Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πασχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πασχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Μαρτίου 2024

Πασχάλης - συνέντευξη (2012)


Εποχές Sonik, εποχές Κρίσης, η κρίση για τα έντυπα, βέβαια, είχε ξεκινήσει πολύ πριν την καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου χρέους της χώρας. Το περιοδικό, λοιπόν, ζούσε πλέον κυρίως με αφιερωματικά τεύχη, τα οποία τυπώνονταν (περίπου) ανά τρίμηνο ή τετράμηνο. Διάστημα που ίσως δείχνει αρκετό, μα στην πράξη ποτέ δεν αρκούσε, γιατί η σχετική ύλη είχε απαιτήσεις κι έβγαινε τελικά με κόπους και ξενύχτια, αφού κανείς δεν αμειβόταν ικανοποιητικά και όλοι έπρεπε να ζουν κάπως αλλιώς –και μάλιστα στις άνωθεν συνθήκες. 

Το πονάγαμε, όμως, το περιοδικό όσοι συμμετείχαμε. Και κάπως έτσι μπλέξαμε σε κάποια φάση με το ελληνικό rock, είπαμε να βγάλουμε τεύχος για τα 50 του χρόνια και βρέθηκα να μιλάω στο τηλέφωνο με τον Πασχάλη και να κλείνουμε ραντεβού δια ζώσης στα νότια προάστια, για καφέ δίπλα στη θάλασσα. Ακόμα τον θυμάμαι να έρχεται χαμογελαστός από το βάθος του δρόμου, καβάλα στο ποδήλατό του.

Από τη συζήτησή μας βγήκε λοιπόν μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος #81 του Sonik με τίτλο «Μισός Αιώνας Ελληνικό Ροκ, από τα 60s στα 00s» (Δεκέμβριος 2012). Δεν θυμάμαι, αυτή τη στιγμή, αν δημοσιεύτηκε αργότερα και στο ίντερνετ (στο Avopolis, δηλαδή), νομίζω πάντως πως όχι. Οπότε η παρούσα αναδημοσίευση είναι, ταυτόχρονα, η πρώτη της διαδικτυακή παρουσία. Για λογαριασμό της, έχουν γίνει μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, έχει διατηρηθεί, όμως, το στυλ γραφής του περιοδικού σε φράσεις π.χ. όπως «ροκ εντ ρολ» που εγώ προτιμώ να γράφω με λατινικούς χαρακτήρες.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που είχε τότε το περιοδικό στη διάθεσή του, για το σχετικό αφιέρωμα


Υπήρξε τόσο καταλυτική όσο λένε η ταινία του Ρίτσαρντ Μπρουκς «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (1955), ώστε να αρχίσουν να κινούνται οι ροκ εξελίξεις στην Ελλάδα; 

Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα αναφέρεται στην εποχή της κυριαρχίας του ροκ εντ ρολ του Elvis Presley. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αφορά περισσότερο στα χρόνια από το 1955 μέχρι και το 1962-1963. Εγώ ανήκω στην επόμενη γενιά, αυτή των Beatles και των βρετανικών συγκροτημάτων, η οποία ξεκινά ακριβώς εκεί γύρω στο 1962-1963 και κυριαρχεί ως τη δεκαετία του 1970. 

Θα χαρακτήριζα τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως μια εποχή όπου τα πάντα εξελίσσονταν με ένα κυρίαρχο στοιχείο: την ανθρώπινη προσφορά, με την έννοια της κατάθεσης ψυχής, πνεύματος, καρδιάς. Τα πάντα τότε γίνονταν με ορμή και όρεξη, για να ζήσει κανείς τη ζωή ρουφώντας την, απολαμβάνοντάς την. Κι ας ήταν οι κοινωνικές συνθήκες όπως όλοι ξέρουμε, με τα γνωστά προβλήματα. 

Τι σήμαινε τότε να είσαι νέος; Πώς διαφοροποιούταν από τις προηγούμενες γενιές;

Το διαφορετικό τότε ήταν ότι ένιωθες επαναστάτης. Γιατί κυριαρχούσαν πολλά ταμπού στην κοινωνία και με το να τα σπας αισθανόσουν όμορφα, αισθανόσουν έναν δυναμισμό. Το να πηγαίνεις στο σχολείο με την ποδιά του μαθητή και μετά να την πετάς ώστε να πας στο κλαμπ να χορέψεις, ήταν μια επανάσταση –και ωραία επανάσταση. Έπειτα, δημιουργούνταν παρέες, μεγάλες παρέες με βάση τις γειτονιές, με όλους μας να έχουμε πιάσει όργανα και να προσπαθούμε να φτιάξουμε συγκροτήματα. 

Κάθε γειτονιά είχε και το συγκρότημά της: περνούσες απ' τους δρόμους και άκουγες κλαπατσίμπαλα σχεδόν από κάθε υπόγειο. Και υπήρχε και αντιπαλότητα, βέβαια, π.χ. όταν ένας από τη μια παρέα πείραζε ένα κορίτσι της άλλης ή στα κλαμπ, όπου συναγωνιζόμασταν στα χορευτικά για διάφορα βραβεία. Όλα αυτά δημιουργούσαν λοιπόν μια ατμόσφαιρα, μια κατάσταση. Βοηθούσε πολύ, επίσης, ένα κύμα ραδιοπειρατών το οποίο αναπτύχθηκε εκείνα τα χρόνια, με πολλά παιδιά να φτιάχνουν τους δικούς τους σταθμούς στα μεσαία κύματα (δεν υπήρχαν τότε τα FM). 

Έτσι, όσοι παίζαμε τη νέα βρετανική μουσική δεν εξαρτιόμασταν από το κρατικό ραδιόφωνο, που ήταν στιλιζαρισμένο και είχε κι εκείνο τα δικά του ταμπού ως προς τα προγράμματα. Όχι βέβαια ότι δεν υπήρχαν και καλές εκπομπές για ξένη μουσική –θυμάμαι να παρατάω το παιχνίδι και να τρέχω στο σπίτι για να μη χάσω κάποιες. Όμως δεν ήταν εκπομπές με αναφορές στη βρετανική και αμερικάνικη μουσική. Τέτοια μουσική έβρισκες μόνο στο Ράδιο Λουξεμβούργο, το οποίο επίσης άκουγα πολύ.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν δηλαδή και οι Olympians, στις συνθήκες που περιγράφετε...

Ναι. Το πρώτο συγκρότημα που έφτιαξα ήταν οι Drugstore Men –με τους φίλους που μέναμε στη γειτονιά του Διοικητηρίου στη Θεσσαλονίκη και είχαμε αρχίσει να μαθαίνουμε τα πρώτα όργανα. Στη συνέχεια μεταπήδησα στους Brahms, που ήταν πιο εξελιγμένοι, είχαν και ενισχυτές και ήταν και πιο οργανωμένοι. Όμως ήταν μπάντα παλιομοδίτικη, έπαιζαν λατινοαμερικάνικα τραγούδια. Τους έφερα λοιπόν τον αγγλικό αέρα και βγάλαμε ρεπερτόριο Beatles, Rolling Stones, Kinks. Κι αμέσως το γκρουπ απογειώθηκε, σε σύντομο διάστημα είχαμε γίνει το δημοφιλέστερο της Θεσσαλονίκης, καθώς τραγούδια που έγιναν αργότερα γνωστά, π.χ. ο "Τρόπος" ή το "Σχολείο", τα είχα ήδη γράψει από τότε και τα παίζαμε με μεγάλη επιτυχία στις συναυλίες. Έναν περίπου χρόνο μετά –επειδή όλα τότε εξελίσσονταν ταχύτατα– αναθεωρήσαμε τη σύνθεσή μας και αποφασίσαμε να βάλουμε και όργανο, δίπλα σε μπάσο, κιθάρα, ντραμς και σαξόφωνο. Με την προσθήκη του οργανίστα αλλάξαμε και όνομα και γίναμε Olympians.  


Σας υποστήριζαν οι γονείς σε όλες αυτές τις δραστηριότητες; 

Όχι. Τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζαμε την άρνησή τους, όπως αντιμετωπίζαμε και το κυνηγητό για το κούρεμα ή τις διαφωνίες τους για τη μόδα που μας άρεσε. Θεωρούσαν ότι αυτά τα πράγματα μας διαφθείρουν. Υπήρχε μια κόντρα γενεών, σε αυτήν αναφέρεται και το τραγούδι μου "Πατέρας Και Γιος". Σήμερα γονείς και παιδιά είναι πολύ πιο κοντά, είναι φίλοι. Ακόμα κι αν έχουν διαφορές, τις λύνουν με διαφορετικούς τρόπους.  

Υπήρχαν εγχώρια συγκροτήματα πριν από σας, τα οποία να θαυμάζετε;

Ακούγαμε και θαυμάζαμε τους Forminx. Ήμασταν fans κι όταν έρχονταν στη Θεσσαλονίκη τρέχαμε στις συναυλίες τους, έπαιζαν πολύ ωραία. Υπήρχαν και οι Juniors, αλλά δεν τους είδα ποτέ live –κάποια στιγμή είχαν παίξει νομίζω στη Θεσσαλονίκη, όμως δεν μπόρεσα να πάω.  

Γενικά, πάντως, δεν σχηματίζονταν συγκροτήματα στην Ελλάδα πριν από την εμφάνιση των Beatles, έτσι δεν είναι;

Έτσι είναι. Γιατί η εποχή του ροκ εντ ρολ στην Ελλάδα δεν ήταν εποχή συγκροτημάτων, ήταν η εποχή των πάρτυ και του χορού. Η νεολαία χόρευε πολύ, αυτή ήταν η μόδα, αλλά δεν μάθαινε μουσικά όργανα. Αυτό το άλλαξε ο αντίκτυπος των Beatles. 

Ήταν διαφορετικά τα πράγματα μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας;

Υπήρχαν διαφορές, ναι. Πολύ μεγάλες διαφορές. Άλλο ρεπερτόριο ακούγαμε στη Θεσσαλονίκη, άλλο άκουγε η Αθήνα. Στην Αθήνα επικρατούσαν τα πιο εμπορικά, σε μας τα πιο ποιοτικά. Το κοινό της Θεσσαλονίκης –και γενικά της βόρειας Ελλάδας– έδειχνε να έχει μια παραπάνω ευαισθησία, ένα πιο ιδιαίτερο γούστο. Νομίζω ότι το διατήρησε αυτό και αργότερα. 

Γιατί προτιμήσατε να μπείτε στον κόπο να παλέψετε με τον ελληνικό στίχο, αντί να γράψετε στίχους στα αγγλικά, που ήταν φαντάζομαι και το πιο εύκολο; 

Υπήρχε πράγματι τεράστια δυσκολία στο λεξιλόγιο. Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε εύκολα τον ελληνικό στίχο σε μοντέρνα τραγούδια με μικρές συλλαβές και μικρές λέξεις, δεν γινόταν ας πούμε να βάλεις μια πολυσύλλαβη λέξη: ήταν κακόηχο, αμέσως ξένιζε. Προσπάθησα, όμως, με τον ελληνικό στίχο γιατί πάντα πίστευα ότι το αγγλόφωνο τραγούδι άρεσε μεν –σε όλους μας άρεσε– αλλά δεν το αισθανόμασταν κι ακριβώς δικό μας. 

Έχει σημασία να πούμε ότι εκείνη την εποχή η αγγλική γλώσσα δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία: μπορεί σήμερα να ξέρουν σχεδόν όλοι οι νέοι αγγλικά, τότε όμως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Για μένα ήταν σημαντικό να αισθανθούμε τέτοια πράγματα ως και δικά μας, ως ελληνικό τραγούδι, ως μια πρόταση για την ελληνική μουσική. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τραγουδούσα και με τον χαλαρό τρόπο με τον οποίον τραγουδούσα. Αν παρατηρήσεις, πολλά από τα συγκροτήματα των 1960s που τραγουδούσαν στα ελληνικά, ερμήνευαν με μια επιτηδευμένα ξενική προφορά –ακριβώς γιατί δεν έβλεπαν τη συγκεκριμένη μουσική ως κάτι που μπορούσε να είναι και ελληνικό.  

Τι ακριβώς έγινε στις 5 Οκτωβρίου του 1966, στο Καλλιμάρμαρο;

Λάβαμε μέρος σε έναν μεγάλο διαγωνισμό συγκροτημάτων, με το όνομα «Χρυσή Βραδιά». Η ψηφοφορία γινόταν μέσω κουπονιών που μοιράζανε οι εφημερίδες –το Έθνος, αν δεν κάνω λάθος– και το έπαθλο για τον νικητή ήταν ένα κιλό χρυσάφι. Κερδίσαμε άνετα σε εκείνον τον διαγωνισμό, μαζεύοντας πάνω από 5.000 ψήφους ενώ το δεύτερο στη σειρά συγκρότημα είχε 303! Και όταν ανεβήκαμε στη σκηνή πήρε φωτιά το Καλλιμάρμαρο, 65.000 κόσμου ουρλιάζανε και μας επευφημούσαν. Έτσι για να πούμε και το αστείο της υπόθεσης, όμως, το έπαθλό μας το πληρωθήκαμε σε πέντε… σόμπες πετρελαίου!  


Μας εκπλήσσει σήμερα που ακούμε ότι, όταν χρειάστηκε να κάνετε τη θητεία σας, σας αντικατέστησε στους Olympians ο Νίκος Παπάζογλου...

Γιατί ξέρετε τον Νίκο Παπάζογλου από όταν άλλαξε ύφος. Πιο πριν ήταν ένας από μας: ζούσαμε στην ίδια γειτονιά, κάναμε παρέα, είχαμε τα ίδια γούστα, ανακατευόταν κι αυτός στα συγκροτήματα. Τον απασχολούσε το πάντρεμα της ελληνικής μουσικής με την ξένη, το ανακάτεμα των ντόπιων μονών ρυθμών (5/8, 9/8 κ.ο.κ.) με τους Δυτικούς και το συζητούσαμε, ότι θα μπορούσε όντως να βγει κάτι καλό. Με την παρέα που συνεργάστηκε αργότερα –με τον Μανώλη Ρασούλη, τον Πέτρο Βαγιόπουλο– πέτυχε να βρει τον δικό του χαρακτήρα. Πάντρεψε καλά τα μοντέρνα ροκ στοιχεία με το δημοτικό και το λαϊκό μας τραγούδι. 

Άκουγε και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αγγλική μουσική; Πώς συνέβη η συνεργασία σας;  

Ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος –υποθέτω, δεν μιλήσαμε ποτέ για να τον ρωτήσω πώς και τι– σκέφτηκε να γράψει τραγούδια για μας βλέποντας ότι έχουμε τόσο μεγάλη επιτυχία. Και μας έγινε η πρόταση μέσω της τότε εταιρείας μας, της Ελλαδίσκ. Ήταν καλό το αποτέλεσμα, πιστεύω: ούτε ο Παπαδόπουλος έχασε τον χαρακτήρα του γράφοντας τον "Αλέξη" και την "Ιστορία", ούτε κι εμείς τον δικό μας. 

Υπήρχαν συγκροτήματα που τα βλέπατε ως ανταγωνιστές και παρακολουθούσατε την πρόοδό τους; Ή αισθανόσασταν κυρίαρχοι; 

Πάντα υπήρχε συναγωνισμός, ειδικά με τους Charms και τους Idols, αργότερα και με τους Πελόμα Μποκιού. Νομίζω, όμως, ότι υπήρχε μια πολύ ουσιαστική διαφορά: εμείς είχαμε ένα μεγάλο και επιτυχημένο δικό μας ρεπερτόριο. Πολλά από τα συγκροτήματα των 1960s άφησαν τελικά πίσω τους δυο-τρία τραγούδια, εμείς όμως πολλά περισσότερα, σε διάστημα μάλιστα μιας πενταετίας-εξαετίας. Δεν είναι το ίδιο πράγμα.  

Σας δημιούργησαν προβλήματα οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μετά τον Απρίλη του 1967; Τι πραγματικό απόηχο είχε το διάγγελμα του Στυλιανού Παττακού κατά του «κατήφορου της ελληνικής νεολαίας»;

Όχι ιδιαίτερα... Άλλωστε τότε δεν έγραφε κανείς πολιτικοποιημένους στίχους. Απλά έπρεπε να στέλνουμε τα τραγούδια μας στη λογοκρισία και σε 2-3 περιστάσεις τα έκοψαν κι έπρεπε να κάνουμε κάποιες αλλαγές, τίποτα περισσότερο. Η δικτατορία μας άφησε στα δικά μας ενδιαφέροντα, ένα μεγάλο μέρος της μη πολιτικοποιημένης νεολαίας βρέθηκε τότε πράγματι στον γύψο, μείναμε 7 χρόνια σε πολιτική αφασία.  

Γιατί αργότερα αρνήθηκαν να σας δουν ως κομμάτι του ροκ της εποχής; Διάβαζα λ.χ. μια πρόσφατη συνέντευξη του Γιάννη Σπάθα και έλεγε ότι το ξεκίνημα του ελληνικού ροκ έγινε όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Δημήτρης Πουλικάκος με τους M.G.C.

Ο Πουλικάκος με τους M.G.C. απευθυνόταν σε μια ελάχιστη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν, κυριολεκτικά, ένα περιθώριο. Και το λέω με απόλυτη συναίσθηση του τι λέω, έτσι αντιμετωπιζόταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ασφαλώς και αποτελούσαν κομμάτι του ροκ οι M.G.C., αλλά το κοινό τους ήταν πολύ περιορισμένο –αυτού του είδους το κοινό θα μεγάλωνε πολύ αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1980. 

Γιατί λοιπόν να βλέπουμε μόνο αυτό, όταν και πιο πριν υπήρχε ένα κίνημα αξιόλογο, με τόσο μεγάλη επιτυχία; Και να κάνουμε διαχωρισμούς σε ποπ, ροκ; Σημασία έχει το αν κάνεις καλή ή κακή μουσική, αν είσαι ο εαυτός σου ή είσαι δήθεν. Εμένα με ενοχλεί πολύ το δήθεν, ό,τι φτιάχνεται και πλασάρεται ώστε να δείξει κάπως αλλιώς από ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Το ψεύτικο, κάποια στιγμή, το κοινό θα το ξεράσει.   

Πώς έφτασε το τέλος για τους Olympians;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 διαπιστώσαμε ότι τα πράγματα μέσα μας είχαν αλλάξει. Είχε τελειώσει το κεφάλαιο της ανεμελιάς και μας απασχολούσε όλους, πια, το επαγγελματικό μέλλον, η οικογένεια, όλα αυτά. Δεν είχαμε γίνει πλούσιοι κι ας ήμασταν επιτυχημένοι. Ό,τι κερδίζαμε μοιραζόταν δια του πέντε και πολλές φορές τα κέρδη πήγαιναν στην απαραίτητη ανανέωση των οργάνων. 

Έτσι, ο κάθε ένας ακολούθησε τον δρόμο του: ένας πήγε στην Ιταλία και σπούδασε πολιτικός μηχανικός, άλλος άνοιξε μπαράκι, άλλος κατάστημα μουσικών οργάνων, άλλος υπάλληλος στον ΟΤΕ... Ο οργανίστας μας, ο Άλκης Κακαλιάγκος, και ο σαξοφωνίστας ακόμα ασχολούνται με τη μουσική, ουσιαστικά όμως μόνο εγώ παρέμεινα τότε στα πράγματα ως επαγγελματίας, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να αφήσω τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθώ στην Αθήνα. 

Κρατάμε επαφές και βρισκόμαστε όταν πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη, όμως είναι δύσκολο να ξανασμίξουμε ως συγκρότημα και να ξαναπαίξουμε. Πέρασαν πολλά χρόνια και άλλαξαν πολλά πράγματα. 



27 Ιανουαρίου 2021

Ο Πασχάλης στο Κύτταρο - ανταπόκριση (2017)


Έναν μικρό χαμό προξένησε το Σάββατο 23 Ιανουαρίου ο Πασχάλης, εμφανιζόμενος στη γνωστή εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου "Στην Υγειά Μας". Όσοι παλιότεροι είχαν χρόνια να τον εντοπίσουν –όπως ο πατέρας μου, ας πούμε– εντυπωσιάστηκαν από το πόσο καλά κρατάει τη φωνή του και την ενεργητικότητά του (είναι 74 ετών, αισίως), ενώ ακόμα και νεότεροι του έβγαλαν το καπέλο με διάφορα πνευματώδη σχόλια στο Twitter, τύπου «Δεν ξέρω για εσάς αλλά οι γονείς μου εδώ και ώρα είναι σκασμένοι που ο Πασχάλης σ αυτή την ηλικία είναι έτσι».

Για όσους βέβαια δεν έχουμε πάψει να παρακολουθούμε τι κάνει ο Πασχάλης, οι παραπάνω επιδόσεις δεν αποτελούν έκπληξη. Προσωπικά, μάλιστα, κυνηγούσα καιρό να τον δω σε ζωντανή δράση κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και όλο κάτι τύχαινε και δεν γινόταν. Τα κατάφερα τελικά στις 8 Απριλίου του 2017, όταν έπαιξε στο Κύτταρο, υπερβαίνοντας το άνισο του προγράμματος, το οποίο εξελίχθηκε σε ξέφρενο πάρτυ που κράτησε (παρακαλώ) ως τις 3 παρά τα ξημερώματα. Τις εντυπώσεις μου τις κατέγραψα τότε σε μια ανταπόκριση που δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Να πούμε ασφαλώς, στο σημείο αυτό, ότι ο Πασχάλης δεν εμφανίστηκε έτσι στα ξεκούδουνα στο "Στην Υγειά Μας", καθώς έχει επιστρέψει δισκογραφικά με ένα φρέσκο τραγούδι ονόματι "Ή Εσύ Ή Εγώ" –σε μουσική της κόρης του Ζηνοβίας Αρβανιτίδη και σε στίχους δικούς του. Έχει μάλιστα και βιντεοκλίπ, το οποίο βρίσκεται εύκολα στο YouTube.

* οι φωτογραφίες από τη βραδιά στο Κύτταρο είναι του Θάνου Λαΐνα


Παρότι κυνηγούσα καιρό να δω τον Πασχάλη Αρβανιτίδη, έφτασα στο Κύτταρο με μετριασμένο τον πήχη των φιλοδοξιών και έχοντας παρεξηγήσει ορισμένα πράγματα. Είχα βάλει δηλαδή μια «οροφή» στο τι περίμενα από έναν τραγουδιστή ο οποίος τα έχει πια πατήσει τα 70, ενώ είχα μείνει παράλληλα με την εντύπωση ότι θα έβλεπα μια συναυλία. Σε καμία περίπτωση δεν υπολόγισα πως θα βρισκόμουν εκεί μέχρι τις 3 παρά το πρωί, παρακολουθώντας ένα φουλ πρόγραμμα –για το οποίο είχαν μάλιστα εγκατασταθεί και τραπεζάκια στο ιστορικό λαϊβάδικο της Ηπείρου & Αχαρνών– και ότι θα μου έπεφτε το σαγόνι με την απόδοση του Πασχάλη. 

Παίρνοντας τα πράγματα με μια σειρά, τη βραδιά άνοιξε ο Stelios Mac (κατά κόσμον Στέλιος Μακρυπλίδης), ο ηλεκτρικός δηλαδή κιθαρίστας της μπάντας του Πασχάλη. Στη συνέχεια θα γινόταν εξαιρετικά αντιληπτό γιατί κατέχει το πόστο –είναι πράγματι ένας πολύ καταρτισμένος μουσικός, με δυναμικό παίξιμο, μα και με στιβαρή σκηνική παρουσία– αλλά εκεί στην αρχή του προγράμματος ομολογώ ότι με κούρασε. Αν και διάλεξε καλά τραγούδια από τη δεξαμενή των διεθνών ποπ/ροκ επιτυχιών της δεκαετίας του 1980, τα υπερασπίστηκε ερμηνευτικά με ένα στυλ που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ Elvis Presley, Bruce Springsteen και Michael Bolton. Ακούγεται άσχημο αυτό που θα πω, μα μου θύμισε επαρχιώτη ροκά περασμένων δεκαετιών.

Ο Πασχάλης βγήκε αθόρυβα στη σκηνή και μπήκε κατευθείαν στο «ψητό». Μέχρι δε να τελειώσει το πρώτο μισό της εμφάνισης και να αποσυρθεί για ένα διάλειμμα, είχε ήδη ξετρελάνει όλο το Κύτταρο, ρίχνοντας τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη, τόσο από τα χρόνια των Olympians (ο πρώτος χαμός έγινε άλλωστε μόλις ακούστηκε ο "Τρόπος"), όσο και από εκείνα της προσωπικής του διαδρομής κατόπιν. Στην αρχή η φωνή του χρειάστηκε ένα κάποιο ζέσταμα, ήδη όμως στη δεύτερη/τρίτη επιλογή του set είχε βρει την πλήρη φόρμα της. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το κέφι του, τα άρτια παιξίματα των μουσικών του και τον δεδομένο αντίκτυπο τραγουδιών σαν τα "Παραδώσου Λοιπόν", "Το Κορίτσι Του Μάη", "Τζοάνα", "Κόπα Καμπάνα", "Ο Αλέξης", "Αν Μια Μέρα Σε Χάσω", "Μάθημα Σολφέζ", "Στο Μπαράκι" και "Κατερίνα Κατερινάκι", δεν άργησαν να δημιουργήσουν γενικό ξεσηκωμό: κάθε παρέα από τους καθισμένους τραγουδούσε ενθουσιωδώς, κάθε παρέα από τους όρθιους το έριξε στον χορό. 

Ήταν φοβερός ο Πασχάλης το Σάββατο στο Κύττταρο. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε αν παίζει playback. Κάποια όμως μικρολαθάκια εδώ, κάποιες μικροαλλαγές εκεί, πρόδιδαν το «ζωντανό» του όλου πράγματος, αφήνοντάς μας εντυπωσιασμένους για την άνεση μα και την έκταση της φωνής του. Όταν μάλιστα είπε το "Μου Χρωστάς Μια Καληνύχτα" –ένα από τα λιγότερο γνωστά τραγούδια του, από τη δισκογραφία του στα 1990s– έμεινα σέκος: το είπε σχεδόν όπως το θυμάμαι, με τη φωνή του να ακούγεται αναλλοίωτη σε αυτά τα 20καιβάλε χρόνια τα οποία έχουν μεσολαβήσει. Μία ακόμα ιδιαίτερη στιγμή σημειώθηκε όταν έφτασε η ώρα για το "Οι Καταπληκτικοί"· ελλείψει της κόρης του, με την οποία το πρωτοτραγούδησε, ανέβηκε στη σκηνή μία κοπέλα από το κοινό, παίρνοντας το μικρόφωνο και τον ρόλο εκείνης. Το ηχηρό χειροκρότημα, της άξιζε πέρα για πέρα.


Το διάλειμμα δυστυχώς έριξε τους τόνους, καθώς το γέμισε ένα μακροσκελές δεύτερο set του Stelios Mac (βλέπε φωτογραφία άνωθεν), βασισμένο στη συνταγή της έναρξης. Μπορεί ο Πασχάλης να εντάχθηκε οργανικά σε όλο αυτό όταν επέστρεψε, αναλαμβάνοντας τα ηνία για μια αναφορά σε αθάνατες ροκ εν ρολ επιτυχίες ("Rock Around The Clock" και τα σχετικά), αλλά κάπου εκεί το πράγμα άρχισε να ξεχειλώνει. 

Μια από καρδιάς ερμηνεία στο "House Of The Rising Sun" μας εντυπωσίασε ξανά, όμως η προαναφερθείσα αίσθηση παρέμεινε κι έγινε μάλιστα ακόμα πιο έντονη όταν ανέβηκε στη σκηνή η Πωλίνα, ως έκτακτη καλεσμένη, μιας και βρισκόταν πρώτο τραπέζι πίστα με την παρέα της. Διάλεξε να πει τα "Push Ups" –ενώ έχει καλύτερα τραγούδια– και μετά έμεινε κάμποσο εκεί πάνω, σε όλο το πέρασμα που έκανε ο Πασχάλης από 1980s επιτυχίες άλλων ποπ συναδέλφων ("Ορκίσου", "Στοιχηματίζω", "Δικός Σου Για Πάντα" κτλ.). Τίποτα ωστόσο από αυτά δεν πρόσφερε φρέσκο αέρα στο πρόγραμμα: οι εκτελέσεις ήχησαν λίγο διεκπεραιωτικές και η Πωλίνα διέθετε μεν το γνωστό της μπρίο, μα δεν συμμετείχε και ιδιαίτερα στα φωνητικά, καταλήγοντας έτσι λίγο διακοσμητική. 

Αν και η πλειονότητα του κόσμου εξακολούθησε να περνάει καλά (και να το δείχνει), το set ζωντάνευε πραγματικά μόνο όταν ο Πασχάλης επέστρεφε σε δικά του κομμάτια σαν το "Φύγε Σε Παρακαλώ", το τρυφερό "Πες Το Πάλι Αγάπη Μου" ή τα "Ουρανέ Που Περνάς", "Πώς" και "Το Τραγούδι Μου". Η ισορροπία αποδείχθηκε λοιπόν εύθραυστη. Οι εντυπώσεις κερδήθηκαν από τον ενεργητικό τρόπο με τον οποίον ο Πασχάλης κατέβηκε από τη σκηνή, περνώντας από πραγματικά κάθε παρέα όρθιων και καθήμενων με το μικρόφωνό του, μα χάθηκαν στο σημείο που άρχισε να λέει ελαφρολαϊκές επιτυχίες συνδεδεμένες με τον Γιάννη Πουλόπουλο, σαν το "Άγαλμα" ή το "Μέθυσε Απόψε Το Κορίτσι Μου". Δεν ήταν ότι τα είπε άσχημα αυτά τα τραγούδια, όμως ήχησαν κάπως σαν ξένο σώμα. Σαν κάτι δηλαδή που χρησίμευε για να επιμηκύνει χρονικά το πρόγραμμα και να ταιριάξει στην αισθητική μιας περίστασης με τραπεζάκια, φιάλες κρασιού και φρούτα. 

Το φινάλε, πάντως, μας βρήκε όλους όρθιους, να χειροκροτούμε τη δεύτερη εκτέλεση του "Παραδώσου Λοιπόν" και να βγάζουμε το καπέλο στον αειθαλή Πασχάλη. Η βραδιά παραμένει μάλιστα πολύ ζωντανή στη μνήμη μου ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές –έστω και με το παράπονο ότι δεν μας είπε ούτε την "Προϋπηρεσία", ούτε τη "Λόλα". Ίσως την επόμενη φορά;