Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ισούφης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ισούφης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Μαΐου 2023

Γιάννης Ισούφης, Μητσάρας Λάζος & Θανάσης Λαβίδας – Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί... Τραγούδια Και Σκοποί Των Ελλήνων Ρομά Από Τους Σοφάδες Καρδίτσας (1992) [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 σε μια πολύ ιδιαίτερη συλλογή ηχογραφήσεων του 1992, την οποία επιμελήθηκαν ο Κωστής Δρυγιανάκης με τον Βαγγέλη Μπαντελά για την Εκδοτική Δημητριάδος, που την κυκλοφόρησε σε βιβλίο και CD.

Υπό τον τίτλο «Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί...», λοιπόν, μαζεύτηκαν εδώ τραγούδια και σκοποί των Ελλήνων Ρομά από τους Σοφάδες της Καρδίτσας –όπως δηλώνει και ο υπότιτλος. Συγκροτώντας το πορτρέτο ενός χαμένου μουσικού κόσμου, τον οποίον εκπροσωπούν οι πρωταγωνιστές του άλμπουμ: ο (εικονιζόμενος άνωθεν, με τη γυναίκα του) Γιάννης Ισούφης, ο Μητσάρας Λάζος και ο Θανάσης Λαβίδας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το αρχειακό υλικό που έδωσαν οι επιμελητές στον Τύπο, ενόψει της παρουσίασης της έκδοσης


Ο χρόνος, στην παρούσα έκδοση, είναι κάτι το ρευστό. Ξεχνιέσαι καθώς ακούς, παρασυρμένος από τη ζωντάνια του δίσκου, και νιώθεις πως κινείσαι στο παρόν· βρίσκεσαι όμως 23 χρόνια πριν. 

Μάλιστα, διαβάζοντας τα συνοδευτικά κείμενα, δεν αργείς να συνειδητοποιήσεις πως στην πραγματικότητα βρίσκεσαι ακόμα πιο πίσω: ο κόσμος του (βασικού τραγουδιστή) Μητσάρα Λάζου είναι ένας κόσμος που δύει. Ο ίδιος έχει πλέον αποσυρθεί λόγω εμφράγματος όταν γίνεται η ηχογράφηση και θα πέθαινε 3 χρόνια αργότερα (1995), έτος στο οποίο έφυγε και ο Γιάννης Ισούφης. Μόνο ο Θανάσης Λαβίδας ζει από τους κύριους συντελεστές, όντας στα 63 καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές. Όμως δύει και η γενικότερη αισθητική την οποία εκπροσώπησαν αυτοί οι καλλιτέχνες, μιας και οι Ρομά μουσικοί της περιόδου εγκατέλειπαν τότε τα παιξίματα α-λα-τούρκα και περνούσαν προς τη σχολή Βασίλη Σαλέα. Η επικράτησή της θα φέρει τελικά (μια κάποια) πανελλαδική ομογενοποίηση, καθώς και τη σύγκλιση με τη Δύση.   

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι υπάρχει μια δεδομένη αξία στο Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί, καθώς παρουσιάζει ένα από τα λιγότερα φωταγωγημένα κομμάτια του ευρύτερου λαϊκού μας πολιτισμού, σε μια κρίσιμη καμπή για το τοπικό ιδίωμα που ανθούσε στους Σοφάδες της Καρδίτσας. Συχνά, βέβαια, τέτοιοι δίσκοι έχουν ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον, καθώς προτάσσουν το «πολύτιμο για την έρευνα», παραγκωνίζοντας τον παράγοντα της ακουστικής ευχαρίστησης. Εδώ, όμως, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο: υπό την αιγίδα της Εκδοτικής Δημητριάδος, οι επιμελητές Βαγγέλης Μπαντελάς & Κωστής Δρυγιανάκης προσφέρουν ένα άλμπουμ που δεν ξεχνά να είναι απολαυστικό. Συγκλονιστικά απολαυστικό, μάλιστα, σε ορισμένα του σημεία. 

Ο χρόνος διαθέτει εντωμεταξύ μία ακόμα διάσταση, εκείνη της συγκεκριμένης στιγμής. Δεν εισπράττεις δηλαδή εδώ ακριβώς αυτό που θα άκουγες σε ένα Ρομά γλέντι του 1992. Όχι μόνο γιατί λείπει το κοινό, αλλά και γιατί λείπει ο ηλεκτρισμός, που ήδη είχε επικρατήσει στα πανηγύρια. Ο Κώστας Λαβίδας (αδερφός του Θανάση) πιάνει μεν την ηλεκτρική κιθάρα στο καταπληκτικό "Τούνγκε Τούνγκε", είναι όμως το μόνο παράδειγμα τέτοιας παρουσίας στα περιεχόμενα. 

Ως έναν βαθμό, επομένως, Μπαντελάς & Δρυγιανάκης «επέβαλλαν» μια αισθητική προτίμηση για κάτι το ακουστικό, την οποία φυσικά δέχτηκαν οι συμμετέχοντες· με αποτέλεσμα έναν δίσκο που ναι μεν αποτελεί αξιόπιστο πορτρέτο των γαμήλιων (κυρίως) τραγουδιών τα οποία παίζονταν κάποτε σε εκείνο το κομμάτι της Θεσσαλίας, μα ταυτόχρονα είναι και κάτι το μοναδικό, συγκρινόμενο π.χ. με τις κασέτες που κυκλοφορούσαν τότε Ρομά καλλιτέχνες σε τοπικές εταιρείες. 

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι όμως και μία ακόμα διάσταση των περιεχομένων, η οποία ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο διαλόγου που μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια και στο διεθνές ποπ/ροκ τερέν: τι είναι ξαναζεσταμένο φαγητό από μία ήδη υπάρχουσα «παράδοση» και τι καινούριο σε σχέση με αυτήν τη «μήτρα», ρωτάμε εκεί –το ίδιο ρωτάμε κι εδώ, βγάζοντας βέβαια τη λέξη παράδοση από τα εισαγωγικά της. 

Με μια σχετική ακρίβεια, λοιπόν, μπορούμε να ορίσουμε την παρουσία του Μητσάρα Λάζου ως κομβικής σημασίας, αναγορεύοντάς τον σε τραγουδοποιό που βρήκε πώς να πατήσει μεταξύ παραδοσιακού και νεωτερικού διατηρώντας τον απαραίτητο ερωτισμό που χρειάζεται μια τέτοια σχέση, ώστε να καταστεί δυναμική: η παράδοση του πρόσφερε πρότυπα και μηχανισμούς κι εκείνος έφτιαξε τα δικά του τραγούδια με αυτούς, με την οπτική του στον στίχο, τμήμα της οποίας ήταν και η έκφραση στα ρομάνι. Προφανώς πολύ πριν ο Καιρός Των Τσιγγάνων του Εμίρ Κουστορίτσα και το κατά Goran Bregović "Ederlezi" δημιουργήσουν τον ρομαντικό εξωτισμό που γοήτευσε τα μεγάλα ακροατήρια, οδηγώντας στο τηλεοπτικό κρεσέντο των Ψιθύρων Καρδιάς

Λυπάσαι έτσι που βρίσκεις εδώ τον Μητσάρα Λάζο σε κάμψη. Παραμένει μεν ένας υποβλητικός τραγουδιστής, μα σε γενικές γραμμές το νιώθεις πως το ζενίθ του έχει πια περάσει. Μέχρι βέβαια το σημείο εκείνο όπου η φωνή του ξεπηδά μέσα από μια διήγηση για το γαμήλιο έθιμο της κίνα, για να πει το "Σαράντα Φαμιλιά Ρομά" –το τραγούδι δηλαδή που έλεγε όταν ήταν εν ενεργεία καθώς η οικογένεια αποχαιρετούσε τη νύφη και, κατά τις μαρτυρίες, έκανε τους πάντες να κλαίνε. Είναι απλά καταπληκτικός σε αυτό το στιγμιότυπο: ένας μεγάλος μάστορας της τέχνης του. 

Εξαιρετικός είναι όμως και ο Θανάσης Λαβίδας, όχι μόνο στο ξεσηκωτικό "Τούνγκε Τούνγκε" που ήδη αναφέρθηκε, αλλά και στο "Μεραούλι", όπως και στο θαυμάσιο "Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί", το οποίο δίνει και τον τίτλο στην όλη έκδοση: ναι μεν το λέει και ο Λάζος λίγο πιο κάτω (και το λέει ωραία), προσωπικά όμως προτιμώ το χρώμα της απόδοσης του Λαβίδα. Τέλος, ο Γιάννης Ισούφης, ονομαστός κλαριντζής στα γκαραγκούνικα γλέντια μιας παρελθούσας Θεσσαλίας, λάμπει με το καίριο, καθάριο παίξιμό του στο "Τσιφτετέλι Του Παλιού Λαβίδα": άμα πας στο χωριό Λιοντάρι στην Καρδίτσα και δεν το παίξεις, λέει, «τρως ξύλου». Ίσως δικαιολογημένα, μονολόγησα κι εγώ γελώντας, καθώς το άκουγα.

Είναι ένα θαυμάσιο απόκτημα το Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί, ακόμα κι αν θέλετε να ασχοληθείτε μόνο με τη μουσική και όχι με το παζλ ενός χαμένου κόσμου, που άκμασε στις παρυφές μιας επίσημης λαϊκής κουλτούρας. Θα χάσετε βέβαια έτσι κάτι υπέροχα δρυγιανακικά σχόλια που προσωπικά πολύ αγαπώ, σαν αυτό το «Απομεσήμερο με χειμωνιάτικο ήλιο, αλλά και κρυαδάκι. Στους Σοφάδες υπάρχει μια έντονη και γοητευτική, θα έλεγα, αίσθηση ότι η σύγχρονη ανάπτυξη έχει σταματήσει σε ένα προγενέστερο στάδιο. Έτσι ήταν και το 1992, έτσι είναι και σήμερα, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών». Αλλά, ακόμα κι έτσι, κερδισμένοι θα μείνετε. Και με το παραπάνω.