Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπακωνσταντίνου Θάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπακωνσταντίνου Θάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Δεκεμβρίου 2020

Δημήτρης Μαραμής: Οι Στοιχειωμένοι - ανταπόκριση (2019)


Τώρα που αναγκαστικά ζούμε χωρίς τις ζωντανές παραστάσεις, συμβιβαζόμενοι –και οι πιο απρόθυμοι– με την ιντερνετική τους διάσταση και την ατομική παρακολούθηση, συχνά τρέχει ο νους σε προηγούμενα θεάματα τα οποία είχαμε δει. Παλιότερα ή πιο πρόσφατα, δεν έχει τόση σημασία· ό,τι έμεινε στη μνήμη έρχεται να υποκαταστήσει την (προσωρινή, όλοι ελπίζουμε) απώλεια.

Μία λοιπόν από τις πιο ωραίες εγχώριες παραγωγές που είδα το 2019 (στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής), ήταν και οι Στοιχειωμένοι του Δημήτρη Μαραμή, σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου. Ένα έργο μεγαλόπνοο, πλούσιο, βαθύ, σε διάλογο με τις ρίζες του τόπου μας μα συνάμα και σύγχρονο, με μουσικό ορίζοντα διεθνή. Δεν μπόρεσα μάλιστα να μη σκεφτώ, καθώς ξεκινούσε, πόσο δρόμο περπάτησε ο δημιουργός του από το 2004, όταν έκανε ντεμπούτο στη δισκογραφία με τα Σονέτα Του Σκοτεινού Έρωτα –15 χρόνια, γεμάτα. 

Προσωπικά, νομίζω ότι οι Στοιχειωμένοι ήταν η καλύτερη μέχρι τώρα στιγμή του, αν και γνωρίζω ότι για τους περισσότερους σημείο αναφοράς έχει σταθεί ο Ερωτόκριτος (2017). Επόμενη στάση για τον συνθέτη, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε αυτές τις μέρες, θα είναι ο Καπετάν Μιχάλης του Νίκου Καζαντζάκη (με εμβόλιμους στίχους Σωτήρη Τριβιζά). Πότε, τώρα, εξαρτάται από τις νυν περιστάσεις, φαντάζομαι.

Τον Δημήτρη Μαραμή τον έχω εντωμεταξύ συναντήσει μόνο μια φορά στη ζωή μου, εντελώς τυχαία: καθόμουν με παρέα στο καφέ Βαρνάβα στην πλατεία Βαρνάβα κλασικό κι αγαπημένο στέκι για μας τους Παγκρατιώτες, που επίσης πλήττεται φέτος από την όλη υγειονομική κρίση και βρισκόταν στο διπλανό τραπέζι. Δεν ξέραμε ο ένας την όψη του άλλου, κάπως όμως υποψιάστηκε από τις κουβέντες μας και ήρθε να πει ένα γεια. Αρκετό καιρό αργότερα, μάλιστα, με πρωτοβουλία του Στυλιανού Τζιρίτα, βγήκε και τηλεφωνικά στη ραδιοφωνική μας εκπομπή στο Κόκκινο, παίζοντάς μας και πιάνο ζωντανά από τους Δελφούς (με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή του εκεί φεστιβάλ).

Η ανταπόκρισή μου για τους Στοιχειωμένους δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2019 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης παρεμβάσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Κωνσταντινίδη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε στον Τύπο για την επικοινωνία της παράστασης. Η κάτωθι φωτογραφία του Μαραμή ανήκει στον Νικηφόρο Βιδάλη, ενώ η φωτογραφία της παράστασης (πιο κάτω) ανήκει στον Γιώργο Σπανό και προέρχεται κι αυτή από το προαναφερθέν promo υλικό


Οι Στοιχειωμένοι τραβούν την προσοχή σου ήδη πριν ανέβει η αυλαία, από τη ζωηρή εισαγωγική ουβερτούρα. Σκεφτόμουν καθώς την άκουγα πόσο νερό κύλησε στο αυλάκι από τα Σονέτα Του Σκοτεινού Έρωτα –το ντεμπούτο του Δημήτρη Μαραμή στη δισκογραφία (2004)– πόσο σίγουρα έγιναν εν καιρώ τα δημιουργικά του πατήματα, πόσο ακριβείς οι ενορχηστρωτικές πιρουέτες μεταξύ ελληνικού και διεθνούς, πόσο βάθυνε ο διάλογός του με την κληρονομιά του Μάνου Χατζιδάκι. Όπως θα αποδεικνυόταν και στη συνέχεια της βραδιάς, ο Αθηναίος συνθέτης βρίσκεται σε μια πολύ ουσιαστική φάση της καριέρας του, την οποία και επισφραγίζουν οι Στοιχειωμένοι ως έργο συνάμα τοπικό, βαλκανικό μα και παγκόσμιο.

Παρά ταύτα, το θέαμα που αντικρίζεις με το που παραμερίζει η κουρτίνα της αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη, κλέβει για λίγο την παράσταση από τη μουσική: νεκροί συσπώνται και τινάζονται στους τάφους τους, αρχίζοντας το τραγούδισμα μιας μαύρης ιστορίας. Η κινησιολογία τους, συναρπαστική· φαντάζει σχεδόν υπεράνθρωπη και πρέπει να απαίτησε πολλά σε σωματικό επίπεδο από τον θίασο. Χέρια, πόδια μα και ο κορμός ο ίδιος αρκετές φορές θυμίζουν τα ζόμπι του George Romero στην εμβληματική Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (1968), εκείνα δηλαδή τα μοντέρνα γκουλ που βαδίζουν ακανόνιστα μα και με μια αδυσώπητη δέσμευση προς το καταβρόχθισμά σου. 

Η πρώτη αυτή πράξη των Στοιχειωμένων λειτουργεί ως γέφυρα προς τον κόσμο των δημοτικών τραγουδιών που απασχολεί τα επόμενα δύο μέρη της τριλογίας, από την άποψη ότι βασίζεται σε καινούριο λιμπρέτο, γραμμένο από τον Σωτήρη Τριβιζά. Εντούτοις η πηγή εντοπίζεται στον λαϊκό φωκικό θρύλο για το Στοιχειό της Χάρμαινας, ο οποίος αναβιώνει ξανά στη σημερινή Άμφισσα (από το 1995 και μετά), κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο των Αποκριών. Διαδραματίζεται βέβαια σε χρόνους αλλοτινούς και τραγουδά την ξέγνοιαστη, νεανική αγάπη του Κωνσταντή και της Λενιώς, την οποία η μοίρα άφησε ανεκπλήρωτη, βυθίζοντάς τη σε ένα τρομακτικό σκοτάδι.

Οι δύο επόμενες πράξεις βασίζονται στο Γιοφύρι της Άρτας και στο Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, σε δύο δηλαδή πολύ γνωστά δημοτικά αριστουργήματα, το στόρι των οποίων θα ήταν περιττό να αναφέρουμε. Η κλιμάκωση αποδεικνύεται καλά μελετημένη, γιατί με κάθε τμήμα της τριλογίας εμπλουτίζεται βαθμιαία και ό,τι βλέπεις επί σκηνής, αλλά και το τι ακούς: ο Μαραμής φτιάχνει περίτεχνες μελωδίες τόσο για τους τραγουδιστές του, όσο και για τα πνευστά όργανα της ορχήστρας (κλαρινέτο, τρομπέτα, τρομπόνι, φλάουτο, σαξόφωνο), καταφέρνοντας να περάσει μια αίσθηση ελληνικότητας χωρίς επουδενί να βασιστεί σε παραδοσιακό υλικό. Κάτι βέβαια που δεν απηχεί μόνο ταλέντο, μα και την επαφή του με την εγχώρια γραμματεία, όπως και τη γοητεία που προφανώς του έχουν ασκήσει τα συγκεκριμένα έργα. Ο Παύλος Καρρέρ, αν μπορούσε να ακούσει, θα ζήλευε πιστεύω αυτό το τόσο καλά ζυμωμένο προσωπικό ιδίωμα.

Οι Στοιχειωμένοι, ωστόσο, αρθρώνονται σε μια αρμονική σύμπλευση μουσικής και εικόνας, έχοντας ως έτερο πυλώνα επιτυχίας την εκπληκτική σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Η προαναφερθείσα έναρξη με τον θίασο στους τάφους, οι σταχτιές γυναικείες μορφές με τις στάμνες που κυκλώνουν τη Λενιώ στο Στοιχειό της Χάρμαινας (βλέπε κεντρική φωτογραφία) καθώς βαδίζει ανύποπτη προς την κεραυνοπληξία, αλλά και το διμερές σκηνικό που στήνεται για το Γιοφύρι της Άρτας προκειμένου να μεταδώσει τον δραματικά καίριο βηματισμό της χαρωπής γυναίκας του πρωτομάστορα προς τον άντρα της –ο οποίος βιώνει βέβαια τα ακριβώς αντίθετα συναισθήματα, γνωρίζοντας τι μέλλει γενέσθαι– είναι όλα φτιαγμένα καλαίσθητα. Με σπουδή και με άποψη ευρισκόμενη στον αντίποδα γνωστών συμβάσεων.

Αλλά ο Παπακωνσταντίνου ξεδιπλώνει πλήρως την οπτική του στο Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Όπου όχι μόνο παίζει με τους υπέροχους μπλε και κόκκινους φωτισμούς του Μεγάρου, μα πλάθει κι έναν χλιδανό δασικό κόσμο, στον οποίον συμπλέει ο επιφανειακά κυρίαρχος Χριστιανισμός με αγροκτηνοτροφικές δοξασίες χαμένες στον ιστορικό χρόνο (βλέπε κάτωθι φωτογραφία). Έχω να δω κάτι τόσο ωραίο σε μουσική παράσταση από το 2015, όταν ο Arnaud Bernard έριξε από την οροφή της ίδιας αίθουσας το κάδρο με το οποίο περιέκλεισε τους ήρωες της όπερας του Vincenzo Bellini Καπουλέτοι Και Μοντέκκοι, αλλάζοντας το Παράδειγμα για το τι εστί γκραν φινάλε σε εγχώρια παραγωγή.


Άφησα δίχως σχόλια τους βασικούς ερμηνευτές, γιατί νομίζω τους πρέπει εκτενής αναφορά για τα όσα κατάφεραν, ανταποκρινόμενοι με πληρότητα στον πήχη των μουσικοθεατρικών απαιτήσεων των Στοιχειωμένων, έστω και με ορισμένους αστερίσκους ανά περιπτώσεις.

Νομίζω δηλαδή ότι η Ελένη Δημοπούλου παρασύρθηκε αποδίδοντας τη Λενιώ στο Στοιχειό της Χάρμαινας και «φώναξε» παραπάνω από όσο έπρεπε κάποιες ψηλές νότες· με αποζημίωσε όμως πλήρως ως Αρετή, τόσο με το μέτρο της, όσο και με την πειστική απεικόνιση του κοριτσιού που ξέρουμε από το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Η Λητώ Μεσσήνη αποδείχθηκε μια φωνητικά εκπληκτική μονωδός όταν κλήθηκε να αποδώσει το πουλί στο Γιοφύρι της Άρτας· εντούτοις πάτησε πολύ στην προφανή οπερατική της παιδεία και οι Στοιχειωμένοι δεν είναι ακριβώς όπερα –το θέμα ήταν λοιπόν να καταλαβαίνουμε και τι λέει, όχι να χάνονται τα λόγια στον λυρικό στόμφο. Ο Βασίλης Δημακόπουλος βρόντηξε ως Πρωτομάστορας χάρη στο καλλιεργημένο μπάσο της φωνής του, ενώ άριστα στάθηκαν και ο Σταμάτης Πακάκης με τον Νίκο Ζιάζιαρη (στοιχειά, μάστοροι, άνεμοι), η αβίαστη «χημεία» των οποίων τόνισε όσο κανενός άλλου τον χαρακτήρα μιούζικαλ που θέλησαν οι συντελεστές να έχουν οι Στοιχειωμένοι. Ίσως θεωρηθεί υπερβολή, μα υπήρξαν στιγμιότυπα στο Γιοφύρι της Άρτας στα οποία έφεραν επί σκηνής κάτι από το μεγαλείο του Joel Grey στο Cabaret (1972).

Ανάμεσα στους αρσενικούς πρωταγωνιστές, πάντως, κυρίαρχος αναδείχθηκε ο Θοδωρής Βουτσικάκης, παίζοντας και τον Κωσταντή που κατέληξε Στοιχειό της Χάρμαινας και τον περιλάλητο Κωσταντή από το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Με μεγάλη φωνητική άνεση, με ερμηνευτική πειθώ που δεν περιμένεις από τραγουδιστή μόλις στα 30 του χρόνια, αλλά και με εκπληκτική κινησιολογία, απέδειξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο γιατί έχει ξεχωρίσει ως νέα παρουσία στο τοπίο της τρέχουσας δεκαετίας. Η δε συνεργασία του με τον Μαραμή (που κρατάει εδώ και μια πενταετία περίπου) τον έχει ζυμώσει επαρκώς με τον κόσμο του συνθέτη, προσθέτοντας έτσι εκείνη την καθοριστική επαφή με τα «χνώτα» του δημιουργού· την οποία ευτύχησαν μεν να έχουν στο παρελθόν οι μεγάλοι τραγουδιστές της ελληνικής δισκογραφίας, μα καταλήγει είδος υπό εξαφάνιση με τους όρους που κινείται πλέον η τελευταία.

Βρήκα επίσης καταπληκτική τη Βασιλική Καρακώστα ως γυναίκα του πρωτομάστορα, καθώς απέδωσε πλήρως τη μετάβαση από το αμέριμνο του περιπάτου στη συνειδητοποίηση της φριχτής, δόλιας ανθρωποθυσίας/προδοσίας· κορυφώνοντας με σωστά τοποθετημένη οργή και απελπισία στη στιγμή που ξεστόμιζε τις κατάρες της για όσους θα διάβαιναν στο εξής το Γιοφύρι της Άρτας. Νομίζω όμως ότι της έκλεψε τελικά την παράσταση η Αργυρώ Καπαρού χάρη στον τρόπο με τον οποίον έπαιξε τη μάνα στο Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Όχι μόνο ξεδιπλώνοντας ερμηνευτικές δυνάμεις και χρώματα που δυστυχώς δεν έχουν φανεί από τη μέχρι τώρα πορεία της στην έντεχνη δισκογραφία, αλλά και γιατί μπόρεσε να δώσει σάρκα και οστά στη μητρική εκείνη φιγούρα που ξέρουμε από το δημοτικό άσμα, απεικονίζοντάς τη και ως δυναμική κορυφή μιας μεγάλης επαρχιακής οικογένειας και ως χαροκαμένη μητέρα. Η τραγουδιστική της μάλιστα «σύγκρουση» με τον Βουτσικάκη στη συζήτηση για τους γάμους της Αρετής στα ξένα, απεικόνισε γλαφυρά το δραματικό ύψος στο οποίο δυστυχώς ποτέ δεν έφτασε μέχρι σήμερα η εγχώρια όπερα –και ας καταχωρούνται οι Στοιχειωμένοι ως μιούζικαλ, επισήμως.

Οι Στοιχειωμένοι είναι ένα από τα πιο ωραία πράγματα που έχω δει σε (εγχώριο) μουσικοθεατρικό επίπεδο. Ένα έργο μεγαλόπνοο, πλούσιο, βαθύ, σε διάλογο με τις ρίζες του τόπου μας μα συνάμα και σύγχρονο, τόσο στη μουσική του έκφραση, όσο και από τη σκοπιά της σκηνικής του διάρθρωσης. Σε έναν δίκαιο κόσμο, θα καταστεί ορόσημο αναφοράς.