Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα B.D. Foxmoor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα B.D. Foxmoor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Μαρτίου 2023

Active Member - 25 χρόνια (ανταπόκριση 2017)


Η καλή εμπειρία που είχα τον Απρίλη του 2014 με τη UMICAH βραδιά (δείτε εδώ), αλλά και ο αξιόλογος δίσκος «Cosmos Alivas» που ακολούθησε λίγους μήνες μετά, βοήθησαν σε μερική αποκατάσταση των σχέσεων που είχα ως ακροατής με τους Active Member. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, συν λίγη παρακίνηση από τον φωτογράφο Θάνο Λαΐνα –με τον οποίον είμαστε αχτύπητο δίδυμο, όταν πρόκειται για συναυλίες– αποφάσισα να πάω να τους δω και τον Ιούνιο του 2017. Σε μια πολύ ζεστή βραδιά στο Θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη, στην οποία θα γιόρταζαν τα 25 τους χρόνια στα εγχώρια μουσικά πράγματα.

Το θέατρο ήταν γεμάτο νεαρόκοσμο, προς εντύπωσή μου, ενώ η μπάντα αποτυπώθηκε (τουλάχιστον) καταιγιστική, ξανά προς εντύπωσή μου. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Λέγονται κάμποσα για τους Active Member, όπως λέγονται βέβαια και για όλους τους Έλληνες (καλλιτέχνες και μη) που φτάνουν σε κάποιου είδους «κορυφή». Μερικές φορές δικαιολογημένα, άλλες, όμως, από εμπάθεια και καθαρή ζηλοφθονία. 

Συζητιούνταν διάφορα και στην Πετρούπολη, γύρω-γύρω, πριν αρχίσει η εορταστική βραδιά για τα 25 τους χρόνια: οι λέξεις «πυξ λαξ» και ερωτήματα τύπου «πόσες τελευταίες συναυλίες;» δεν ήταν ταμπού ανάμεσα στο επιβλητικό πλήθος που κατέκλυσε το Θέατρο Πέτρας. Δεν διέθεταν, όμως, τη δηλητηριώδη χροιά την οποία λαμβάνουν π.χ. στα social media. Και στο τέλος του live ήταν πολύ καθαρό στο μυαλό μου το γιατί: δεν έχουν ουσιαστική σημασία. Οι Active Member παραμένουν μια σταθερά εντυπωσιακά ακλόνητη στο χαομένο εγχώριο σκηνικό. Και τα γερά τους τραγούδια θα κερδίζουν πάντα στο ζύγι τις όποιες αδυναμίες και παλινωδίες τους, τις όποιες ενστάσεις 'δώθε και 'κείθε. 

Στο Θέατρο Πέτρας, λοιπόν, οι Active Member αποτυπώθηκαν εντυπωσιακοί. Πιο επιβλητικοί, στοχευμένοι και ουσιαστικοί από κάθε άλλη φορά που τους έχω δει, τιμώντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τα 25 τους χρόνια. Ο ήχος ήταν εξαιρετικός καθόλη τη διάρκεια της συναυλίας και αξίζουν εύσημα στο επιτελείο που τον επιμελήθηκε, γιατί όλοι ξέρουμε πόση σημασία έχει μια τέτοια παράμετρος σε ένα χιπ χοπ live, πόσο μάλλον σε ανοιχτό χώρο. 

Από κάτω τους, μια θάλασσα κοινού, περίπου 4.500 ψυχές. Άνθρωποι που τα μέτρησαν ένα-ένα αυτά τα 25 χρόνια, από τη Διαμαρτυρία (1992) και το "Άκου Μάνα" μέχρι το «τώρα», στο οποίο ένιωθαν άνετα να φέρουν και τα παιδιά τους στην Πετρούπολη. Αλλά και νεαρόκοσμος σε εντυπωσιακό ποσοστό, μια απάντηση καλή σε διάφορους γερασμένους πριν την ώρα τους, οι οποίοι αναρωτιούνται τι υπάρχει να ακούσει «η νεολαία», από τη στιγμή που εκείνοι δεν ακούν πια τίποτα που να τους κάνει κλικ. Η απάντηση είναι (προφανώς) χιπ χοπ, είτε έτσι το πεις, είτε low bap το προτιμάς. Ας μη μπούμε τώρα σε αυτήν την κουβέντα γιατί εγώ είμαι και Παγκρατιώτης βλέπετε, οπότε τα είχα πάντα καλά με τη βυρωνιώτικη πλευρά της φάσης.

Τρεις ώρες και κάτι ψιλά έμειναν στη σκηνή οι Active Member. Ο B.D. Foxmoor στεκόταν όπως πάντα στο μέσον της σκηνής, πίσω από τη γνώριμη εγκατάσταση με τα μηχανήματά του, η Sadahzinia στο πλάι του («η κυρά μου», όπως την αποκάλεσε συγκινημένος στο τέλος της βραδιάς), δίπλα της δεξιά (όπως κοιτάζαμε τη σκηνή) ο γιος του από τον πρώτο του γάμο Σωτήρης Μυτακίδης –γνώριμος στη low bap φάση ως Ramon– και στα αριστερά ένας ακόμα συμπαραστάτης, του οποίου δυστυχώς το όνομα δεν έπιασα. Έτσι απλά, πάντως. Μόνοι τους. Χωρίς καλεσμένους να τους δίνουν ανάσες και να τραβάνε πονηρά τη διάρκεια, διαιωνίζοντας μια εγχώρια συναυλιακή σύμβαση που πια δεν έχει κάτι άλλο να δώσει. 

Κι όμως, η βραδιά δεν έκανε «κοιλιά». Ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο Foxmoor πρόκρινε για αρκετή ώρα τραγούδια πιο αργόσυρτα, πιο σκοτεινά, πιο γνωστά στους αφοσιωμένους –εκείνα τέλος πάντων που, να με συμπαθάτε, μα σε μας τους εκτός low bap μας φαίνονται λίγο σαν Μίλτος Πασχαλίδης σε χιπ χοπ– η απόδοση παρέμεινε θαυμάσια. Και το έβλεπες γύρω σου, ότι υπήρχε πολύς κόσμος που τα ήξερε κι αυτά τα κομμάτια απέξω και ανακατωτά. Προσωπικά, δεν έχω παρά μόνο σεβασμό για όσους καλλιτέχνες τιμούν τον κατάλογό τους και πέρα από τη «greatest hits» λογική. 

Κατά τα λοιπά, η setlist ήταν εξαιρετική και τα είχε σχεδόν όλα όσα «έπρεπε» να έχει σε μια τέτοια εορταστική περίσταση. Έστω κι αν ορισμένοι έλπιζαν να παιχτεί και ο "Μαγικός Αυλός", έστω κι αν εγώ ήθελα να ακούσω και το παλιό αγαπημένο "Για Τ' Αδέρφια Που Χάθηκαν Νωρίς". Τα δε highlights ήταν πάρα πολλά, οπότε δεν έχει νόημα να αρχίσουμε να ρίχνουμε τον έναν τίτλο πίσω από τον άλλο –στο τέλος του κειμένου μπορείτε να δείτε τι παίχτηκε. 

Το πρώτο μεγάλο μπαμ σημειώθηκε πάντως κοντά στην έναρξη, όταν έπεσαν κατά σειρά τα "Στη Χάση Και Στη Φέξη", "Φύλακας Άγγελος", "Άκου Μάνα" και "Πίσω Δε Γυρνάω", βάζοντας φωτιά σε αρένα και σε κερκίδες, ωθώντας κάμποσους να ανάψουν και τα καπνογόνα τους, δημιουργώντας οπαδικό κλίμα. Ήταν ένα σκηνικό που θα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά μέχρι το φινάλε, όταν ο Foxmoor ανακοίνωσε ότι επιστρέφουν και δισκογραφικά με το άλμπουμ Ζαλίκι παίζοντάς μας (ηχογραφημένο) το ολοκαίνουριο "Όλα Εδώ Χρεώνονται". Πριν κλείσει επικά, με όλο το θέατρο να τραγουδάει «φυσάει κόντρα» και να φωνάζει ρυθμικά «low bap, low bap» όσο εκείνος είχε σηκωθεί ξανά όρθιος, για δεύτερη φορά μες τη βραδιά, προσπαθώντας να κάνει κάτι σαν ...stage diving! Υποσχέθηκε μάλιστα ότι στο επόμενο ραντεβού θα τον δούμε όρθιο για περισσότερη ώρα. 


Αισθάνομαι την ανάγκη να σημειώσω –με έμφαση– πόσο καταιγιστικός ήταν ο B.D. Foxmoor στο Θέατρο Πέτρας, πόσο ένα με τους στίχους του και τους ρυθμούς του. Με κέφι αστείρευτο, έτοιμος πάντα για λίγη επικοινωνία με τον κόσμο, από την οποία δεν έλειψε η συγκίνηση για τον ενθουσιασμό τον οποίον έβλεπε από κάτω, μα ούτε και το χιούμορ ή ο αυτοσαρκασμός. Όμως προσωπικά με εντυπωσίασε η Sadahzinia, της οποίας δεν υπήρξα ποτέ φίλος. Στα 40 της (πλέον), η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου δείχνει να έχει φτάσει σε μια ερμηνευτική ωριμότητα ζηλευτή, με τα rap της να ηχούν φλογισμένα κάτω από το στυλ «ήρεμης δύναμης» με το οποίο τα παραδίδει, την άρθρωσή της να καταγράφεται εκπληκτική και τις ανάσες της να προσφέρονται συχνά για σεμινάριο. Τη χειροκρότησα όσο ποτέ ξανά μέχρι σήμερα και νομίζω ότι θα τη θυμάμαι πάντα να στέκει εκεί κάτω από τα μπλε φώτα της Πετρούπολης, τραγουδώντας "Χρέωσέ Τα Στη Φωτιά".

Ασχέτως λοιπόν των όποιων Πυξ Λαξ και λοιπών (δηκτικών) παρατηρήσεων, η μεγάλη αλήθεια της Πέτρας είναι ότι είχε λείψει στους Active Member το κοινό τους και είχαν λείψει κι εκείνοι σε αυτό. Κάνουν καλά που επιστρέφουν, γιατί έγινε ηλίου φαεινότερο πως παραμένουν σθεναροί κι έχουν πράγματα να προσφέρουν –με ό,τι περιόδους παύσεις νιώθουν κατά καιρούς πως είναι απαραίτητες για τη δημιουργική τους χημεία. Δεν χρειάζεται επομένως όλη αυτή η φιλολογία περί «τέλους», «outro» κτλ. Τέτοιες συμπράξεις μπορούν να έχουν μόνο βιολογικό τέλος.

Setlist

1. Intro (Στη Χάση)
2. Κοσμογονία
3. Μπορούμε Κι Αλλιώς
4. Εγώ Φταίω
5. Άλλο Ένα Ψέμα
6. Στη Χάση Και Στη Φέξη
7. Φύλακας Άγγελος
8. Άκου Μάνα
9. Πίσω Δε Γυρνάω
10. Στην Ώρα Των Σκιών
11. Μέρες Παράξενες...
12. Βάστα
13. Περί Φόβου
14. Μίλα Να Χαρείς
15. Blah Blasphemy
16. Κάμερα
17. Τι Άλλο Φοβάσαι
18. Πάμε
19. Έξω Από Την Πόρτα Μας
20. Μύθοι Του Βάλτου
21. Τραγούδα Μας...
22. Φυσάει Κόντρα
23. Ας Τους Εκεί
24. Μελωδία
25. Μάσκα
26. Σε Ποιο Κόσμο
27. Μια Ιστορία
28. Χρέωσέ Τα Στη Φωτιά
29. Πάει Καιρός
30. Ξεπεσμός
31. Πόρνες Στο Κόκκινο Χαλί
32. Δεν Είμαι Κανενός
33. Άμοιρε Γείτονα
34. Λαβωμένο Ξωτικό
35. Αδιάφορος
36. Εφιάλτης
37. Κάνε Μου Τη Χάρη
38. Τώρα Είσαι Ελεύθερος Κι Εσύ
39. Βαλ' Το Όταν Βρέχει...
40. Θα Σε Καρτερώ
41. Σκιάχτρο
42. Σήκωσε Ψηλά Τη Γροθιά Σου
43. Intro (Cosmos Alivas)



12 Μαρτίου 2023

B.D. Foxmoor, Νικήτας Κλιντ, Βαβυλώνα, Sadahzinia, Brigada & Οδυσσέας: UMICAH - ανταπόκριση (2014)


Φυσικά, έχοντας παραβρεθεί στη μεγάλη του εγχώριου χιπ χοπ UMICAH συνέντευξη (δείτε εδώ), δεν γινόταν να μη δώσω το παρών και στην UMICAH συναυλία που στήθηκε εκείνο τον Απρίλη του 2014 στο βραχύβιο λαϊβάδικο «Stage Volume 1», στο Μοναστηράκι.

Η βραδιά ιστορική, αν και οι μακρόπνοες υποσχέσεις της δείχνουν να χάθηκαν στα γνωστά εγχώρια περίπου. Πέρα δηλαδή από τη συμμετοχή του Νικήτα Κλιντ στον δίσκο των Active Member «Cosmos Alivas» λίγους μήνες αργότερα, δεν έχω υπόψη μου κάποιο άλλο, απτό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ας είναι.

Μια ανταπόκριση για τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά της 11/4 και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Σκεφτόμουν πολλά πιθανά κείμενα, ενώ κρατούσα βιαστικές/ανορθόγραφες/ανερμάτιστες σημειώσεις στο κινητό μου. Ήταν οι μόνες δυνατές σε ένα μαγαζί τόσο φίσκα, του οποίου είχαν γεμίσει ακόμα και οι δύο επάνω όροφοι: οι ελπίδες μου να βρεθώ τουλάχιστον στο μέσον αποδείχθηκαν φρούδες και βολεύτηκα τελικά κάπου εκεί στην εσωτερική είσοδο, αισθανόμενος μάλιστα και αρκετά τυχερός καθώς είδα τον κόσμο να φτάνει –κυριολεκτικά– μέχρι τον δρόμο. 

Νεαρόκοσμος φουλ, εντωμεταξύ. Οι 20άρηδες κέρδισαν τη μάχη των ηλικιών, αν και δεν ήταν διόλου λίγοι όσοι 30άρηδες έδωσαν το παρών. Αλλά και το «Stage Volume 1» κέρδισε κάτι: το στοίχημα μιας τέτοιας διοργάνωσης, καθώς πρόσφερε καλό ήχο, σωστά φώτα και τον πρέποντα εξαερισμό. Μπορεί να γίνει καλύτερο σαν περιβάλλον (υπάρχουν πολλά περιθώρια), όμως έχει σημασία ότι υπάρχει πια ένα τέτοιο μαγαζί στο κέντρο, σε απόσταση βολής από το μετρό Μοναστηράκι.

Στην πορεία εγκατέλειψα όλα τα κείμενα που περνούσαν από το μυαλό μου. Τι να πρωτοσημειώσεις; Όπου κι αν έλεγες να σταθείς, θα έπρεπε να μπεις μετά σε τόσες λεπτομέρειες, ώστε το αποτέλεσμα θα έχανε τελικά κάθε αίσθηση ισορροπίας και ροής. Το ποιος βγήκε πότε, τι είπε/τι δεν είπε από κομμάτια, αν ρητόρευσε ή όχι, είναι μια φόρμουλα που μπορεί να λειτουργήσει σε πολλές ανταποκρίσεις συναυλιών, αλλά δεν είναι και κουστουμάκι, να το φοράς σε κάθε περίσταση. 

Προσπαθώντας λοιπόν να αποτιμήσω την UMICAH εμπειρία, έβρισκα κάθε γραπτό παντού να περισσεύει και παντού να σκορπά. Όχι γιατί η βραδιά δεν διέθετε δομή και σχεδιασμό, ίσα-ίσα· αλλά γιατί συνέβη μια διάδραση ιστορικότητας, βιωματικής συγκίνησης, ατομικών performances και ατόφιας καύλας, η οποία υπερέβη τέτοια χαρακτηριστικά, αναγκαία για κάθε μεγάλη συναυλία. Επιπλέον, είχε την τύχη να έχει απέναντί της ένα κοινό έτοιμο να τα εισπράξει όλα αυτά, μεταποιώντας τα σε «καύσιμο» για τις δικές του αντιδράσεις: τις «low bap! low bap!» ιαχές, τα χέρια ψηλά να χειροκροτούν με ζέση, το ότι τραγουδήθηκαν με ενθουσιασμό οι στίχοι τόσων και τόσων τραγουδιών.


Αν με ρωτήσετε τι μου άρεσε πιο πολύ, θα σας απαντήσω η πειθώ με την οποία λειτούργησαν ως δίδυμο ο B. D. Foxmoor και ο Νικήτας Κλιντ. Έτσι, άλλωστε, πήραν πάνω τους ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της UMICAH βραδιάς και κατέστησαν τη δική τους συμφιλίωση ως τον ισχυρότερο πόλο ενότητας ανάμεσα στους προσκεκλημένους –γιατί, μην ξεχνάμε, η δική τους ιστορία δεν είναι η μόνη ιστορία τσακωμών και διχασμού σε αυτό το κομμάτι του εγχώριου χιπ χοπ. Η στιγμή λοιπόν κατά την οποία ο Κλιντ έλεγε την "Άμεση Δράση" υπήρξε για εμένα το σημείο κορύφωσης όλου του λάιβ. Γιατί όταν έκανε παύση στο «δεν είμαι Χρυσαυγίτης», μένοντας μετέωρος να μουρμουρίζει «δεν είμαι... δεν είμαι...», μπήκε ξαφνικά ο Foxmoor σφήνα συμπληρώνοντας «δεν είσαι... ο Έλληνας που έχουμε συνηθίσει!». Συνάντηση ουσίας και ταυτόχρονα τρελό respect των δυο τους προς τους Terror X Crew. 


Αλλά και μόνοι τους, τα πήγαν μια χαρά. Ο Foxmoor υπήρξε καλός οικοδεσπότης, επιδεικνύοντας ζηλευτή αίσθηση του μέτρου: προτίμησε γενικά τα μετόπισθεν και πραγματοποίησε λίγες και στοχευμένες εξόδους προς τα μπροστά, όπως για παράδειγμα όταν βγήκε να τραγουδήσει παρέα με τον Βέβηλο –με τον οποίον επίσης είχαν ειπωθεί βαριές κουβέντες– τους "Μύθους Του Βάλτου", σε μία ακόμα κορύφωση της βραδιάς. Ο Κλιντ, πάλι, είχε ζωηρή παρουσία στη σκηνή και βρέθηκε σε εξαιρετική μέρα, πιάνοντας την απόδοση των καλύτερων συναυλιών με τις Ρόδες στις οποίες έχει τύχει να τον δω.

Από εκεί και πέρα, εκείνοι που αληθινά έλαμψαν ήταν οι Βαβυλώνα, οι οποίοι κατέβηκαν σε εκδοχή με Παράφρονα, Θηρίο, Βέβηλο, Πρίγκιπα & Κύρο, με το Φάντασμα να καταφτάνει στο δεύτερο μισό της συναυλίας. Σεισμός έγινε στο «Stage Volume 1» με το που ακούστηκε η "Policemania", ενώ η τριάδα Παράφρων/Θηρίο/Βέβηλος τα έδωσε όλα μπροστά, κάνοντας κομμάτια σαν τη "Ραψωδία Επί Σκηνής" και την "Τερατογένεση" να ηχήσουν εκρηκτικά. 


Σημειώθηκε μάλιστα και μια μεγάλη έκπληξη, καθώς προς το τέλος της βραδιάς ήρθε και ο Μέθυσος, ωθώντας τον Foxmoor να τους ξαναφωνάξει επί σκηνής, προκειμένου να πουν τη "Ραψωδία" ακόμα μία φορά, με εκείνον στη σύνθεση. Η παρουσία του ήταν και το μόνο σημείο όπου σημειώθηκαν αντιδράσεις, με έναν νεαρό με κόκκινο t-shirt να του φωνάζει από τον πρώτο όροφο ότι είναι ανεπιθύμητος και σκατόφλωρος (προφανώς λόγω της πορείας του με τους Stavento), μια παρέα από την πλατεία να του ανταπαντά να κατέβει εκεί να τα πει και τον Νικήτα Κλιντ να τονίζει ήρεμα μα αυστηρά πως κανείς δεν επιθυμεί συμπεριφορικές αυτού του είδους σε μια τέτοια συναυλία. 


Πέραν των Βαβυλώνα, εκείνοι που στάθηκαν ωραία στη σκηνή ήταν οι Brigada, έστω κι αν παρουσιάστηκαν σε εκδοχή ντουέτου, καθώς δεν ήρθε μαζί τους ο Τοτέμ. Ατόφιος & Stab υπήρξαν καταιγιστικοί στην "Ανταρσία", αλλά τα ρέστα τους τα έδωσαν όταν βγήκαν παρέα με τον Real D για μια απίστευτη εκτέλεση στο "Για Τ' Αδέρφια Που Χαθήκανε Νωρίς", στο τέλος της οποίας το κοινό βροντοφώναξε το σύνθημα «Ο Παύλος ζει, γαμήστε τους Ναζί». 

Και να το πω κι αυτό, γιατί κάποια εφημερίδα έγραψε ότι τον ξέχασαν τον Φύσσα και δεν πήγε κόσμος σε μια εκδήλωση μνήμης που έγινε τώρα τελευταία: το αν τον τιμά η κοινότητα στην οποία άνηκε, δεν φαίνεται από το αν συμμετέχει ή όχι σε εκδηλώσεις οργανωμένες από πολιτικούς φορείς. Όσοι ενδεχομένως ψάχνουν να αγρεύσουν (αριστερές) ψήφους ενόψει Ευρωεκλογών, ας έρχονταν μια βόλτα στο Μοναστηράκι, ώστε να διαπιστώσουν όχι μόνο ότι κανείς δεν τον ξέχασε, μα και πως τιμήθηκε ουσιωδώς η μνήμη του –δίχως κορώνες και δακρύβρεχτες διηγήσεις. Χαρακτηριστικά, ο Foxmoor αρκέστηκε να πει ότι «κάποιος σήμερα θα ήταν πολύ χαρούμενος αν μας έβλεπε εδώ».


Τη Sadahzinia, τώρα, ποτέ δεν τη γούσταρα ως ράπερ, όπως δεν γούσταρα και τον αδερφό της, τον Οδυσσέα από τους Razastarr. Ίσως γιατί έχω μια συγκεκριμένη αντίληψη περί του τι σημαίνει flow και η μεν πρώτη μου έδινε πάντα την εντύπωση ότι πατάει σε ένα πιο τραγουδιστικό στυλ, ο δε δεύτερος ότι απλά αφηγείται –έστω και με έναν τρόπο ομολογουμένως δικό του, που του έχει κερδίσει κάμποσους φίλους: δεν είναι τυχαίο πως καταχειροκροτήθηκε. Οφείλω λοιπόν να πω ότι, αν και δεν άλλαξα τη γενικότερη άποψή μου, με κέρδισαν αμφότεροι. Θα ήμουν άδικος, δηλαδή, αν δεν έγραφα ότι η Sadahzinia ράπαρε ψυχωμένα σε ουκ ολίγες περιστάσεις ή ότι ο Οδυσσέας δεν συγκίνησε με τους στίχους του, ιδιαίτερα όταν (προς έκπληξη ακόμα και της ίδιας της αδερφής του) μας είπε ένα τραγούδι γραμμένο για τον πατέρα τους, που θα έπαιζε όπως είπε για πρώτη και τελευταία φορά. Ανακοίνωσε μάλιστα και νέο Razastarr δίσκο, πολύ σύντομα.


Κατά τις 3 παρά 10 το πρωί, όταν και ολοκληρώθηκε η συναυλία (ξεκίνησε λίγο μετά τις 22.30, σημειώστε), η εικόνα όλων των προσκεκλημένων αγκαζέ μπορεί να θύμισε όντως σε ορισμένους φαινόμενα Πυξ Λαξ reunion, τα λόγια όμως του B.D. Foxmoor στάθηκαν πάνω και πέρα από τέτοιες συγκρίσεις: μπορεί να μην ξαναβρεθούμε ποτέ μαζί στη σκηνή, είπε, όμως να το ξέρετε πως τα παλιά τελείωσαν. Άλλωστε έχει δηλώσει ότι για αυτόν η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο τι έχει να προτείνει και σε έργο μια παρέα η οποία ξαναβρίσκεται. Κι αν κρίνω από τα όσα λίγα ακούσαμε από τον επερχόμενο Active Member δίσκο Cosmos Alivas –όπου θα συμμετάσχει και ο Νικήτας Κλιντ– μας περιμένουν και πάλι μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.



10 Μαρτίου 2023

B.D. Foxmoor, Νικήτας Κλιντ & Θηρίο - συνέντευξη (2014)


Το «Stage Volume 1» στο Μοναστηράκι δεν φτούρησε πολύ, πρόλαβε όμως να στεγάσει την πιο πρώιμη μορφή των φιλοδοξιών του Νίκου Λώρη για έναν δικό του συναυλιακό χώρο στο κέντρο της Αθήνας.

Εκεί, μάλιστα, στήθηκε κι ένα ιστορικό διήμερο το 2014, με πρωτοβουλία του B.D. Foxmoor –το θυμήθηκα καθώς τώρα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 30 του χρόνια στα μουσικά πράγματα. Υπό τον τίτλο UMICAH, λοιπόν, περιγράφηκε ως «το αντάμωμα που κανείς δεν φανταζόταν πως θα συμβεί» και λιγότερο ή περισσότερο ήταν ακριβώς αυτό.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα (Σεπτέμβριος 2013), δηλαδή, ο οποίος είχε δράση και ως ράπερ (κυρίως ως Killah P), έκανε πολλές αντιπαραθέσεις του εγχώριου χιπ χοπ να φαντάζουν μικρές και άσκοπες. Κι έτσι οι Active Member με τη Sadahzinia βρέθηκαν να συμπράττουν ξανά με τον Νικήτα Κλιντ, το Θηρίο των Βαβυλώνα και τον Οδυσσέα από τους Razastarr, κάνοντας πράξη την υπόσχεση που έδωσαν κατά την περίφημη συνέντευξή τους στην ΕΣΗΕΑ, λίγες μέρες μετά τα νέα για το τέλος του Killah P.

Τι συνέχεια είχε (αν είχε) το UMICAH, δεν γνωρίζω. Εκείνο τον Απρίλη, πάντως, o B.D. Foxmoor, ο Νικήτας Κλιντ και το Θηρίο μαζεύτηκαν στο «Stage Volume 1» για μια κεκλεισμένων των θυρών κουβέντα με προσκεκλημένους δημοσιογράφους και βρέθηκα κι εγώ ανάμεσά τους, σημειώνοντας τα κάτωθι. Για λογαριασμό του Avopolis, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε η «συνέντευξη» αυτή, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν ως promo από τη διοργάνωση


για όλα αυτά τα χρόνια που «το χιπ χοπ ήταν διχασμένο»...

B. D. Foxmoor: Δεν έχει πια σημασία αν οι διαφορές ήταν πραγματικές ή όχι –κάποιες ήταν, κάποιες μπορεί να μην ήταν και τόσο. Πάντως μας κρατούσαν χωριστά. Θα μπορούσαμε να το είχαμε χειριστεί διαφορετικά. Φαίνεται ότι τελικά το αντιμετωπίσαμε όπως κάθε Έλληνας... Με την ίδια δυναμική που ζούσαμε τα πράγματα μαζί, με την ίδια δυναμική σταθήκαμε κι ο ένας απέναντι στον άλλον. 

Πιστεύω ότι ήταν ένα σαράκι που μας έτρωγε όλους σ' αυτά τα χρόνια. Και ήρθε κι έδεσε με το τραγικό γεγονός που μας έφερε ξανά κοντά, τον θάνατο του Παύλου του Φύσσα. Για να το πάω και λίγο πιο προσωπικά, όταν ήταν να γίνει το Active Member διήμερο στο «Gagarin», τον Δεκέμβρη του 2013, έψαχνα τρόπο να πω στον Νικήτα να συμμετάσχει. Δεν το ήξερε σχεδόν κανείς, ούτε καν η Γιολάντα (Sadahzinia). Δεν σας κρύβω ότι δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα για εμένα... Έγινε όμως. Και τον ευχαριστώ, γιατί, αν δεν ερχόταν, δεν θα υπήρχε συνέχεια. 

Ανησυχούσα επίσης μη δημιουργηθεί πρόβλημα με μερίδα του κοινού, δεν ήθελα να έχει πρόβλημα ένας άνθρωπος τον οποίον έχω καλέσει. Κι όμως, το κατάμεστο «Gagarin» βρέθηκε να πανηγυρίζει. Όλοι εκείνοι που τόσα χρόνια βρίζανε τον Νικήτα –επειδή είχαν παραμυθιαστεί και από εμένα– τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί λοιπόν υποκλίνεσαι. Εκείνο το βράδυ είπα στη Γιολάντα ότι πρώτη φορά θα κοιμηθώ ήσυχος, μετά από καιρό. Και κοιμήθηκα ήσυχος.

Νικήτας Κλιντ: Ο Μιχάλης (B.D. Foxmoor) είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Παράξενος... Έχει ένα ταπεραμέντο. Αλλά κι ένα έργο, το οποίο έχει κάνει πολλούς να τον παραδέχονται. Άλλωστε νομίζω ότι μοναδικότητα και  διαφορετικότητα είναι ο πρώτος κανόνας στο χιπ χοπ. Και είναι και δάσκαλος ο Μιχάλης, ο οποίος κινήθηκε μάλιστα σε αχαρτογράφητες περιοχές, σε μια εποχή που ακόμα και η Αθήνα έμοιαζε έρημος. Τώρα είναι διαφορετικά, έχει διαδοθεί εκείνο το «μικρόβιο» –πιστεύω ότι αν ξεκινούσε σήμερα θα έβρισκε περισσότερους να συνεργαστεί. 

Εμένα μου αρέσει επίσης αυτή η κυκλοθυμική του ιδιοσυγκρασία. Που τη μια μέρα μπορεί να εμψυχώσει 100 άτομα και την άλλη να τα απογοητεύσει. Γιατί έτσι το κοινό μαθαίνει στο να μην υπάρχουν σταθερές. Μπορεί δηλαδή να τρώει και συνέχεια φόλα. Ο θάνατος του Παύλου, τώρα, έπαιξε σίγουρα μεγάλο ρόλο, γιατί μας έδειξε πόσο ηλίθια ήταν όλα αυτά και πόσο αδύναμοι είμαστε όταν στεκόμαστε χωριστά. Και του το οφείλαμε, γιατί μετά και τη συνέντευξη τύπου στην ΕΣΗΕΑ (Σεπτέμβριος 2013), φάνηκε ότι υποσχεθήκαμε μια τέτοια συναυλία. Ξεκινώντας λοιπόν από τα του οίκου μας, είναι πιστεύω ένα πρώτο βήμα. 

για εκείνη τη συνέντευξη στην ΕΣΗΕΑ...

Θηρίο: Έγινε εν βρασμώ ψυχής... Γιατί ήταν Σεπτέμβρης, γίνονταν πολιτικά φεστιβάλ και είχε αρχίσει μια καπήλευση από διάφορα κόμματα. Ακόμα και η μητέρα του, όταν βγήκε τότε στον Σκάι και κάποιος άρχισε να της λέει για πολιτική, απάντησε «ακούστε τα τραγούδια του Παύλου, μη μιλάτε εσείς για εκείνον, δεν τον ξέρετε».

Νικήτας Κλιντ: Εντάξει, οφείλεται και σε μια τάση να διασυνδέεται το όνομα του Παύλου με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και με το Κ.Κ.Ε. –όχι ότι τρέχει κάτι με τα συγκεκριμένα κόμματα, θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί ένα άλλο παιδί, που θα σχετιζόταν με διαφορετικά κόμματα...

B.D. Foxmoor: Να πούμε πάντως ότι δεν ήταν καν δική μας ιδέα... Σχεδόν μας ζητήθηκε από τους δικούς του ανθρώπους να σώσουμε την τιμή του. Το βασικό του όνειρο ήταν να αλλάξει το ελληνικό χιπ χοπ, όχι να σώσει τον κόσμο. Και νομίζω θα ήταν πολύ ευτυχισμένος αν βρισκόταν σήμερα εδώ μαζί μας. 

για τη σημασία του Παύλου Φύσσα...

Νικήτας Κλιντ: Ο Killah P ήταν ένα παιδί που δεν είχε ποντάρει και τόσο στο να φτιάξει δίσκους. Ήταν περισσότερο ένας στρατιώτης του χιπ χοπ. Βρισκόταν δε συνέχεια σε μια φάση επιβίωσης –ήταν υδραυλικός– και όταν δεν δούλευε ασχολούταν με το να στήσει κάποιο φεστιβάλ. Έπαιξε ρόλο και το ότι ήταν Πειραιώτης και ήταν έτσι παιδί του low bap: άσχετα αν τράβηξε τον δικό του δρόμο, ήταν παιδί του low bap. 

Πολλοί μπορεί να μπουν σε μια παρέα θέλοντας να υπάρχει κι ένα αντίκρισμα, να φύγουν π.χ. με ένα κομμάτι. Ο Παύλος δεν είχε καμία σχέση με κάτι τέτοιο. Και μετράει πολύ ότι χάσαμε ως χιπ χοπ κοινότητα έναν άνθρωπο που είχε από πριν ενωτική στάση. Το έλεγε όποτε έβρισκε την ευκαιρία, σε όλους τους δικούς του.

B. D. Foxmoor: Και σε μας το έλεγε...

για τον Δημήτρη Μεντζέλο, που όλοι ήθελαν να παρίσταται σε αυτήν τη συναυλία, αλλά τελικά δεν ήταν δυνατόν...

B.D. Foxmoor: Ο Δημήτρης ο Μεντζέλος είχε την προηγούμενη Παρασκευή μια μεγάλη συναυλία στο «Fuzz» με τα Ημισκούμπρια και είχε υπογράψει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προέβλεπε ότι 15 μέρες πριν/15 μέρες μετά δεν θα έκανε καμία άλλη εμφάνιση. 

Νικήτας Κλιντ: Θα ήταν πάντως σίγουρα ωραίο αν συμμετείχε. Γιατί ανήκει σε μία από τις 3-4 ομάδες οι οποίες ξεκίνησαν τα πράγματα, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

για το πώς ήταν εκείνα τα χρόνια...

Θηρίο: Ήμουν πολύ μικρός όταν έζησα τη φάση που τώρα θα αναβιώσει με τις δύο UMIKAH συναυλίες. Ξεκίνησα 15 χρονών και ήμουν 16 όταν κάναμε τον πρώτο δίσκο με τους Βαβυλώνα. Ήμασταν βέβαια ένα πείραμα και το είχαμε δηλώσει κιόλας. Με τον Κύρο, τον Παράφρονα και τον Μέθυσο δεν είχαμε ποτέ πολλά κοινά· έγινε λοιπόν ένα πείραμα, βγήκε μια τερατογένεση. Κι αυτό όποιος δεν το ξέρει είναι δικό του πρόβλημα, όχι δικό μας. 

Την κουβάλησα όμως μαζί μου εκείνη τη φάση σε ό,τι έκανα στη συνέχεια, σαν ένα σχολείο. Μου άρεσε πρώτα-πρώτα ότι είχα να κάνω με καθαρούς ανθρώπους: χωρίς ναρκωτικά, χωρίς παραπέρα. Και δεν θα ξεχάσω ότι ζήσαμε το πράγμα από την αρχή: από άδειες συναυλίες, μέχρι γεμάτα στάδια. Απέκλεια ότι θα το ξαναζήσω... Αλλά πίστευα μέσα μου ότι δεν μπορεί, κάποια στιγμή κάτι θα γίνει. 

Λίγο πριν τον θάνατο του Παύλου συζητούσα λοιπόν με έναν φίλο –ο οποίος παρακολουθεί τη φάση– και λέγαμε ότι σαν να είχαν γλυκάνει τα πράγματα: εγώ είχα πια παιδί, ο Νικήτας το ίδιο, ο Μιχάλης έχει παιδιά... Κι έχει ο καθένας μας τη δουλειά του, δεν κρέμεται πια κανείς από κανέναν. Γιατί κάποτε κρεμόμασταν όλοι από τον Μιχάλη. Ήμασταν βέβαια πιτσιρικάδες, όμως κάτι τέτοιο είναι επιβαρυντικό από μόνο του. Γιατί, να μη λέμε ψέματα, εμείς τότε δεν γράφαμε στίχους: ο Μιχάλης τους έγραφε όλους. 

Με το που έγινε λοιπόν εκείνη η συζήτηση, πέθανε ο Παύλος και βρεθήκαμε όλοι ξανά στην κηδεία του. Όσα ειπώθηκαν στην ΕΣΗΕΑ κι αυτά γενικά που ξέρει ο κόσμος δεν είναι τίποτα μπροστά στα πηγαδάκια τα οποία στήθηκαν πριν και μετά. Έχω παίξει πια πάρα πολλές φορές στη ζωή μου, με πολύ κόσμο, ακόμα και σε σκυλάδικα. Όμως έχω αμηχανία για τις UMICAH βραδιές. Γιατί με τα παιδιά αυτά ήμασταν φίλοι. Ζούσαμε μαζί. Προσπάθησα να κάνω παρέα και με λαϊκούς, όμως φίλος δεν μπορείς να γίνεις με έναν λαϊκό. 

(στο σημείο αυτό ο B. D. Foxmoor μας διηγείται πώς μπήκε ο Κώστας στην παρέα, ότι ήταν ένας 15άχρονος ο οποίος είχε κάνει άνω-κάτω όλο το Πέραμα και ζήτησε έτσι ο πατέρας του να τον έχουν από κοντά, καθώς τους άκουγε και τους είχε σε εκτίμηση)

B. D. Foxmoor: Δεν έχουμε πει ποτέ και το παιχνίδι που παίζαμε τότε στη Warner, για να επιβιώσουμε σε εκείνη την ιστορία. Έλεγα λοιπόν τότε στον Νικήτα: θα πάω και θα τα κάνω ρημάδια. Ρημάδια ρε παιδάκι μου... Έμπαινα δηλαδή τότε στην εταιρεία και τα μισά γραφεία δεν υπήρχαν –ειδοποιούσαν από την αποθήκη τους επάνω «προσέχτε, έρχεται ο μαλάκας». Κι ερχόταν μετά από μισή ώρα ο Νικήτας με στυλ «εντάξει ρε παιδιά, δεν είναι ανάγκη να μαλώνουμε, ελάτε να τα βρούμε». Δεν μας πηγαίνανε αυτά τα πράγματα... Όμως υπήρχε ένας σκοπός, τον οποίον έπρεπε να πετύχουμε. Κι όταν διέλυσε αυτή η παρέα, τον σκοπό εκείνο δεν μπόρεσα να τον συναισθανθώ ξανά. 

για το γιατί ορισμένοι διαφωνούν και δεν βρίσκουν καλή ιδέα τις UMIKAH συναυλίες...

Νικήτας Κλιντ: Υπάρχει η πιο προφανής διαφωνία, ότι όλη η φάση θυμίζει Πυξ Λαξ. Αν και δεν μιλάμε τόσο για διαφωνίες, όσο βασικά για διάφορες «κασέτες» τις οποίες αναπαράγει κάποιος κόσμος. Πώς ας πούμε βρίζουν τον Γιώργο Καμίνη, χωρίς λόγο; Ή τους Atenistas, χωρίς λόγο; 

Θηρίο: Είναι κι αυτή η γενικότερη κουλτούρα που έχει εμφανιστεί στο ίντερνετ, να τρολάρουμε τα πάντα. 

B.D. Foxmoor: Κατανοώ πάντως ότι σε κάποιους ίσως φαίνεται σαν εμπορικό τρικ. Μακάρι να μπορούσαμε να τους πείσουμε όλους ότι αυτό γίνεται βασικά για μας. Υπάρχει πάντως ένα στοιχείο που κάνει τη διαφορά: ότι ο υποψιασμένος ακροατής θα περιμένει από μια παρέα που ξαναμαζεύεται και κάποια σοβαρά δημιουργικά πράγματα, πέρα από ένα συναυλιακό reunion. Και θεωρώ ότι εκεί είναι που θα ξεχωρίσει η δικιά μας συνάντηση, από εκείνες τις επανασυνδέσεις από τις οποίες μετά δεν προέκυψε τίποτα. Η υπόσχεσή μας, λοιπόν, είναι πως θα υπάρξουν και πράγματα. Δεν γίνεται να κάνουμε μόνο παρέα με τον Νικήτα, δεν το κάναμε ποτέ και δεν ξέρουμε να το κάνουμε. Δεν βρισκόμαστε για να κάνουμε βόλτες.

Νικήτας Κλιντ: Κάναμε όμως και βόλτες, πολλές βόλτες...

B. D. Foxmoor: Ασφαλώς! Αλλά κάναμε και τραγούδια. Και όλες σχεδόν εκείνες οι βόλτες περάστηκαν και στα τραγούδια μας.

για το αν θα αποκλειστούν από τις συναυλίες τραγούδια που ο ένας έχει γράψει με αιχμές εναντίον του άλλου...

B. D. Foxmoor: Απορώ που με τόσο τρολάρισμα δεν μας έχει τεθεί αυτό σαν ερώτηση. Γιατί μεταξύ μας δεν έχουν ανταλλαχθεί μόνο φάπες, μα και τραγούδια. Ήταν το κόλπο έτσι, έτσι το μάθαμε, έτσι το κάναμε κι εμείς –εγώ πρώτος και χειρότερος έχω πει διάφορα για τα παιδιά, ε, κι όλοι έχουν πει κάτι από εκεί και πέρα... 

Ο Νικήτας λοιπόν ήταν διατεθειμένος να πει εκείνος τραγούδια στα οποία εγώ τον έβριζα, αν και δεν πρόκειται να συμβεί: μην το κάνουμε, του είπα, τόσο πια ανοιχτόμυαλο! (γελάνε). Θα υπάρξει φίλτρο, λοιπόν, με έναν υποτυπώδη σεβασμό. Κατά τα άλλα, μου έκανε εντύπωση που μου ζήτησαν να πουν φρέσκα πράγματα από Active Member. Όπως πιστεύω τους έκανε ανάλογη εντύπωση που κι εγώ θέλησα να πω δικά τους πράγματα, καινούρια.

Νικήτας Κλιντ: Θα ραπάρει ο B.D. Foxmoor πάνω από Ρόδες, μόνο αυτό θα πω...



23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη - ανταπόκριση (2019)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα  στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020). Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, με κάποιες από τις κάτωθι να ανήκουν στον Άκη Χρήστου (έχουν και το credit του), για το mousikesebeeries.gr.


Σκεπτόμενος εκ νέου τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πέτυχε τον χειμώνα του 2018 να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Διατηρώντας τον ασυμβίβαστα λαϊκό, μα σε θέση πλέον να επικοινωνήσει (και) με ένα ακροατήριο που διαθέτει περισσότερες αναφορές από όσες συνδιαμόρφωνε μια τυπική γειτονιά της παλιάς Αθήνας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ωχριούσε όμως σε σύγκριση με αυτήν που έπρεπε να διανύσει –χρονικά, μα και πολιτισμικά– το επόμενο ξαρχάκειο στοίχημα, γύρω από έναν ακόμα Μεγάλο Λαϊκό: τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Άργησα να γράψω τη σχετική κριτική και εν μέρει φταίει ότι δεν είχα επαγγελματική υποχρέωση να το κάνω. Κυρίως, όμως, φταίει που επί ημέρες δεν έβγαζα άκρη με το πώς ένα πασιφανώς καλομελετημένο πρόγραμμα με άφησε κομματάκι απογοητευμένο. Υπήρχε δηλαδή μια αντίφαση προς επίλυση· μια ανάγκη να εξερευνηθούν τα όρια της προσωπικής εντύπωσης με αυτήν που καλείται να αποτυπώσει μια δημοσιογραφική ανταπόκριση. Βλέπετε, το ότι λήξαμε κάποτε τα περί «αντικειμενικότητας» ως μύθευμα μιας θετικιστικής εποχής, δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να ξαμολάμε αβασάνιστη την αποψάρα μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον μουσικό Τύπο όλο και περισσότερο. 

Ο κατά Ξαρχάκο Βαμβακάρης αρθρώθηκε σε 2 μέρη, ομολογουμένως φτιαγμένα με πολλή προσοχή. Ο ίδιος ο Ξαρχάκος μας είπε ότι το πρώτο αποτελούσε μια μαθητεία στον θρυλικό Συριανό, ενώ το δεύτερο θα εστίαζε στα ντουζένια και στα καραντουζένια του: τα περίφημα (πλέον) κουρδίσματά του στα μπουζούκια, τα οποία του επέτρεπαν να κομπανιάρει εαυτόν απουσία κάποιου άλλου οργάνου. 

Μου διέφυγε η σημασία του σκηνικού ερειπίων που τοποθετήθηκε ως φόντο της ορχήστρας στο πρώτο μέρος της συναυλίας (μια φωτογραφία του Βαμβακάρη θα έκανε καλύτερη δουλειά). Ωστόσο δημιουργήθηκε υποβλητικό κλίμα, αφενός λόγω των αναμμένων κεριών (δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φώτα), αφετέρου χάρη στην εμφάνιση του Στέλιου Βαμβακάρη στον εξώστη του Gazarte –ο οποίος ανέλαβε από εκεί την εκκίνηση με έναν υπέροχο αμανέ, που σύνδεσε το ρεμπέτικο του πατέρα του με το αμέσως προγενέστερό του σμυρνέικο ύφος. Χωρίς να το καταλάβεις, το πρόγραμμα σε είχε ήδη «ρουφήξει». 


Το τμήμα αυτό, επίσης, αποδείχθηκε ιδιαίτερα τολμηρό. Ο Ξαρχάκος είχε σχεδιάσει ενορχηστρώσεις πλούσιες, με σύγχρονα πατήματα, οι οποίες ανακάτεψαν τη δωρική λαϊκότητα του Βαμβακάρη με λόγιες ή/και τζαζ παρεκκλίσεις· μέχρι και κάτι σαν blues rock ήχησε στιγμιαία στην κιθάρα. Κοσμαγάπητες επιλογές σαν τη "Φραγκοσυριανή", το "Χαράματα Η Ώρα Τρεις" –που τραγουδήθηκε χορωδιακά, απ' όλους τους συντελεστές– ή το "Τα Δυο Σου Χέρια Πήρανε (Βεργούλες)" παρέμειναν έτσι αναγνωρίσιμες, ταυτόχρονα όμως τοποθετήθηκαν κάπου μεταξύ της καθ' ημάς Ανατολής και της πιο σύγχρονης Δύσης. Σε μια επικίνδυνη μεν ισορροπία, που όμως πρόσφερε επαρκές έδαφος ώστε να σταθούν οι κεντρικοί ερμηνευτές: η Δήμητρα Γαλάνη, κάτοχος ούτως ή άλλως μιας φωνής ικανής να σταθεί περίφημα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό σταυροδρόμι· και ο Μιχάλης Μυτακίδης (γνωστός μας ως B.D. Foxmoor από τους Active Member), ο οποίος λειτουργούσε βασικά σαν αφηγητής, περνώντας ανά σημεία σε ένα χαλαρό rap. 

Το δεύτερο μέρος είχε μια περίτεχνη (σχεδόν industrial υφής) εισαγωγή να το γεφυρώνει με το πρώτο, όμως εδώ τα φώτα άναψαν και ο Στέλιος Βαμβακάρης ήρθε επί σκηνής αναλαμβάνοντας κεντρική θέση και ως μπουζούκι, αλλά και ως ερμηνευτής –με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor να παραμένουν βέβαια στις θέσεις τους. Η παρουσία του και η επιθυμία εστίασης (όπως είπαμε) στα ντουζένια και στα καραντουζένια του πατέρα του, έκαναν αυτό το τμήμα της συναυλίας πιο «ορθόδοξο»: οι λοξές ματιές και οι παρεκκλίσεις εξαφανίστηκαν και επικράτησε ο χαρακτήρας ενός (διευρυμένου) λαϊκού πάλκου, με τα 4 μπουζούκια της ορχήστρας να δίνουν τον τόνο. 

Έτσι, όμως, τα πράγματα έχασαν σε περιπέτεια: ως έναν βαθμό έμειναν συντηρητικώς γνώριμα και ως έναν άλλον δημιούργησαν το παράδοξο να ακούς τραγούδια μιας  περιθωριακής ζωής σε έναν χώρο σαν το Gazarte, όπου το ζευγάρι πίσω μου συζητούσε στο διάλειμμα για τον Αντώνη Ρέμο και για το αν ο Ξαρχάκος παρέμενε άραγε «δικός τους» ή είχε απομακρυνθεί στα χρόνια της κυριαρχίας του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, το πιο οικείο αυτό κλίμα έφερε εξωστρέφεια τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στους θεατές, καθώς ορισμένοι άρχισαν π.χ. να σιγοτραγουδούν σε σημεία. 

Το χειροκρότημα στο τέλος ήχησε θερμό και παρατεταμένο: το encore, ακόμα κι αν είχε σχεδιαστεί, πραγματικά απαιτήθηκε με ζήλο, από ένα Gazarte (σημειωτέον) αρκετά γεμάτο με κόσμο, παρότι οι σχετικές παραστάσεις βαίναν πια προς φινάλε. Και δεν γίνεται να μην παραδεχτείς ότι ήταν ένα δίκαιο χειροκρότημα, για μια παράσταση που τίμησε τον Μάρκο Βαμβακάρη και προσπάθησε φιλότιμα να τον οραματιστεί εκ νέου. 

Πού βρίσκεται λοιπόν η «γκρίνια»;

Μέρες μετά, τίποτα δεν μένει πιο σθεναρά εντυπωμένο στη μνήμη από τη φιγούρα του Ξαρχάκου ως ιδανικού, αεικίνητου μαέστρου, παθιασμένου με την κάθε νότα του Βαμβακάρη, με τον κάθε στίχο των τραγουδιών του στο στόμα του. Τα έδωσε όλα εκεί πάνω στο σανίδι του Gazarte και πρέπει σωματικά να κουράστηκε πολύ, ήταν όμως χάρμα οφθαλμών· τόσο, ώστε συχνά ξεχνούσες τι άκουγες και έμενες απλά να τον κοιτάζεις. Είχε ασφαλώς και μια ορχήστρα φίνα, μουσικούς πραγματικά δοσμένους στα όργανά τους, αλλά και συντονισμένους στη δική του υπερ-προσπάθεια: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Καψοκαβάδης (κλασική κιθάρα, νυκτά έγχορδα), Γιώργος Λιμάκης (κιθάρα), Ηρακλής Ζάκκας (πρώτο μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Μιχάλης Δήμας (μπουζούκι, μπαγλαμάς) & Αντώνης Τζίκας (κοντραμπάσο).


Αλλά, όσο προς τιμήν των παραπάνω κι αν είναι μια τέτοια εικόνα, τόσο θολώνει τελικά το στίγμα των κεντρικών πρωταγωνιστών. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε βέβαια πολύ ωραία –οι "Βεργούλες" της, ήταν για σεμινάριο. Την ίδια στιγμή, όμως, έμεινε αφύσικα περιορισμένη στην καρέκλα της και φόρεσε στην όλη της παρουσία (σκηνική και ερμηνευτική) ένα παράταιρο της περίστασης «έντεχνο» φίλτρο, που κορυφώθηκε νομίζω στο κλείσιμο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Στο δεύτερο μέρος την είδαμε μεν πιο κινητική, ήταν όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε μάλλον την παρόπλισε, μην επιτρέποντάς της π.χ. να λειτουργήσει όπως η Χάρις Αλεξίου στην προαναφερόμενη παράσταση περί Ζαμπέτα. Εκεί, δηλαδή, όλα ακουμπούσαν και «κούμπωναν» στην Αλεξίου. Ενώ, εδώ, η Γαλάνη έμεινε απλά ως μια σολίστ, με τον ουσιαστικό της ρόλο να μειώνεται στην εξέλιξη, καθώς έπαιρνε τα ηνία ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Επιπλέον, η επιλογή του B.D. Foxmoor –ένα κρίσιμο στοίχημα, εξαρχής– νομίζω ότι δεν λειτούργησε. Ανά σημεία, βέβαια, βρήκε τα πατήματά του, ενώ μας χάρισε και μια σπουδαία σκηνική στιγμή όταν σηκώθηκε, θεόρατος, για μια άτυπη ζεϊμπεκιά μπροστά στον Ξαρχάκο. Δεν έφερε όμως ποτέ τον νέο ορίζοντα που υποσχόταν η παρουσία του, ενώ τα αφηγηματικά του μέρη έμειναν παγιδευμένα σε εκείνη την έτοιμη να κλάψει εντεχνίλα, που συχνά έχει μαστίσει το low bap. Καταλαβαίνω ασφαλώς ότι γι' αυτό ακριβώς επιλέχθηκε, ως μόνο ευρέως αναγνωρίσιμο «σύνορο» του ελληνικού χιπ χοπ με την έντεχνη/λαϊκή δημιουργία. Παρά ταύτα, μια τέτοια προσέγγιση δεν ταίριαζε στον Βαμβακάρη. Εδώ χρειαζόταν ένα νεότερο παιδί, από εκείνα που κερδίζουν την καρδιά της σημερινής νεολαίας με το φλογερό ραπάρισμά τους και μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την αίσθηση του περιθωρίου, όπως διαμορφώνεται με επίκαιρους, (ημι)μητροπολιτικούς όρους.

Η άρθρωση επίσης του B.D. Foxmoor δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα να χάνονται λέξεις και νοήματα ακόμα και για τα μπροστινά τραπέζια, σε ένα περιβάλλον με άψογο κατά τα λοιπά ήχο. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος, όπου δικαιολογημένα στάθηκε αμήχανα εν μέσω της κυριαρχίας των 4 μπουζουκιών και του Στέλιου Βαμβακάρη, αφέθηκε σε μια λαϊκίστικη πολιτικολογία, η οποία εξάντλησε γρήγορα την αιχμή της, γενόμενη όχι απλά φλύαρη, μα και φτηνή. Επειδή οι καιροί είναι όχι μόνο πονηροί, μα και ...εκλογικοί, ας διευκρινίσω ότι δίκιο είχε σε όσα είπε –όμως, ως γνωστόν, ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κανείς, μπορεί να τον κάνει να χάσει ακόμα και το δίκιο του.  

Ως συνέπεια των παραπάνω ο Βαμβακάρης έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως ήδη είχε· ως ο λαϊκός εκείνος δημιουργός, δηλαδή, που έλαμψε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος στο Gazarte. Παρουσιάστηκε πράγματι ωραία, ευτυχώντας να βρεθεί στα χέρια του Ξαρχάκου και μιας άξιας ορχήστρας, με τον ίδιο του τον γιο να τον πρεσβεύει σε αυτήν, κουβαλώντας κάτι από την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου πνεύματος. Όμως δεν ήταν κάποιος Βαμβακάρης που μας είχε λείψει, ενώ τελικά επισκίασε εκείνον τον διαφοροποιημένο Βαμβακάρη που προσπάθησε να φέρει ενώπιόν μας το πρώτο μέρος της συναυλίας. Και νομίζω ότι τον είχαμε περισσότερο ανάγκη.