Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αμπαζής Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αμπαζής Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Οκτωβρίου 2022

Σταμάτης Κόκοτας - ανταπόκριση (2020)


Η πρώτη μέρα του φετινού Οκτώβρη έμοιαζε με μικρό καλοκαίρι στην Αθήνα –ηλιόλουστη, με εκείνη τη θερμοκρασία που δεν ζεσταίνεσαι μεν, μα ιδρώνεις κι όταν περπατάς. 

Έφερε όμως και την είδηση ενός ακόμα φευγιού, αυτό του Σταμάτη Κόκοτα. Μιας ξεχωριστής φιγούρας από το μεγάλο παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού –με χαρακτηριστικές φαβορίτες και αξέχαστες συμμετοχές σε ράλι– με εξίσου ξεχωριστή, υπέροχα καθάρια φωνή, η οποία συνδέθηκε με κάμποσα σπουδαία τραγούδια. Σαν ένα δικό μου αγαπημένο, το "Πες Πως Μ' Αντάμωσες", από το 1968.

Αναπόφευκτα, μάλλον, σε τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι κι εσύ τα «ευτυχώς» της δικής σου σχέσης με το ελληνικό τραγούδι. Εκείνα π.χ. που, παρά την κούραση της φορτωμένης καθημερινότητας, σε έφεραν στο «Άλσος» τον Ιανουάριο του 2020 –λίγο πριν το ξέσπασμα του κορωνοϊού– ώστε να δεις τον Σταμάτη Κόκοτα ζωντανά. Για τελευταία φορά, όπως αποδείχθηκε.

Τιμής ένεκεν, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις συγκριτικά με το πρώτο δημοσίευμα, το οποίο έγινε για λογαριασμό του Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο «Άλσος» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα.


Πίσω στο μακρινό 1966, ο Σταμάτης Κόκοτας έκανε ιδανικό ξεκίνημα στη δισκογραφία, με Σταύρο Ξαρχάκο, Νίκο Γκάτσο και άμεσο σουξέ ("Στου Όθωνα Τα Χρόνια"). 54 χρόνια μετά, έκλεισε με αυτό την πρώτη από τις δύο βραδιές του στο Άλσος, εν μέσω θερμότατου χειροκροτήματος και επευφημιών. Έχοντας στο μεταξύ προσφέρει μια πλούσια συναυλία, σε ένα γεμάτο μαγαζί. Προσαρμοσμένη μεν στις φωνητικές δυνατότητες των 83 ετών του, μα με ενίοτε εντυπωσιακές υπερβάσεις, που θύμισαν τον τραγουδιστικό του θρύλο κι έκαναν την όλη υπόθεση να ξεφύγει από το απλώς νοσταλγικό στιγμιότυπο.

Παίρνοντας ωστόσο τα πράγματα με τη σειρά, ήταν γύρω στις 21.20 που μας καλησπέρισε ο Παντελής Αμπαζής, ο οποίος είχε αναλάβει να ανοίξει το πρόγραμμα στο Άλσος. Και μπήκε διαλύοντας την όποια αμφιβολία μπορεί να είχαν διάφοροι θαμώνες για το ποιος είναι, τραγουδώντας το "Madame (Padam Padam)", το ντουέτο του δηλαδή με τον Πάνο Μουζουράκη που χάλασε κόσμο στη δεκαετία που μόλις τελείωσε. Προσωπικά, πάντως, ουδέποτε μου άρεσε η αισθητική του συγκεκριμένου κομματιού, το οποίο σε υποβάλλει επιπλέον και σε σκωτσέζικα ντους σε στιχουργικό επίπεδο, λόγω της αλλοπρόσαλλης διαδοχής ορισμένων σπιρτόζικων ιδεών με ομοιοκαταληξίες πρόχειρες και κάποιες φορές σαχλές.


Αν επιμένω όμως εδώ σε εκτενέστερο σχολιασμό του "Madame (Padam Padam)" δεν είναι επειδή βρήκα ευκαιρία να τα πω, αλλά γιατί η ίδια εικόνα του πότε ύψος, πότε βάθος, χαρακτήρισε τελικά όλη την παρουσία του Αμπατζή στο Άλσος. Από τη μία, δηλαδή, είχες έναν άνθρωπο από τον οποίον δεν έλειπε το μπρίο, που πάνω στη σκηνή κουβάλησε την αλήθεια του και την ειλικρινή του αγάπη για την παραγκωνισμένη τέχνη του σατιρικού τραγουδιού, όπως τη δίδαξε κάποτε ο Γιάννης Λογοθέτης και έπειτα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης: η διασκευή λ.χ. στο "Είμαι Πολύ Ωραίος" του Θέμη Ανδρεάδη, ήταν μια απολαυστική νότα. 

Από την άλλη, δεν μπορούσες να αποφύγεις την αίσθηση ότι παρακολουθούσες έναν ελάσσονα διάδοχο εκείνων των μεγαλείων, η οποία διογκώθηκε μάλιστα μετά το διάλειμμα του Κόκοτα, όταν ο Αμπαζής επέστρεψε για να αρχινήσει το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Χωρίς πλέον δικά του τραγούδια για να το διανθίσει, πόνταρε κυρίως σε παλιά λαϊκά, τα οποία απέδωσε με υπέρ το δέον χαβαλεδιάρικη διάθεση. Και ναι μεν δεν πλατείασε, δείχνοντας σωστή αντίληψη της σκηνικής οικονομίας, όμως ήταν εκεί που σημειώθηκε και το ναδίρ του set του, με τα ...στρινγκάκια που πρόσθεσε στο "Αχ! Βρε Παλιομισοφόρια" να γίνονται το «ΟΚ boomer» στιγμιότυπο της βραδιάς.

Την ίδια κανονικότητα στις εμφανίσεις του έδειξε και ο Δημήτρης Κόκοτας, παίζοντας δηλαδή δύο διαφορετικά set μικρής σχετικά διάρκειας, ακριβώς πριν τις εμφανίσεις του πατέρα του. Με τη διαφορά ότι τα πράγματα εδώ ήταν πολύ πιο συνεκτικά –αν και δεν ήταν όλες οι αποφάσεις σωστές. Πάνε 30 χρόνια απ' όταν ο Δημήτρης Κόκοτας πρωτοβγήκε στο στερέωμα ως φέρελπις τραγουδιστής και κοντά 13, πλέον, από την τελευταία του δισκογραφική καταγραφή. Για όσους θυμούνταν λοιπόν τον νεαρό από τη δεκαετία του 1990, όταν για ένα φεγγάρι μεσουράνησε στα εμπορικά ραδιόφωνα με διάφορα σουξέ του Φοίβου, ήταν ένα μικρό σοκ να τον αντικρίζεις 50άρη, με κάποια εμφανώς γκρίζα μαλλιά.
 

Ήταν ωστόσο ένας κομψός και καλοστεκούμενος 50άρης, ο οποίος φάνηκε να έχει προβάρει καλά τη μεταγραφή των λαϊκοπόπ επιτυχιών του σε ένα πιο λιτό ενορχηστρωτικά σχήμα (πιάνο, μπουζούκι, κιθάρα), θέτοντας τη φωνή του σε πρώτο πλάνο. Ένα ακόμα μικρό σοκ για όσους δεν καταδεχόμασταν κάποτε να ακούσουμε το ρεπερτόριό του, ήταν ότι τραγούδια σαν το "Αδύνατον Χωρίς Εσένα Να Ζήσω", το "Κι Άσε Να Λένε" ή η "Ανεμώνα" στέκονται μια χαρά τόσον καιρό μετά. Ταίριαξαν, μάλιστα, και στα «κοκοτικά» γυρίσματα που επιστράτευσε ο ερμηνευτής, εμπλουτίζοντας το τραγούδι του με χρωματισμούς που έλειπαν παλιά. 

Ακόμα λοιπόν κι αν του λείπει η πρωτοκλασάτη φωνή, ο Δημήτρης Κόκοτας κέρδισε τις εντυπώσεις με την απόδοσή του στο Άλσος. Αυτό που δεν έπρεπε να κάνει ήταν να κλείσει κάθε μέρος με ένα από τα μεγάλα τραγούδια του εγχώριου παρελθόντος, προφανώς για να γίνει μια γέφυρα με τον κόσμο του πατέρα του, καθώς εκτιμήθηκε ότι υπήρχε απόσταση. Πρώτα-πρώτα, ήταν άσχημο οπτικά ότι ενώ ήξερε απέξω τα δικά του έπρεπε να έχει μπροστά του γραμμένα το "Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες" και το "Χρυσοπράσινο Φύλλο". Δεύτερον, δεν είναι ερμηνευτής για τέτοιες επιλογές. Του λείπουν δυνάμεις και βιώματα, μπαίνει σε συγκρίσεις με μεγέθη μη ανταγωνίσιμα, βάζει περιττώς δύσκολα στις δυνατότητές του, με αποτέλεσμα π.χ. να βγει εκτός μέτρου καθώς έλεγε τους "Μπαξέδες".

Ο Σταμάτης Κόκοτας, τώρα, δεν πρόλαβε καν να μας καλησπερίσει, αφού με το που πάτησε το σανίδι ξέσπασε από κάτω το χειροκρότημα. Καθώς  το κοινό είχε στην πλειονότητά του μεγάλες και πολύ μεγάλες ηλικίες, αυτό σήμαινε λίγο-πολύ ότι η συναυλία είχε κερδηθεί με γκολ από τα αποδυτήρια. Επί της ουσίας, δηλαδή, φάνηκε ότι δεν υπήρχαν απαιτήσεις από τον 83άχρονο Κόκοτα, άλλες από το να βρίσκεται εκεί, ενώπιόν μας, κουβαλώντας την πλούσια του προίκα και δίνοντας τον τόνο ώστε να αρχινήσουν γνώριμα τραγούδια και να ξυπνήσουν μνήμες από τη νιότη των παρευρισκομένων. 

Για ένα διάστημα στην αρχή της συναυλίας, μάλιστα, και ο ίδιος φάνηκε ότι θα αρκούνταν σε μια τέτοια προσέγγιση, ενεργοποιώντας απλά τον παράγοντα νοσταλγία. Παρά άλλωστε την εμφανή του χαρά που βρισκόταν ξανά στη σκηνή, έδειχνε συνάμα και εύθραυστος: οι κινήσεις του ήταν μικρές και πολύ μετρημένες και χρειαζόταν βοήθεια για να ανέβει και να κατέβει τα λίγα σκαλοπατάκια της σκηνής. Τα τραγούδια λέγονταν καθαρά, με ορθότατη άρθρωση, τα χρώματα ήταν εκεί για να υποκαθιστούν τη χαμένη φωνητική έκταση, αλλά η όλη προσέγγιση είχε συνάμα και κάτι το διεκπεραιωτικό –σαν να άφηνε το βάρος στα ίδια τα τραγούδια, μεταθέτοντάς το από τον ίδιο.


Όλα αυτά, όμως, ήταν εν τέλει απλά το αναγκαίο ζέσταμα. Το ρεφρέν «Αν δεις στον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή, φωτιά να καίει» από την "Πειραιώτισσα" έριξε την πρώτη σπίθα, με τον Αγρινιώτη τραγουδιστή να ανεβάζει διαρκώς στροφές από εκεί και πέρα, προσφέροντας ερμηνείες πέρα από κάθε προσδοκία. Ό,τι είχε, μας το έδωσε ο Σταμάτης Κόκοτας στο Άλσος. Αντανακλώντας έτσι έναν θρύλο που δεν βασίστηκε μόνο στο ιδιαίτερο της περσόνας (οι φαβορίτες, τα ράλι κτλ.), αλλά και σε μια φωνή με σπάνια στόφα και ταυτότητα, που ευτύχησε βέβαια να συναντήσει μεγάλους δημιουργούς και σπουδαία τραγούδια.

Και τι δεν ακούσαμε στο Άλσος, εκείνο το βράδυ. Και "Ρωμιός Αγάπησε Ρωμιά" και "Όνειρο Απατηλό" και "Το Θέμα Είναι Να Τη Βρω" και "Μη Μου Χτυπάς Μεσάνυχτα Την Πόρτα" και "Μια Παρένθεση Και Μόνο" και "Να 'Χα Τα Χρόνια Σου" και "Το Φεγγάρι Κάνει Βόλτα" και "Στου Προφήτη Ηλία". Ο κόσμος μουρμούρισε μαζί με τον Κόκοτα «Με κυνηγούν, με κυνηγούν κάθε βραδιά/της γειτονιάς, της γειτονιάς σου τα παιδιά» όταν έφτασε η ώρα για τον "Τρελό", ενώ σύσσωμο έπεσε το τραγούδι και στο ρεφρέν του "Πες Πως Μ' Αντάμωσες". Όπου έβρεξε καντάρια συγκίνησης, με τη μνήμη να στέκεται στον συνθέτη του, τον Γιάννη Σπανό –μία από τις αναπάντεχες απώλειες του 2019. 

Ο Κόκοτας διατήρησε γενικά την επίδοσή του και σε όλο το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Το οποίο μπορεί να ξεκίνησε με ένα από τα νέα του τραγούδια, από τον δίσκο που βγήκε πρόσφατα ("Μάτια Όμορφά Μάτια Μου"), αλλά είχε ως κορωνίδα το "Γιε Μου": με όλες τις απώλειες και τη φθορά του χρόνου, ο Κόκοτας παρέδωσε εδώ μια ερμηνεία που έκανε πολλούς σημερινούς τραγουδιστές να φαίνονται δεύτεροι. Θυμίζοντας έτσι και το μέτρο των πραγμάτων στο ελληνικό ρεπερτόριο που, σκόντο στο σκόντο, χάθηκε μετά τα 1990s· αλλά ας μην την πιάσουμε εδώ αυτήν τη συζήτηση και πικραθούμε πάλι με όσους «όλα καλά καμωμένα» τα βρίσκουν.

Τα όσα απολαύσαμε και θαυμάσαμε, τέλος, δεν θα είχαν ακουστεί όπως τα ακούσαμε δίχως την παρουσία του Γιάννη Δοναδίκη στο πιάνο και του Κοσμά Κοκόλη στο μπουζούκι. Έπαιξαν και οι δύο θαυμάσια, με μέτρο και ουσία, αποφεύγοντας τις φιοριτούρες. Επί σκηνής υπήρχε ωστόσο κι ένας κιθαρίστας, που όχι μόνο δεν αναφέρθηκε –μια σημαντική παράλειψη– αλλά δεν ακουγόταν και πολύ καθαρά, τουλάχιστον στο αριστερό άκρο της σκηνής όπου βρισκόμουν. Τους Παντελή Αμπαζή & υιό Κόκοτα, επίσης, συνόδευσε (ωραία) κάποιος άλλος πιανίστας, του οποίου δεν μπόρεσα να ακούσω το όνομα. Κι αν η μισή ντροπή μου αναλογεί, νομίζω ότι δεν ήταν κάτι για το Άλσος να προσθέσει τους δύο μουσικούς στην περιγραφή της παράστασης, στην επίσημη ιστοσελίδα του.