Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Daly Ross. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Daly Ross. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Σεπτεμβρίου 2022

Η Κρήτη Τραγουδάει - ανταπόκριση (2015)


7 Σεπτέμβρηδες πριν, καθώς επέστρεφα στην Αθήνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το πρώτο (μου) συναυλιακό ραντεβού με τη σεζόν 2015-2016 με καλούσε στον Βύρωνα, σε μια μεγάλη γιορτή του κρητικού τραγουδιού. «Ψυχή» της ήταν ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης: ο γιος του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος σταδιοδρομούσε ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Τότε, μάλιστα, ήμασταν και συνάδελφοι στα μουσικά του 105,5 Στο Κόκκινο. 

Δυστυχώς ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης δεν έμελλε να ζήσει πολύ –περίπου 2 μήνες αργότερα σκοτώθηκε σε τροχαίο. Τον θυμάμαι πάντα ως έναν από τους αξιολογότερους και συμπαθέστερους συναδέλφους, που κοσμούσε τα ερτζιανά με τις εκπομπές του. Η δε εκδήλωση «Η Κρήτη Τραγουδάει» ήταν ένα από τα ελάχιστα πολιτισμικά δρώμενα στα οποία ενεπλάκη ο ραδιοσταθμός 105,5 Στο Κόκκινο και άξιζε όντως τον κόπο. Προσπάθειες έγιναν κι άλλες, κατά καιρούς, ιδέες υπήρξαν. Στο διά ταύτα, όμως, δεν συνέβησαν πολλά πράγματα. Ούτε και διαβάστηκε σωστά το πολύπτυχο της εποχής, είναι η γνώμη μου, πέρα από την κουρασμένη ζώνη ασφαλείας του έντεχνου και των αναιμικών alternative προσπαθειών.

Τώρα, καθώς μετράμε αντίστροφα για το μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, το οποίο στήνει ο Σταύρος Ξαρχάκος για τις 21/9 (κι έχει γίνει ήδη sold-out, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές), ο νους ξαναγυρνά στη βραδιά της Κρήτης στον Βύρωνα. Η επιτυχία της, η απήχησή της σε έναν νεαρόκοσμο που δεν έχει ρίζες στην Κρήτη, αλλά και η γενικότερη διάδοση της ιδιαίτερης παράδοσης του νησιού κατά τα τελευταία χρόνια (ακόμα και με τις αναπόφευκτα δυσάρεστες προσμίξεις), όλα δείχνουν πίσω στον Νίκο Ξυλούρη. Ο οποίος μπορεί να έφυγε νεότατος, μόλις στα 43 (1980), πρόλαβε όμως να καταχωρηθεί στις μυθικές φιγούρες του εγχώριου τραγουδιού. Η παρουσία του και η δισκογραφική του σταδιοδρομία άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο για τη μουσική του τόπου του, σφυρηλατώντας κι έναν σύνδεσμο με το ευρύτερο κοινό που ακόμα κρατά και στις δικές μας ημέρες.

Με τη φετινή αφορμή, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ μια ανταπόκριση από τη συναυλία «Η Κρήτη Τραγουδάει» –με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές συγκριτικά με το κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στο Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη, με την κεντρική να απαθανατίζει τη σύμπραξη του Ross Daly με τον Βασίλη Σταυρακάκη.


Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της βραδιάς έριξα μια καλή ματιά στο θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», για να τσεκάρω την προσέλευση. Θυμάμαι όμως ότι είδα κόσμο κυριολεκτικά παντού: οι εξέδρες κατάμεστες, η πλατεία γεμάτη, κάμποσοι όρθιοι στα πλάγια. Ένα κοινό ενθουσιώδες, με πολλά νέα παιδιά να πλαισιώνουν τις αναμενόμενα μεγαλύτερες ηλικίες, το οποίο πήρε μέρος ενεργά στη μεγάλη γιορτή που έστησε ο ραδιοφωνικός σταθμός 105,5 Στο Κόκκινο, χειροκροτώντας με ζέση, τραγουδώντας και σέρνοντας κυκλικούς χορούς μπροστά από τη σκηνή. 

Το γενικό πρόσταγμα, την επιλογή των 32 Κρητών καλλιτεχνών που ήρθαν ως τα βράχια του Βύρωνα, αλλά και τον ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς, είχε ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης –παραγωγός στο Κόκκινο και γιος (για όσους δεν γνωρίζουν) του Νίκου Ξυλούρη. Του αξίζουν συγχαρητήρια, γιατί έκανε εξαιρετική δουλειά: μέσα σε 200 λεπτά παρέλασε μπροστά μας ένα πανόραμα της ζώσας κρητικής παράδοσης, μακριά από φτηνά ανακατώματα μα και από μαραμένα έντεχνα, που ψάχνουν την ανά(σ)ταση μέσω Κρήτης.

Συγχαρητήρια όμως αξίζει και συνολικά η διοργάνωση. Και δεν το γράφω αυτό με τη συναδελφική ευκολία ενός από το Κόκκινο, μα με βάση μετρήσιμους δείκτες, οι οποίοι τόσο μας έχουν απογοητεύσει σε άλλες ζωντανές περιστάσεις. Ακούσαμε λ.χ. εξαιρετικό ήχο στο θέατρο Βράχων, είδαμε σωστά φώτα και, παρά την πολυκοσμία, η συναυλία άρχισε με αμελητέα καθυστέρηση, με το χρονοδιάγραμμά της να τηρείται χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.  

Το πρόγραμμα δεν ξεκίνησε από την «επισημότητα» της εξέδρας, μα κάπου ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας, όταν ξαφνικά ακούστηκε η ασκομπαντούρα του Θανάση Σταυρακάκη και τον είδαμε κατόπιν να κατευθύνεται προς τη σκηνή, παρέα με τον Αστρινό Ζαχαρουδιάκη (λύρα), τον γιο του Αντώνη Ζαχαριουδάκη (λαούτο) και τον τραγουδιστή Δημήτρη Σκουλά


Αυτή η, ως επί το πλείστον, «παλιά φρουρά» έχει μεγάλη και ξεχωριστή ιστορία, ειδικά ο Σταυρακάκης –κύριος αναβιωτής της ασκομπαντούρας κατά τη δεκαετία του 1970 και σπουδαίος μοχλός στη μεταφορά της κρητικής παράδοσης στην Αθήνα, τόσο ως μουσικός, όσο και ως μαγαζάτορας: δικό του ήταν, μάθαμε, το Κρητικό Κονάκι, πρώτο στέκι του είδους του στην πρωτεύουσα. Οι Ζαχαριουδάκηδες και ο γλυκόλαλος Σκουλάς στάθηκαν εξίσου θαυμάσια, ξεκινώντας με απόσπασμα του «Ερωτόκριτου» και ξεσηκώνοντας το πρώτο ρεύμα κεφιού με τα συρτά του Θανάση Σκορδαλού, του Νίκου Ξυλούρη και του Κώστα Μουντάκη.

Σκυτάλη κατόπιν πήρε μια νέα όψη της κρητικής παράδοσης ή, έστω, ένας καινούριος τρόπος για να δεις τα παραδεδομένα. Τον εκπροσώπησαν η Ειρήνη Δερέμπεη (τραγούδι, θιαμπόλι), ο Κάρολος Κουκλάκης (μπουλγκαρί) και ο Βασίλης Τζορτζίνης (κοντραμπάσο). Μια ωραία γυναικεία φωνή, δηλαδή, και δύο άξιοι σολίστες, οι οποίοι ήχησαν όμως παράταιρα. Γιατί σε άλλο κλίμα σε είχε βάλει το προηγούμενο σχήμα και, μέσα σε μόλις 20 λεπτά, «αναγκάστηκες» να προσπαθείς να επικοινωνήσεις με μία πολύ πιο λόγια εκδοχή της Κρήτης. Για μένα τουλάχιστον, δεν στάθηκε δυνατόν· κάτι χάθηκε.


Η ροή των πραγμάτων αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με μια εξαιρετική ιδέα, στόχος της οποίας ήταν η παρουσίαση της βιολιστικής παρακαταθήκης της Κρήτης, που είναι μεγαλύτερη από όσο συνήθως νομίζεται: η λύρα άρχισε να κυριαρχεί στα γλέντια από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης παρέταξε λοιπόν τις δύο κύριες παραδόσεις μαζί επί σκηνής, να παίζουν εναλλάξ. 

Στα αριστερά όπως κοιτούσαμε τοποθέτησε τον Ιεραπετριώτη Βαγγέλη Βαρδάκη, πλαισιωμένο από τον Μανώλη Λιαπάκη (φωνή, λαούτο) και τον Γιάννη Γενειατάκη (φωνή, κιθάρα)· και στα δεξιά έβαλε τον νέο σούπερ σταρ της Κρήτης, τον Κισσαμιώτη Αντώνη Μαρτσάκη, ο οποίος ήρθε ντυμένος με παραδοσιακή στολή, όπως έπραξε και το σχήμα του: ο Νίκος Μαρεντάκης, γνώστης των χανιώτικων τρόπων του λαούτου, ο Κανάκης Κοζονάκης (επίσης λαούτο) και ο Φραγκέσκος Μπαλτζάκης (νταουλάκι). Ανατολική και Δυτική Κρήτη εκπροσωπήθηκαν έτσι επάξια, με τον Μαρτσάκη ειδικά να γίνεται δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τη νεολαία, «πυροδοτώντας» τους πρώτους μαζικούς κύκλιους χορούς στην πλατεία. Αλλά και οι Λασηθιώτες έκλεισαν το δικό τους σετ με τον καλύτερο ίσως πηδηχτό τον οποίον ακούσαμε μέσα στη βραδιά.


Σειρά κατόπιν πήρε ο Ross Daly –ο Ιρλανδός που πολιτογραφήθηκε Κρητικός κι έδωσε στην παράδοση του νησιού τεράστια ώθηση, σπρώχνοντάς τη στον μοντέρνο κόσμο– ο οποίος δεν ήρθε παρέα μόνο με εκλεκτούς οργανοπαίχτες (Γιώργος "Κεχρής" Σαλούστρος, Κέλλυ Θωμά, Γιώργης Μανωλάκης & Γιάννης Παπατζανής), μα και με τον εκπληκτικό Βασίλη Σταυρακάκη, μάλλον την καλύτερη φωνή των ημερών μας στην Κρήτη, όπως έχει σημειωθεί ξανά στον εγχώριο Τύπο, από τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Και παρότι αναμφισβήτητος επικεφαλής της εκδήλωσης ήταν ο Ψαραντώνης, αν πρέπει να ορίσουμε το αφάλι της συναυλίας, το σημείο δηλαδή όπου η εμπειρία της Κρήτης απογειώθηκε σε μια άλλη τροχιά, ήταν η συγκεκριμένη εμφάνιση. Αρχικά επιβλήθηκε ένας χαρακτήρας πιο κατανυκτικός: οι χοροί έπαψαν, οι λύρες κυριάρχησαν, το κοινό σώπασε για να ακούσει. Αλλά στη συνέχεια ο Daly έπιασε έναν διαφορετικό δρόμο, από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε η φωνή του Σταυρακάκη να δώσει καινούρια τροπή. Το "Πάρε Με Νύχτα" έκανε τις κερκίδες να πιάσουν πυρκαγιά, ενώ η διασκευή στο "Κάμε Μια Βόλτα Στο Χωριό" έδωσε το σύνθημα για να ξαναπιαστούν οι χοροί. 

Ακολούθως, ήχησαν φωνές και σκοποί από την αριστερή πλευρά του θεάτρου και είδαμε μια παρέα μαυροπουκαμισάδων να προσεγγίζει αργά τη σκηνή, παίζοντας και τραγουδώντας. Ήταν ένα πολύ ωραίο θέαμα, που στόχο είχε να μας παρουσιάσει τη λεγόμενη «ανωγειανή παρέα»: μη επαγγελματίες, οι οποίοι κάνουν το μεράκι τους με τη μουσική σαν τελειώσουν οι υποχρεώσεις της μέρας ή συναπαντηθούν στο καφενείο. 


Στον Βύρωνα η άτυπη αυτή παράδοση της ερασιτεχνικής, αυτοσχέδιας μαντινάδας εκπροσωπήθηκε από τους Γιώργη "Κάτη" Βρέντζο, Βασίλη Δραμουντάνη, Λευτέρη Μπέρκη, Γιώργο Νταγιαντά, Μανώλη Σκουμπάκη & Χαράλαμπο "Βούρια" Χαιρέτη. Μόνο που όσο ωραίοι ήταν καθώς έπαιζαν στα όρθια και περπατούσαν, άλλο τόσο βαρετοί δείχτηκαν σαν κάθησαν στη σκηνή, ζαλίζοντάς μας με ένα μακρόσυρτο, ατελείωτο κομμάτι για παλιούς Ανωγειανούς –όλοι φημισμένοι μουσικάνθρωποι– που συνεχίζουν, υποτίθεται, το γλέντι στον Άδη. Κάτι σαν τη «μεγάλη μπάντα του ουρανού», δηλαδή, σε Ανώγεια edition. 

Την ανωγειανή παρέα διαδέχθηκαν οι λαουτιέρηδες Αντώνης & Μιχάλης Φραγκιαδάκης, οι οποίοι όρισαν το πιο αδιάφορο και κουραστικό σημείο της όλης εκδήλωσης. Προικισμένοι μεν οργανοπαίχτες οι Φραγκιαδάκηδες, όμως δεν είναι τραγουδιστές –και «χτύπησε» αυτό σαν διασκεύασαν το "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή", που είχαν πρωτοπεί ντουέτο ο Θανάσης Σκορδαλός με τον Γιώργη Παπαδάκη· δεν μπόρεσαν επίσης να αποφύγουν ούτε την αναίτια πάρλα, ούτε και κάποιους ακαλαίσθητους μικροφωνισμούς. Ως μόνη τους αξιόλογη συνεισφορά καταγράφεται έτσι η διασκευή στο "Έσβησε Αέρας Το Κερί", στις πρώτες νότες του οποίου εμφανίστηκε ο Ψαραντώνης, που έκατσε να το πει μαζί τους.


Ακολούθως, ο Ψαραντώνης πήρε θέση με τη λύρα του στο κέντρο και γύρω παρατάχθηκε μια μπάντα-οικογενειακή υπόθεση: η κόρη του Νίκη Ξυλούρη με το πάντα επιβλητικό μπεντίρ της, ο γιος της Γιώργος Στιβακτάκης κι ένας ακόμα Ξυλούρης, ο Λάμπης, στο λαούτο. Κι ακολούθησε ένα σετ 40 λεπτών, γνώριμο σε όσους έχουν ξαναδεί τον Ψαραντώνη και αγαπητό (καθώς αποδείχθηκε) σε μεγάλη μερίδα του συγκεντρωμένου κόσμου, που σιώπησε για να αφουγκραστει με προσοχή αυτόν τον έξω από οτιδήποτε συνηθισμένο –ακόμα και με μέτρο την όποια κρητική ιδιαιτερότητα– καλλιτέχνη. Κι εκείνος, ανταπέδωσε. 

Σκέφτηκα καθώς τον κοίταζα ότι έμοιαζε περισσότερο με κάποιο δαιμονικό της βλάστησης, το οποίο κατείχε το μυστικό για να γεφυρώσει το αρχέγονο με το σημερινό. Γιατί είναι πραγματικά μοναδικός ο Ψαραντώνης: μια αναντίρρητα μοντέρνα ψηφίδα ως προς την ελευθερία έκφρασης και κομμάτι συνάμα ενός κοσμοπολίτικου μουσικοπολιτισμού, που διαρκώς σου δίνει την εντύπωση πως η τέχνη του έρχεται από τα πολύ περασμένα. 

Έκλεισε έτσι ιδανικά μια εκδήλωση που φιλοδόξησε μεν να πάει βαθιά στις ρίζες, μα θέλησε παράλληλα να δείξει και τη σημαίνουσα θέση αυτής της παράδοσης στο μουσικό μας σήμερα, πέρα από τα χυδαία κρητοσκυλάδικα και την αλητεία των κρητοέντεχνων. 





07 Ιουλίου 2022

Ross Daly - συνέντευξη (2008)


Αν και Ιρλανδός (τυπικά, τουλάχιστον) και σίγουρα «ξένος» προς τον μουσικό πολιτισμό της Ελλάδας, ο Ross Daly κατέληξε να θεωρείται «δικός μας» –άνθρωπος, μα και καλλιτέχνης. 

Η μαθητεία του στη λύρα δίπλα στον Κώστα Μουντάκη άνοιξε έναν δρόμο στον οποίον κι επέμεινε. Και αποδείχθηκε μια περιπέτεια που καθόρισε τελικά και τη ζωή του, αλλά και την κρητική παράδοση: χάρη στους δίσκους του, η τελευταία γνώρισε έναν από τους σημαντικότερους μετασχηματισμούς στην ιστορία της. Γράφοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο, σε ένα χρονικό σημείο σημαντικό, που μπόρεσε (εν καιρώ) να τη φέρει σε επαφή με τη world/ethnic έκρηξη της δεκαετίας του 1990.

Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, ο Ross Daly γιορτάζει τα 40 χρόνια του μουσικού εργαστηρίου «Λαβύρινθος» που έστησε το 1982 στο χωριό Χούδετσι της Κρήτης –με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 11 Ιουλίου), η οποία εντάχθηκε στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Παρεμπιμπτόντως, είναι και τα δικά του 40 χρόνια στην εγχώρια δισκογραφία.

Η εορταστική αφορμή έδωσε πάσα στη μνήμη για να θυμηθώ έναν γρήγορο καφέ που ήπιαμε μαζί στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2008, κουβεντιάζοντας για την πορεία του και για την «ιερότητα» της παράδοσης. Η συζήτηση έβγαλε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Τρύφωνα Τσάτσαρο, ενώ η κάτωθι είναι του Bastian Parschau.


Έρχεσαι για κάποιες συναυλίες στην Αθήνα, ενώ πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και μια καινούρια δουλειά σου...

Οι πρώτες εμφανίσεις θα γίνουν στο θέατρο «Δίπυλο», θα είμαστε κουαρτέτο. Με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ενώ παίζουμε μαζί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι το πιο ευέλικτο από τα σχήματα που διαθέτω. Ίσως οφείλεται στην πολύχρονη γνωριμία μας: ξέρουμε πια ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε, πριν κάποιος σκεφτεί κάτι, ένας από τους υπόλοιπους έχει ανταποκριθεί. Κι αυτό δίνει μια ελαστικότητα. Πέρα από τις συναυλίες στην Αθήνα έχουμε προγραμματίσει να πάμε και στο Αμπού Ντάμπι (στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), στη Γαλλία και σε άλλα μέρη. 

Το νέο CD, τώρα, λέγεται White Dragon και καταγράφει τη ζωντανή μου σύμπραξη με τους Huun Huur Tu από την Τούβα, όταν είχαν έρθει στο Χούδετσι της Κρήτης τον Σεπτέμβριο του 2003, ως προσκεκλημένοι του Μουσικού Εργαστηρίου «Λαβύρινθος». Κατά τα άλλα, κρατιέμαι απασχολημένος και με μια σειρά σεμιναρίων που είναι να γίνουν τον επόμενο μήνα στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα.

Ήταν δύσκολη η σύμπραξη με τους Huun Huur Tu, με δεδομένο ότι προέρχονται από μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα; 

Πράγματι, έχουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση στη μουσική οι Huun Huur Tu, αλλά αυτό ακριβώς έκανε την πρόκληση ενδιαφέρουσα, για εμένα. Ήθελα δηλαδή να δουλέψω με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν κάτι, που, εξωτερικά τουλάχιστον, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό,τι κάνουμε εμείς. 

Εσωτερικά, πάντως, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο μακρινά όσο φαίνονταν, ενώ υπήρξε μεγάλη διάθεση και προθυμία από κάθε μεριά. Όλοι όσοι δουλέψαμε για το White Dragon είμαστε λοιπόν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι τόσο για το ίδιο το άλμπουμ, όσο για μια εμπειρία που για εμάς καταγράφηκε ως ξεχωριστής σημασίας.

Έχεις ταξιδέψει σε πολλές χώρες, ερχόμενος σε επαφή με μουσικούς πολιτισμούς τους οποίους μάλλον αγνοούμε στην Ελλάδα. Από την εμπειρία αυτή, πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο που ζει σε ένα μακρινό και διαφορετικό μέρος, π.χ. στην Τούβα, να συγκινηθεί από την ελληνική παράδοση; 

Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική, από όπου και αν προέρχεται, είναι δυνατόν να ενδιαφέρει έναν πραγματικό φιλόμουσο, ανεξάρτητα από τη γωνιά του κόσμου στην οποία μένει. Από εκεί και πέρα, βέβαια, είναι άλλο θέμα το αν θα αποδειχθεί και του γούστου του. Πάντως την αξία της θα μπορεί να την αναγνωρίσει, εφόσον η μουσική αυτή είναι διαχρονική και παρουσιάζεται με σοβαρότητα και μεράκι. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση δηλαδή να πρόκειται για πολιτισμικό και όχι για εμπορικό προϊόν. 

Στις μέρες μας, όμως, έχουμε πέσει θύματα μιας μεγάλης σύγχυσης, με αποτέλεσμα λέξεις όπως «παράδοση» και «πολιτισμός» να μην έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα. Το γιαούρτι π.χ. βαφτίζεται ως «παραδοσιακό» –και ας παράγεται από γάλα σε σκόνη. 

Αλλά η μεγαλύτερη σύγχυση βρίσκεται νομίζω στη λέξη «τέχνη», ειδικά όταν χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη πολιτισμός. Πολλοί νομίζουν δηλαδή ότι, αν έχουν κατανοήσει τον πολιτισμό, έχουν καταλάβει και την τέχνη. Και το αντίθετο. Συναντάω καθημερινά τον χλευασμό της τέχνης εκεί όπου μένω, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μετέχουν άμεσα στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού.

Πιστεύεις στην «ιερότητα» της παράδοσης;

Όχι. Για εμένα η παράδοση δεν είναι ούτε ιερή, ούτε όσια. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η παράδοση. Εμένα με ενδιαφέρει η διαχρονική αξία. Και κάθε τι «παραδοσιακό» δεν σημαίνει πως διαθέτει αυτόματα και μια τέτοια αξία. Πολλά «παραδοσιακά» πράγματα είναι απλώς συνήθειες, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζονται και δίχως σκέψη ή συνείδηση. 

Παράδοση είναι π.χ. να σε κερνάνε μια ρακή όταν κάθεσαι σε ένα καφενείο στην Κρήτη, παράδοση είναι όμως σε κάποια μέρη και το να δέρνουν τις γυναίκες τους. Άρα, επειδή αποτελεί παράδοση, δεν πρέπει να το αλλάξουμε και πρέπει να το σεβαστούμε; 

Ας τελειώνουμε επιτέλους με αυτή την άποψη που θέλει την παράδοση ως μια διαδικασία συντήρησης και διατήρησης. Η παράδοση χρειάζεται συνεχώς ανανέωση, πρωτίστως απαιτείται να είναι μια διαδικασία δημιουργίας. Πάνω βέβαια σε μια στέρεα βάση, να ξέρεις ας πούμε τι έχουν καταθέσει οι αξιόλογοι δημιουργοί του παρελθόντος. Ό,τι μένει δίχως αλλοίωση στον χρόνο, είναι νεκρό. 

Τι έχεις να πεις για αυτή την αλλοίωση των τελευταίων χρόνων, όπου, με αφορμή παραδοσιακά όργανα και τραγούδια, καταλήγουμε τελικά σε ένα είδος μουσικής που οι κριτικοί ονομάζουν «σκυλοδημοτικό»; 

Πρόκειται για κανονική «σκυλοποίηση», δίχως με αυτό να θέλω να προσβάλλω τους πολυαγαπημένους μου σκύλους –έχω τρεις, ξέρεις! Δυστυχώς είναι φαινόμενο που δεν περιορίζεται μονάχα στην παραδοσιακή μουσική, μακάρι να ήταν αυτή το μόνο του θύμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν άνθρωποι αδίστακτοι, διψασμένοι για καριέρα κι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο βρεθεί στον δρόμο τους, αδιαφορώντας για το αν μπορεί να το σπάσουν. 

Στα τηλεοπτικά παράθυρα ανακυκλώνονται κάθε μέρα οι ίδιοι αστοιχείωτοι, ατάλαντοι και ασήμαντοι άνθρωποι· κι εμείς τους βάζουμε κάθε βράδυ στα σαλόνια μας. Και βλέπεις ή διαβάζεις αστέρες του σκυλάδικου να σου μιλάνε για τις αγωνίες π.χ. του καλλιτέχνη. Αστεία πράγματα είναι αυτά. Μια κωμωδία. 

Ειδικά για τη μουσική, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν σοβαρή δουλειά δεν έχουν πια πού να παίξουν. Γιατί είναι έτσι το σύστημα, ώστε καλούνται να επιβιώσουν στο περιβάλλον ενός μαγαζιού. Ένα μαγαζί, όμως, δεν είναι ο σωστός χώρος: είναι ένας χώρος διασκέδασης. Και είναι ωραίο πράγμα η διασκέδαση, αλλά, όταν καλείσαι να γίνεις διασκεδαστής, αφήνεις υποχρεωτικά εκτός το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Και δεν μπορούμε να ζούμε μονάχα με αυτή την πλευρά, της διασκέδασης.