσω σε διάφορα κείμενα γραμμένα για εγχώριες κλασικές βραδιές. Εν προκειμένω, πάμε πίσω στον Οκτώβριο του 2013, όταν ο δημοφιλής Καναδός πιανίστας Alain Lefèvre κατέφτασε στο Μέγαρο Μουσικής για να συμπράξει με τη «δική μας» Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής.

Είναι βέβαια θεατρίνος μέγας ο Lefèvre και ο τρόπος του κάπου «κλωτσάει» απέναντι στον κλασικό κώδικα, με έναν τρόπο που είναι οπωσδήποτε αμφιλεγόμενος, παρά τους θαυμαστές τους οποίους έχει βρει. Ωστόσο, όταν θέλει, είναι και ουσιαστικός βιρτουόζος· κάτι που αποδείχθηκε και στην Αθήνα, σε μια βραδιά που είχε τα πάνω και τα κάτω της, μα άφησε θετική εντύπωση στο φινάλε.

H τότε ανταπόκρισή μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρότι ήξερα τι πήγα να δω στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, στην πράξη δεν πολυκαταλάβα το γιατί οργανώθηκε όπως οργανώθηκε η συγκεκριμένη συναυλία. Θέλω να πω ότι, εντάξει να παίξει λίγο μόνη της η Καμεράτα, ασφαλώς να παίξει και λίγο σόλο ο Alain Lefèvre, ποιο όμως το νόημα της συνύπαρξης, εάν δεν επιδιωκόταν η σύμπραξη, το αλισβερίσι; Άλλωστε εκείνο που πυροδότησε τελικά τα μανιασμένα χειροκροτήματα και τις ιαχές των «μπράβο!», ήταν ακριβώς το ότι ο δημοφιλής Καναδός και η διαρκώς ανερχόμενη ορχήστρα μας στάθηκαν επιτέλους πλάι-πλάι στο φινάλε της βραδιάς, μεγαλουργώντας στο "Κοντσέρτο αρ. 1 για πιάνο, τρομπέτα και έγχορδα, έργο 35" του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Η Καμεράτα, πάντως, ξεκίνησε εξίσου εντυπωσιακά. Έχει τύχει να τη δω σε διάφορες φάσεις της πορείας της τα τελευταία χρόνια, ενώ όμως έπαιζε εκείνους τους τρεις εμπνευσμένους από τη δημοτική μας παράδοση χορούς του Νίκου Σκαλκώτα για ορχήστρα εγχόρδων ("Μαζωχτός", "Ηπειρώτικος", "Τσάμικος"), διέκρινα ένα νεοαποκτηθέν σφρίγος, καθώς κι ένα ολοφάνερα κατακτημένο σκαλί. Ρόλο βέβαια έπαιξε ασφαλώς και ο Ηλίας Βουδούρης, ο οποίος και διηύθυνε την ορχήστρα. Γιατί μπορεί να περιμένεις από έναν μαέστρο να είναι ζωηρός, εκείνος όμως διέθετε το κάτι το παραπάνω: η λεπτότητα και η σβελτάδα των κινήσεών του, μαζί με κάποια φευγαλέα (σχεδόν χορευτικά) πέρα-δώθε του κορμού, πρόδιδαν έναν βαθμό άμεσης ψυχικής επαφής με τα ούτως ή άλλως εξαιρετικά έργα του Σκαλκώτα.

Αντιθέτως, βρήκα τον Τσαϊκόφσκι της διαυγή, αλλά χωρίς πνοή: τα πάντα δούλευαν ρολόι στη "Σερενάτα Για Έγχορδα", μα η εκτέλεση έχανε σε προσωπικότητα. Ακόμα και οι εξάρσεις, ενώ αποδόθηκαν σωστά, έμοιαζαν κάπως αποχυμωμένες, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η προσοχή μου και να αρχίσω να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς θα βλέπαμε επιτέλους τον Alain Lefèvre. Το νοερό ερώτημά μου απαντήθηκε γύρω στο 40άλεπτο μετά την έναρξη, όταν ο Βουδούρης και οι σολίστ αποσύρθηκαν και δύο άτομα του προσωπικού μετακόμισαν το πιάνο από το αριστερό άκρο στο μέσον της σκηνής, απέναντι ακριβώς από τη μπροστινή σειρά των θεατών. Ο κόσμος, παρεμπιπτόντως, ήταν αρκετός. Όχι πολύς –αρκετά καθίσματα έμειναν άδεια σε πλατεία και θεωρεία– όχι πάντως και λίγος. 

Ο Lefèvre, τώρα, είναι από εκείνους τους πιανίστες-σταρ. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους κορυφαίους των σύγχρονων κλασικών εκτελεστών (βρίσκεται μάλλον προς το μέσον), αλλά ο αριστοκρατικός του αέρας, ορισμένοι αγαπητοί στο μεσήλικο κοινό θεατρινισμοί και ο χειμαρρώδης τρόπος με τον οποίον εκφράζεται πάνω στα πλήκτρα, διαθέτουν κάτι από την αύρα των φτασμένων ποπ και ροκ αστέρων. 

Ενώ λ.χ. έπαιζε ένα δικό του έργο εμπνευσμένο από τη χώρα μας, το "Impressions Hélléniques Pour Piano Solo: Ilios, Thalassa & Anemos", έδενε τις μελοδραματικές εξάρσεις με μια περφόρμανς που έδειχνε να πλέει στο συναίσθημα. Για ορισμένους, ίσως εδώ να υπάρχει μια υπερβολή, η οποία με τον καιρό έχει γίνει και λιγάκι μανιέρα. Μην έχετε ωστόσο καμία αμφιβολία: ο Lefèvre είναι ο εαυτός του· έτσι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του πιανίστα, έτσι επικοινωνεί με το πιάνο. Κι αν το κομμάτι που παρουσίασε κόμισε επιτυχώς μια γεύση από την Ελλάδα του Αττίκ και του Μάνου Χατζιδάκι, δένοντάς τη με τον κινηματογραφικό λυρισμό του Érik Serra στο Απέραντο Γαλάζιο (1988), εκείνος το σέρβιρε με το πάθος ενός Τόλη Βοσκόπουλου. Μην προτρέχετε παρακαλώ, αυτό εγώ το μετράω για καλό. Απλά γρήγορα αποδείχθηκε ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν κολλάει με κάθε στιγμιότυπο: το αμέσως επόμενο "Concerto De Québec" του συμπατριώτη του André Mathieu, για παράδειγμα, απαιτούσε μια εγκράτεια που εμφανώς λείπει από τον Lefèvre. 

Και έφτασε επιτέλους η στιγμή που ο Lefèvre θα συναντούσε την Καμεράτα, πράγμα που πιστεύω θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί νωρίτερα για το χατίρι όλων μας. Στην παρέα προστέθηκε κι ένας ακόμα εξαιρετικός σολίστ –ο Παναγιώτης Καίσαρης στην τρομπέτα– και όλοι μαζί καταδύθηκαν στον Σοστακόβιτς, προσφέροντάς μας μια εκτέλεση που, όπως ήδη είπα, υπήρξε συγκλονιστική. Η Καμεράτα να δείχνει το καλύτερο πρόσωπό της, ο Καίσαρης να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας προς την τζαζ σκέψη (ενώ βεβαίως παρέμενε γερά ριζωμένος στο κλασικό αιτούμενο) και ο Lefèvre να παίζει εκπληκτικά, με άκρατο μεσογειακό ταμπεραμέντο. Απολαυστικά τα λιτά χαμηλώματα και τα έξοχα «σβησίματα», συναρπαστικές οι κορυφώσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία, τα δευτερόλεπτα όπου τα δοξάρια των βιολιστών συγχρωτίζονταν ακίνητα στον αέρα μετά από ένα δυναμικό ξέσπασμα, όντας σε απόλυτη συνάφεια με την αεικίνητη μπαγκέτα του Βουδούρη, αλλά και με έναν παραληρηματικό, ιδρωμένο Lefèvre, σκυμμένο πάνω από το πιάνο με τις γραμμές προσώπου του γεμάτες ένταση.

Στο τέλος έσπασε επιτέλους και η βαρετή τυπολατρεία των κλασικών, όταν ο Lefèvre άρπαξε και αγκάλιασε σφιχτά τον Βουδούρη (αντί της συνηθισμένης χειραψίας), κάνοντας το ίδιο κατόπιν και για τον Καίσαρη, μα και για το πρώτο βιολί της Καμεράτα. Για να μην πω ότι μας μίλησε, με τα μισά γαλλικά του και τα σπασμένα αγγλικά του, τονίζοντας τη (γνωστή) αγάπη του προς τη χώρα μας, προτού μας καληνυχτίσει με ένα μικρό σόλο encore. Φύγαμε κι εμείς απογειωμένοι, με αρκετούς να παραμιλούν γι' αυτόν τον Σοστακόβιτς κι εμένα να εύχομαι για μια πλήρη ελληνοκαναδική σύμπραξη την επόμενη φορά.