Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλάνη Δήμητρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλάνη Δήμητρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Φεβρουαρίου 2023

Δήμητρα Γαλάνη & Ευστάθιος Δράκος - Το Βαλς Των Χαμένων Μετά [δισκοκριτική, 2016]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2016 στο άλμπουμ «Το Βαλς Των Χαμένων Μετά» της Δήμητρας Γαλάνη και του Ευστάθιου Δράκου, γνωστού από το συγκρότημα Minor Project. Δουλειά που πέτυχε να βγάλει ένα μεγάλο σουξέ για την εγχώρια δεκαετία των '10s, μα προσωπικά με άφησε αισθητά ανικανοποίητο.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Να ένας ελληνικός δίσκος που έβγαλε σουξέ τόσο ευπρόσωπο και πιασάρικο (την "Εκδρομή"), ώστε φτάσαμε να το ακούμε και σε τηλεοπτική διαφήμιση –της μπύρας Fix– δίχως να τραβάμε τα μαλλιά μας. Δεν θυμάμαι από πότε έχει να συμβεί.

Πέτυχε λοιπόν διάνα το Βαλς Των Χαμένων Μετά, πέρα από το να επαναφέρει στην επικαιρότητα την αγαπημένη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη· η τελευταία απόπειρα της οποίας (Αλλιώς, 2014) δεν βρήκε φοβάμαι την αναγνώριση που της έπρεπε. Ίσως γι' αυτό να αισθάνθηκε κι εκείνη πως χρειαζόταν να κάνει ένα πιο εμφανές βήμα προς ό,τι αντιλαμβάνεται ως «σήμερα»· πως έπρεπε να το πάρει κάπως ...αλλιώς, αν μου επιτρέπεται το λογοπαίγνιο.

Εδώ, ωστόσο, καταγράφεται ξανά μια διάσταση απόψεων που διατηρώ σε όλον τον μέχρι στιγμής 21ο αιώνα με όσες ανάλογες κινήσεις έχει πραγματοποιήσει, η οποία εδράζεται στο πώς αντιλαμβάνεται και ορίζει το «σήμερα»: ο Κ.ΒΗΤΑ ήρθε όταν πλέον είχε γίνει κτήμα (και) ενός έντεχνου κοινού, που ποτέ δεν συγκλονίστηκε από τους Στέρεο Νόβα· ο Βασιλικός, αντίστοιχα, όταν προσπαθούσε να γίνει crooner for the masses, σε μια στροφή μακριά από τις μέρες των Raining Pleasure, που για τους ενημερωμένους μουσικόφιλους παραμένει συζητήσιμη. Τώρα, ως «σήμερα» ζητείται να δεχτούμε τους Minor Project ή τέλος πάντων τον κινητήριο μοχλό τους Ευστάθιο Δράκο, καθώς το Βαλς Των Χαμένων Μετά χτίζεται πάνω στις μελωδίες του.

Μια τέτοια συζήτηση, βέβαια, γίνεται γρήγορα αρκετά σχετική, καθώς εξαρτάται (πολύ) από το ποιος ακούει και πού στέκεται στον ορίζοντα που ονομάζουμε «ελληνικό τραγούδι». Είναι εύκολο να δεχτείς τον Δράκο ως «νέα δύναμη» εκεί όπου στέκεται η Δήμητρα Γαλάνη, που προφανώς ακούει ραδιόφωνο και εξίσου προφανώς ψάχνει για κάτι ικανό να κάνει γκελ σε ευάριθμα αυτιά. Είναι ωστόσο αρκετά δύσκολο εκεί όπου στέκομαι π.χ. εγώ. Αντίστοιχα, είναι εύκολο για το κοινό λ.χ. του Μελωδία να βρει μια εύστοχη πρόκληση στο remix του Papercut στο "Νερό", έτσι μεσοβέζικα (και με μια διάθεση έκπτωσης;) όπως ορίζουμε σήμερα το «ραδιοφωνικό». Αλλά για ένα αυτί πιο εξοικειωμένο με τα διεθνή ηλεκτρονικά, η ασφάλεια της ευθείας στην οποία περπατά είναι μάλλον βαρετή.

Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε μια εξίσωση με 3 παράγοντες, οι οποίοι αποδεικνύονται μεν συμβατοί μεταξύ τους ώστε να φτάνουν σε ένα αποτέλεσμα με συνοχή, μα δεν στέκονται ισότιμα. Το Βαλς Των Χαμένων Μετά εδράζεται δηλαδή στο εύηχο «χαλί» που παρέχουν οι μελωδίες του Δράκου, μα εν τέλει αποτυπώνει ως ατού κυρίως τη Γαλάνη και σε δεύτερο πλάνο τον Νίκο Μωραΐτη: η πρώτη παραμένει ένας μοναδικός φορέας αισθαντικότητας και συναισθήματος, μια ερμηνεύτρια καταπληκτική, ικανή να δώσει ξεχωριστό βάρος στις λέξεις (προσέξτε το "Όστρακο")· ο δεύτερος είναι ένας στιχουργός ταγμένος στα εύστοχα και απλά πράγματα, ο οποίος δεν αισθάνεται κανένα κόμπλεξ με αυτήν την ας την πούμε «ποπ» προσέγγιση –χάρη σε εκείνη, απεναντίας, ανθούν τραγούδια σαν την "Εκδρομή" ή το "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι". Έστω κι αν η γραφή του δεν βρίσκει στόχο σε κάθε περίσταση, παραμένει δροσερός αέρας σε ένα τεραίν που βρίθει ομφαλοσκοπικής μεγαλοσχημίας και ψευδοποιητικής μελαγχολίας.

Μουσικώς μιλώντας, όμως, οι συνθέσεις του Δράκου μοιάζουν με κάτι σαν Μάνος Χατζιδάκις σε ελαφριά τεχνολογική αναβάθμιση, συσκευασμένος σε χρηστικές ταμπλέτες για τη γενιά που στο σπίτι της έχει μόνο την Τζοκόντα. Το εγχείρημα δεν γίνεται ποτέ προσβλητικό (και οπωσδήποτε κάνει τη Γαλάνη να αισθανθεί στα νερά της), μα εξαντλεί γρήγορα τον μικρό του ορίζοντα, αδυνατώντας να στηρίξει έναν ολόκληρο δίσκο. Στο μοναδικό ορχηστρικό στιγμιότυπο ("Κόρθι"), ας πούμε, δεν ακούμε κάτι ικανό να σταθεί δίχως την αρωγή της φωνής και των στίχων.

Αντίστοιχα, η απόφαση να αναλάβει ο Δράκος και ερμηνευτικό ρόλο, αποτυπώνεται αδικαιολόγητη. Στα δύο δηλαδή κομμάτια όπου παίρνει τα ηνία ("Ο Ψαράς Των Λέξεων", "Βεγγαλικά"), τραγουδά πότε υπέρ το δέον θεατράλε, πότε με μια άτοπη γκραντιόζε αύρα, πότε σαν να μην εμπλέκεται καθόλου με όσα λέει, χαμηλώνοντας φοβάμαι τον αισθητικό πήχη για τον οποίον τόσο αγωνίζεται το σύνολο. Μάλιστα, το demo του "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι" οδηγεί σε ευθείες συγκρίσεις με την απόδοση της Γαλάνη, που σε καμία περίπτωση δεν βγαίνουν υπέρ του νεαρού τραγουδοποιού.

Κάπως έτσι, το Βαλς Των Χαμένων Μετά απομένει σε ένα λίγο άβολο μεταίχμιο: δεν είναι σπουδαία δουλειά, μα δεν είναι και κακή. Αλλά, ενώ με τρώει το χέρι μου να βάλω έναν επίλογο που να αιτείται έναν δίσκο της Γαλάνη πιο τολμηρό, φοβάμαι ότι –και να υπάρξει– θα κάνει μια τρύπα στο νερό, έτσι ως έχει το ελληνικό τραγούδι σήμερα. Ένας π.χ. δίσκος της με τη Sissi Rada, για να το πω όπως το σκέφτομαι, δεν πρόκειται να βγάλει ούτε μισό σουξέ. Ενώ ένας δίσκος με τον Δράκο έβγαλε τουλάχιστον την "Εκδρομή". 

Θα μου πείτε, την κριτική δεν τη νοιάζουν τέτοια πράγματα. Σωστά. Και δεν πρέπει να τη νοιάζουν. Όμως και οι κριτικοί, έχουμε τις αγάπες μας. Και θέλουμε να τις βλέπουμε παρούσες. Ακόμα κι αν αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να το χειροκροτήσουμε αυτό το παρόν.



23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη - ανταπόκριση (2019)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα  στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020). Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, με κάποιες από τις κάτωθι να ανήκουν στον Άκη Χρήστου (έχουν και το credit του), για το mousikesebeeries.gr.


Σκεπτόμενος εκ νέου τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πέτυχε τον χειμώνα του 2018 να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Διατηρώντας τον ασυμβίβαστα λαϊκό, μα σε θέση πλέον να επικοινωνήσει (και) με ένα ακροατήριο που διαθέτει περισσότερες αναφορές από όσες συνδιαμόρφωνε μια τυπική γειτονιά της παλιάς Αθήνας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ωχριούσε όμως σε σύγκριση με αυτήν που έπρεπε να διανύσει –χρονικά, μα και πολιτισμικά– το επόμενο ξαρχάκειο στοίχημα, γύρω από έναν ακόμα Μεγάλο Λαϊκό: τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Άργησα να γράψω τη σχετική κριτική και εν μέρει φταίει ότι δεν είχα επαγγελματική υποχρέωση να το κάνω. Κυρίως, όμως, φταίει που επί ημέρες δεν έβγαζα άκρη με το πώς ένα πασιφανώς καλομελετημένο πρόγραμμα με άφησε κομματάκι απογοητευμένο. Υπήρχε δηλαδή μια αντίφαση προς επίλυση· μια ανάγκη να εξερευνηθούν τα όρια της προσωπικής εντύπωσης με αυτήν που καλείται να αποτυπώσει μια δημοσιογραφική ανταπόκριση. Βλέπετε, το ότι λήξαμε κάποτε τα περί «αντικειμενικότητας» ως μύθευμα μιας θετικιστικής εποχής, δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να ξαμολάμε αβασάνιστη την αποψάρα μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον μουσικό Τύπο όλο και περισσότερο. 

Ο κατά Ξαρχάκο Βαμβακάρης αρθρώθηκε σε 2 μέρη, ομολογουμένως φτιαγμένα με πολλή προσοχή. Ο ίδιος ο Ξαρχάκος μας είπε ότι το πρώτο αποτελούσε μια μαθητεία στον θρυλικό Συριανό, ενώ το δεύτερο θα εστίαζε στα ντουζένια και στα καραντουζένια του: τα περίφημα (πλέον) κουρδίσματά του στα μπουζούκια, τα οποία του επέτρεπαν να κομπανιάρει εαυτόν απουσία κάποιου άλλου οργάνου. 

Μου διέφυγε η σημασία του σκηνικού ερειπίων που τοποθετήθηκε ως φόντο της ορχήστρας στο πρώτο μέρος της συναυλίας (μια φωτογραφία του Βαμβακάρη θα έκανε καλύτερη δουλειά). Ωστόσο δημιουργήθηκε υποβλητικό κλίμα, αφενός λόγω των αναμμένων κεριών (δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φώτα), αφετέρου χάρη στην εμφάνιση του Στέλιου Βαμβακάρη στον εξώστη του Gazarte –ο οποίος ανέλαβε από εκεί την εκκίνηση με έναν υπέροχο αμανέ, που σύνδεσε το ρεμπέτικο του πατέρα του με το αμέσως προγενέστερό του σμυρνέικο ύφος. Χωρίς να το καταλάβεις, το πρόγραμμα σε είχε ήδη «ρουφήξει». 


Το τμήμα αυτό, επίσης, αποδείχθηκε ιδιαίτερα τολμηρό. Ο Ξαρχάκος είχε σχεδιάσει ενορχηστρώσεις πλούσιες, με σύγχρονα πατήματα, οι οποίες ανακάτεψαν τη δωρική λαϊκότητα του Βαμβακάρη με λόγιες ή/και τζαζ παρεκκλίσεις· μέχρι και κάτι σαν blues rock ήχησε στιγμιαία στην κιθάρα. Κοσμαγάπητες επιλογές σαν τη "Φραγκοσυριανή", το "Χαράματα Η Ώρα Τρεις" –που τραγουδήθηκε χορωδιακά, απ' όλους τους συντελεστές– ή το "Τα Δυο Σου Χέρια Πήρανε (Βεργούλες)" παρέμειναν έτσι αναγνωρίσιμες, ταυτόχρονα όμως τοποθετήθηκαν κάπου μεταξύ της καθ' ημάς Ανατολής και της πιο σύγχρονης Δύσης. Σε μια επικίνδυνη μεν ισορροπία, που όμως πρόσφερε επαρκές έδαφος ώστε να σταθούν οι κεντρικοί ερμηνευτές: η Δήμητρα Γαλάνη, κάτοχος ούτως ή άλλως μιας φωνής ικανής να σταθεί περίφημα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό σταυροδρόμι· και ο Μιχάλης Μυτακίδης (γνωστός μας ως B.D. Foxmoor από τους Active Member), ο οποίος λειτουργούσε βασικά σαν αφηγητής, περνώντας ανά σημεία σε ένα χαλαρό rap. 

Το δεύτερο μέρος είχε μια περίτεχνη (σχεδόν industrial υφής) εισαγωγή να το γεφυρώνει με το πρώτο, όμως εδώ τα φώτα άναψαν και ο Στέλιος Βαμβακάρης ήρθε επί σκηνής αναλαμβάνοντας κεντρική θέση και ως μπουζούκι, αλλά και ως ερμηνευτής –με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor να παραμένουν βέβαια στις θέσεις τους. Η παρουσία του και η επιθυμία εστίασης (όπως είπαμε) στα ντουζένια και στα καραντουζένια του πατέρα του, έκαναν αυτό το τμήμα της συναυλίας πιο «ορθόδοξο»: οι λοξές ματιές και οι παρεκκλίσεις εξαφανίστηκαν και επικράτησε ο χαρακτήρας ενός (διευρυμένου) λαϊκού πάλκου, με τα 4 μπουζούκια της ορχήστρας να δίνουν τον τόνο. 

Έτσι, όμως, τα πράγματα έχασαν σε περιπέτεια: ως έναν βαθμό έμειναν συντηρητικώς γνώριμα και ως έναν άλλον δημιούργησαν το παράδοξο να ακούς τραγούδια μιας  περιθωριακής ζωής σε έναν χώρο σαν το Gazarte, όπου το ζευγάρι πίσω μου συζητούσε στο διάλειμμα για τον Αντώνη Ρέμο και για το αν ο Ξαρχάκος παρέμενε άραγε «δικός τους» ή είχε απομακρυνθεί στα χρόνια της κυριαρχίας του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, το πιο οικείο αυτό κλίμα έφερε εξωστρέφεια τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στους θεατές, καθώς ορισμένοι άρχισαν π.χ. να σιγοτραγουδούν σε σημεία. 

Το χειροκρότημα στο τέλος ήχησε θερμό και παρατεταμένο: το encore, ακόμα κι αν είχε σχεδιαστεί, πραγματικά απαιτήθηκε με ζήλο, από ένα Gazarte (σημειωτέον) αρκετά γεμάτο με κόσμο, παρότι οι σχετικές παραστάσεις βαίναν πια προς φινάλε. Και δεν γίνεται να μην παραδεχτείς ότι ήταν ένα δίκαιο χειροκρότημα, για μια παράσταση που τίμησε τον Μάρκο Βαμβακάρη και προσπάθησε φιλότιμα να τον οραματιστεί εκ νέου. 

Πού βρίσκεται λοιπόν η «γκρίνια»;

Μέρες μετά, τίποτα δεν μένει πιο σθεναρά εντυπωμένο στη μνήμη από τη φιγούρα του Ξαρχάκου ως ιδανικού, αεικίνητου μαέστρου, παθιασμένου με την κάθε νότα του Βαμβακάρη, με τον κάθε στίχο των τραγουδιών του στο στόμα του. Τα έδωσε όλα εκεί πάνω στο σανίδι του Gazarte και πρέπει σωματικά να κουράστηκε πολύ, ήταν όμως χάρμα οφθαλμών· τόσο, ώστε συχνά ξεχνούσες τι άκουγες και έμενες απλά να τον κοιτάζεις. Είχε ασφαλώς και μια ορχήστρα φίνα, μουσικούς πραγματικά δοσμένους στα όργανά τους, αλλά και συντονισμένους στη δική του υπερ-προσπάθεια: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Καψοκαβάδης (κλασική κιθάρα, νυκτά έγχορδα), Γιώργος Λιμάκης (κιθάρα), Ηρακλής Ζάκκας (πρώτο μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Μιχάλης Δήμας (μπουζούκι, μπαγλαμάς) & Αντώνης Τζίκας (κοντραμπάσο).


Αλλά, όσο προς τιμήν των παραπάνω κι αν είναι μια τέτοια εικόνα, τόσο θολώνει τελικά το στίγμα των κεντρικών πρωταγωνιστών. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε βέβαια πολύ ωραία –οι "Βεργούλες" της, ήταν για σεμινάριο. Την ίδια στιγμή, όμως, έμεινε αφύσικα περιορισμένη στην καρέκλα της και φόρεσε στην όλη της παρουσία (σκηνική και ερμηνευτική) ένα παράταιρο της περίστασης «έντεχνο» φίλτρο, που κορυφώθηκε νομίζω στο κλείσιμο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Στο δεύτερο μέρος την είδαμε μεν πιο κινητική, ήταν όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε μάλλον την παρόπλισε, μην επιτρέποντάς της π.χ. να λειτουργήσει όπως η Χάρις Αλεξίου στην προαναφερόμενη παράσταση περί Ζαμπέτα. Εκεί, δηλαδή, όλα ακουμπούσαν και «κούμπωναν» στην Αλεξίου. Ενώ, εδώ, η Γαλάνη έμεινε απλά ως μια σολίστ, με τον ουσιαστικό της ρόλο να μειώνεται στην εξέλιξη, καθώς έπαιρνε τα ηνία ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Επιπλέον, η επιλογή του B.D. Foxmoor –ένα κρίσιμο στοίχημα, εξαρχής– νομίζω ότι δεν λειτούργησε. Ανά σημεία, βέβαια, βρήκε τα πατήματά του, ενώ μας χάρισε και μια σπουδαία σκηνική στιγμή όταν σηκώθηκε, θεόρατος, για μια άτυπη ζεϊμπεκιά μπροστά στον Ξαρχάκο. Δεν έφερε όμως ποτέ τον νέο ορίζοντα που υποσχόταν η παρουσία του, ενώ τα αφηγηματικά του μέρη έμειναν παγιδευμένα σε εκείνη την έτοιμη να κλάψει εντεχνίλα, που συχνά έχει μαστίσει το low bap. Καταλαβαίνω ασφαλώς ότι γι' αυτό ακριβώς επιλέχθηκε, ως μόνο ευρέως αναγνωρίσιμο «σύνορο» του ελληνικού χιπ χοπ με την έντεχνη/λαϊκή δημιουργία. Παρά ταύτα, μια τέτοια προσέγγιση δεν ταίριαζε στον Βαμβακάρη. Εδώ χρειαζόταν ένα νεότερο παιδί, από εκείνα που κερδίζουν την καρδιά της σημερινής νεολαίας με το φλογερό ραπάρισμά τους και μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την αίσθηση του περιθωρίου, όπως διαμορφώνεται με επίκαιρους, (ημι)μητροπολιτικούς όρους.

Η άρθρωση επίσης του B.D. Foxmoor δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα να χάνονται λέξεις και νοήματα ακόμα και για τα μπροστινά τραπέζια, σε ένα περιβάλλον με άψογο κατά τα λοιπά ήχο. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος, όπου δικαιολογημένα στάθηκε αμήχανα εν μέσω της κυριαρχίας των 4 μπουζουκιών και του Στέλιου Βαμβακάρη, αφέθηκε σε μια λαϊκίστικη πολιτικολογία, η οποία εξάντλησε γρήγορα την αιχμή της, γενόμενη όχι απλά φλύαρη, μα και φτηνή. Επειδή οι καιροί είναι όχι μόνο πονηροί, μα και ...εκλογικοί, ας διευκρινίσω ότι δίκιο είχε σε όσα είπε –όμως, ως γνωστόν, ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κανείς, μπορεί να τον κάνει να χάσει ακόμα και το δίκιο του.  

Ως συνέπεια των παραπάνω ο Βαμβακάρης έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως ήδη είχε· ως ο λαϊκός εκείνος δημιουργός, δηλαδή, που έλαμψε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος στο Gazarte. Παρουσιάστηκε πράγματι ωραία, ευτυχώντας να βρεθεί στα χέρια του Ξαρχάκου και μιας άξιας ορχήστρας, με τον ίδιο του τον γιο να τον πρεσβεύει σε αυτήν, κουβαλώντας κάτι από την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου πνεύματος. Όμως δεν ήταν κάποιος Βαμβακάρης που μας είχε λείψει, ενώ τελικά επισκίασε εκείνον τον διαφοροποιημένο Βαμβακάρη που προσπάθησε να φέρει ενώπιόν μας το πρώτο μέρος της συναυλίας. Και νομίζω ότι τον είχαμε περισσότερο ανάγκη.





13 Σεπτεμβρίου 2021

Δήμητρα Γαλάνη - συνέντευξη (2014)


Ήθελα πάντοτε να προσδιορίζομαι ως (μουσικο)κριτικός και όχι ως «γραφιάς» ή ως δημοσιογράφος, ωστόσο σύντομα αντιμετώπισα κι εγώ το ίδιο πρόβλημα που είχαν βρει μπροστά τους και παλαιότεροι από μένα στον χώρο: ούτε ο κόσμος καταλαβαίνει τι δουλειά κάνεις αν πεις κάτι τέτοιο, ούτε και η εφορία το αναγνωρίζει, όταν πας να εκκινήσεις επάγγελμα και ψάχνεις τον κατάλληλο κωδικό. 

Συμβιβάζεσαι λοιπόν με τον ρόλο του «δημοσιογράφου» και όντως αυτό κάνεις τελικά, στο πρακτικό κομμάτι ενός επαγγέλματος που στη χώρα μας μόνο έτσι δεν αντιμετωπίζεται πλέον, ύστερα από τη βαθμιαία, σταθερή, ενίοτε εντυπωσιακή καθίζηση του οικοδομήματος που κάποτε αποκαλούσαμε «εγχώριο μουσικό Τύπο».

Κάποιες φορές, μολαταύτα, έτυχαν κι εκείνες οι συνεντεύξεις που τις χάρηκα πολύ και τις θυμάμαι ακόμα καθώς κυλούν τα χρόνια. Τις οποίες ενδεχομένως δεν θα είχα κάνει ποτέ, αν δεν ασκούσα τη (μουσικο)δημοσιογραφία.

Στην εν λόγω κατηγορία ανήκει και η Δήμητρα Γαλάνη, που όπως βλέπω ετοιμάζεται για μια μεγάλη αθηναϊκή συναυλία αυτές τις μέρες: Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου, στην Τεχνόπολη, υπό τον τίτλο «Έρωτα Εσύ...». Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στο ερωτικό τραγούδι, το οποίο θα φιλοξενήσει τόσο εγχώριες, όσο και διεθνείς επιλογές. Συναυλιακή ήταν όμως και η αφορμή της συνάντησής μας, πίσω στις αρχές του 2014. Είχε βγάλει τότε τον δίσκο Αλλιώς κι ετοιμαζόταν για έναν μικρό κύκλο εμφανίσεων στο PassPort, σε συνθήκες μνημονιακώς δύσκολες για τη χώρα μας. 

Κανονίσαμε λοιπόν και ήπιαμε καφέ, πιάνοντας από το Αλλιώς το νήμα μιας κουβέντας που σύντομα έγινε αυτό που λέμε «εφ΄ όλης της ύλης». Η Γαλάνη αποδείχθηκε άλλωστε άνθρωπος με τον οποίον μπορείς να συζητάς για ώρες, τόσο για το παρελθόν, όσο και για το παρόν (ακόμα π.χ. και για το χιπ χοπ). Το είχα καταλάβει και από τον πρώτο κύκλο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, όταν χωρίς να γνωρίζει ούτε εμένα, ούτε τον Στυλιανό Τζιρίτα, δέχτηκε να έρθει καλεσμένη στην εκπομπή –χωρίς ατζέντα, χωρίς τίποτα προκαθορισμένο. Το γέλιο που ρίξαμε με το απίθανο χιούμορ της, ακόμα το θυμόμαστε. Δυστυχώς τότε δεν είχαμε το μυαλό να σώζουμε κάπου τα σόου, κάτι που μετανιώσαμε όταν ήταν πια αργά για τη Συχνοτική Συμπεριφορά.

Τα αποτελέσματα της κουβέντας του 2014 έγιναν λοιπόν κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές τροποποιήσεις αισθητικής φύσης, εν όψει της συναυλίας της 16/9 στην Τεχνόπολη.


Ξαναβρίσκεστε με τον Παρασκευά Καρασούλο χάρη στο νέο άλμπουμ Αλλιώς (2013), παλιό σας γνώριμο στη δισκογραφία, με τον οποίον είχατε όμως καιρό να συναντηθείτε δημιουργικά...

Η σχέση μας είναι σχεδόν καρμική... Υπάρχουμε πάντα ο ένας για τον άλλον, ακόμα κι όταν έχουμε καιρό να βρεθούμε. Ο Παρασκευάς γενικότερα δεν είναι παραγωγικός, με την έννοια του «γράφω συνέχεια και για όλους». Επιλέγει πολύ τις δουλειές που κάνει και συναντιόμαστε όταν το αισθανόμαστε και οι δύο ότι κάτι πρέπει να συμβεί. Αλλά κάθε φορά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ μας. 

Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι είναι σαν να γράφω η ίδια. Ή μάλλον έτσι πιστεύω ότι θα έγραφα αν είχα την ποιητική φλέβα και δύναμη την οποία διαθέτει ο λόγος του. Καταφέρνει να μιλάει τόσο προσωπικά και την ίδια στιγμή να μεταδίδει ένα μήνυμα τόσο ισχυρά συνολικό. Έχει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα ο λόγος του για μένα: γιατί ακόμα κι όταν κινείται σ' ένα ερωτικό επίπεδο, υπάρχει πάντα και μια άλλη, πιο βαθιά ανάγνωση. Κι αυτό εμένα με μαγεύει.

Δουλέψατε με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν;

Δουλέψαμε θα έλεγα όπως και στο Φως (1991). Σαν να υπάρχει ένα σενάριο και οι μουσικές που γράφονται να αποτελούν το soundtrack. Υπάρχει μια κεντρική ιστορία με αρχή, μέση, τέλος. Στη δημιουργική μας παρέα  προστέθηκε και ο συνεργάτης μου ο Χρυσόστομος Μουράτογλου, με τον οποίον είχαμε κάνει παλιότερα και τα "Στερεότυπα", αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη διεύθυνση παραγωγής του δίσκου, όπως και τις ενορχηστρώσεις. 

Επίσης, κάναμε με τον Χρυσόστομο κάτι που στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται: συνυπογράψαμε συνθετικά κάποια από τα τραγούδια. Στη χώρα μας δεν υπάρχει βλέπεις η κουλτούρα της ομάδας, κάτι πολύ διαδεδομένο στο εξωτερικό. Εμένα, όμως, αν κάτι μ' έμαθε η μουσική, είναι αυτός ακριβώς ο πολιτισμός της συλλογικότητας. Με γοητεύει να υπάρχει ένας τέτοιος διάλογος ανάμεσα στους συντελεστές ενός τραγουδιού. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που συνεχίζω.

Έχω πάντως την αίσθηση ότι δεν είναι μόνο θέμα κουλτούρας. Έχει να κάνει και με σας πιστεύω, με το ποια είστε. Σε αντίθεση ας πούμε με άλλα μεγάλα ονόματα της δικής σας γενιάς, δεν είστε δυσθεώρητη και απομακρυσμένη. Ζείτε στο κέντρο της Αθήνας, σας συναντάμε συχνά σε συναυλίες, κάνετε παρέα με νέους ανθρώπους –και παίζετε και μαζί τους...

Ναι, οπωσδήποτε ο τρόπος ζωής μου είναι απόρροια του πώς αισθάνομαι. Για να το πω έτσι απλά, θέλω να κάνω κανονικά πράγματα στη ζωή μου. Κι αυτά είναι κανονικά πράγματα. Ξέρεις, δεν μου αρέσει να ζούνε άλλοι για μένα: εγώ θα σηκωθώ αύριο το πρωί και θα πάω στον μπακάλη για τα απαραίτητα ψώνια, για παράδειγμα. Η ζωή μου και η καθημερινότητά μου έχουν δηλαδή μια κανονικότητα. Κι αυτό το πνεύμα διέπει και την όποια μου κοινωνική συναναστροφή –από μια καλημέρα που θα ανταλλάξω στη γειτονιά, ως το πώς θα σταθώ ανάμεσα στους φίλους, στους μουσικούς και τους δημιουργούς με τους οποίους συνεργάζομαι. Μου αρέσει να είμαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο οποίος μπορεί όμως και να σου τραγουδάει. Μ' αρέσει να είμαι έτσι.

Με ένα τέτοιο πνεύμα αποφασίζετε και για τις συνεργασίες σας; Γιατί δείχνετε να ψάχνετε ιδιαιτέρως τα μουσικά πράγματα. Για παράδειγμα, τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή σας πριν έρθει το CD-single "Αλλιώς" ήταν στο τελευταίο άλμπουμ των Δαιμονία Νύμφη, το Psychostasia (2013)...

Αν τα ψάχνω πάρα πολύ, οφείλεται στο ότι ακούω πάρα πολύ. Συχνά κάθομαι εδώ στο γραφείο ώρες, μπορεί κι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ μερικές φορές (με διαλείμματα πεζοποριών!) κι απλά αφήνομαι στη μουσική πληροφορία. Η οποία είναι βέβαια άπειρη. Δεν τα έχω ασφαλώς όλα όσα φτάνουν στ' αυτιά μου... Μερικά απλώς κάθομαι και τα θαυμάζω –το χιπ χοπ, για παράδειγμα: το εκτιμώ όταν το κάνουν καλά, αλλά δεν μπορώ να ραπάρω, δεν είμαι έτσι. Αν αισθανθώ όμως ότι μπορώ να ενταχθώ σε κάτι, χώνομαι, το μελετάω· προχωράω. Ας πούμε, όταν κάναμε το Μετα- (2001) με τον Κωνσταντίνο Βήτα, ήξερα ποιος είναι, γνώριζα τους Στέρεο Νόβα. Αλλά ο λόγος που αισθανόμουν καλά μέσα στο όλο εγχείρημα ήταν το ότι στα διάφορα ταξίδια μου στο εξωτερικό είχα έρθει ήδη σε επαφή με τον ήχο τον οποίον πρέσβευε.

Μιλώντας για συνεργασίες, πώς φτάσατε αλήθεια σε ένα διεθνές όνομα σαν τον Jun Miyake;

Είναι μια παράξενη, λίγο αστεία και σχεδόν μεταφυσική ιστορία. Βασικά τον αναζητούσε ο Παρασκευάς ο Καρασούλος, αλλά δεν είχε σταθεί δυνατόν να τον βρει. Κάποια στιγμή, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα –έχοντας πάει ένα ολιγοήμερο ταξίδι αναψυχής στο Παρίσι– βλέπει στο παραδίπλα τραπέζι ενός καφέ τον Jun Miyake. Οι φίλοι του βέβαια του έκαναν πλάκα, του έλεγαν «άντε τώρα κι εσύ, όλοι οι Ιάπωνες ίδιοι μοιάζουν». Εκείνος όμως επέμεινε και είπε «θα πάω να του μιλήσω». Ε, και ήταν πράγματι ο Miyake. 

Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Χάρη λοιπόν στον Παρασκευά βρεθήκαμε κι εμείς στη συνέχεια –καθώς πηγαινοέρχομαι συχνά στο Παρίσι– και δουλέψαμε στο στούντιό του. Φτιάξαμε μια πολύ ωραία φιλία κι εύχομαι κάποια στιγμή να μπορέσουμε να τον φέρουμε κι εδώ να τον ακούσουμε, καθώς είναι και θαυμάσιος τρομπετίστας. 

Δεν είναι όμως ο μόνος θαυμάσιος και διεθνούς φήμης μουσικός με τον οποίον συνεργαστήκατε στο "Ένα Κόκκινο Μαντήλι". Είδα καλά το όνομα του Arto Lindsay στα credits;

Βέβαια! Πολύ χαίρομαι που τον γνωρίζεις, γιατί είναι κι αυτός μεγάλη μούρη. Ανήκει στο γκρουπ μουσικών με το οποίο συνεργάζεται σταθερά ο Miyake, οπότε είναι εκείνος που μας έφερε τα παιξίματά του, μιας και η ενορχήστρωση είναι δική του.  

Τι ακριβώς έχετε σκεφτεί για τις παραστάσεις που θα δούμε στο PassPort;

Με γοητεύει ξέρεις αφάνταστα η Ανατολή, αλλά όπως γοητεύει έναν Δυτικό άνθρωπο. Όχι δηλαδή μέσα από την ψυχή της, μα μέσα από εκείνο το φως και τη λαγνεία της. Πράγματα που θέλεις ν' ανακατέψεις με τα δικά σου, να προσπαθήσεις να βάλεις το ασυγκέραστο δίπλα στο συγκερασμένο –να ρίξεις για παράδειγμα ένα ούτι δίπλα σε ηλεκτρικά όργανα. 

Έτσι ακριβώς θα παίξουμε λοιπόν στο PassPort. Ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης στην ηλεκτρική κιθάρα, ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος στα τύμπανα και ο Στέλιος Προβής στο μπάσο θα σταθούν δίπλα στον Σπύρο Μάνεση –έναν πολύ καλό πιανίστα– και στον Νίκο Μέρμηγκα, έναν δεξιοτέχνη πολυμουσικό που παίζει λάφτα, λαούτο, ακουστική κιθάρα και μαντολίνο. Όλοι τους εξαιρετικοί μουσικοί. 

Θα έχουμε δηλαδή μια μείξη μουσικών οργάνων που πατούν μεταξύ Ανατολής και Δύσης και καθιστούν πιο εύκολο στη μία να διεισδύσει στην άλλη. Θα είναι επομένως... αλλιώς! Θα σας δώσουμε βέβαια και μια ισχυρή γεύση από τον καινούριο δίσκο, με αφορμή όμως αυτόν θα γίνει και μια ανακεφαλαίωση, από τα πολύ παλιά μέχρι και τα πιο πρόσφατα.  

Για να παραφράσω άρα μια περίφημη ρήση του νεοελληνικού μας βίου, συμφωνείτε ότι η Δήμητρα Γαλάνη ανήκει εις την Δύσιν, μα θαυμάζει την Ανατολή;

(γελάει) Α, βέβαια! Και όχι μόνο τη θαυμάζω την Ανατολή, υποκλίνομαι. Και όσο μάλιστα μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ. Γιατί είναι πηγή γνώσης. Έχει την κυκλικότητα, τις καμπύλες, τις στρογγυλάδες. Η Δύση, όντας σχεδόν απόλυτα γραμμική, τις έχει ξεχάσει –και γι' αυτό πάει κατά διαόλου...

Γιατί όμως οι Έλληνες δεν ευτυχούμε εδώ στο μέσον;

Γιατί βρισκόμαστε στο μέσον! Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι πιο ευτυχείς, μιζεριάζουμε επειδή δεν είμαστε πληροφορημένοι σωστά. Και καταλήγουμε έτσι να αισθανόμαστε λίγο από εδώ και λίγο από εκεί, χωρίς τελικά να είμαστε κάπου· συμπεριφερόμαστε σαν να μην έχουμε ταυτότητα. Ξεχνάμε βέβαια και τον πιο σημαντικό παράγοντα ταυτότητας: τη γλώσσα μας. Αυτό το μεγάλο όπλο, που κάνει για μας ελληνική ό,τι πληροφορία φτάνει από Ανατολή και Δύση, από Βαλκάνια και Μεσόγειο. Κι αντί ένα τέτοιο αριστούργημα μείξης να μας κάνει πανευτυχείς, αντί να το έχουμε σημαία μας, αισθανόμαστε κομπλεξικά απέναντί του.

Όλοι όσοι περάσανε από κυβερνητικές θέσεις φέρουν ευθύνη. Υπήρξε γενικότερα άθλιος και εξαιρετικά ανεπαρκής ο ρόλος τους, απέναντι στην ιστορία μας και στον πολιτισμό μας. Φταίει και η Αριστερά, γιατί άφησε τόσο σοβαρά πράγματα –όλο ουσιαστικά το εθνικό μας προϊόν και την πνευματικότητά μας– βορά στους εθνικιστές, να το λοιδορήσουν και να το παραχαράξουν. Είναι δυνατόν; Πρόκειται για τραγικό σφάλμα και δυστυχώς έχει θολώσει τόσο τα νερά, ώστε μας ταλανίζει. Είναι από τις βασικές αιτίες της κακής μας πληροφόρησης, για να επιστρέψω στην αρχική μου σκέψη.

Ποιος συνοψίζει καλύτερα για σας το τι σημαίνει Έλληνας;

Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος. Οι δυο τους είναι ο φάρος της ζωής μου, ένα φως το οποίο θα είναι αναμμένο για πάντα. Υπήρξα πολύ τυχερή και με ζύμωσε πραγματικά η καθημερινότητα μαζί τους, το ότι μπόρεσα να τους ζήσω σε όλες τους τις εκφάνσεις, να θαυμάσω τον κοσμοπολιτισμό και τη γενναιοδωρία τους. Μου έδειξαν μια Ελλάδα πάνω και πέρα από μικρότητες, που μπορεί να απλώνεται στην παγκοσμιότητα έχοντας ως μπούσουλα τη γλώσσα μας και την παιδεία μας.

Παίρνω αφορμή από ένα ακόμα νέο τραγούδι, το δικό σας "Πίσω Μην Κοιτάς": αν δεν είχαν πιάσει τόσο πολύ το "Δικαίωμα" και το "Χειροκρότημα", θα εξακολουθούσατε να δημοσιεύετε τα όσα γράφατε; Λέω «δημοσιεύετε» καθώς φαντάζομαι θα τα γράφατε ούτως ή άλλως...

Έγραφα ήδη χρόνια και πριν από εκείνα, απλά έμεναν κρυμμένα στα συρτάρια. Γιατί, όταν υπήρχαν όλοι αυτοί οι θεόρατοι δίπλα μου, έλεγα μέσα μου «τώρα που πας εσύ, βρε Μήτρο, Καραμήτρο;» (γελάει). Πείστηκα να τα δημοσιεύσω γιατί μου έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι άνθρωποι που με είχαν βγάλει στο τραγούδι –ο Δήμος Μούτσης, ο Μάνος Χατζιδάκις ή και ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Αυτή η συγκατάθεση, αυτό το «προχώρα», μου έδωσε κουράγιο, αλλά δεν μου έδωσε θράσος. Σε εκείνο το σημείο ήρθε η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία έγραψε πάνω στις μουσικές μου αυτούς τους υπέροχους στίχους. Αργότερα, όταν «ξεψάρωσα» που λέμε, ήθελα να γράφω μουσική μόνο πάνω σε στίχους. Κι από τότε πάντα αναζητώ τον στίχο του οποίου θα θελήσω να κάνω το soundtrack. Έτσι βλέπω το τραγούδι.   

Τι τραγουδήσατε τότε, μαθήτρια ακόμα, στον Δήμο Μούτση και σας πήρε και σας έβαλε στη δισκογραφία;

Τον συνάντησα συμπτωματικά, στο σπίτι μιας φίλης. Της άρεσε πάρα πολύ η φωνή μου και του λέει, άκου εδώ μια φωνή. Οπότε πήρα κι εγώ την κιθάρα κι άρχισα να τραγουδάω, κάτι από τον Ματωμένο Γάμο του Χατζιδάκι –το οποίο έλεγα βέβαια με όλη την επιρροή από το Νέο Κύμα, που ήταν ακόμα κυρίαρχο τότε. Ο Μούτσης, παρορμητικός όπως πάντα, γυρνάει και λέει στη φίλη μου: «τι γίνεται εδώ; πού τη βρήκες αυτήν;». Και μετά σε μένα:
- Ξέρεις ένα τραγούδι;
- Ποιο;
- "Στου Προφήτη Ηλία Τα Σοκάκια"
- Αμέ!
Εγώ τώρα, μέχρι κι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα κάνει τη σύνδεση, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν ο συνθέτης του τελευταίου. Τότε άλλωστε δεν είχαμε ακόμα τηλεοράσεις και δεν ήξερα τη φυσιογνωμία του. Αρχίζω λοιπόν να το λέω, ενθουσιάζεται και με πήγε στην Columbia. 

Από τότε βέβαια μέχρι σήμερα, η δισκογραφία έχει αλλάξει άρδην. Εσείς πάντως τα πάτε καλά και με την τεχνολογία...

Έχει αλλάξει, χαίρομαι όμως που μερικά πράγματα τα οποία κακώς καταργήθηκαν επέστρεψαν, για παράδειγμα το single. Ήταν χρήσιμο τότε να δοκιμάζεις και να δοκιμάζεσαι με μεμονωμένα τραγούδια, να εισπράττεις το feedback και μετά, αργότερα, να προχωρούσες στον μεγάλο δίσκο. 

Όσον αφορά στην τεχνολογία τώρα, πιστεύω πως όταν συνέλθουμε από την κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί ως χώρα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπήρξε πολύ ωφέλιμη. Αν και οι γνωστοί γύπες ακόμα καραδοκούν, υπάρχουν πλέον οι συνθήκες για να επέλθει μια νέα ισορροπία, να έρθει ένα κομμάτι τουλάχιστον της αγοράς και στα δικά μας χέρια. 

Μέχρι πρότινος, οι μεγάλες εταιρείες καιροφυλακτούσαν να αρπάξουν όποια ανεξάρτητη προσπάθεια γνώριζε επιτυχία. Πλέον το διαδίκτυο έχει αλλάξει πολλά πράγματα, ας πούμε με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει μα και ανοίγει το λεγόμενο «digital distribution».

Και τι λέτε για την άλλη όψη των ίδιων πραγμάτων, αυτήν την εξοικείωση του κόσμου με το τζάμπα;

Εδώ υπάρχει πράγματι ένα θέμα. Πρέπει κι ο κόσμος να καταλάβει πως ο καλλιτέχνης ο οποίος παίζει ή τραγουδάει κάτι, κατέχει κι ένα δικαίωμα πάνω του. Και πρέπει τουλάχιστον να αποσβαίνει το κεφάλαιο που έχει βάλει, ώστε να μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα του. Υπάρχει λοιπόν μια εύκολη καταδίκη όποιου καλλιτέχνη υπερασπίζεται αυτό του το δικαίωμα. Τουλάχιστον όσα έχουμε αγαπήσει και μας έχουν κάνει παρέα, ακόμα κι αν τα κατεβάσαμε τζάμπα και «παράνομα», δεν νιώθουμε την ανάγκη κάπως να τα συντηρήσουμε; 

Δεν φταίει βέβαια η τεχνολογία για τα κακώς κείμενα. Δεν μπορεί να πάει πίσω η εξέλιξη, επειδή ο άνθρωπος είναι μίζερος ή ματζίρης. Ήδη αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της Ευρώπης θεωρεί το παράνομο downloading βαρετό και ξεπερασμένο. Η τεχνολογία παρέχει, το πώς τη χρησιμοποιούμε έχει να κάνει αποκλειστικά με τη δική μας ενηλικίωση απέναντί της. Ασφαλώς στην Ελλάδα υπάρχει κι ένα σκοτεινό παρελθόν με το θέμα των δικαιωμάτων, κι έτσι φτάσαμε δυστυχώς σε ένα σημείο να εξισώνουμε το δικαίωμα με χαράτσι. Είναι μια πολύ στρεβλή «παιδεία», η οποία και πρέπει να αλλαχτεί.

Νομίζω πάντως ότι παράλληλα αναπτύσσεται και δυναμώνει μια εξίσου επικίνδυνη εξίσωση: πως ο καλλιτέχνης δεν είναι παρά ένας χομπίστας...

Μα, δουλεύουμε σαν τα σκυλιά! Ένας παραγωγικός καλλιτέχνης μπορεί να εργάζεται και 24 ώρες το 24ωρο. Εξακολουθεί να υπάρχει μια αφέλεια σε τέτοια πράγματα... Ο κόσμος βλέπει ένα αποτέλεσμα, μα δεν κάθεται να σκεφτεί πώς φτάνουν σ' αυτό οι συντελεστές του. Είναι σχεδόν αστείο. 

Το έχει πει καταπληκτικά μια πολύ γλυκιά κυρία, έχει δυστυχώς φύγει από τη ζωή –καθάριζε το σπίτι, μα ήταν σαν οικογένειά μας. Μια μέρα λοιπόν καθόμουν μέσα στο δωμάτιό μου με τις κιθάρες και δουλεύαμε με τον Σπύρο Σακκά σε κάτι πολύ δύσκολα θέματα. Η πόρτα ήταν κλειστή και άκουγε απέξω η κυρία Γεωργία να τραγουδάμε. Μην μπεις μέσα να σκουπίσεις, της λέει μια φίλη μου που βρισκόταν εκεί, γιατί η Δήμητρα δουλεύει. Και γυρνάει η κυρία Γεωργία και της λέει, με πολλή γλύκα, «έλα μωρέ Μαρία, δουλειά είναι τώρα αυτό;» (γέλια)  

Έχουμε πάντως μπει σε μια περίοδο που φαίνεται ότι πολλά πράγματα γύρω μας δεν τα σκεφτόμαστε με τον τρόπο με τον οποίον θα έπρεπε να τα σκεφτόμαστε, έτσι δεν είναι;

Μα, όταν φτάσαμε για ένα κρίσιμο πολιτικό αποτέλεσμα να αποφασίζουν οι άνω των 65 για το τι θα κάνει ο 20άρης, ε, δεν κάνουμε τίποτα... Τώρα ακριβώς είναι όμως που ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να απέχει, τώρα που λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες αφορούν πρώτα και κύρια εκείνον! Δεν αποφασίζουμε σήμερα μόνο για τις συντάξεις, δεν γίνεται να ανοίξουμε έναν διάλογο για το πώς θα χτιστεί ξανά το κράτος σ' αυτήν τη χώρα και μόνη μας βάση να είναι οι συντάξεις. Κάνουν λάθος όσοι νέοι σνομπάρουν σήμερα την πολιτική ή όσοι δεν σνομπάρουν μεν, μα ρίχνουν την ψήφο τους σε Χρυσές Αυγές και τέτοιες βλακείες. 40% αποχή; Μα είναι πλέον κόμμα κάτι τέτοιο, όχι τάση. Βγάζει κυβέρνηση.

Αν το αφήσουμε κι άλλο, θα κάνει πια ό,τι θέλει ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα, που κατατάσσει τους ανθρώπους είτε σε καταναλωτές, είτε σε απόβλητους· το οποίο θα αρπάξει τους νέους και θα τους στίψει για τρεις και εξήντα. Είναι παγκόσμια τα ζόρια, πάνε να μας την κάνουν πολύ χοντρά. Η άλλη λύση είναι βέβαια να πάρεις τα βουνά. Μαγκιά και respect. Πολύ respect. Πάρε τα βουνά, όμως. Γιατί ούτε τα βουνά είναι εύκολα, ούτε η τσάπα.

Τελειώνω τον καινούριο δίσκο με μια νέα εκτέλεση της "Περιουσίας", ένα τραγούδι από το Φως στο οποίο τότε δεν έδωσε κανείς ιδιαίτερη σημασία. Λέει λίγο-πολύ για όλα όσα συζητάμε, ας το προσέξουμε τώρα λοιπόν, καθώς είναι τόσο σημαντικά επίκαιρο... Αυτή τη φορά το χτυπήσαμε με νταούλια και κλαρίνα, γιατί ήθελα πλέον να ηχεί σαν μια δήλωση και να είναι και λίγο πιο θυμωμένο.

Σας αρέσουν οι αλήθειες, ε;

Πολύ. Πάρα πολύ.

Δεν είναι τυπικό ελληνικό χαρακτηριστικό αυτό, πάντως... Υποθέτω σας έχει προξενήσει διάφορους μπελάδες.

Τόσο πολύ δεν είναι τυπικό, ώστε πολλές φορές, όταν λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους, με κοιτάνε καχύποπτα. Και πρέπει να χάσω χρόνο και ενέργεια για ν' αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Δεν υπάρχει πιο κουραστικό πράγμα... Με καταρρακώνει που νομίζουν ότι κάτι άλλο έχεις στο μυαλό σου, που ψάχνουν τον λάκκο στη φάβα γιατί δεν αντέχουν ή δεν θέλουν ν' ακούσουν την αλήθεια.

Διάβαζα κάτι καταπληκτικά σχετικό στο Ως Στρουθίον Μονάζον Επί Δώματος του Γιάννη Τσαρούχη. Έγραφε για τη μητέρα του και για μια γειτόνισσα που είχαν εκεί στον Πειραιά, πεθαμενατζού στο επάγγελμα (έτσι την αποκαλεί). Καθόντουσαν λοιπόν στην αυλή, πίνανε καφέ και τα λέγανε –ήταν ο καιρός που σάρωνε η ισπανική γρίπη. Κι έλεγε εκείνη στη μητέρα του Τσαρούχη: «άντε, ακόμα μία χρονιά να πάνε έτσι οι δουλειές και θα προικίσω και την άλλη μου κόρη». Κι αντέτεινε η μάνα του: «καλά, δεν σκέφτεσαι ότι μπορεί αύριο αυτή η αρρώστια να χτυπήσει το παιδί σου ή κι εσένα;». Για ν' απαντήσει η πεθαμενατζού: «α μωρέ κι εσύ, όλο στο κακό πάει ο νους σου πια...».

Μας ακολουθεί τούτη η νοοτροπία, ότι το κακό που συμβαίνει στον διπλανό, δεν θα συμβεί στο σπίτι μας. Γι' αυτό και ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι διαδραματίζεται γύρω μας. Κι επιτρέπουμε έτσι να γίνονται όλες οι αθλιότητες οι οποίες γίνονται.