Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρινέλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρινέλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Μαΐου 2023

Μαρινέλλα & Φιλαρμονική Ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου - ανταπόκριση (2016)


Αξέχαστη μου έχει μείνει η συναυλία της Μαρινέλλας στο «Παλλάς» τον Απρίλιο του 2016, όπου συνεργάστηκε επί σκηνής με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου (από την Κέρκυρα).

Ήταν η πρώτη συναυλία στην οποία πήγα με τη Χριστίνα (είμαστε 7 χρόνια σύντροφοι, τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), είχαμε καλά εισιτήρια, το θέατρο ήταν γεμάτο μέχρι τελευταίας θέσης και η Μαρινέλλα –παρά τα κάποια προβλήματα με τις εντάσεις– υπήρξε ξανά η εκρηκτική ντίβα που ξέρουμε.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook


Κυρίες και κύριοι, έχει συμβεί ένα λάθος. Ανταποκρινόμενοι ίσως στα κελεύσματα μιας εποχής κατά την οποία τα μεγέθη μίκρυναν, επιτρέψαμε στον πήχη να κατέβει. Φτιάξαμε ένα σύστημα αναφορών και επαίνων για να βολέψουμε τον μεσαίο και τον μικρομεσαίο, αναγκάζοντας όμως έτσι την έννοια «βεληνεκές» να συμπιεστεί. «Καταπληκτική» η μία, «σπουδαία» η άλλη, «γκράντε» η παράλλη. Λάθος. Γκράντε είναι η Μαρινέλλα. Η οποία μπορεί να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 78, όμως ανάγκασε το κατάμεστο Παλλάς να τη χειροκροτήσει όρθιο, τσιρίζοντας από ενθουσιασμό. Και όχι χάριν νοσταλγίας. Αποκαλύφθηκε μπροστά μας εκρηκτική, συγκλονιστική, ως μια μεγάλη εγχώρια ντίβα που «έτσι απλά» μας άφησε με το στόμα ανοιχτό να τη χαζεύουμε.

Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, όμως. Μπορεί όλοι να πήγαμε στο Παλλάς για να δούμε τη Μαρινέλλα, αλλά εκείνη είχε σχεδιάσει τη συναυλία ως σύμπραξη με την κερκυραϊκή φιλαρμονική ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου και τη μεικτή Χορωδία Αχαράβης «Νικόλαος Πουλίασης». Και μπορεί η δεύτερη να αρκέστηκε στον ρόλο τον ...δεύτερο (με ικανοποιητικά ωστόσο αποτελέσματα), μα η πρώτη –παραταγμένη έμπροσθεν του μαέστρου της, Σπύρου Ράλλη– κατείχε ρόλο συμπρωταγωνιστή. Αυτή λ.χ. άνοιξε και τα δύο μέρη του προγράμματος, παίζοντας αρχικά ένα ποτ πουρί γνωστών κλασικών μελωδιών κι έπειτα διασκευές σε οικείες από το ραδιόφωνο μελωδίες του Goran Bregović, αυτή και παρουσίασε τον Κερκυραίο βαρύτονο Παντελή Κόντο και τη διευθύντρια της χορωδίας Αγάθη Κοσκινά σε επιλεγμένες διασκευές, ως «ορντέβρ» πριν τις εμφανίσεις της Μαρινέλλας στην εκκίνηση και μετά το διάλειμμα (ο Κόντος έκανε μάλιστα και δύο ντουέτα μαζί της). 

Διάβασα πολλά για την Ομόνοια, μα εκ του αποτελέσματος τα κρίνω κομματάκι υπερβολικά. Δεν είδα δηλαδή «μία από τις σημαντικότερες φιλαρμονικές της Ελλάδας», αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αναγνωστεί παραπλανητικά. Γιατί είδα μια πράγματι γερή ορχήστρα, καλογυμνασμένη, με μπόλικα νεαρά πρόσωπα αγοριών και κοριτσιών που, αν μη τι άλλο, αποδείκνυαν ότι μια καινούρια γενιά ταλαντούχων Κερκυραίων θα συνεχίσει τη λαμπρή παράδοση του νησιού σε ανάλογα σχήματα. Υπό την άξια μπαγκέτα του Σπύρου Ράλλη, η φιλαρμονική στάθηκε μια χαρά κι έδειξε κλάση σε αρκετά σημεία της βραδιάς. 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι φρέσκιες ενορχηστρώσεις που έκανε στο ρεπερτόριο της Μαρινέλλας και στις διαλεγμένες διασκευές ο Νικόλας Αναδολής –έπαιξε και φανταστικό πιάνο, αν δε τον έβλεπες από μακριά μπορεί και να τον μπέρδευες με τον The Boy– αναδείχθηκαν υποδειγματικά ισορροπημένες: πέτυχαν το ζητούμενο ακόμα και σε δύσκολες αποστολές (π.χ. "Συννεφιασμένη Κυριακή"), κάνοντας όσες τροποποιήσεις ήταν αναγκαίες δίχως να θίξουν το πνεύμα των τραγουδιών. Αντιθέτως, δεν με εντυπωσίασε καθόλου ο Παντελής Κόντος, με το υπέρ το δέον λόγιο και στυλιζαρισμένο του ύφος. Καλή φωνή, όμως δεν νομίζω ότι αντιλήφθηκε πως κλήθηκε να συμπράξει με τη Μαρινέλλα και όχι να τραγουδήσει σε ιταλικό μελοδραματικό θίασο. Σε εκείνο το έρμο "Τόσα Καλοκαίρια", για παράδειγμα, χάθηκε η λέξη «χείλια» μέσα στον στόμφο. Απαράδεκτο, κατά τη γνώμη μου, για τραγουδιστή με το φωνητικό επίπεδο και την εμπειρία του.

Η Μαρινέλλα, τώρα, μπούκαρε στη σκηνή χωρίς πολλά-πολλά κι έδειξε πώς μπορείς να κερδίσεις την παρτίδα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Είπε δηλαδή ένα «τώρααααα, είναι η ώρα να δούμε πού μας βγάζει αυτή η ζωήηη», η φιλαρμονική κορύφωσε με τα πνευστά της τονίζοντας τους οργιώδεις ρυθμούς του "Και Καλύτερα" κι εμείς από κάτω πήραμε φωτιά σαν ξερά φρύγανα. 

Φτάνοντας από εκεί στο φινάλε, στο οποίο την καταχειροκροτήσαμε όρθιοι και αλαλάζοντας, είχε χαθεί κάθε αίσθηση χρόνου. Με μια βροχή από μεγάλες στιγμές του δικού της ρεπερτορίου ("Καμιά Φορά", "Άνοιξε Πέτρα", "Σταλιά Σταλιά", "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)") και διασκευές στις οποίες στάθηκε θαυμάσια ("Τα Γαλάζια Σου Γράμματα", "Τα Λόγια Και Τα Χρόνια", "Βίρα Τις Άγκυρες" κ.ά.), η Μαρινέλλα μας έκοψε την ανάσα, «υποχρεώνοντάς» μας να την ακολουθήσουμε αποστομωμένοι στους ξέφρενους ρυθμούς των ερμηνειών και, ενίοτε, της κίνησής της επί σκηνής. 

Αναμενόμενα, ο κόσμος εξερράγη. «Είσαι σπουδαία!», της φώναξε κάποιος από τις πίσω σειρές του Παλλάς καθώς τραγουδούσε με απίστευτες, πραγματικά απίστευτες επιδόσεις το "Έλα Γι' Απόψε" του Χρήστου Χαιρόπουλου, απλά με τη συνοδεία του Αναδολή στο πιάνο. «Πρώιμο Πάσχα είναι αυτό!», ανέκραξε μια κυρία εκστασιασμένη από τα χορευτικά της, καθώς μας έλεγε το "Αφού Το Θες" σε ρυθμούς Χιώτη· «να ζήσεις 100 χρόνια!», μια άλλη κυρία –εκεί όμως σα να στράβωσε λίγο η Μαρινέλλα / «περισσότερα!» διόρθωσε μία τρίτη κυρία, πιάνοντας το νόημα. 

Ασφαλώς κι έχουν περάσει τα χρόνια, ασφαλώς υπάρχει κι ένα τίμημα, αφού ορισμένα πράγματα θέλανε ένα εξτρά ζόρι για να βγουν. Βγαίνουν, όμως: οι κορώνες της Μαρινέλλας με άφησαν προσωπικά άλαλο με την ένταση, την έκταση και τη συναισθηματική τους ακρίβεια. Στο τέλος της παράστασης, μάλιστα, πέρασε από δίπλα μου ένας εμφανώς αλλοπαρμένος Σταμάτης Φασουλής, μουρμουρίζοντας κάποιο από τα τραγούδια που είχε μόλις ακούσει.

Σκεφτείτε το λοιπόν καλά, αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, πριν αρχίσετε να στολίζετε με επίθετα την όποια διακριθείσα γυναικεία φωνή των τελευταίων χρόνων: γιατί γκράντε και σπουδαία είναι η Μαρινέλλα και υπάρχει μεγάλη διαφορά εκτοπίσματος. Δεν ξέρω αν πήγαν να τη δουν στις προγενέστερες βραδιές στο Παλλάς κάποιες συζητημένες εσχάτως κυρίες του πενταγράμμου, στη θέση τους πάντως θα είχα κάτσει ευλαβικά και σε κοντινή απόσταση, κρατώντας σημειώσεις. Η δε παρακολούθηση θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για ορισμένους συναδέλφους του εγχώριου πολιτιστικού ρεπορτάζ. Ναι, ξέρω, δεν ακούγονται ωραία αυτά τα λόγια στην εποχή της αβασάνιστης «να-μην-είμαστε-αυστηροί αποχρώσεων» αποψάρας. Κάπως έτσι, όμως, χάσαμε εν τέλει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων. 



22 Μαΐου 2023

Σταύρος Ξαρχάκος & Μαρινέλλα: Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος - ανταπόκριση (2015)


Ιούλιος 2015, στο Κτίριο Δ΄, Πειραιώς 260, (νομίζω) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς. Σταύρος Ξαρχάκος σε ιστορική σύμπραξη με τη Μαρινέλλα, με τη ντίβα να βγαίνει από τα νερά της προκειμένου να αναμετρηθεί με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση, διατέθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι συνθέτης με ιδιαίτερα ελληνικά αντανακλαστικά. Πολλάκις, μάλιστα, η ματιά του στα εγχώρια πράγματα και στα όποια σύνορα γινόταν να χαραχθούν με τα κυρίαρχα διεθνή πρότυπα, έχει πιστοποιηθεί ως μοναδική, βαθιά και σημαντική. 

Δεν απόρησα λοιπόν καθόλου με τη μελοποίησή του στη Σονάτα Του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου (1956), καθώς διαπίστωνα την πλήρη της σύμπλευση με τα Δυτικά λόγια μέτρα –εκείνα του Ρομαντισμού κυρίως, άλλωστε το ίδιο το έργο παραπέμπει στον Μπετόβεν– και τη σαφή της απόσταση από το ντόπιο, λαϊκότερο στοιχείο: ο Ρίτσος, ως γνωστόν, θεωρούσε αδιανόητο να ντύνεται η ποίησή του «με τα ρούχα του Τσιτσάνη» (όπως έχει πει εύστοχα ο Μίκης Θεοδωράκης, ενθυμούμενος τα του Επιταφίου). Θα ήταν λοιπόν απρεπές να προτείνει ο Ξαρχάκος οτιδήποτε τέτοιο. Κι ας βρίσκεται εκεί το φόρτε του ως δημιουργού. Ως αποτέλεσμα, βέβαια, μείναμε με μια μουσική συμπαγή και πολύ καλά τοποθετημένη ως προς τη λυρικότητα και τις εξάρσεις της Σονάτας Του Σεληνόφωτος, μα σε καμία περίπτωση σπουδαία. 

Νομίζω ωστόσο πως, ό,τι κι αν έπλαθε ο Ξαρχάκος, μεγάλο στοίχημα της παράστασης ήταν τελικά η Μαρινέλλα. Η πρώτη τους αυτή επί σκηνής συνάντηση τράβηξε το αναμενόμενο ενδιαφέρον –ελάχιστες θέσεις έμειναν άδειες στο Κτίριο Δ΄ της Πειραιώς 260 κι ας υπήρχε η επιλογή για δύο ακόμα παραστάσεις για όσους ήθελαν να αποφύγουν το κλειστό (λόγω συγκέντρωσης διαμαρτυρίας) Σύνταγμα– και η ετυμηγορία του πλήθους υπήρξε αναντίρρητα καταιγιστική: ο κόσμος την καταχειροκρότησε όρθιος, δίχως φειδώ σε μπράβο και ιαχές. Και δεν ήταν άδικος ο ενθουσιασμός.

Η Μαρινέλλα βγήκε έξω από τα νερά της αντιμετωπίζοντας τον Ρίτσο. Δεν ήταν θέμα ούτε ταιριαστής φυσιογνωμίας/ηλικίας, ούτε φωνής: έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, βουτώντας στο βένθος της πλήρους επαναποτοθέτησης ενός ατόμου απέναντι στον κόσμο. Τα βιώματα του παρελθόντος, οι αγωνίες του παρόντος, η φθορά του χρόνου, τα πάνω/κάτω των καιρών, τα όσα ποιητικώς συμβόλιζε η παραμονή στο σπίτι και η δειλή λαχτάρα για το έξω –για μια μικρή, έστω, βόλτα στο λαμπερό σεληνόφως– όλα ρέουν γύρω από την ηρωίδα και μέσα στον μονόλογό της (ή στον διάλογό της με έναν νεαρό άνδρα τον οποίον ποτέ δεν βλέπουμε). Οδηγώντας στην καταλυτική παρουσία του επείγοντος τώρα, στην ανάγκη ο επανατοποθετημένος απέναντι στον εαυτό του άνθρωπος να συμβαδίσει ξανά με τους υπόλοιπους στην ασβεστωμένη πολιτεία που μαζί μοιράζονται.

Η Μαρινέλλα μπόρεσε λοιπόν να μεταμορφωθεί, ως έναν βαθμό βέβαια. Υπήρχαν στιγμές δηλαδή στις οποίες ξέχναγες ποια ήταν κι έβλεπες μπροστά σου μόνο την ηρωίδα του Ρίτσου, ειδικά στα στιγμιότυπα εκείνα που καθόταν στην πολυθρόνα και μας διηγούταν. Από την άλλη, έμεινε πιστή και στο ίματζ του ινδάλματος: μέσα στο μαύρο της φόρεμα, στα πήγαινε/έλα της στη σκηνή, λουσμένη στα φώτα των προβολέων ή στρατηγικά τοποθετημένη στις άκρες τους, ήταν η Μεγάλη Κυρία του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου που τόσος κόσμος αγάπησε. 


Αυτό είχε ασφαλώς το τίμημά του, καθώς δεν έλειψαν οι φορές στις οποίες ο τόνος γινόταν υπέρμετρα μελοδραματικός –και δεν ταίριαζε κάτι τέτοιο στο ποίημα, δεν ήταν φυσικό δηλαδή κάθε «άφησέ με να 'ρθω μαζί σου» να ηχεί τόσο δακρύβρεχτο, σαν να επρόκειτο να ακολουθήσει το «καμιά φορά λέω ν' αλλάξω ουρανό»... Όμως χωρίς τη συγκεκριμένη περσόνα, χωρίς αυτόν τον παράγοντα Μαρινέλλα (αν μου επιτρέπετε) δεν θα ήταν δυνατόν να φτάσουμε σε ένα τόσο μεγαλειώδες φινάλε. Όπου πάνω στα σκαλιά, στο σύνορο οικίας/πολιτείας, η ηρωίδα του Ρίτσου –αξεδιάλυτη πλέον από τη γνωστή μας Μεγάλη Κυρία– άνοιγε την αγκάλη της στην προοπτική του μέλλοντος. Πώς να μην την καταχειροκροτήσεις;

Όμως η Μαρινέλλα ευτύχησε να έχει και δύο εξαιρετικούς συμμάχους. Πρώτα και κύρια, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο. Έναν σεμνό, μα παθιασμένο και πολύ ουσιαστικό εκτελεστή, ο οποίος ζωντάνεψε την παρτιτούρα του  Ξαρχάκου, βρίσκοντας πάντα τον σωστό τρόπο να εντυπώνεται στα δρώμενα: πότε με βροντερά κρεσέντο, πότε ως διακριτικός συνοδός, βαπτισμένος στον λυρισμό του Ρίτσου. Τα περαιτέρω εύσημα ανήκουν στη Σοφία Αλεξιάδου, για τα καταπληκτικά φώτα. Παρότι δεν είδαμε χρώματα, η ελαφρά παρουσία καπνού έδωσε στους κίτρινους προβολείς την ημιφωτισμένη εκείνη άχλυ του σπιτικού πορτατίφ, ενώ η διάταξή τους και οι γωνίες απέδωσαν ένα πανηγυρικό σεληνόφως όταν η πρόζα έφτασε στο «πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος».

Μακάρι να σκαρώσουν και κανάν δίσκο μαζί, Ξαρχάκος, Μαρινέλλα & Νεοφυτίδης, σκέφτηκα βγαίνοντας στην Πειραιώς.