29 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 24 Απριλίου 2021


«Εσένα πάντα σε ανησυχεί το καινούριο», ήταν η ατάκα που έπεσε διά στόματος Στυλιανού Τζιρίτα, απευθυνόμενη βεβαίως στο πρόσωπό μου, πριν καν ακουστεί η πρώτη μουσική επιλογή. Τελικά, πάντως, φτάσαμε και σε αυτήν, που ήταν μάλιστα κάτι φρέσκο-φρέσκο, ήτοι μια εκλογή από το νέο ΕΡ των Δαιμονία Νύμφη.

Κάπως έτσι κύλησε λοιπόν η εκπομπή της 24ης Απρίλη (Σάββατο του Λαζάρου), η οποία εδώ που τα λέμε είχε κάμποσες επιλογές από καινούριες κυκλοφορίες, εγχώριες και διεθνείς. 

Παράλληλα, ασφαλώς, έπεσε και μπόλικο μπλα-μπλα: για τον Brian Eno (ναι, πάλι), για το πώς μπορεί να συνοδεύονται τα λινγκουίνι, για τον Αργύρη Ζήλο και το γιατί ...κινδυνεύει από τον Στέλιο Καζαντζίδη σε περίπτωση σεισμού, για εμμονές που μπορεί να σε οδηγήσουν στον Καφκισμό, για το ποιον πήγαν κάποτε ορισμένοι (ναι, και στον Τύπο) να μας περάσουν ως νέο David Bowie, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο Τριαντάφυλλος του alternative rock.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΝΥΜΦΗ, REY YUSUF & VICTORIA COUPER: Canção De Embalar Das Bruxas
2. KIFU MITSUHASHI: Hanagasa Ondo
3. ARAB STRAP: The Turning Of Our Bones
4. BIRDS OF MAYA: Bfiou
5. MEKONG DELTA: Memories Of Tomorrow
6. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: Papa Won't Leave You Henry
7. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΠΟΥΛΟΥΧΤΣΗΣ: Ωρολογία
8. ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ: La Montagne De L' Amour
9. BRIAN ENO & JON HASSELL: Ba-Benzélé
10. SCI-FI RIVER: Διακοπές Στην Αθήνα
11. MICK JAGGER & DAVE GROHL: Eazy Sleazy
12. THE TURTLES: Happy Together
13. 10 CODE: Ride
14. BABYLON ZOO: Spaceman
15. NIK BÄRTSCH'S RONIN: Modul 47



28 Απριλίου 2021

Διάφοροι: Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας [δισκοκριτική, 2014]


Ξεκίνησε λοιπόν και η φετινή Μεγάλη Εβδομάδα, η οποία θα οδηγήσει σε ένα ακόμα Πάσχα στην Πόλη, αποθαρρύνοντας όσους έλπιζαν σε Πάσχα στο Χωριό, άρα σε εξάλειψη των πολλών-πολλών συνεπειών του κορωνοϊού. Τυπικά τουλάχιστον, γιατί η αίσθησή μου είναι πως ήδη υπήρξαν αρκετές κινήσεις φυγής από την πρωτεύουσα.

Από την άλλη, υπάρχουμε κι εμείς που έτσι κι αλλιώς κάναμε Πάσχα στην Πόλη. Και για μας βέβαια έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες –για όσους τέλος πάντων παίρνουμε στα σοβαρά την όλη ιστορία και αποφεύγουμε ακόμα και τους προβλεπόμενους συνωστισμούς στα οικογενειακά τραπέζια. Γιατί, εκτός από τους παράνομους συνωστισμούς, υπάρχουν και οι νόμιμοι: στις εορταστικές συνεστιάσεις μην και ξεσηκωθεί ο Νεοέλλην, στα ελλιπή μέσα μαζικής μεταφοράς της πρωτεύουσας μην και θιχτεί ο ιστός της εργασίας κ.ο.κ.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, κάποιες αγαπημένες συνήθειες της περιόδου μένουν ακλόνητες. Είναι ο καιρός λ.χ. να βγουν από το ράφι τα Πασχαλιάτικα της Δόμνας Σαμίου (1998), καθώς και δίσκοι με θρησκευτικό ρεπερτόριο της Μεγάλης Εβδομάδας. 

Ανάμεσα στους τελευταίους, περίοπτη θέση τα τελευταία χρόνια έλαβε η έκδοση του τομέα Τομέα Ψαλτικής & Μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου  Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας (2014), με επιτόπιες ηχογραφήσεις που έκανε ο Κωστής Δρυγιανάκης από το 1991 ως το 2002. Ο ίδιος ανέλαβε και τον σχολιασμό στο συνοδευτικό βιβλιαράκι (μαζί με τον Κωνσταντίνο Χ. Καραγκούνη), «ξεναγώντας» μας σε ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.

Μεγάλη Τετάρτη λοιπόν σήμερα, αφορμή καλή για μια επαν-επίσκεψη σε αυτόν τον καταπληκτικό δίσκο, μέσω της κριτικής που είχα γράψει πίσω στο 2014 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Κωστή Δρυγιανάκη ανήκει στην Olya Gluschenko


Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.
 
Περιέχει πολλές συγκινήσεις αυτό το προσωπικό ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η συγκεκριμένη διάσταση  του ημερολογίου. 
 
Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.
 
Επιπλέον, μεγάλη σημασία για τα όσα ακούμε έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους  εγκατάσταση ακόμα. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση». 
 
Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο "Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν" (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση. Κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το "Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος". 

Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το "Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου..." (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.
 
Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάση περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο "Τέλος Του Απόδειπνου" (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα "Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος...»" αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν' αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώνοντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.
 
Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.
 
Είναι λ.χ. διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο "Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω" (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το "Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω" (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του "Πασαπνοάρια-«Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου»" (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο "Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!" (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο "Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή" (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο "Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον" (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το "Φωτίζου, Φωτίζου" («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο "Κατηχητικός Λόγος" (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών. 
 
Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα της χρεοκοπίας και των μνημονίων και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα (πρέπει να) καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία. 

26 Απριλίου 2021

Ο Χρήστος Τζιτζιμίκας live στο Underflow του Βασίλη Φιλιππακόπουλου - ανταπόκριση (2017)


Την αλήθεια να πω, για τον Βασίλη Φιλιππακόπουλο είχα ακούσει κατά καιρούς και καλά πράγματα και όχι. Όμως αυτή θα μπορούσε εν τέλει να είναι αποτίμηση για όλους σχεδόν από μας. 

Σε προσωπικό επίπεδο, πάντως, δεν έχω τίποτα να προσάψω: πάντα με χαιρετούσε ευγενέστατα όταν βρισκόμουν στο μαγαζί του, ενώ κουβέντιαζε με ειλικρινές ενδιαφέρον για τους δίσκους που κατά καιρούς αγόρασα από εκείνον. Ειδικά για ένα 10ιντσο ΕΡ με δημοτικά που έπαιξαν στον γάμο του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ με την Άννα-Μαρία της Δανίας (1964). Νομίζω θα μειδιούσε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο, αν ήξερε ότι θα έμπαινε μια μέρα στην ίδια παράγραφο με τον Τέως.

Έτσι κι αλλιώς, παρεκτός και κάποιος είναι εντελώς παλιάνθρωπος, όταν φεύγει από τη ζωή τείνεις να εστιάζεις στο τι καλό άφησε πίσω του. Και με το Undeflow Records & Art Gallery (το «δισκάδικο με τις μάσκες», όπως το έλεγαν κάποιοι), εκεί στο μετρό Συγγρού-Φιξ επί της Καλλιρόης (στο νούμερο 39), ο Βασίλης Φιλιππακόπουλος έκανε την τελευταία οργανωμένη προσπάθεια για ένα στέκι που θα συνδύαζε πωλήσεις δίσκων (για υποψιασμένους), μπαρ, γκαλερί και χώρο συναυλιών. Μάλιστα, προχώρησε τελικά και σε εκδόσεις άλμπουμ, βγάζοντας ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα, π.χ. την Ετεροτοπία της Άννας Λινάρδου το 2019 ή το Specific Ocean των Lost Bodies το 2018. 

Αναντίρρητα, υπήρχε σημαντικό κόστος για τον φέρελπι καταναλωτή: το μαγαζί του Βασίλη απαιτούσε να έχεις κι ένα άλφα πορτοφόλι, ενώ ορισμένες τιμές δεν αντιστοιχούσαν στην εποχή του ίντερνετ και του Discogs. Από την άλλη, χάρη στην ευρεία κατάρτισή του ως ακροατή και το ενδιαφέρον που είχε για τις όχι και τόσο «εύκολες» μουσικές, είδαμε στην Αθήνα –οι λίγοι που ενδιαφερόμασταν, τέλος πάντων– συναυλίες που κατά τα λοιπά μόνο η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα μπορούσε να φέρει ή, σε πιο πρόσφατα χρόνια, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (π.χ. τους Dwarfs Of East Aguza το 2018 ή τον Mats Gustafsson το 2019).

Τιμής ένεκεν λοιπόν, λόγω της χθεσινής ανακοίνωσης του θανάτου του Βασίλη, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση από μια ιδιαίτερη εγχώρια βραδιά που έστησε τον Δεκέμβριο του 2017 στο Underflow, καλώντας τον Χρήστο Τζιτζιμίκα να καταλάβει τη σκηνή του υπογείου, για μια βόλτα στην ηπειρώτικη παράδοση. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Χρήστου Τζιτζιμίκα προέρχονται από τη βραδιά στο Underflow και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Αθόρυβα και χωρίς ιδιαίτερη προβολή, το δισκοπωλείο Underflow στην Καλλιρόης έστησε μία ακόμα ξεχωριστή βραδιά στον υπόγειο συναυλιακό του χώρο. Αφιερωμένη στην ηπειρώτικη παράδοση, αυτή τη φορά, με πρωταγωνιστή έναν από τους πιο άξιους εκπροσώπους της στο σήμερα, ο οποίος έχει καταθέσει τα Πατήματα πίσω στο 2001 –ένα άλμπουμ με σημαντικό εκτόπισμα. 

Αν και Παρασκευή, στον απόηχο δηλαδή μιας εργάσιμης καθημερινής, το μικρό αριθμητικά κοινό που συγκεντρώθηκε στον χώρο δεν φάνηκε να νοιάζεται ιδιαίτερα για ρολόγια και χρονοδιαγράμματα, έχοντας ίσως ήδη μπει σε κλίμα χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας. Παρότι λοιπόν η συναυλία ξεκίνησε αρκετά αργότερα από ό,τι αναμενόταν, κανείς δεν ενοχλήθηκε· ο Χρήστος Τζιτζιμίκας έγινε δεκτός στη σκηνή με θερμό χειροκρότημα, όπως και οι συνοδοιπόροι του, τους οποίους και μας σύστησε εξαρχής: Δημήτρης Ζιάγκας (κλαρίνο), Γιώργος Κώτσικας (βιολί), Μαρία Πλουμή (λαούτο) & Μάκης Μπουκάλης (κοντραμπάσο). 

Η παρουσία του τελευταίου αξίζει βέβαια ξεχωριστής μνείας, καθώς το κοντραμπάσο δεν αποτελεί κομμάτι της κλασικής ηπειρώτικης ορχήστρας. Όμως ο Τζιτζιμίκας το έχει τοποθετήσει εκεί με πραγματική σπουδή και φροντίδα και ο Μπουκάλης αποδείχθηκε ικανότατος δεξιοτέχνης, δίνοντας το στίγμα του οργάνου του, μα ξέροντας και να είναι διακριτικός όταν χρειαζόταν. Δόθηκε έτσι μια ωραία πινελιά νεωτερικότητας στο παραδοσιακό υλικό: ένα καλοδεχούμενο τσικ φρεσκάδας, που δεν ξένισε στιγμή. 

Ο Τζιτζιμίκας ξεκίνησε με το πωγωνίσιο "Ο Θάνατος Κι Η Ξενιτιά", που έλαχε μιας υποδειγματικής πολυφωνικής εκτέλεσης. Κι από εκεί μας πήγε ταξίδι σε ολόκληρη την Ήπειρο, εξηγώντας μας με ακρίβεια και χωρίς να μας κουράσει πώς διαμορφώθηκαν τα διάφορα τοπικά ρεπερτόρια. 

Βόρεια ανεβήκαμε μέχρι το Αργυρόκαστρο ακούγοντας την "Ποταμιά" –εκτός δηλαδή των σημερινών ελληνικών συνόρων– ενώ νότια φτάσαμε ως την Πρέβεζα, με τον πρεβεζάνικο οργανικό σκοπό με τον οποίον ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της βραδιάς, αλλά και ως το Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας, οι ζουρνάδες του οποίου επηρέασαν άμεσα τα λεγόμενα «ζουρνατζίδικα», κομμάτια όπου το κλαρίνο προσπάθησε να μιμηθεί τον ήχο του ζουρνά. Ενδιάμεσα, ασφαλώς, σταθήκαμε στο Μέτσοβο ("Άντε Μωρ' Μηλιά"), στην Κόνιτσα ("Κρασί Σε Πίνω Για Καλό") και ακούσαμε γνωστά ηπειρώτικα σαν τα "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά" και "Περδικομάτα", αλλά και κομμάτια πιο σπάνια, με πρωταγωνιστές τον Αλή Πασά και τον αρβανίτη Οσμαντάκα. 

Ό,τι ακούσαμε ήταν καλοπαιγμένο και είχε σύμμαχο τον καθαρό ήχο του Underflow, που επέτρεψε να απολαύσουμε τον αυθεντικό τόνο της ορχήστρας, με το κλαρίνο να παίζει αργά και χαμηλά, αποφεύγοντας τις νεοδημοτικές φτήνιες οι οποίες μαστίζουν το ρεπερτόριο των πανηγυριών. Ωστόσο δεν γινόταν να μη σκεφτείς ότι η όλη βραδιά είχε και κάτι το ακαδημαϊκό, με μας καθισμένους σε καρέκλες και μαξιλάρες στο πάτωμα και τον Τζιτζιμίκα να μιλάει για τα τραγούδια με τόνο που περισσότερο άρμοζε στα μαθήματα τα οποία έκανε στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, παρά σε ζωντανή εμφάνιση. Σε κάποιο σημείο ένιωσα δηλαδή ότι έβλεπα επεισόδιο από το Αλάτι της Γης, αντί για συναυλία. Είναι μια μικρή ένσταση, ασφαλώς, η οποία στη «ζυγαριά» δεν στέκεται απέναντι στην ευκαιρία να ακούσουμε τον Τζιτζιμίκα κάπου στην πόλη μας. 

Οι κορυφώσεις της βραδιάς, αυτές που έμειναν νομίζω πιο ανεξίτηλα στη μνήμη, ήταν δύο. Στο πρώτο μέρος, ο Τζιτζιμίκας μας είπε ότι κατά τον Μεσοπόλεμο και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια οι καλλιτέχνες των δημοτικών πανηγυριών υιοθέτησαν μελωδίες και τραγούδια που άκουσαν από όσους έπαιζαν σμυρνέικα και δημοτικά, τις οποίες προσάρμοσαν ύστερα στα δικά τους μέτρα και σταθμά, με το κοινό αναλόγως να ακολουθεί. Ανάμεσα λοιπόν στα δείγματά τους, μας έπαιξε καταπληκτικά τον "Μαχαραγιά" του Σταύρου Τζουανάκου (1952), εξηγώντας μας ότι, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο, στα πανηγύρια της δεκαετίας του 1950 χορεύτηκε ως συρτός. 

Το άλλο φοβερό στιγμιότυπο σημειώθηκε στο άτυπο encore που ακολούθησε το φινάλε της βραδιάς με τα "Ξεχωρίσματα", όταν μια γυναίκα από το κοινό ζήτησε να ξανακούσει το "Μαραίνομαι Ο Καημένος". Ο Τζιτζιμίκας χαμήλωσε λοιπόν τα μικρόφωνα και το έπαιξε χωρίς ηλεκτρισμό, οδηγώντας την ορχήστρα του σε μια εκπληκτική απόδοση, φτάνοντας στην «καρδιά» πραγματικά της παράδοσης που εκπροσωπεί. 



25 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 17 Απριλίου 2021


Η Συχνοτική Συμπεριφορά της 17ης Απρίλη, αναμφίβολα ξέφυγε: έφτασε ακόμα και σε ...αποκαλύψεις για τους συντελεστές της, για κλοπές π.χ. δίσκων ή για συκοφαντικά δημοσιεύματα περί οικείων προσώπων τους.  

Κατάφερε επίσης και μίλησε (πάλι) πολύ για τους Deep Purple. Με αφορμή όμως τη φρέσκια συνεργασία μεταξύ Archie Shepp & Jason Moran έθιξε και τα όσα συμβαίνουν εσχάτως με τους χίπστερ και μία συγκεκριμένη πλευρά της τζαζ παρακαταθήκης. Ειπώθηκαν μάλιστα και εκφράσεις τύπου «βαρετομούρηδες»!

Και να 'ταν μόνο αυτά... Η εκπομπή χάραξε και παράλληλες διαδρομές μεταξύ των Boys Next Door του Nick Cave και των πρώιμων U2, ταξίδεψε στη Σμύρνη του 1909 αλλά και στην Τυνησία του 2021 –όπου αναζήτησε τη «μεταλλική» Δημοκρατία του Νέου Γολγοθά– ενώ συζήτησε και για τα μπλουζάκια hard & heavy συγκροτημάτων που φοράει ο Φοίβος στο House of Fame

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ZINO FRANCESCATTI & ROBERT CASADESUS: Ludwig Van Beethoven's Allegro Molto (Sonata no. 4 for Violin and Piano)
2. DEEP PURPLE: First Day Jam
3. RUINS: Mahavishnu Orchestra Medley
4. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΡΑΚΑΚΗΣ: Ήταν Κάποτε Μια Χώρα
5. ARCHIE SHEPP & JASON MORAN: Sometimes I Feel Like A Motherless Child
6. ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΜΒΑΚΗ: Το Τέλος Της Γραμμής
7. THE BOYS NEXT DOOR: Brave Exhibitions
8. OMINATION: Post-Apocalypticism
9. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΒΑΝΔΗ: Άπαπα
10. ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΤΣΑΜΠΑ: Historia De Un Amor
11. THE BEACH BOYS: Heroes And Villains 
12. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ: Ο Γερο-Δήμος
13. HAWKWIND: Hassan I Sahba
14. ΘΕΜΗΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ: Μα Πού Να Πάω
15. THE MODERN LOVERS: Roadrunner (Once)



22 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 10 Απριλίου 2021


Σε αντίθεση με τη Συχνοτική Συμπεριφορά που είχε προηγηθεί, με το αφιέρωμα στις μακροσκελείς συνθέσεις που δεν παίζονται συχνά στο ραδιόφωνο (περισσότερα εδώ), στην εκπομπή της 10ης Απρίλη φτάσαμε το μπλα-μπλα σε επίπεδα ρεκόρ με τον Στυλιανό Τζιρίτα. 

Κάπου από τον Ερρίκο τον Όγδοο το πιάσαμε, δηλαδή, στις «νοιάζομαι» φάτσες του Facebook το προχωρήσαμε, στον Μάριο Τόκα, στα μπλουζάκια Δημήτρη Κοντολάζου, στην Αιχμαλωσία της Εκκλησίας, στον Herbie Hancock και στον κατά Στίβεν Σπίλμπεργκ Πόλεμο των Κόσμων το φτάσαμε. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, με είπε και συντηρητικό άνθρωπο. 

Ερρίκο τον Όγδοο αποφάσισα στο μεταξύ κι εγώ να βαφτίσω το podcast μικρόφωνο με το οποίο γράφουμε κάθε εβδομάδα τις εκπομπές που στέλνουμε έπειτα στον Εν Πλω 89,2. Κι αυτό γιατί μας έβγαλε την πίστη μέχρι να ...συνεργαστεί και να μπορέσουμε να γράψουμε δίχως προβλήματα. Σε κάποιο σημείο, να φανταστείτε, ήμασταν πλέον σίγουροι ότι είχε χαλάσει. 

Αλλά τέλος καλό, όλα καλά. Και στην πορεία, παρά το μπλα-μπλα που ρίξαμε, προλάβαμε και παίξαμε και κάμποση μουσική. Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΚΑΜΕΡΑΤΑ - ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (σε διευθ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΥΡΑΤ): Νίκου Κυπουργού "Άνοιξη Στον Αίμο" - ζωντανή ηχογράφηση στο Μέγαρο Μουσικής, 2008
2. RICK WAKEMAN: Anne Boleyn "The Day Thou Gavest Lord Hath Ended"
3. GLENN GOULD & COLUMBIA SYMPHONY ORCHESTRA (σε διευθ. VLADIMIR GOLSCHMANN): Johann Sebastian Bach's Allegro (Concerto For Piano And Orchestra No. 3)
4. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ: Σ' Αγαπώ
5. HERBIE HANCOCK: Wandering Spirit Song
6. GOOGOOSH: گوگوش (Makhloogh)
7. AL DI MEOLA, JOHN McLAUGHLIN & PACO DE LUCÍA: Aspan
8. ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΡΜΑΓΟΣ & ΑΝΝΑ ΛΙΝΑΡΔΟΥ: Θέση
9. BARRY MANILOW: It's A Miracle
10. KID GALAX: Lies And Lust
11. ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ: Νύχτα Θεά
12. GOJIRA: Amazonia
13. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΤΟΛΑΖΟΣ: Στην Υγειά Του Έρωτά Μου
14. DAWN UPSHAW, SŌ PERCUSSION & GILBERT KALISH: Caroline Shaw's Narrow Sea Pt. 2




20 Απριλίου 2021

Black Midi: Schlagenheim [δισκοκριτική, 2019]


Την επιστροφή τους ετοιμάζουν αυτό το διάστημα οι Black Midi, ένα από τα καινούρια συγκροτήματα του ευρύτερα alternative pop/rock ήχου που κουβεντιάστηκε με κολακευτικά λόγια στον σχετικό Τύπο (και είχε όντως κάτι να πει, γιατί πολλοί συζητιούνται, αλλά δίχως αληθώς σοβαρούς λόγους).

Οι Λονδρέζοι μετρούν μόλις 4 χρόνια ζωής φέτος κι έχουν προγραμματίσει να βγάλουν το νέο τους άλμπουμ Cavalcade στις 28 Μαΐου μέσω της Rough Trade Records, με παραγωγό τον John «Spud» Murphy, πλην του "John L", όπου στην κονσόλα βρέθηκε η Marta Salogni. Το τραγούδι αυτό κυκλοφορεί ήδη ως single και δεν είναι λίγοι όσοι το καλοϋποδέχτηκαν, αν κρίνω από όσα είδα στα social media. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν είναι το πιο αντιπροσωπευτικό του ήχου του Cavalcade.

Οι Black Midi, αν και νέο σχήμα, μετρούν ήδη κάμποσες κυκλοφορίες. Κεντρική σημασία ανάμεσά τους, όμως, έχει το άλμπουμ Schlagenheim του 2019 (Βρετανία #43), το οποίο και προξένησε τις συζητήσεις γύρω από το όνομά τους. Ενόψει λοιπόν της επιστροφής τους, αναδημοσιεύται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η κριτική μου σε αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis

Όπως τόνισα εκεί, ήταν εύκολο να καταλάβεις τον ενθουσιασμό με τους Black Midi, αλλά όχι και τόσο εύκολο να τον συμμεριστείς. Για να δούμε, λοιπόν, τι εικόνα μας επιφυλάσσει η καινούρια δουλειά.


Σε μια ροκ εποχή όπου ακόμα και οι καλοί εναλλακτικοί δίσκοι κυλούν προβλέψιμα, είναι εύκολο να καταλάβεις τον ενθουσιασμό που προξένησε το Schlagenheim, ντεμπούτο για τους Λονδρέζους Black Midi. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο να τον συμμεριστείς. 

Δύο άτυπες αλήθειες της ροκ επικαιρότητας είναι ότι, αν έχεις κιθάρες και αποτολμάς να εκτείνεις τις συνθέσεις σου στα 8 λεπτά 
α) κάπως, κάπου σε έχει χτυπήσει το progressive 
β) ξέρεις να παίζεις σε ένα άλφα επίπεδο, όχι πάντοτε δεδομένο. 

Στην περίπτωση ωστόσο των Black Midi, το α) δεν αληθεύει. Αν επιθυμείς δηλαδή να βρεις συγγένειες στο πώς αναπτύσσουν εις μάκρος τις δικές τους δημιουργίες και στο τι εννοούν μιλώντας για «αυτοσχεδιασμό», θα πρέπει μάλλον να πας προς τους Mahavishnu Orchestra και το kraut των Can, ίσως και των Neu!. Αληθεύει ωστόσο το β). Και με το παραπάνω, μάλιστα.

Οι Black Midi πατάνε γερά στον ντράμερ Morgan Simpson, ο οποίος διατηρεί σφιχτό αλλά και λιγάκι ...λοξό το groove της υπόθεσης σε όλη τη διάρκεια του Schlagenheim, επιτρέποντας στις κιθάρες του Matt Kwasniewski-Kelvin να ξετυλίξουν τις ιδέες τους, αλλά και στον Geordie Greep να ισορροπήσει τα indie φωνητικά του στο μείγμα ("953", "Reggae"). Ίσως όχι πάντοτε με πειθώ –καθώς κάτι λείπει σε χαρακτήρα– πάντως μακριά από κουρασμένα ερμηνευτικά σχήματα και τις στημένες φωνασκίες διαφόρων καημένων, που ονειρεύονται να διαδεχθούν τους αδελφούς Gallagher. Εδώ θα πρέπει βέβαια να δώσουμε εύσημα και στον παραγωγό Dan Carey, καθώς αντανακλάται κάτι από τη δική του εμπειρία με τους Franz Ferdinand και τη Bat For Lashes. 

Ναι, αλλά τι παίζουν οι Black Midi; 

Το ερώτημα δείχνει να γίνεται όλο και πιο βασανιστικό στις μέρες μας για Τύπο και ακροατές, καθώς κοντεύουμε πια δύο δεκαετίες που ο εναλλακτικός ποπ/ροκ χώρος προσπαθεί να κοντράρει τα αδιέξοδα με συνεχή κράματα ήχων. Στο Schlagenheim μπορείς λοιπόν να ακούσεις πολλά, μα εν τέλει τίποτα συγκεκριμένο. Κι αυτό είναι και καλό και κακό. Bέβαια, όσοι βιάστηκαν να το αποκαλέσουν «πειραματικό» προδίδονται ως μάλλον άσχετοι, καθώς νομίζουν ότι πειραματισμός είναι να ανακατεύεις τα μετά το πανκ –όπως τα παίζουν ύστερα ονόματα σαν τους Preoccupations, λ.χ.– με ολίγον fusion τζαζ λογικής, μια σκελίδα μπάντζο ("Western") και να αλατοπιπερώνεις με Swans ή άλλους εξέχοντες noise rockers ("bmbmbm"). 

Θέλω να πω, δεν υπάρχει κάτι το «πειραματικό» στον ήχο των Black Midi, κάτι που να εξερευνά νέες ακουστικές εμπειρίες: τα «συστατικά», δεν παύουν να είναι αναγνωρίσιμα. Αυτό που θαυμάζεις είναι τα ζιγκ-ζαγκ ενός γκρουπ παιδιών που τώρα κοντά τέλειωσαν το σχολείο, καθώς και την ευχέρειά τους να πηγαίνουν από το ένα στο άλλο δίχως να ντελαπάρουν, πριμοδοτώντας εδώ κι εκεί ρυθμούς κομματάκι ανορθόδοξους στις εξελίξεις τους. Δεν το λες και «έκπληξη», αλλά τέλος πάντων υπάρχει ένας παράγοντας αρκετός για να κάνει αίσθηση σε μια εποχή σαν και τη δική μας. Ή για να εξηγήσει επαρκώς, πέρα από τις hype σαχλαμάρες, γιατί οι Black Midi έκαναν τόσο γρήγορα το ταξίδι από τις pub του νότιου Λονδίνου στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς εναλλακτικού Τύπου. Έστω κι αν τα τελευταία δεν αποδείχθηκαν επαρκή για να τους μπάσουν στο top-40 της Βρετανίας (το άλμπουμ κόλλησε στο #43).

Ωστόσο, όταν περάσουν οι ακροάσεις, δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις τις στιγμές στις οποίες θα ήθελες να ξαναγυρίσεις, ακόμα κι αν κάπου στις σημειώσεις σου βλέπεις τίτλους σαν το "Ducter" π.χ. ή το "Near DT, MI". Στο Schlagenheim κυριαρχούν οι ιδέες και τα παιξίματα, μα η τραγουδοποιία καθ' αυτή αποτυπώνεται είτε λιγάκι άγουρη, είτε υπέρ το δέον εγκεφαλική για να πετύχει ένα πιο διαρκές αποτύπωμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους στίχους, οι οποίοι δείχνουν να θέλουν να πουν αρκετά για μια χώρα που διαιρείται πολιτικά και δεν ξέρει πια πώς να τιθασεύσει πάγια ζητήματα κοινωνικού άγχους και καταναλωτικής έξαρσης. Αλλά, ενώ πιάνεις το γενικότερο νόημα, δεν υπάρχουν οι καίριες λέξεις που θα εκφράσουν καθαρά και ξάστερα τα όσα απασχολούν την τετράδα από το Λονδίνο. 

Ο ενθουσιασμός κάποιων μένει λοιπόν μετέωρος, τουλάχιστον στα αυτιά όσων μετρούν χιλιόμετρα στον μουσικό χάρτη και μπορεί π.χ. να έχουν θητεύσει σε δισκογραφίες σαν των Motorpsycho ή των Swans· δύο ενεργών συγκροτημάτων, τα οποία δεν έχουν πάψει να εκπλήσσουν με το πώς ανακατεύουν μια κατά βάση ροκ τράπουλα. Πάντως το Schlagenheim αποδεικνύεται ένα καλό, στέρεο άλμπουμ, το οποίο βάζει τους Black Midi με το δεξί στα πράγματα, δείχνοντάς τους ικανούς να πρεσβεύσουν μια ροκ αισθητική με ανοιχτούς ορίζοντες και επαρκώς εναλλακτική κόψη. Η λογική λέει ότι στη νέα δεκαετία δικαιούμαστε να περιμένουμε πράγματα από αυτήν την παρέα. Και πιο ολοκληρωμένα, και πιο κατασταλαγμένα. 



18 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 3 Απριλίου 2021


Για την πρώτη Συχνοτική Συμπεριφορά του Απρίλη, αποφασίσαμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα να κάνουμε ένα από τα προσφιλή αφιερώματα της εκπομπής: μακροσκελείς συνθέσεις από Έλληνες και διεθνείς καλλιτέχνες (γνωστούς ή και όχι), οι οποίες δεν παίζονται συνήθως στα ραδιόφωνα λόγω μεγάλης διάρκειας.

Και να πούμε ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο λόγω της μάστιγας των playlist, που έχουν τσακίσει τη ραδιοφωνία των FM, αφήνοντας πεδίο ανεξαρτησίας και ευελιξίας μόνο σε όσους σταθμούς εκπέμπουν αποκλειστικά μέσω ίντερνετ –και σε όσους βέβαια μικρότερους σταθμούς των ερτζιανών επιλέγουν να μην παίζουν αυτό το θλιβερό παιχνίδι. Άλλωστε, ούτε στον Εν Πλω 89.2 όπου βρισκόμαστε τώρα, ούτε στην προηγούμενη συνεργασία μας με τον 105,5 Στο Κόκκινο, αντιμετωπίσαμε τέτοιο ζήτημα.

Πολλές φορές, δηλαδή, ακόμα και σε συνθήκες τέτοιας ανεξαρτησίας, είμαστε οι ίδιοι που λέμε «άσε, ας μην το παίξω τώρα αυτό», προκειμένου να μας χωρέσουν περισσότερες επιλογές. Ακόμα κι αν πρόκειται για κομμάτια από πολυσυζητημένους και διακριθέντες δίσκους, όπως π.χ. τις Ωδές (1979), όπου η άνωθεν εικονιζόμενη Ειρήνη Παππά συνεργάστηκε με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Είναι μια αυτολογοκρισία, αν θέλετε. Οπότε χρειάζεται πού και πού να σπάμε τα φράγματα. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ & ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ: Μοιρολόι
2. MILES DAVIS: Miles Runs The Voodoo Down
3. JASPER: Baby Please Don't Go
4. ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ: Φαγιούμ
5. SIGUR RÓS: Sigur Rós
6. EMERSON, LAKE & PALMER: Pirates
7. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Μπάλλος
8. WOLFGANG DAUNER'S ET CETERA: Tuning Spread 



15 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 4: o Udo παίζει Accept, για τελευταία(;) φορά (2016)


Ο Udo Dirkschneider ήταν στους Accept από την αρχή-αρχή και τα χαρακτηριστικά του γρυλίσματα έγιναν σήμα κατατεθέν του ήχου που έπλασαν οι συνιδρυτές Wolf Hoffmann (κιθάρα) & Peter Baltes (μπάσο). Ήχου που κατάφερε να περάσει ακόμα και στο mainstream μετά το 1983, χάρη στην επιτυχία του άλμπουμ Balls To The Wall.

Λίγο αργότερα, ωστόσο, επήλθε η πρώτη ρήξη στις σχέσεις τους, με τον Udo να φεύγει το 1987 ιδρύοντας τους U.D.O. και τους Accept να οδηγούνται σε παύση εργασιών το 1989. Τα ξαναβρήκαν ωστόσο το 1992 (οι παλιότεροι θα  θυμούνται και την επική συναυλία στο Ρόδον, το 1996), για να μπουν σε χειμερία νάρκη το 1997. Το 2005 περιόδευσαν και πάλι μαζί, αλλά η συναυλία στο Kaliakra Rock Festival της Βουλγαρίας (27 Αυγούστου 2005) σήμανε και το οριστικό τέλος της συνεργασίας τους: «πλέον, έχουμε καλή μεταξύ μας σχέση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Udo το 2007, «και είναι καλύτερα να το αφήσουμε έτσι». Εκείνα τα χρόνια, άλλωστε, ο ίδιος υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός με το συγκρότημά του.

Όπως είδαμε στα προηγούμενα μέρη αυτής της Accept εβδομάδας του blog (εδώ, εδώ και εδώ), οι Accept πήραν μπρος ξανά από το 2010 και μετά, όταν μπόρεσαν να βρουν έναν επιτυχημένο αντικαταστάτη του Udo στο πρόσωπο του Αμερικανού Mark Tornillo. Ζυγίζοντας ίσως τα πράγματα μετά την απρόσμενη επιτυχία του δικού τους Blind Rage (2014), ο Udo αποφάσισε το 2015 να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο Accept, με μια διεθνή περιοδεία στην οποία θα έπαιζε τα τραγούδια τους για τελευταία φορά. 

Η περιοδεία αυτή τον έφερε βέβαια και στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2016, για δύο συναυλίες: μία στο Principal της Θεσσαλονίκης και μία στο Piraeus Academy της Αθήνας, με support τους Γερμανούς Palace και τους παλαίμαχους Καναδούς Anvil. Στη δεύτερη, ασφαλώς, φρόντισα να δώσω το παρών, αποχαιρετώντας μια εποχή ιδιαιτέρως σημαντική για τα μουσικά μου γούστα. Ήταν μάλιστα η τελευταία φορά που βρέθηκα στις πρώτες σειρές, καθώς τα έτη είχαν γίνει πλέον στρογγυλά 40 και οι σωματικές/ψυχικές αντοχές προηγούμενων χρόνων είχαν ξεθωριάσει. Δεν το μετάνιωσα στιγμή, πάντως: ήταν από εκείνες τις live εμπειρίες που μένουν πολύ ζωντανές στη μνήμη.

Μια ανταπόκριση που γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis αναδημοσιεύεται λοιπόν εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– ουσιαστικά ολοκληρώνοντας αυτή την Accept εβδομάδα του blog, αφού ο φρέσκος τους δίσκος Too Mean To Die είναι ήδη γεγονός και η σχετική κριτική βρίσκεται ήδη δημοσιευμένη στις φιλόξενες σελίδες του Mic Music Portal.

Βέβαια, εκείνο το «τελευταία φορά» είναι πάντα αμφιλεγόμενο στα καλλιτεχνικά. Κι έτσι αποδείχθηκε και στην περίπτωσή μας, αφού στη συναυλία που έδωσαν οι U.D.O. τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας παίχτηκαν ξανά ορισμένα τραγούδια της Accept περιόδου. Πριν λίγες μέρες, μάλιστα, ο Dirkschneider δήλωσε στο Made in Metal ότι «ίσως να βιάστηκε» όταν έκλεισε το κεφάλαιο Accept το 2016. Διευκρίνισε ασφαλώς ότι δεν παίζει με τίποτα κάποια επανένωση, όμως φάνηκε να προετοιμάζει το κοινό για μια επανάληψη των Accept βραδιών, πιθανώς προς το 2023, εφόσον έχουμε ξεμπερδέψει και με τα του κορωνοϊού.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου και προέρχονται από τη βραδιά στο Piraeus Academy


Δύσκολα τις βάζεις στο word τέτοιες συναυλίες, που κάνουν ένα γεμάτο μαγαζί να πηγαίνει πάνω-κάτω και να ξελαρυγγιάζεται 2 ώρες στο τραγούδι. Δεν τα μετράνε όμως αυτά όσοι μόνιμα γκρινιάζουν για το ελληνικό κοινό, το οποίο πάει συνέχεια στα «παλιά» και δεν στηρίζει τα «καινούρια». Έχουν ασφαλώς και τα δίκια τους, αλλά δεν συνυπολογίζουν ουσιώδη πράγματα. Γιατί, αν περνάς τόσο καλά, όχι μόνο δεν τα κλαις τα πολλά ευρώ του εισιτηρίου, μα θα τα ξαναδώσεις· ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικών στριμωγμάτων.

Στο Academy της Πειραιώς 117 ήταν ακόμα απόγευμα όταν βγήκαν οι Palace, ακριβώς στην ώρα τους (19.15). Οι ουρές που είχαν δημιουργηθεί απέξω λόγω του ότι αγόραζες εισιτήρια/αντάλλασσες εκείνα της Αρχιτεκτονικής (όπου ήταν να γίνει αρχικά η συναυλία)/έπαιρνες δημοσιογραφικές προσκλήσεις από μόλις δύο ταμεία, εμπόδισαν αρκετούς που είχαν έρθει έγκαιρα από το να τους δουν, με αποτέλεσμα το γερμανικό τρίο να παίξει μπροστά σε λιγοστό κόσμο. 


Παρά ταύτα, το κοινό έστησε για χάρη τους μια μικρή μα ζωηρή κερκίδα μπροστά από τη σκηνή, που ενθουσίασε τον frontman Harald Piller. Λίγο φωνακλάδες τους βρήκα βέβαια τους Palace, αλλά με βιωματική σχέση με το 1980s heavy metal που πρεσβεύουν (και φέρνει λίγο στους Accept). Έπαιξαν λοιπόν ένα ψυχωμένο set, σωστό στη διάρκειά του και εν τέλει καλό για μια πρώτη, χαλαρή μπύρα.

Ώσπου να δούμε στη σκηνή τους Anvil, η πλατεία του Academy είχε πια γεμίσει. Θα ερχόταν κι άλλος λαός στη συνέχεια, χωρίς ποτέ να επικρατήσουν ασφυκτικές συνθήκες ή να χρειαστεί να ανοίξει και ο εξώστης (αν και ορισμένοι πέρασαν το κιγκλίδωμα κι έπιασαν θέσεις στις σκάλες). Όσο για τους Καναδούς, μόνο ως support δεν τους αντιμετώπισε ο περισσότερος κόσμος. Αντιθέτως, υποδέχτηκε θερμά τον ιδιαίτερα ομιλητικό Steve "Lips" Kudlow –που έσκασε μύτη φορώντας μαύρο αμάνικο με στάμπα τρία φύλλα σφενδάμου στα κοκκινόασπρα χρώματα της πατρίδας του– φώναξε ρυθμικά «Anvil, Anvil» κάμποσες φορές στη διάρκεια του set και χειροκρότησε με αρκετή ζέση ακόμα και το ξεπερασμένο σαν συναυλιακή πρακτική drum solo του Rob Reiner.


Ομολογουμένως, οι Anvil έχουν βαρύνει με τα χρόνια. Παραμένουν πάντως μια τίμια μπάντα σε αυτό που κάνουν, παίζοντας με αληθινό μεράκι και κουβαλώντας –60 χρονών άνθρωποι– όλο τον εξοπλισμό μονάχοι τους (δεν έχουν road crew). Φωνητικά, βέβαια, η κόψη του Kudlow έχει δυστυχώς στομώσει. Κάτι που έχει αντίκτυπο και στο υλικό. Σε εκτελεστικό επίπεδο, ωστόσο, μη σας μένει αμφιβολία: οι Anvil σκίζουν. Και το υπερασπίστηκαν με ό,τι είχαν το σπιντάτο, βαρύ τους rock 'n' roll, παρέχοντάς μας ωραίες ζωντανές εκτελέσεις σε αγαπημένα κομμάτια σαν τα "Winged Assasins" και "March Of The Crabs". Έκλεισαν δε πανηγυρικά, με το τραγούδι που περίμεναν οι περισσότεροι: "Metal On Metal", με το Academy να «πυρακτώνεται» επιτυχώς για τη συνέχεια της βραδιάς.

Ο κόσμος, τώρα (το αντιλαμβάνεστε πιστεύω), ήταν λιγάκι ...σιτεμένος. Άλλωστε τον Udo να τραγουδάει τελευταία φορά Accept είχε έρθει να δει, μιλάμε επομένως για αποχαιρετιστήριο κάλεσμα σε μια συγκεκριμένη γενιά. Στο κοινό υπήρχαν πάντως και πιτσιρικάδες και η τριπλέτα δίπλα μου ήταν αρκούντως πονηρεμένη: «πάμε τώρα μπροστά», τους παρακίνησε ο ένας όταν τέλειωσαν οι Anvil, «και αν δεν μπορεί να τραγουδήσει, γυρίζουμε πίσω». Δεν γύρισαν ποτέ, οπότε μάλλον αυτό απαντάει και στις δικές σας απορίες για τη φωνητική κατάσταση του 63άχρονου Udo Dirkschneider.

Για να είμαστε ακριβείς, ο Udo υπήρξε καταιγιστικός ήδη από το μπάσιμο με το "Starlight". Και όχι μόνο δεν έχασε σε απόδοση ώσπου να γεμίσει το δίωρο της εμφάνισης, μα ανέβαζε και στροφές καθώς κυλούσαν οι λεπτοδείκτες, εμφανώς τροφοδοτούμενος από το πάθος και τον ενθουσιασμό του κόσμου –έστω κι αν (όπως πάντα) δεν έδειξε παρά ελάχιστο συναίσθημα. Εδώ, βέβαια, πρέπει να σημειωθεί και ο απίστευτος ήχος τον οποίον απολαύσαμε, όπως και τα καταπληκτικά κινούμενα φώτα. Εξοπλισμό που ανήκει ολόκληρος στον Udo και στήνεται/ξηλώνεται από την αρχή σε κάθε σταθμό της νυν περιοδείας.

Όσο για τη setlist, ήταν βγαλμένη από το ευτυχέστερο όνειρο κάθε fan των Accept –με αποτέλεσμα ο Udo και οι συνοδοιπόροι του να πυροβολούν στο ψαχνό, οδηγώντας μας σε φρενίτιδα. Με απίθανα τραγούδια σαν τα "Living For Tonite", "Princess Of The Dawn", "Breaker", "Midnight Mover", "Restless And Wild", "Son Of A Bitch" και "TV War" να πέφτουν πάνω μας σαν βόμβες, αλλά και με ένα encore που ξεκίνησε σεισμικά με το "Metal Heart" και είχε μεταξύ άλλων "Fast As A Shark" και βέβαια "Balls To The Wall", καταλαβαίνετε ότι περάσαμε 2 ώρες να τραγουδάμε σαν παλαβοί, κυριολεκτικά. Μάλιστα, η χορωδία που στήσαμε στο "Princess Of The Dawn" ήταν νομίζω ασυναγώνιστη στα συναυλιακά metal χρονικά της πρωτεύουσας.

Σε κάποιο σημείο της βραδιάς, έκανα την (αναπόφευκτη;) σύγκριση με την πρόσφατη συναυλία των Accept στο Gagarin, στην οποία είχαμε πράγματι περάσει φίνα και είχαμε απολαύσει τον νυν frontman, Mark Tornillo. Κι όμως, δεν συγκρινόταν με ό,τι παρακολουθούσα στο Academy. Ίσως γιατί ο σκληροτράχηλος Γερμανός performer πήρε το κοντόχοντρο σαρκίο του και τους παιχταράδες του –Andrey Smirnov στην κιθάρα, Fitty Wienhold στο μπάσο, τον υιό του Sven Dirkschneider στα ντραμς και τον Kasperi Heikkinen στη δεύτερη κιθάρα– κι έδειξε με ένα περήφανο αντίο στο σημαντικότερο κομμάτι της ιστορίας του ότι τα χρόνια μπορεί να περνούν, μα η αλητεία μένει.



14 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 3: Blind Rage [δισκοκριτική, 2014]


Δεκαπενταύγουστο του 2014 έσκασε το Blind Rage, τρίτο κατά σειρά άλμπουμ των Accept με «κινητήρα» τον Mark Tornillo. Και, ως τότε, όλοι πια ξέραμε τι μπορούσαμε και τι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε. Είχαμε δει δηλαδή τα όρια του νέου τραγουδιστή στα live, όταν έφτανε η ώρα για το υλικό της Udo περιόδου, αλλά είχαμε δει και τα όρια της γερμανικής μπάντας στο στούντιο: διαφορετική υπόθεση το τράνταγμα του Blood Of The Nations (2010), διαφορετική το φασόν μούδιασμα του Stalingrad: Brothers Ιn Death (2012).

To Blind Rage, πάντως, αποδείχθηκε θρίαμβος. Ως σήμερα παραμένει το ωραιότερο άλμπουμ των Accept με τον Mark Tornillo, αλλά κι ένας από τους καλύτερους metal δίσκους της δεκαετίας των 2010s. Επιπλέον, ήταν κι αυτός που τους έστειλε καρφί στο νούμερο 1 της Γερμανίας –για πρώτη φορά στην ιστορία– αλλά και στο νούμερο 35 των Ηνωμένων Πολιτειών. Χαρίζοντάς τους έτσι τη μεγαλύτερη υπερατλαντική επιτυχία της καριέρας τους, σε μια εποχή κατά την οποία αυτά που έπαιζαν δεν αποτελούσαν τμήμα καμιάς «τάσης». Το αντίθετο, μάλιστα. 

Το τρίτο μέρος της Accept εβδομάδας είναι λοιπόν αφιερωμένο στον δίσκο με το "Dying Breed": τον περήφανο ύμνο μιας μεταλλικής γενιάς που μπορεί να γέρασε, μα είναι ακόμα εδώ. Ίσως επίσης να κουράστηκε στο διάβα του χρόνου, μάλλον νέρωσε και τα κρασιά της με τρόπους που δεν φανταζόταν κατά τη νεότητά της, πάντως στα μεγάλα στριμώγματα της ζωής είναι ακόμα διατεθειμένη να «live and die by the sword». Με έναν τρόπο που δεν θα καταλάβουν ποτέ οι alternative μεταλλάδες, όσοι στα ίδια χρόνια με το Blind Rage πύκνωσαν τις γραμμές στις συναυλίες συγκροτημάτων τύπου Mastodon και Wolves In The Throne Room. 

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία ανήκει στον William Garrey και προέρχεται από συναυλία των Accept στη Γαλλία


Μισοσβησμένος μέσα στις χιλιετίες, ένας άξονας ενώνει τους σιδηρόφραχτους ήρωες της Ιλιάδας με τη στρατιωτική αριστοκρατία του Game Of Thrones. Με πληθώρα ενδιάμεσων σταθμών, βέβαια, όλων αποτυπωμένων ανεξίτηλα στην ανθρώπινη φαντασία: ο Αρθούρος και το μαγικό του Εξκάλιμπερ, ο καταραμένος αυτοκράτορας Έλρικ, το ανήμερο ξίφος του Κόναν του Κιμμέριου, εκείνοι που πολέμησαν για τη σωτηρία της Μέσης Γης στις σελίδες του Τόλκιν, όσοι πρωταγωνίστησαν στις Ιστορίες Με Βάρβαρους Ήρωες που μπορεί να διαβάσατε (και να ξαναδιαβάσετε) οι παλιότεροι σε βιβλίο τσέπης Ωρόρα. Παρά τα ειρωνικά μειδιάματα με τα οποία γίνεται συνήθως δεκτή ή τα αφ' υψηλού σχόλια περί «εφηβικών αναγνωσμάτων», η sword & sorcery λογοτεχνία δεν παύει να συγκινεί στο διάβα των αιώνων. 
 
Αυτό το χάρτινο Βασίλειο του Ατσαλιού το ονειρεύτηκαν κατά καιρούς και αρκετοί από όσους καταπιάστηκαν με το χέβι μέταλ, από τότε τουλάχιστον που ο Ronnie James Dio άπλωσε τον μαγικοθρησκευτικό μανδύα των στίχων του πάνω στο σκληρό ροκ. Και παρότι ολόκληρο το οικοδόμημα του παραδοσιακού μέταλ μπορεί να χωρέσει στην «έπος μαζί και οδυρμός» περιγραφή την οποία του έδωσε κάποτε ο Αργύρης Ζήλος, για ορισμένες μπάντες το έπος είχε πάντα πιο μεγάλες διαστάσεις –μαζί ασφαλώς και ο οδυρμός. 
 
Για τους Manowar των φανταστικών πρώτων δίσκων, για παράδειγμα, στους οποίους τόσο εμφανώς παραπέμπουν οι φετινοί Accept· κι ας μην τους αναφέρουν στην καταιγιστική παράθεση της «πολεμικής» τους γενεαλογίας, στο "Dying Breed". Αλλά αυτά τα βροντερά χορωδιακά που αποδίδουν τα ρεφρέν σε call-and-response αντίστιξη με τα φωνητικά του Mark Tornillo, πότε θρηνώντας για την πτώση κραταιών αυτοκρατοριών ("Fall Of The Empire", απόλυτη περιγραφή του τι εννοούμε «έπος μαζί και οδυρμός») και πότε παιανίζοντας για αφηνιασμένα ποδοβολητά ("Stampede") ή για ήρωες που θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους ("From The Ashes We'll Rise"), έλκουν την καταγωγή τους από τις λαμπερές μανογουορικές αναπαραστάσεις της κλαγγής των όπλων και από τις δικές τους διηγήσεις για βασιλιάδες πολύ περασμένων χρόνων, που πέθαναν γονατίζοντας μονάχα στους θεούς. 
 
Λυσσασμένο, επιθετικό, ανδρικό με μια ωμότητα που δεν σηκώνουν πια τα εκλεπτυσμένα αγορίστικα ήθη του 21ου αιώνα, το μεταλλικό ροκ εν ρολ των Accept επιμένει λοιπόν να «live and die by the sword». Να ζει είπα; Διορθώστε, παρακαλώ: να ζει και να βασιλεύει. Φτύνοντας στα μούτρα από το #35 των αφιλόξενων για τέτοιους ήχους Η.Π.Α., από το #21 στην πάντα σημαντική για το μέταλ Ιαπωνία και βέβαια από το #1 της πατρίδας Γερμανίας όσους εισηγήθηκαν τον εγκλεισμό του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τέτοια επιτυχία δεν είχαν ποτέ ως τώρα γνωρίσει οι Τεύτονες από το Σόλινγκεν. Και είναι ίσως ειρωνικό ότι τα καταφέρνουν χωρίς τον αυθεντικό τους τραγουδιστή (ο Udo πρέπει να έχει πέσει στα υπογλώσσια) και δίχως να αλλάξουν το οτιδήποτε στον κατ' αυτούς «κανόνα», τη στιγμή μάλιστα που ένα από τα πιο συζητημένα γκρουπ του σύγχρονου μέταλ –οι Mastodon– το γυρνάει στο heavy rock για να διατηρήσει/αυγατίσει την παρουσία του στα αμερικάνικα charts.  
 
Ένα μεγάλο πρόβλημα των Mastodon –μα και άλλων ωραίων συγκροτημάτων της συνομοταξίας– είναι ότι δεν κατάφεραν να χτίσουν καμία αίσθηση κοινότητας με τη μουσική τους. Πολλοί μάλιστα στραβώνουν αν πεις ότι παίζουν μέταλ και σε αρχίζουν στα περιφραστικά («σύγχρονος σκληρός ήχος») ή σε κάτι ανοησίες για post-metal. Είναι βέβαια μια μπάντα της εποχής, όπου (υποτίθεται) δεν παίζουν πια κοινότητες στο ροκ και ο κόσμος ακούει χίλια πράγματα. Ως αποτέλεσμα, η επιβίωση εξαρτάται ίσως περισσότερο από το αν θα τους αγκαλιάσουν τελικά οι οπαδοί λ.χ. των Interpol, ως ένα εξωτικό σκληρόδερμο φρούτο. 

Οι Accept, από την άλλη, υπερασπίζονται μια ντεμοντέ άποψη. Και τα τραγούδια τους επικαλούνται τα ιδανικά μιας περιφραγμένης ομάδας: εκφράζουν τον κόσμο ενός σκληρού, παραδοσιακού άντρα σε μια μεταιχμιακή, δυσνόητη εποχή, απέναντι στην εντροπία της οποίας (θεωρεί πως) καλείται να σταθεί με μια παλαιού τύπου ανδρεία και μπέσα, αν θέλει να τη βγάλει καθαρή. Η πρωτοφανής επιτυχία θα πρέπει λοιπόν να λειτουργήσει προειδοποιητικά, αφού η φάση δεν είναι όσο εκτός μόδας παρουσιάζεται σε έναν διεθνή μουσικό Τύπο κυριαρχούμενο από γραφιάδες που ακούν indie pop/rock με ολίγη «μαύρη» ζάχαρη, συνοδεία indie-friendly ηλεκτρονικών μπισκότων. Από γραφιάδες, δηλαδή, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ως «γενική τάση» τα ιδανικά της δικής τους μικρής κοινότητας.
 
Όμως ας μη χανόμαστε στις αναλύσεις. Το Blind Rage έρχεται παραφουσκωμένο με τραγούδια εμπρηστικής δύναμης, σφυρηλατημένα με ό,τι μπορεί να έχει κάνει κάποιους να αποκτήσουν σχέση ζωής με τους Accept ή γενικότερα με τη χέβι μέταλ κουλτούρα. Είναι δίσκος που διατηρεί ατόφια τη φορτηγατζίδικη μαγκιά του Blood Of The Nations (2010), ενώ τηρεί διακριτικές μα διακριτές αποστάσεις από τον ανερμάτιστο, τεμπέλικο μανιερισμό του Stalingrad: Brothers In Death (2012). Παρά μάλιστα την αίσθηση ενός φρικαρισμένου ταύρου αμολημένου σε υαλοπωλείο, η εκρηκτική δυναμική των Γερμανών υπακούει σε μια σοφή και πολύτιμη αίσθηση μέτρου. Στα πλαίσια της οποίας και τα κιθαροσολίδια ακονίζονται και πάλι στο αμόνι της (rock)radio-friendly μελωδίας ("Dark Side Of My Heart", "Trail Of Tears"), αλλά και ο τυφώνας Tornillo αφήνεται με αρκετό χώρο στη διάθεσή του, ώστε να σαρώσει γέφυρες και ρεφρέν. 



13 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 2: live στο Gagarin (2011)


Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η έλευση του Mark Tornillo και το άλμπουμ Blood Of The Nations (2010), είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει πατείς με πατώ όταν η σχετική περιοδεία έφερε τους Accept στην Αθήνα, για ένα live στο Gagarin (Φεβρουάριος 2011) όπου support έπαιξαν οι «δικοί μας» InnerWish: είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες του χώρου δεν κλείνανε. 

Ο ερχομός τους, μάλιστα, είχε ως αποτέλεσμα και μια μικρή προσωπική περιπέτεια. Το γκρουπ, δηλαδή, είχε συμφωνήσει να δώσει και μερικές επί τόπου συνεντεύξεις στην Αθήνα, στα πλαίσια της προώθησης του Blood Of The Nations. Είχαμε μιλήσει λοιπόν με τη Soundforge (η οποία είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα) και είχα «κλειδώσει» τον Tornillo για να μιλήσουμε. Όλα, ωστόσο, έπρεπε να γίνουν πριν ξεκινήσει η συναυλία στο Gagarin, οπότε βρέθηκα να ακολουθώ τη μπάντα σε διάφορες κινήσεις της ανά την Αθήνα. Αλλά κάπου το χρονοδιάγραμμα έπεσε έξω και ο Tornillo δεν μπόρεσε να μου δώσει τελικά τη συμφωνημένη συνέντευξη. 

Για το μέρος 2 της Accept εβδομάδας του blog, λοιπόν, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση που έγραψα για εκείνη τη βραδιά για λογαριασμό του Avopolis –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με κάποιες διορθώσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου και προέρχονται από τη βραδιά στο Gagarin


Όσοι βρέθηκαν στο Gagarin, πολέμησαν σώμα με σώμα για να δουν τους Accept. Κυριολεκτώ. Δεν ήταν συναυλία, μα μάχη. Μάχη για να σταθείς κάπου, για να βλέπεις έστω και από μια γωνίτσα ένα κεφάλι, ένα κομματάκι της σκηνής. Προσωπικά, δεν είχα ξαναδεί (ως τότε) το Gagarin να κατακλύζεται έτσι από κόσμο· περιττό λοιπόν να πω ότι η βραδιά ήταν sold-out.

Είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες δεν έκλειναν. Ο πορτιέρης το προσπάθησε μια-δυο φορές, μα, τελικά, βλέποντας το μάταιο της απόπειρας, όρθωσε δύο πυροσβεστήρες δεξιά κι αριστερά και τις άνοιξε διάπλατα. Καλά έκανε. Γιατί και τον απαραίτητο αέρα έδωσε σε όσους είχαν στοιβαχτεί στις πίσω σειρές – συμβιβαζόμενοι με το ότι θα έβλεπαν μόνο τα κεφάλια του γκρουπ– αλλά και τον ήχο χάρισε σε όσους δεν μπορούσαν καν να μπουν στον χώρο και βολεύτηκαν στο φουαγιέ, παρακολουθώντας τη συναυλία από τις δύο οθόνες εκεί (παρεμπιπτόντως, η αριστερή ως προς την είσοδο έχει χειρότερη εικόνα από τη δεξιά, καθώς κάτι συμβαίνει και θαμπώνουν τα χρώματα). Τι αστείο, αναλογίστηκα, αν σκεφτεί κανείς πόσα «No Udo, No Accept» είχαν ειπωθεί όταν ανακοινώθηκε ότι οι Γερμανοί θα συνέχιζαν με τραγουδιστή τον Mark Tornillo. Ένα άλμπουμ και μισή περιοδεία πήρε στον Αμερικανό και όχι μόνο τον κόσμο των Accept κέρδισε, μα τους κατέστησε ξανά υπολογίσιμη μεταλλική δύναμη.

Δεν αποφεύχθηκε η συζήτηση για υπεράριθμους. Δεν επιθυμώ να πάρω θέση σε κάτι τέτοιο, δεν γνωρίζω την ακριβή χωρητικότητα του Gagarin και το πόσα εισιτήρια διατέθηκαν. Και δεν μου αρέσει να μιλάω για πράγματα τα οποία δεν ξέρω. Ομολογώ, πάντως, ότι η εικασία έμοιαζε λογική αν έβλεπες το τι γινόταν σε πλατεία και εξώστη κι αν έχεις ξαναζήσει sold-out στο Gagarin. Προσωπικά αναρωτήθηκα, μάλιστα, γιατί όχι ένας μεγαλύτερος χώρος, με τέτοια κοσμοσυρροή. Ωστόσο, έχω να δηλώσω ότι κανείς δεν δυσανασχέτησε: ακόμα και οι πίσω σειρές του έδωσαν και κατάλαβε σε ιαχές και χειρονομίες, ανταποκρινόμενες δίχως ξενέρα στα από σκηνής καλέσματα των Accept, ενώ στο τέλος έβλεπες μονάχα ικανοποιημένα πρόσωπα να βγαίνουν προς την έξοδο. Ναι, είχε στριμωξίδι και περιορισμένη ορατότητα για πολλούς· ναι, χύθηκε πολύς ιδρώτας· ναι, στις πρώτες σειρές έγινε το έλα να δεις με συνεχείς απόπειρες crowd surfing· και ναι, είναι πιο εύκολο να διασχίσεις τη Στουρνάρη επέτειο Πολυτεχνείου από το να προσπαθούσες να φτάσεις στα μπαρ και στις τουαλέτες του Gagarin. Τελικά, όμως, άλλα πράγματα είχαν περισσότερη σημασία.

Στα της συναυλίας τώρα, το άνοιγμα το έκαναν οι InnerWish –και το έκαναν καλά. Δεν τους είδα από την αρχή, καθώς κυνήγαγα τον Tornillo στο ξενοδοχείο του και κατόπιν στα καμαρίνια για μια συνέντευξη που τελικά ποτέ δεν κάναμε δια ζώσης (η Βανέσα Χριστοδούλου το προσπάθησε πολύ και την ευχαριστώ και δημόσια). Είδα πάντως αρκετά για να παραδεχτώ ότι μπορεί η μουσική τους να μη μου λέει πολλά, όμως οι συντοπίτες μας δεν ήρθαν εκεί για «ζέσταμα»: ήρθαν να δώσουν τη δική τους συναυλία και αυτό έκαναν, στεκόμενοι άξια πάνω στη σκηνή –όπως άξια στάθηκε και ο νέος τους ντράμερ, Φραγκίσκος Σαμοΐλης, ο οποίος έπαιξε παθιασμένα και ταυτόχρονα ουσιαστικά. Ο κόσμος υπήρξε πολύ θερμός μαζί τους και ειδικά στα "Eye Of The Storm" και "Burning Desire" δημιουργήθηκε τρελός παλμός στα μπροστινά τμήματα της σκηνής, μα και σε θύλακες του εξώστη.


Αφού κατέβηκαν οι InnerWish, ένα πανό με πυραύλους κάλυψε το πίσω μέρος της σκηνής και ώρα 21.00 εκτοξεύτηκαν. Γιατί οι Accept έλαβαν θέσεις μάχης και ήταν λες και εξαπέλυσαν εκείνους τους πυραύλους πάνω μας, σε κάθε πιθανό συνδυασμό εδάφους-αέρος. Το τελευταίο άλμπουμ Blood Of The Nations είχε ασφαλώς την τιμητική του, πάντως στο δίωρο set ακούστηκαν και τα αναμενόμενα «greatest hits», με το "Balls To The Wall" να καραδοκεί υπομονετικά ως το encore, για να στεφανώσει την εμφάνιση των Γερμανών. Ο Mark Tornillo γρύλιζε καθ' όλη τη διάρκεια σαν λυσσασμένος φορτηγατζής, αποτελώντας την εστία της ωμής δύναμης των Accept, την οποία τροφοδοτούσαν σταθερά τα ντραμς και τα ηλεκτρισμένα τους ριφ. Ο άνθρωπος έχει πάρει τη μπάντα πάνω του και κάνει εξαιρετική δουλειά. Τα τραγούδια μάλιστα του Blood Of The Nations τα ακούς live όσο καλά τα ακούς και στον δίσκο και προσωπικά απόλαυσα και πάλι τα "Beat The Bastards" και "The Abyss" –κάτι λέει αυτή μου η παρατήρηση και για τον ήχο της βραδιάς, επίσης.

Αλλά εκεί που ο Tornillo κέρδισε ολοκληρωτικά το παιχνίδι, είναι όταν αναμετρήθηκε με τη βαριά κι ασήκωτη κληρονομιά του Udo: δεν τραγουδάει απλώς καλά κομμάτια σαν το "Restless And Wild", το "Breaker" (ειδικά σε αυτό έχει εμφανώς ρίξει κάμποση δουλειά), ή το "Princess Of The Dawn", μα τα έχει κάνει δικά του· κρατώντας το πνεύμα του Udo, μα μπολιάζοντάς το με εκείνη την προσωπική του, α-λα-AC/DC, προσέγγιση. Μόνο στα "Metal Heart" και "Son Of A Bitch" πεθύμησα τον Udo, ωστόσο δεν νομίζω ότι πλέον θα μπορούσε να τα βγάλει κι ο ίδιος καλύτερα από τον Tornillo.

Το «βρώμικο», μη πολιτικώς ορθό και αλητήριο heavy metal των Accept απέδειξε λοιπόν στη σκηνή του Gagarin ότι είναι όσο ζωντανό ήταν και στη δεκαετία του 1980 –κι ας έχουμε ακούσει άπειρο metal από τότε, σε πολλές συναρπαστικές νεοτερικές και πιο πολυσυλλεκτικές διαδρομές. Αυτοί, οι Saxon και οι Motörhead (και οι AC/DC, από ένα πιο hard rock μετερίζι) είναι ίσως οι μόνες μπάντες εκεί έξω που μπορεί να σου παίζουν το ίδιο βασικά πράγμα επί 30 χρόνια, με μικρές παραλλαγές εδώ κι εκεί, και να μην το βαριέσαι. Ποτέ.



12 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 1: Blood Of The Nations [δισκοκριτική, 2010]


Πίσω στο 2010 ήμουν αρχισυντάκτης στο Avopolis και ήταν εποχές που στο γραφείο μου κατέφταναν ακόμα promo νέων κυκλοφοριών από τις δισκογραφικές. Μας είχε φάει το indie, τότε, οπότε για κάποιον λόγο (οπωσδήποτε απαράδεκτο) δεν είχα πάρει είδηση ότι οι Accept είχαν πάρει νέο τραγουδιστή, όντας αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις μεταλλικές τους περιπέτειες και στον 21ο αιώνα. Άλλωστε η εμβληματική φωνή του Udo Dirkschneider αποτελούσε πλέον –οριστικά– παρελθόν (το 2005 η τελευταία τους συνύπαρξη) και δισκογραφία δεν είχε ξαναϋπάρξει από το 1996. Όλα έδειχναν λοιπόν ότι οι αγαπημένοι Τεύτονες όδευαν προς το τέλος. 

Βλέποντας βέβαια καινούριο δίσκο Accept στα promo μου (το είχε στείλει η Soundforge, που είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα), προσπέρασα το κάκιστο εξώφυλλο και τον έβαλα αμέσως να παίξει. Με ακουστικά, καθώς ήμουν και στο γραφείο. Και τι ήταν αυτό... Ήδη από το πρώτο τραγούδι, ένιωσα τον κεραυνό να με χτυπάει κατακέφαλα. 

Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία. Τόσο για μένα, όσο και για πολλούς ακόμα fans των Accept ανά την υφήλιο, που έμελλε μάλιστα να αυγατίσουν, οδηγώντας το γκρουπ σε εμπορικούς θριάμβους που δεν είχε απολαύσει ούτε όταν βρισκόταν στο μεταλλικό του ζενίθ. Οι Accept, τέλος πάντων, ξανάνιωσαν χάρη στον αμερικανικό «κινητήρα» του Mark Tornillo (των T.T. Quick), απόκτησαν κάτι από AC/DC στην κοψιά τους και συνέχισαν επάξια, βγάζοντας ξανά ωραίους δίσκους. Το Blood Of The Nations ήταν αυτό που τα ξαναματαξεκίνησε όλα, κάνοντας ημάς τους παλαιότερους μα και κάμποσους νεότερους να πυκνώσουμε ξανά τις γραμμές στις συναυλίες της γερμανικής μπάντας. Περιλάμβανε μάλιστα κι ένα κομμάτι περί πανδημίας, καιρό πριν καν υποψιαστούμε τι έμελλε να μας βρει.

Πλέον, με το φετινό Too Mean To Die, οι Accept γυρίζουν μία ακόμα σελίδα στη μακρά τους ιστορία: είναι η πρώτη τους δουλειά δίχως το σήμα κατατεθέν μπάσο του Peter Baltes –μόνο αυθεντικό μέλος απέμεινε πια ο «αρχηγός» Wolf Hoffmann. Μια κριτική για τον δίσκο θα εμφανιστεί αυτές τις μέρες στις ηλεκτρονικές σελίδες του MiC Music Portal. Οπότε, με την αφορμή, το Islands in the Stream στήνει τη δική του ας την πούμε Accept εβδομάδα, καθώς μέσα στα τελευταία 11 χρόνια έγραψα συχνά για εκείνους. Πρώτη στάση, φυσικά, το Blood Of The Nations. Με την τότε κριτική (που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis) να αναδημοσιεύεται εδώ· με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


#1 Κάψε τις γέφυρες, σφίξε τη γροθιά, γκρέμισε τους μπάσταρδους

#2 Δώσ’ τους τη χαριστική τσεκουριά [sic], μια γεύση τευτονικού τρόμου –εκεί, πάνω στη μανία της μετωπικής επίθεσης στους πύργους των εχθρών

#3 Άκου την κραυγή της μάχης και στάσου μπράτσο-με-μπράτσο με τους συμμάχους, στο όνομα των Υψηλών Ιδανικών

Κι αν βλέπεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τους 300 του Λεό ή καμιά σάγκα σε μακρινούς γαλαξίες, εντάξει. Αλλά αν τα παραπάνω αποτελούν τις θεματικές κορωνίδες ενός δίσκου, άντε να πείσεις τώρα εσύ τον αναγνώστη πως όλη τούτη η συσσωρευμένη μοχθηρία, όλο αυτό το κάλεσμα να ζωστεί σπάθες και αξίνες έχει κάτι να του πει· ότι, με κάποιον τρόπο, θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο... Εδώ πρέπει να πείσεις και τους μεταλλάδες ακόμα πως οι Accept τα κατάφεραν χωρίς τον Udo. Ότι δηλαδή, ενώ αυτός προσπαθεί –φιλότιμα– να κλέψει κανα τρικ από τους Rammstein ώστε να τονώσει την καριέρα του, εκείνοι ανακαλύπτουν πως, ναι, υπάρχει και μεταούντο ζωή. Και μάλιστα με μεγάλες δόξες: #4 στα γερμανικά charts δεν είχαν πάει ούτε στις μέρες ακμής τους, άσε που είχαν 21 ολόκληρα χρόνια να δουν δίσκο τους στο αμερικάνικο top-200.

Κριτικού αγώνας άγονος, προβλέπεται. Παρ’ όλα αυτά, το Blood Of The Nations ήρθε να αλλάξει τα πάντα στο σύμπαν των Accept. Και μάλιστα δίχως δραματικά μπιγκ μπανγκ. Μη γελιέστε, η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού παραμένει ίδια. Ξαναζεσταμένο 1980s heavy metal, που με άκρατη  μπρουταλιτέ επαναφέρει στο προσκήνιο όλα εκείνα τα δοξαστικά α-λα-Manowar ομαδικά φωνητικά, τα σολαρίσματα (και δώσ’ του σολαρίσματα), το συγκεκριμένο χτύπημα των τυμπάνων, τα μακριά μαλλιά, τα πέτσινα, τα καρφιά, τις μπότες. Δεν χρειάζεται να συνεχίσω.

Μήπως όμως συμβαίνει και κάτι άλλο; Συμβαίνει. Λέγεται Mark Tornillo και σαρώνει ύπουλα και ολοκληρωτικά, σαν τορπίλη από U-Boat.

Είναι ο νέος τραγουδιστής, ένα λαρύγγι με εμφανώς μεγαλύτερο βεληνεκές από εκείνο της προηγούμενης μπάντας του, των T.T. Quick. Στους Accept βρήκε λοιπόν τον χώρο που του έπρεπε, τον κατέλαβε σπιθαμή προς σπιθαμή και ώθησε κι αυτούς στην απογείωση. Σημειώστε και την επάνοδο του Herman Frank –του κιθαρίστα του ιστορικού Balls To The Wall– όπως και την άξια παραγωγή (Andy Sneap), μα μη γελιέστε: ο κύριος λόγος που οι Wolf Hoffmann & Peter Baltes ξαναγυάλισαν τα συνθετικά τους ξίφη και στα τραγούδια των Accept ξύπνησε και πάλι εκείνο το ωμό, μπρουτάλ, σπιντάτο πράγμα που είχαν στη νεότητά τους, είναι τούτος ο frontman σε συσκευασία TNT. 

Ιδανική χρυσή τομή μεταξύ Udo Dirkschneider και Brian Johnson, ο Tornillo γρυλίζει, βρυχάται, συστρέφεται και συσπάται με έναν τρόπο «βρώμικο» κι αλήτικο, βάζοντας φωτιά στα πάντα γύρω του. "Beat The Bastards", "Teutonic Terror", "Blood Of The Nations", "Time Machine", "The Abyss", "No Shelter", η μια τσεκουριά πέφτει πίσω από την άλλη. Ακόμα και στη μπαλάντα ("Kill The Pain"), καλά στέκεται. Ο άνθρωπος είναι απολαυστικός και οι Accept έχουν και πάλι –εν έτει 2010– κάτι από τα πύρκαυλα χρόνια του Balls To The Wall (1983).

Ναι βρε παιδί μου, εντάξει. Αλλά τόση γραφικότητα πια; Κάστρα, σπαθιά, χορωδίες πολεμιστών, τσεκουροφόροι βάνδαλοι; Δεν πέρασε εδώ και δεκαετία και βάλε το χέβι μέταλ σε διαφορετικά πεδία και σε πιο απαιτητικές κατευθύνσεις, αφήνοντας πίσω τούτη τη μπιμπικιασμένη εφηβεία; Πέρασε, πράγματι. Και μπροστά σε κάτι Meshuggah, Isis και Mastodon οι Accept ίσως φαντάζουν ως παιδική ασθένεια. Σωστά; Όχι.

Ας γράψουν λάθος οι όψιμοι, «εναλλακτικοί» μεταλλάδες, όπως και οι νεοφώτιστοι θιασώτες του σύγχρονου σκληρού ήχου. Γιατί το χέβι μέταλ βαφτίστηκε στην ογκώδη μοχθηρία του Μαύρου Σαββάτου και του στεκούμενου στις Πύλες της Βαβυλώνας Dio. Γιατί ανδρώθηκε κραδαίνοντας τη NWOBHM αγριάδα, με χέρι στιβαρό. Και γιατί έστησε το thrash/death/black τσαρδί του στην επικράτεια της ροκ οικογένειας σαν Λογγοβάρδος επιδρομέας.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδείχθηκαν κάποτε οι Accept. Και με το Blood Of The Nations έρχονται τώρα να καταθέσουν μια ανανεωμένη δήλωση πίστης σ' εκείνα τα ιδανικά, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι ο σύγχρονος σκληρός ήχος ταξίδεψε ως αυτό που είναι στις μέρες μας (και) με τέτοια «καύσιμα». Κερδίζοντας ίσως σε απήχηση και σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα, μα χάνοντας ό,τι ο Αργύρης Ζήλος περιέγραψε –ορίζοντας το παραδοσιακό χέβι μέταλ– ως «έπος και συνάμα οδυρμός, μια συνομολόγηση ταξικής αλληλεγγύης που διαρκεί όσο και η μουσική».

Αυτό τον επικό οδυρμό, αυτή τη συνομολόγηση ανασύρουν οι Accept στο νέο τους άλμπουμ. Και απλώς παίρνουν το κεφάλι όποιου αρχίσει τα μα, τα μου και τα ου.



11 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 27 Μαρτίου 2021


Η Συχνοτική Συμπεριφορά της 27ης Μάρτη ξεκίνησε με ηχητικά ζητήματα στο πρώτο μισό, αλλά και με μια συζήτηση για μπεκούνια, κληρονόμους, κασέτες Βίκυ Λέανδρος και German Beer Drinking Songs. 

Στην πορεία, αποχαιρέτησε τον Τάκη Μουσαφίρη και βρέθηκε να σχολιάζει -μεταξύ άλλων- τη νέα ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ (Druk στο αυθεντικό, Another Round στο διεθνές, Άσπρο Πάτο το κάναμε εμείς εδώ στην Ελλάδα) και το ποιος δίσκος των Screaming Trees είναι ο καλός, προτού ξεφύγει εντελώς στη συνέχεια. Φτάνοντας όχι μόνο να φαντάζεται συναντήσεις της Δούκισσας με τους Nick Cave & The Bad Seeds, αλλά να θέτει και το ερώτημα σε ποιο μέλος τους θα τράβαγε το αυτί. 

Κερασάκι στην όλη τούρτα; Ο Μπραντ Πιτ να φτιάχνει την κεραία της τηλεόρασης στην τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΚΟΥΪΝΤΕΤΟ ΠΝΕΥΣΤΩΝ ΑΙΟΛΟΣ: Γεωργίου Πονηρίδη Andante μέρος III, από το Quintet 
2. SCREAMING TREES: Halo Of Ashes
3. ΜΕΛΙΝΑ ΤΑΝΑΓΡΗ: Μπαλάντα
4. IRON MAIDEN: Mother Of Mercy
5. ΔΟΥΚΙΣΣΑ: Δεν Ήσουν Κύριος
6. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: Tupelo
7. GLACIAL & ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ: Δεν Είμαι Εγώ
8. KIM SALMON & THE SURREALISTS: Sunday Drive
9. SCARLET PLEASURE: What A Life
10. FLOTSAM & JETSAM: Saturday Night's Alright For Fighting
11. JAZZ Q: The Wizard (Carodej)
12. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Ποτέ Δεν Σε Ξεχνώ
13. ECCLESIA: Vatican III
14. TOM WAITS: I Beg Your Pardon
15. SEMIRAMIS PEKKAN: Aşkolsun Sevgilim Sana