Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαργαρίτης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαργαρίτης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16 Φεβρουαρίου 2023

Γιώργος Μαργαρίτης - ανταπόκριση (2017)


Φλερτάρω με την ιδέα να πάω να δω τον Γιώργο Μαργαρίτη στις φετινές του εμφανίσεις, όμως έχει πέσει πολλή κούραση τελευταία και πολλές συναυλιακές ανταποκρίσεις. Κι έτσι όλο λέω «άσε να δούμε την άλλη εβδομάδα».

Θυμήθηκα, πάντως, ότι πάνε πια 5 (και κάτι ψιλά) χρόνια από την τελευταία φορά που τον παρακολούθησα ζωντανά –τον Δεκέμβριο του 2017, στο «Kremlino» του Πειραιά, το οποίο δεν υφίσταται πια.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ο Γιώργος Μαργαρίτης γέμισε το Kremlino δεύτερο Σάββατο σερί, αποδεικνύοντας ότι κρατά τη δημοτικότητά του σε μια εποχή που το λαϊκό έχει γίνει ποπ και η πιτσιρικαρία των 2010s έχει ως ινδάλματα τον Νίκο Οικονομόπουλο και τον Κωνσταντίνο Αργυρό. 

Η βραδιά ξεκίνησε γύρω στις 11, με έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων νεαρό να μας καλησπερίζει: όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα πουθενά το όνομά του –μια σοβαρή παράλειψη, θεωρώ, από τους συντελεστές του προγράμματος. Η σκηνική παρουσία ήταν καλή, όμως ο τρόπος ερμηνείας, ο οποίος κάτι έφερνε στον Δημήτρη Μπάση, αποδείχθηκε λίγος για το επιλεγμένο ρεπερτόριο, που βασίστηκε σε διασκευές γνωστών επιτυχιών. Τον είδαμε ξανά και στο διάλειμμα, μα οι εντυπώσεις δεν άλλαξαν, παρότι εκεί καταγράφηκε η ευτυχέστερή του στιγμή, με τα "Χαμοπούλια" του Μπάση (διόλου τυχαία). 


Η Ελεάνα Παπαϊωάννου μπορούσε νομίζω να σταθεί καλύτερα, αλλά την παρέσυρε το ρέμα του στάνταρ τρόπου με τον οποίον ανοίγουν τα εγχώρια λαϊκά προγράμματα. Πρόκειται βέβαια για τεραίν γνώριμο στη Θεσσαλονικιά τραγουδίστρια που έγινε γνωστή από τη συμμετοχή της στον πρώτο κύκλο του «Fame Story» (2003), γι' αυτό και το διαχειρίστηκε επιτυχημένα, δημιουργώντας κέφι και εισπράττοντας θερμά χειροκροτήματα. 


Όμως με το πιο γνωστό δικό της τραγούδι "Να Μ' Αγαπάς" να ακούγεται στην έναρξη και όλα σχεδόν τα υπόλοιπα να είναι διασκευές σε παλιά κι αγαπημένα, δεν μένουν και πολλά περιθώρια να κρίνεις θετικά μια τραγουδίστρια που διαθέτει μεν φωνή, μα ακόμα δεν έχει ξεπεράσει ερμηνευτικά τη Χαρούλα Αλεξίου των κλασικών, λαϊκών της χρόνων. Έτσι, αν και υπήρξαν ορισμένες αληθινά ωραίες εκτελέσεις –π.χ. στο "Πρώτη Φορά" της Ρένας Κουμιώτη– επικράτησε τελικά μια κόπωση από αυτό το «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» στυλ, που έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο δεύτερο set, στο διάλειμμα του Μαργαρίτη. Σε εμένα τουλάχιστον, διότι επαναλαμβάνω ότι ο κόσμος δέχτηκε τη σύμβαση και πέρασε καλά. 

Με αυτά και με αυτά φτάσαμε μεσάνυχτα και κάτι για να δούμε τον Γιώργο Μαργαρίτη. Σε μια νύχτα που αποδείχθηκε μακρά σε διάρκεια, κουράζοντας μετά τις 2 ορισμένους μεγαλύτερους θαμώνες, οι οποίοι ως εκείνη την ώρα είχαν αδειάσει το ένα μπουκάλι που προφανώς μπορούσαν να πάρουν και είχαν εξαντλήσει τις αντοχές τους στον χορό. Με τον ηλικιακό μέσο όρο να είναι μάλλον δεδομένος και με εξτρά στοιχείο τον χαρακτήρα μουσικής σκηνής που έχει το Kremlino (κρατώντας τον από τον προκάτοχό του, το PassPort), νομίζω ότι οι συντελεστές έπρεπε να ποντάρουν σε κάτι πιο συμμαζεμένο, αντί να πάνε με την πεπατημένη του λαϊκού ξενυχτάδικου. Άλλωστε στις ενορχηστρώσεις παρατηρήσαμε εξαρχής έναν πιο «εξευγενισμένο» αέρα, οπότε έγινε αισθητή η ανάγκη μιας προσαρμογής. 

Αυτό, ωστόσο, έμελλε να είναι και το μόνο παράπονο. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο καταπληκτικός Γιώργος Μαργαρίτης, που έκανε είσοδο με τον "Τελευταίο Πυρετό" του Άκη Πάνου και δεν δίστασε να ρίξει από νωρίς μια επιτυχία με το βεληνεκές του "Δρόμοι Του Πουθενά", το ρεφρέν του οποίου τραγουδήθηκε απ' όλους. Αρχικά, βέβαια, μας πάγωσε λίγο μια τέτοια εμπιστοσύνη δυνάμεων, αφού στα πρώτα κομμάτια η φωνή έδειχνε πεσμένη: ενώ δηλαδή ο τρόπος του, το χρώμα του και η εκφραστικότητά του ήταν εκεί, κάτι στην όλη απόδοση έλειπε. Φάνηκε πάντως να το γνωρίζει, καθώς ρώτησε σε κάποιο σημείο αν περνάμε καλά, επισημαίνοντας με νόημα ότι «η μηχανή δεν έχει ζεσταθεί ακόμα».


Όταν όμως η  ...μηχανή ζεστάθηκε, τα πάντα μπήκαν στη θέση τους. Κι απέναντί μας χαρήκαμε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους του αυθεντικού λαϊκού ήχου του τόπου μας· έναν τραγουδιστή χαρισματικό μέσα στη στιβαρότητά του, με κάτι από εκείνη τη στόφα που φτιάχτηκαν οι θρύλοι. Ο ίδιος έδειξε να έχει πλήρη επίγνωση της θέσης του στις απολαυστικές του διηγήσεις, που έβριθαν στιγμιότυπων από τη διαδρομή του στο εγχώριο τραγούδι, γι' αυτό και ήξερε πολύ καλά να μας επισημάνει και ποιοι ήταν οι μεγάλοι. Ανάμεσα σε άλλους θυμήθηκε τον Στέλιο Καζαντζίδη –ο οποίος του χτύπησε μια μέρα την πόρτα για καφέ, όταν το όνομά του είχε πρωταρχίσει να ακούγεται στο κουρμπέτι– τον Στράτο Διονυσίου, ασφαλώς, αλλά και τον Οδυσσέα Μοσχονά, που ήταν ο σταρ στο πρώτο μαγαζί όπου δούλεψε στην Αθήνα, κάπου στο Αιγάλεω, ανοίγοντας το πρόγραμμα. 

Ο ήχος αποτυπώθηκε καλός, ενώ άξια αποδείχθηκε και η ορχήστρα, με κύρια φιγούρα και καθοδηγητή τον λεγόμενο και «Περιφερειάρχη» Νίκο Κούρο, ο οποίος βρισκόταν στο πιάνο. Όσο για το ρεπερτόριο της βραδιάς, ήταν ένας ποταμός. Το πρώτο μέρος εστίασε περισσότερο στη δισκογραφία του Μαργαρίτη, το δεύτερο ήταν μια περιπλάνηση σε δεκαετίες λαϊκού ρεπερτορίου. Από τις προσωπικές του επιτυχίες απολαύσαμε τόσο παλιότερα στιγμιότυπα σαν το "Εμείς Οι Ναυτικοί", το "Εσύ Μου Μιλάς Στην Καρδιά Μου", το "Δυο Χιλιάρικα Στην Τσέπη" και βέβαια το "Κελί 33", όσο και νεότερα κομμάτια σαν το "Πεθαίνω Για Σένα", το "Σαν Άντρας Φεύγω" ή τα "Δικαστήρια", καθώς και δύο αξιόλογα φρέσκα τραγούδια –από έναν δίσκο με ανέκδοτες συνθέσεις του Θόδωρου Δερβενιώτη, ο οποίος είναι να βγει σύντομα. 

Τον χάρηκα πραγματικά τον Γιώργο Μαργαρίτη, παρά τις παραπάνω ενστάσεις για το πώς στήθηκε η όλη βραδιά στο Kremlino. Με την έννοια του λαϊκού ανθρώπου και της διασκέδασής του να αλλάζει πια ραγδαία και την ποπ να έχει μπει δυναμικά στο όλο παιχνίδι ήδη από τη δεκαετία του 1990, είναι ένας φορέας αυθεντικότητας, αλλά κι ένας δίαυλος προς εποχές που πολλοί δεν προλάβαμε να ζήσουμε από πρώτο χέρι.