29 Φεβρουαρίου 2024

Parquet Courts - συνέντευξη (2013)


Σε όσους έχουν τους Parquet Courts στα ψηλά των indie/alternative προτιμήσεών τους θα φανεί έως και σοκαριστικό, ίσως, το ότι ξέχασα εντελώς τη συζήτηση που έκανα το καλοκαίρι του 2013 με τον Andrew Savage ενόψει του συναυλιακού τους ερχομού στην Αθήνα (θα έπαιζαν αρχές Σεπτέμβρη στο «An Club»). 

Τότε, μάλιστα, ήταν που «γύριζε» και ιδιαίτερα για το αμερικάνικο γκρουπ: όχι μόνο είχαν πίσω τους τη «φασαρία» την οποία προξένησε το άλμπουμ  Light  Up  Gold του 2012, αλλά μόλις είχαν κάνει και το Primavera Festival της Βαρκελώνης να παραμιλά με την πάρτη τους. 

Προσωπικά, τώρα, πάντα τα έβρισκα υπερβολικά όλα τούτα –και γι' αυτό, μάλλον, λησμόνησα αυτή την κουβέντα. Άλλωστε οι Parquet Courts, κατ' εμέ, δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δισκογραφική εξέλιξη στα χρόνια που ακολούθησαν. Από τα όσα είπαμε με τον Savage, πάντως, προέκυψε τελικά μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που δόθηκε εκείνα τα χρόνια στον Τύπο


Οι φήμες που έφτασαν στα χώρα μας από Primavera μεριά, λένε πως κάνατε ιδιαίτερη αίσθηση στη Βαρκελώνη. Τι ακριβώς συνέβη εκεί, από τη δική σας οπτική γωνία;

Στο Primavera δώσαμε ένα από τα καλύτερα λάιβ μας, μέχρι τώρα. Ήταν, να φανταστείς, τόσο καλά, ώστε ούτε που κλάψαμε τα 500-700 ευρώ τα οποία μας έκλεψαν. Θυμώσαμε, βέβαια, φωνάξαμε, τρελαθήκαμε... Όμως η συναυλία ήταν καταπληκτική.  

Λειτουργείτε με βάση το Μπρούκλιν, μα κανείς σας δεν είναι Νεοϋορκέζος, έτσι δεν είναι; Σας έφερε εκεί η μουσική ή πήγατε για άλλους λόγους και στην πορεία σας προέκυψε η μπάντα; 

Ναι, ο μπασίστας μας ο Sean είναι από τη Βοστόνη, εγώ με τον αδερφό μου τον Max και τον Austin προερχόμαστε από το Τέξας. Όλοι μετακομίσαμε χωριστά στη Νέα Υόρκη, καθένας και για διαφορετικό λόγο. Στη δική μου περίπτωση δεν ήταν τόσο ότι μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, όσο το ότι άφησα το Τέξας...

Και μπορεί ένας Τεξανός να επιβιώσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης; Εσένα σου αρέσει να ζεις σε μια τόσο μεγάλη πόλη; 

Α, και βέβαια μπορεί! Κι εμένα προσωπικά μου αρέσει πολύ αυτή η μεγαλούπολη.

Δουλεύετε ένα καινούριο άλμπουμ, δεν ξέρω όμως αν έχει πάρει το μάτι σου διάφορα δημοσιεύματα στο ίντερνετ που το θέλουν να είναι το δεύτερό σας. Γιατί παραλείπουν το American Specialities (2011); Δεν το ξέρουν ή δεν θέλουν να το μετράνε; 

Πιστεύω ότι δεν είναι καλά πληροφορημένοι. Ότι δηλαδή μπήκαν αργά στο παιχνίδι, μας έμαθαν πέρσι με το Light Up Gold, οπότε αγνοούν ότι βγάλαμε κι ένα άλμπουμ πριν από αυτό. 

Τι θυμάστε πιο έντονα από τις ηχογραφήσεις του American Specialities; 

Νομίζω ότι η πιο ζωντανή μας ανάμνηση είναι το ότι κοιμόμασταν στον χώρο όπου κάναμε τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις. Γράψαμε το άλμπουμ σε ένα τετρακάναλο, κατόπιν εκδόθηκε σε κασέτα κι έπειτα σε βινύλιο από μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, την Play Pinball!

Αλήθεια, τι μπορείς να μας πεις για τον νέο δίσκο; Θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε και καινούρια τραγούδια στην Αθήνα ή σκοπεύετε να εστιάσετε στο Light Up Gold; 

Για τον νέο δίσκο ακόμα δεν θέλουμε να λέμε πολλά. Πάντως στην Αθήνα θα σας παίξουμε κομμάτια από το φρέσκο υλικό, αυτό να το θεωρείτε σίγουρο!

Ο μουσικός Τύπος λέει ότι οι Parquet Courts φέρνουν κατά νου τους Television, τους Feelies και τους Modern Lovers. Εσείς τι γνώμη έχετε για τα συγκεκριμένα συγκροτήματα;

Για εμάς οι Feelies, οι Modern Lovers και οι Television είναι τρεις σπουδαίες μπάντες! 

Πάντως, αν και ο ήχος σας διαθέτει punk στοιχεία και βρίσκω κι εγώ παραπομπές στην εναλλακτική Αμερική της ανατολικής Aκτής, βλέποντας το Light Up Gold Road Trip –το ντοκιμαντέρ του Andy Capper για εσάς– μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ενός γκρουπ με βασικά indie lifestyle, παρόμοιο λ.χ. με το μοδάτο lifestyle πολλών κιθαριστικών γκρουπ των ημερών μας...

Ε;! Τι είναι το «indie lifestyle»; Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις... Το ντοκιμαντέρ του Andy μας έχει αποτυπώσει να παίζουμε σε φεστιβάλ. Αυτή, όμως, δεν είναι η κανονική μας ζωή. 

Δεν παρακολουθούμε όλοι NBA στην Ελλάδα και δεν είμαστε όλοι φίλοι του μπάσκετ. Για εξηγήστε μας, λοιπόν, τι ακριβώς σημαίνει «Parquet Courts» και πώς συνδέεται η ονομασία σας με τους Μπόστον Σέλτικς;

Το παρκέ είναι ένα είδος πατώματος, το οποίο φτιάχνεται από συγκολλημένα επάλληλα ξύλα, διαρρυθμισμένα κατά γεωμετρικό τρόπο. Ο πιο συνηθισμένος του τύπος είναι το παρκέ που χρησιμοποιείται σε κάποια γήπεδα του μπάσκετ, από το οποίο προέρχεται και το όνομά μας –στις Η.Π.Α., το πιο διάσημο βρίσκεται στο γήπεδο των Μπόστον Σέλτικς. Το θεώρησα ως ένα πολύ καλό όνομα για αμερικάνικη μπάντα.

Δεν φαντάζομαι όμως εσύ να υποστηρίζεις τους Σέλτικς, έτσι δεν είναι; Πρέπει να είσαι φαν κάποιας από τις ομάδες του Τέξας...

Ναι, είμαι με τους Dallas Mavericks, τους Mavs όπως τους λέμε οι φίλοι! Αλλά μ' αρέσει γενικά το μπάσκετ, θα ήθελα π.χ. να δω και τους Brooklyn Nets να κάνουν μια καλή σαιζόν. 



27 Φεβρουαρίου 2024

Faust - ανταπόκριση (2009)


Δεν ξέρω τι ακριβώς δεν πήγε καλά, τον Νοέμβριο του 2009, με αποτέλεσμα η δεύτερη έλευση των Faust στην Αθήνα να μην σημειώσει τη sold out επιτυχία της πρώτης τους συναυλίας στα μέρη μας, το 2006. 

Πάντως στο «Κύτταρο» το παρών δόθηκε από ένα κοινό καλά διαβασμένο, ενώ και οι Γερμανοί πιονέροι του kraut έδωσαν μια συναυλία-performance κλάσης, αντανακλώντας κάτι, έστω, από την πάλαι ποτέ τους πρωτοπορία, που πλέον είχε γίνει κάτι σαν στυλ για μια νεότερη, αισθητά πιο alternative pop/rock γενιά.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Tristan 


Δεν είχε ιδιαίτερη προσέλευση ο δεύτερος ερχομός των σπουδαίων krautrockers στην Ελλάδα, αλλά, όσοι το πήραν απόφαση να κατηφορίσουν προς «Κύτταρο» ήταν τουλάχιστον άνθρωποι διαβασμένοι και ενημερωμένοι, οι οποίοι ήξεραν καλά τι ήρθαν να δουν. Και το είδαν. Είδαν, δηλαδή, τους Faust να δίνουν μια συναυλία-performance κλάσης, αντανακλώντας την πρωτοπορία που κάποτε υπήρξαν. 

Μπήκα στο «Κύτταρο» με το που οι Αθηναίοι Nechayevschina έλεγαν το καλησπέρα και ξεκινούσαν το support. Είχα διαβάσει αρκετά για εκείνους, ότι θα μας απασχολήσουν πολύ στο μέλλον και τα σχετικά, επίτηδες όμως δεν μπήκα στο MySpace τους, ώστε να μην είμαι προϊδεασμένος. Παρακολούθησα, λοιπόν, μια μπάντα απολύτως δοσμένη στην οργανική της stoner ψυχεδέλεια, αφοσιωμένη στα όργανά της και στο τι επιζητούσε να πετύχει «ανοίγοντας» τους Faust. Κατά την ταπεινή μου άποψη, ωστόσο, παίζουν σε ένα υπερ-κορεσμένο μουσικό τερραίν, δίχως να έχουν κάτι να φέρουν σε αυτό, πλην του πάθους τους. Επίσης, βρίσκω το όνομα αποτυχημένο: δεν μπορεί να το προφέρει εύκολα κανείς, ούτε καν όσοι γνωρίζουν τον Σεργκέι Νετσάγιεφ. Ο δρόμος δείχνει μακρύς, συμπερασματικά. Όρεξη να έχουν τα παιδιά, βέβαια, και ίσως τα μελλούμενα να βγάλουν κάπου πιο ουσιαστικά.

Είχε φτάσει 23.00 όταν αναγγέλθηκαν οι Faust, οι οποίοι θα έπαιζαν ένα δίωρο σετ, με ένα διάλειμμα 15 λεπτών. Ο επιβλητικός «Zappi» Diermaier πήρε τη θέση του στα ντραμς, ο Jean-Herve Peron έπιασε το μπάσο όντας ντυμένος σαν παλαβός ζωγράφος του Μοντερνισμού και οι συνοδοί τους, ο θαυμάσιος κιθαρίστας Amaury Cambuzat και η πολυτάλαντη Αγγλίδα Geraldine Swayne, έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα: το "C' Est Com… Com… Complique", από την ομώνυμη φετινή τους δουλειά, ξεκίνησε τη βραδιά με νότα φρεσκάδας, αφού οι Faust έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανοι για το νέο στούντιο πόνημά τους. 

Αλλά ήταν στο τρίτο κομμάτι όπου συντονίστηκαν πλήρως με το κοινό, όταν ο «art-Errorist» Peron εμφανίστηκε με μια βαριοπούλα ανά χείρας, μετατρέποντας σε θρύψαλα δύο συσκευές τηλεόρασης, ώστε να δηλώσει καταστροφικώς απερίφραστα την αντίθεσή του προς αυτήν. Δεδομένο, ίσως βιαστούν να πουν οι υπερενθουσιώδεις της avant-garde ιντελιγκέντσιας: ας αναλογιστούν για λίγο, όμως, ότι οι Faust κι αν έχουν κερδίσει το δικαίωμα για τέτοιες πράξεις επί σκηνής... Καθώς το σετ συνεχιζόταν, εντωμεταξύ, αναδύθηκε σιγά-σιγά ο επαναλαμβανόμενος ήχος μιας ραπτομηχανής, ενώ από τον εξώστη του «Κυττάρου» κάποιος άρχισε να παράγει θορύβους χειριζόμενος εργαλεία, με τον Zappi να τον σιγοντάρει παράγοντας σπίθες με το (περίφημο, πια) μηχάνημα οξυγονοκόλλησης που διατηρεί σιμά στα ντραμς του. Ο κόσμος καταχειροκρότησε και ήταν στο εξής μαζί τους, ό,τι κι αν σκάρωναν.

Το δεύτερο μισό ξεκίνησε με ατόφιο krautrock και ταξίδι στους γαλαξίες. Έμεινα να τους θαυμάζω τους Faust, όχι μόνο για τα όσα τόλμησαν να κοιτάξουν 40 χρόνια πριν, ανοίγοντας ένα μουσικό παράθυρο στο μέλλον, αλλά κυρίως για τον ενθουσιασμό που συνεχίζει να ποτίζει το παίξιμό τους και σε αυτήν ακόμα την ηλικία. Ο φωτισμός υπήρξε υποδειγματικός για τη συγκεκριμένη σύνθεση, παρότι γενικά μάλλον τους αδίκησε. 

Αμέσως μετά ακολούθησε ένα μακρύ, αυτοσχεδιαστικό jam, κατά τη διάρκεια του οποίου η Swayne έπιασε τη δεξιά πλευρά του «Κυττάρου» (όπως κοιτάς τη σκηνή) και ξεκίνησε να ζωγραφίζει κάτι αφηρημένο με κάρβουνο και μπογιές σε ένα τελάρο, ενώ ο Peron άρπαξε το ηλεκτρικό τρυπάνι κι άρχισε να «περιποιείται» μια πλάκα από αφρολέξ. Σε κάποιο σημείο προστέθηκε στην παρέα και ο Zappi, αρχίζοντας πάλι μια αυτοσχέδια οξυγονοκόλληση, ενώ καθόλη τη διάρκεια αυτής της πολυσύνθετης performance είχε τεθεί σε λειτουργία και μια μπετονιέρα πάνω στη σκηνή, στην οποία οι Faust πετάγανε χαλίκια, ίσως κι άλλα αντικείμενα. Με την έκδηλη συμμετοχή του κοινού στο "It's A Raining Day, Sunshine Girl" φτάσαμε σιγά-σιγά στο φινάλε και δεν χρειάστηκαν ιδιαίτερες παρακλήσεις για encore: άλλωστε δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα το δίωρο που μας είχαν τάξει!

Ήταν εμπειρία το να δεις τους Faust ζωντανά, ακόμα και τώρα που οι κατακτήσεις τους θεωρούνται από κάποιους ως κοινός τόπος. Πρόκειται –θα επιμείνω σε αυτό– για ελιτίστικη προσέγγιση, γιατί στο ευρύ κοινό τα παραπάνω συνεχίζουν να φαίνονται ως ακατανόητες κουλαμάρες· κάθε άλλο παρά δεδομένα είναι, 40 χρόνια μετά. Άσε που μια τέτοια στάση αδικεί και το ίδιο το γκρουπ, τελικά. Γιατί οι πρωτοπόροι στα νιάτα τους Faust μπορεί να μη βρίσκονται πια στην κόψη του 21ου αιώνα, αλλά στις εμφανίσεις τους δίνουν ό,τι έχουν. Κάνοντας τον χρόνο να εξαφανιστεί ως δια μαγείας και τη δημιουργική Γερμανία των ύστερων 1960s/πρώιμων 1970s να ξαναγίνεται σύγχρονη και σημερινή. 



26 Φεβρουαρίου 2024

Faust - συνέντευξη (2009)


Τον Νοέμβριο του 2009 θα κατέφταναν στην πόλη οι Faust, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, για μια συναυλία στο «Κύτταρο» (δείτε λεπτομέρειες εδώ). Η οποία μάλλον δεν πήγε καλά σε προσέλευση, παρά το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον της alternative γενιάς των '00s για τους γερμανικούς krautrock ήχους. 

Ενόψει του ερχομού αυτού, λοιπόν, δεν χανόταν η ευκαιρία για μια κουβέντα με τον Jean-Herve «art-Errorist» Peron, ο οποίος προειδοποίησε να έρθουμε στο «Κύτταρο» με ...ενισχυμένες μπότες και ματογυάλια! 

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ενόψει της συναυλίας  


Θα σας ξαναδούμε ζωντανά στην Αθήνα, σε λίγες μέρες, συνοδεία των Amaury Cambuzat και Geraldine Swayne. Τι εντυπώσεις αποκομίσατε για την Ελλάδα και το εγχώριο κοινό από την προηγούμενη εμφάνισή σας; Υπάρχουν συγκεκριμένες προσδοκίες εκ μέρους σας;

Παίξαμε, θυμάμαι, στην Αθήνα ακριβώς 3 χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 2006, στο κλαμπ «Underworld». Η συναυλία μας ήταν sold out και ο κόσμος έδειξε να περνάει πολύ καλά. Μάλιστα, κάναμε τότε κι ένα support βίντεο, το ονομάσαμε «The End Of Athens»! 

Δεν έχω ξεχάσει τον ακραίο ενθουσιασμό των Ελλήνων fans, τα χαμόγελα και τα χορευτικά τους. Είχαμε έρθει ως τρίο τότε, με τον Zappi στα τύμπανα, τον Cambuzat στα πλήκτρα και στις κιθάρες κι εμένα στο μπάσο. Και παίξαμε ένα πολύ ευθύ krautrock, ανακατεύοντας τραγούδια με αυτοσχεδιασμό. Χρησιμοποιήσαμε βέβαια και κάποια εργαλεία, βασικά όμως μείναμε στα όργανά μας. Αυτή τη φορά θα επισκεφτούμε τη σπουδαία πόλη σας ως κουαρτέτο, έχοντας και την κυρία Swayne στις κιθάρες, στα φωνητικά και στις …βούρτσες! 

Έχετε υποσχεθεί κι αρκετές εκπλήξεις για τη συναυλία. Μπορώ να σας δελεάσω να μας αποκαλύψετε ένα γενικό, τουλάχιστον, μοτίβο; 

Εντάξει, λοιπόν! Όπως καταλαβαίνεις, εφόσον φτάνουμε αεροπορικώς, περιοριζόμαστε σε όσα θα μπορέσουν να στήσουν για εμάς οι διοργανωτές. Κάναμε θαυμάσιες συζητήσεις με τα παιδιά της Catch The Soap και μας είπαν πως θα μας παράσχουν όλα όσα μας χρειάζονται! Έτσι, πιστεύω ότι επί σκηνής θα δείτε άφθονο μπογιάτισμα, θα ακούσετε μελωδίες από βιομηχανικά εργαλεία, φορτία δυναμικότητας και διασκέδασης. Οπότε φέρτε μαζί σας ενισχυμένες μπότες και ματογυάλια!

Το νέο σας στούντιο άλμπουμ «C' Est Com... Com... Compliqué» έχει στενούς δεσμούς με το «Disconnected», τη συνεργασία σας με τους Nurse With Wound (2007). Πώς προέκυψε;  

Αναπόφευκτα, έχει σχέση συγγένειας με το «Disconnected». Γιατί έτσι είχε και το αρχικό μας concept, όπως σχεδιάστηκε το 2005 στο Αμβούργο: να ηχογραφήσουμε εντελώς αυτοσχεδιαστικά επί 5 μέρες στο στούντιο, να δώσουμε κατόπιν το υλικό σε δύο διαφορετικούς παραγωγούς για να το ρεμιξάρουν και μετά να κυκλοφορήσει ένα διπλό άλμπουμ. 

Ο Steven Stapleton και ο Colin Potter των Nurse With Wound υπήρξαν ταχύτατοι και παρέδωσαν το μέρος των remixes σχεδόν αμέσως. Έτσι αποφασίσαμε να κυκλοφορήσει ξεχωριστά, ως «Disconnected». Έναν χρόνο μετά ήμασταν κι εμείς έτοιμοι κι έτσι βγήκε και το «C' Est Com... Com... Complique».

Εκτός των Nurse With Wound, μέσα στη δεκαετία σας είδαμε να συνεργάζεστε με τον Tony Conrad και με τους Dälek. Ξέρω ότι ο Conrad είναι παλιός σας γνωστός (αφού δουλέψατε μαζί το 1973 για το Outside The Dream Syndicate), αλλά τι ακριβώς σας ιντρίγκαρε στους Dälek; 

Έχουμε εντοπίσει ότι, στην παρούσα φάση τους, οι Faust διαθέτουν αρκετή αποδοχή σε ένα πολύ νεότερο ηλικιακά ακροατήριο. Απ' ότι φαίνεται η μουσική μας χρειαζόταν κάποιες δεκαετίες προκειμένου να γίνει αποδεκτή και να εκτιμηθεί. Αλλά αυτή είναι η μοίρα της πειραματικής και avant-garde μουσικής… Οι Dälek, λοιπόν, ανήκουν σε αυτή τη νεότερη γενιά κι ήμαστε πολύ χαρούμενοι για το ότι βρήκαν πεδίο επικοινωνίας μαζί μας. 

Πλέον, πάντως, απολαμβάνετε τη φήμη μίας από τις πλέον θρυλικές μπάντες του krautrock. Θυμάστε όμως εποχές όταν τα πράγματα έμοιαζαν πιο σκούρα; Αισθανθήκατε, ας πούμε, απελπισία όταν σας έδιωξε η Polydor, εξαιτίας των πενιχρών πωλήσεων του ντεμπούτο σας; 

Ναι, ήταν δύσκολη εποχή, όχι μόνο τότε, αλλά κι έπειτα. Βλέπεις, στα 1970s η μουσική μας βρισκόταν μίλια μακριά και το δισκογραφικό κατεστημένο δεν την ήθελε. Δεν μας πέταξε μόνο η Polydor έξω, δηλαδή, μα και η Virgin: και οι δύο έψαχναν να κυκλοφορήσουν mainstream δίσκους, οι οποίοι θα τους απέφεραν μεγάλα κέρδη. 

Εμείς, πάλι, δεν ενδιαφερόμασταν για το επιχειρηματικό του πράγματος και σε αυτό δεν έχουμε καθόλου αλλάξει, 40 χρόνια μετά. Πάντως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν ήταν μόνο η μουσική βιομηχανία που δεν ήθελε τότε να ακούσει την τέχνη μας: ούτε το κοινό ήταν έτοιμο… Η επιρροή της βρετανικής και της αμερικάνικης pop ήταν ακόμα ισχυρότατη κι έδινε κατευθυντήριες γραμμές στην αγορά.  

Η διάλυσή σας το 1975, επομένως, σχετίζεται με την απόρριψη του πέμπτου άλμπουμ σας από τη Virgin;

Η Virgin είχε έρθει στο μη παρέκει με τον ριζοσπατισμό της μουσικής μας, αλλά –για να είμαστε ειλικρινείς– ήμασταν κι εμείς αβάσταχτοι: πίναμε πολλά ακριβά κρασιά και τα χρεώναμε στον Richard (Branson)… Επίσης, διαφωνούσαμε με τον στάνταρ τρόπο προώθησης της εποχής, που σήμαινε ένα πράγμα: περιοδείες, περιοδείες, περιοδείες! Άσε το ότι είχαμε περίεργες ιδέες, μακριά ακόμα από τις τεχνικές δυνατότητες της δεκαετίας του 1970. 

Μας είχαν διώξει, λοιπόν, πριν καλά-καλά πατήσουμε στο στούντιο στο Μόναχο, όπου θα ηχογραφούσαμε το «5½», το πέμπτο μας άλμπουμ. Πήγαμε στα κρυφά και το κάναμε, όμως η Virgin απέρριψε το υλικό, αρνήθηκε να πληρώσει τα έξοδα κι έτσι έπρεπε να πάμε φυλακή! (γέλια). Ήταν το τέλος, αλλά είχε κάτι το kraut 'n' roll η όλη φάση, πολύ διασκεδαστικό!   

Από εκεί και πέρα, τα ίχνη σας χάνονται ως το 1990, αν και οι fans είναι ενήμεροι για κάποιες ηχογραφήσεις στα 1980s, οι οποίες αργότερα εμφανίστηκαν στο «Patchwork 1971-2002». Επίτηδες χτίσατε αυτή την ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από τις τότε δραστηριότητές σας;

Όχι, δεν έγινε επίτηδες, δεν κάναμε ποτέ μας κάτι επίτηδες, απλώς το κάναμε! Το 1980 πήραμε την απόφαση να απομακρυνθούμε από τη σκηνή και να συνεχίσουμε ινκόγκνιτο, σε μια φάση η οποία δεν θα αποκαλυπτόταν δημοσίως. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι μας έχουν δει τότε να παίζουμε, χωρίς να ξέρουν ότι είμαστε οι Faust; Περάσαμε πολύ καλά και αποδείχθηκε και πηγή έμπνευσης. Δεν υπήρχε άγχος, δεν χρειάζονταν εξηγήσεις, απλώς παραγόταν τέχνη. 

Εντωμεταξύ, έχετε ανακοινώσει κι ένα νέο άλμπουμ για το 2010, σε συνεργασία με τον Holger Hiller των Palais Schaumburg, όπως και τη συμμετοχή σας –μ' ένα remix– σε ένα σχεδιαζόμενο tribute στη δουλειά του John Cale. Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε γι' αυτά τα σχέδια;

Μας έγινε όντως μια πρόταση συνεργασίας με τον Holger Hiller και δεχτήκαμε, γιατί μας αρέσει να δουλεύουμε και να ανταλλάσσουμε ιδέες με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να προκύψει και το ίδιο ισχύει και για το πρότζεκτ σχετικά με τον John Cale. Σε πολλούς έχει προταθεί να συμμετάσχουν στη συλλογή. Εμάς, πράγματι, μας ζητήθηκε αρχικά να δώσουμε ένα remix, αλλά τελικά θα δοκιμάσουμε να διασκευάσουμε κάποιο έργο του Cale. Θα ανακοινώσουμε όλες τις λεπτομέρειες τόσο στο προσωπικό μου site (www.art-errorist.de), όσο και στο MySpace των Faust (www.faust-pages-com).



25 Φεβρουαρίου 2024

Patrick Campbell-Lyons - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα θέματα τα οποία χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν οι Nirvana στα 1990s, τότε που μεσουράνησαν στο παγκόσμιο rock στερέωμα, ήταν ότι είχαν το ίδιο όνομα με μια βρετανική ψυχεδελική μπάντα που είχε ιδρυθεί το 1967 και για κακή τους τύχη παρέμενε ενεργή, καθώς ανασυγκροτήθηκε 2 χρόνια πριν τον δικό τους σχηματισμό (1987).

Φυσικά, οι Nirvana του Ιρλανδού Patrick Campbell-Lyons και του «δικού μας» Αλέξη Σπυρόπουλου δεν γνώρισαν ποτέ κάποια εμπορική αποδοχή ανάλογου διαμετρήματος: μεγαλύτερή τους επιτυχία ήταν ένα #34 στα βρετανικά charts για το single "Rainbow Chaser" (1968). Δίσκοι σαν το ντεμπούτο τους «The Story of Simon Simopath» (1967), όμως, εκτιμήθηκαν δεόντως από την κριτική και συνέχισαν να ανακαλύπτονται μέσα στις δεκαετίες, λόγω του σταθερού ενδιαφέροντος του pop/rock κοινού για τους ψυχεδελικούς ήχους των ύστερων 1960s. 

Τα πράγματα μεταξύ των δύο Nirvana ακολούθησαν τη νομική οδό το 1992, μα τελικά διευθετήθηκαν εξωδικαστικά, με όρους που δεν δημοσιεύτηκαν, αν κι ένας βιογράφος των Nirvana του Cobain ισχυρίστηκε ότι δόθηκε ένα ποσό 100.000 δολαρίων Η.Π.Α. με αντάλλαγμα τη διατήρηση του ονόματος και από τις δύο πλευρές.

Αυτοί οι Βρετανοί Nirvana, τώρα, πολύ μου αρέσουν, μα δεν έτυχε ποτέ να τους δω ζωντανά, ούτε στα χρόνια στα οποία ζούσα στην Αγγλία. Τον Ιούνιο του 2014, όμως, κατέφτασε για συναυλία στην Αθήνα (στο «After Dark») ο Patrick Campbell-Lyons και ήταν κάτι που δεν σκόπευα να χάσω με τίποτα. Μάλιστα, θα έπαιζε περιστοιχισμένος από μπάντα Ελλήνων μουσικών: Κώστας Στεργίου (πλήκτρα), Σπύρος Βρυώνης (τσέλο) & Άγγελος Κραβαρίτης (κιθάρα), συν τη Σοφία Σαρρή στα δεύτερα φωνητικά.

Μια ανταπόκριση από τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα 'φερε έτσι η ζωή, ώστε έγινα fan όλων των Nirvana που πέρασαν από την αγγλοσαξονική δισκογραφία. Την (αμερικάνικη) μπάντα του Kurt Cobain και του Dave Grohl, βέβαια, είχα την τύχη να τη ζήσω, ενώ τη (βρετανική) μπάντα του Άλεξ Σπυρόπουλου και του Patrick Campbell-Lyons τη θαύμασα από χρονική απόσταση. 

Αποδείχθηκε κι αυτή σχέση διαρκείας, πάντως· κι έτσι αναπήδησα με (ευχάριστη) έκπληξη βλέποντας ότι ο Campbell-Lyons κατέφτανε αθόρυβα για λάιβ στην Αθήνα, σε μια βραδιά που διοργάνωσε το ψυχεδελικό fanzine «TimeMazine». Με εισιτήριο, ας σημειωθεί, το οποίο λάμβανε υπόψη τους καιρούς (5 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης μπύρας), μα με χρονοδιάγραμμα στην αντίθετη πορεία: δεν γίνεται ρε παιδιά και καθημερινή και να ξεκινάει 23.30 η συναυλία, για να τελειώσει 01.00... 

Το πώς φτάσαμε στις 23.30 δεν το πολυκατάλαβα, πάντως, καθώς στα decks του «After Dark» βρισκόταν μια θρυλική μορφή του παλιού μουσικού Τύπου, ο Νίκος Κοντογούρης. Ο οποίος κι έπαιζε χάρμα, φτιάχνοντας κλίμα εποχής ταιριαστό με τη συναυλία (συνέχισε μάλιστα και μετά το πέρας αυτής, δεχόμενος παραγγελιά Moby Grape από τον ίδιο τον Campbell-Lyons!). 


Τελικά, όταν ξεκίνησαν τα επί σκηνής δρώμενα, συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν είχα καταλάβει καλά το «+Friends» που αναγραφόταν δίπλα στο όνομα του πρωταγωνιστή της βραδιάς. Γιατί οι Κώστας Στεργίου (πλήκτρα), Σπύρος Βρυώνης (τσέλο) & Άγγελος Κραβαρίτης (κιθάρα) δεν ήταν απλά η μπάντα που θα συνόδευε τον Ιρλανδό, μα και το άτυπο support σχήμα. 

Ρόλο τον οποίον επιτέλεσαν στο ακέραιο, καταθέτοντας ενδιαφέρουσες διασκευές σε Doors, George Harrison και Love. Προς το τέλος, μάλιστα, προστέθηκε στην παρέα τους και η Σοφία Σαρρή, για μια μικρή, μα γερή δόση Jefferson Airplane. Ντυμένη με ένα όμορφο λευκό φόρεμα, παρέμεινε κατόπιν στη σκηνή ώστε να συντροφεύσει τον Campbell-Lyons στα δεύτερα φωνητικά. Κάτι που έκανε εξαιρετικά, παρά τη συχνά αμήχανη κινησιολογία της, που ίσως ήταν και ολίγον παράταιρη με τον χαρακτήρα της μουσικής. 

Όταν εμφανίστηκε το ιρλανδικό ήμισυ των Nirvana, το «After Dark» είχε πια γεμίσει όσο έπρεπε: τόσο, δηλαδή, ώστε να πεις πως ήρθε κόσμος (και αρκετός νεαρόκοσμος, ας σημειωθεί), αλλά όχι τόσος ώστε να στριμώχνεσαι και να δυσφορείς. Εξαρχής, έτσι, δημιουργήθηκε μια ζεστή, «οικογενειακή» ατμόσφαιρα, στην οποία ο Patrick Campbell-Lyons κούμπωσε αμέσως, από την πρώτη στιγμή που στάθηκε έμπροσθεν του μικροφώνου κι άρχισε να τραγουδά, με τα μάτια κλειστά. 

Εντάξει, ο χρόνος κύλησε και γινόταν αισθητός στη φωνή του: το "Rainbow Chaser", ας πούμε, διέθετε μια σκοτεινιά, δεν ήταν το ανέμελο κομμάτι που ξέραμε. Όμως μέσα στο όλο παιχνίδι με τον πανδαμάτορα υπήρχε και κάμποση γοητεία. Και ο Campbell-Lyons τη χρησιμοποίησε υπέρ του, ως απόσταγμα που έκανε λ.χ. το "Life Ain't Easy" ένα πολύ πιο πλούσιο τραγούδι ή ως κάτι που χάριζε εξτρά πτυχώσεις στο "Pentecost Hotel" κι έφερνε μια διαφορετική ματιά (κομματάκι πιο νοσταλγική) στο "Girl In The Park". Αυτό, βέβαια, πριν τουμπάρει το κομμάτι σε heavy blues στροφές, διαδηλώνοντας την αγάπη του για τους πρώιμους Doors! 

Συνολικά, ο Campbell-Lyons πραγματοποίησε μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση, με το συγκινησιακό βαρόμετρο να φτάνει ουκ ολίγες φορές στο «κόκκινο». Η καθαρή του άρθρωση, ο γαλήνιος τρόπος με τον οποίον μας μιλούσε και η σπίθα στα μάτια του έπλασαν μια φιγούρα αντάξια αυτής που είχαμε κατά νου. Έστω κι αν στο τέλος της συναυλίας αμάρτησε χοντρά, μιλώντας για τον Έλληνα συνοδοιπόρο του «George Spyropoulos»... Το κατάπιαμε μαζικά, σαν να είχαμε συνωμοτήσει από πριν. Αλλά ήταν απαράδεκτο, τι να λέμε τώρα... 

Δεν αρκούν τα λόγια, τώρα, για να περιγραφεί πόσο συνέβαλλαν οι Στεργίου, Βρυώνης, Κραβαρίτης & Σαρρή στο αποτέλεσμα που είδαμε στο «After Dark». Στάθηκαν όλοι παραπάνω από θαυμάσια σε ενίοτε δύσκολα τραγούδια, τα οποία χρειάζονταν κι ένα «άγγιγμα εποχής», ώστε να διατηρηθεί ατόφιο το ψυχεδελικό πνεύμα των ύστερων 1960s που τα χαρακτήριζε. Τους αξίζουν, λοιπόν, θερμά συγχαρητήρια. Στο encore ξανακούσαμε το "Life Ain't Easy" σε μια αντάξια του κυρίως μέρους εκτέλεση, αλλά και το "Rainbow Chaser" να ξαναβρίσκει κάτι από τον παλιό του χαρακτήρα. Ίσως γιατί η δεύτερη εκδοχή του λάμβανε χώρα εν μέσω της ευφορίας μιας επιτυχημένης συναυλίας. 



24 Φεβρουαρίου 2024

Mike Cooper - ανταπόκριση (2013)


Μετά το τέλος του «Μικρού Μουσικού Θεάτρου», ήταν η «Knot Gallery» στους Αμπελόκηπους η οποία ανέλαβε να στεγάσει το μικρό κοινό της Αθήνας που ενδιαφέρεται για τους πιο πειραματικούς ήχους του μουσικού φάσματος –φιλοξενώντας, ασφαλώς, και τις σχετικές συναυλίες, προτού υποκύψει (μάλλον) στις οικονομικές δυσχέρειες μιας πραγματικά δύσκολης, μεταμνημονιακής δεκαετίας, που εν πολλοίς άφησε τον χώρο είτε σε νέες μικρές προσπάθειες (τις «Χίμαιρες», λ.χ., ή το «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, το οποίο ακόμα υφίσταται), είτε, κατά κύριο λόγο, σε οργανισμούς σαν τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Μία από τις πιο ξεχωριστές συναυλίες που θυμάμαι να απόλαυσα στον χώρο αυτόν, ήταν εκείνη του τραγουδοποιού και βιρτουόζου της lap steel κιθάρας Mike Cooper, τον Ιούνιο του 2013. Ο οποίος είναι Άγγλος, μα πολλοί επιμένουν να θεωρούν Αμερικάνο, λόγω των χαβανέζικων πουκάμισων που αγαπά να φορά. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι ερασιτεχνικά τραβηγμένες κατά τη βραδιά στην «Knot Gallery»


Πηγαίνοντας στους Αμπελόκηπους, αναρωτιόμουν αν η πρόσφατη Rembetronica την οποία συνυπόγραψε ο Mike Cooper με τον Viv Corringham του είχε χαρίσει πρόσθετο κοινό. Η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου λίγο αργότερα ήταν αρνητική: παρότι βρισκόμουν σε μια γεμάτη «Knot Gallery», είδα γύρω μου πρόσωπα γνώριμα και από άλλες βραδιές στον χώρο. Είχαν, λοιπόν, κινητοποιηθεί κυρίως οι φίλοι του πειραματικού ήχου, όσοι θα έρχονταν σε μια τέτοια συναυλία και χωρίς να είχε μεσολαβήσει η Rembetronica. 

Δεν μου άρεσαν καθόλου οι σκέψεις που συνόδευσαν αυτή τη διαπίστωση (σχετικές με τον διάλογο τον οποίον θα έπρεπε να αναπτύσσουν οι Έλληνες ακροατές, μα και μουσικοί, με τις ρίζες του τόπου τους), ωστόσο ο Mike Cooper, παίρνοντας θέση επί σκηνής, δεν μου άφησε περιθώρια να τις συνεχίσω. Πιο ξερακιανός από όσο τον περίμενα, φορώντας ένα ψάθινο καβουράκι με κόκκινη λουλουδέξ κορδέλα κι ένα πουκάμισο αποκαρδιωτικό για τον άνθρωπο που –σύμφωνα με τον θρύλο– συλλέγει μανιωδώς χαβανέζικα πουκάμισα, έκατσε στην καρέκλα έχοντας τους μίκτες του απλωμένους μπροστά σε ένα τραπέζι, τη lap steel κιθάρα του ξαπλωμένη στα γόνατα κι ένα μεγάλο τενεκεδάκι μπύρας στα αριστερά του. Και από την πρώτη στιγμή κέντρισε αρκούντως την προσοχή μας: είχε τον τρόπο του και πάνω σ' αυτόν ακριβώς θα έχτιζε όλη τη συναυλία.

Βλέπετε, ο Mike Cooper είναι γενικά ένας τύπος που κάνει ό,τι κάνει με τον τρόπο του: ούτε κλασικός singer/songwriter υπήρξε στη δεκαετία του 1970 (στις Trout Steel εποχές), ούτε κλασικός αυτοσχεδιαστής στη συνέχεια. Στο 2013, όλες οι τάσεις του παρελθόντος έχουν πια αδελφοποιηθεί σε μία ταυτότητα, με τον Cooper να ενυπάρχει στη μουσική πραγματικότητα ταυτόχρονα ως πειραματιστής, ως τραγουδοποιός, ως folk τροβαδούρος και ως εραστής των ηλεκτρονικών. Ενδεχομένως, θέλει ένα κλικ βίδας πιο πέρα από τα συνήθη για να λειτουργήσει κάτι τέτοιο, όμως ο 71χρονος Άγγλος το έχει πετύχει. Σημειώστε, επίσης, πως πρόκειται για δεινό κιθαρίστα: παίζει φοβερά τη lap steel κιθάρα, είτε ορθόδοξα, είτε ανορθόδοξα, π.χ. επιστρατεύοντας δοξάρια ή ανεμιστηράκια κόντρα στις χορδές της. Στην «Knot Gallery» τον θαυμάσαμε και στους δύο ρόλους.

Το σετ του διέθετε ένα σταθερό υπόβαθρο από προηχογραφημένα ηλεκτρονικά και λογής-λογής θορύβους, το οποίο εμπλούτιζε παίζοντας ζωντανά με ό,τι κουμπί βρισκόταν στη διάθεσή του. Υπήρχε, δηλαδή, ένα μόνιμο «χαλί» κατά το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής του, ευθέως αναφερόμενο στον αυτοσχεδιασμό και στον πειραματισμό, πάνω στο οποίο τοποθετούσε κατά το δοκούν τόσο την κιθάρα, όσο και τα φωνητικά του. Έτσι, τα όποια τραγούδια ακούσαμε αναδύθηκαν (κυριολεκτικά) μέσα από αυτό το σύμπαν ήχων, πράγμα που τους χάρισε μια εξτρά σαγήνη, μα συνεισέφερε κι ένα ρηξικέλευθο στοιχείο στη συναυλία: ο Cooper στάθηκε μεσάζοντας μεταξύ φόρμας και αταξίας, πότε ανατρέποντας με τους πειραματισμούς τον συμβατικό singer/songwriter εαυτό του και πότε υποχρεώνοντας την αυτοσχεδιαστική του περσόνα να λειτουργήσει στα πλαίσια ενός κώδικα οικείου στο ευρύ κοινό. Τάξη και χάος, πιασμένα χέρι με χέρι.  

Όσον αφορά στα τραγούδια της εμφάνισης, θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένες εκπληκτικές διασκευές, τις οποίες κατατάσσω στις πιο ευρηματικές που έχω ακούσει. Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που μας είπε ο Cooper ήταν το "Movies And Magic" των Brian Wilson & Van Dyke Parks (ψαγμένη επιλογή, από τον αδικημένο δίσκο Orange Crate Art του 1995), έκλεισε δε τη συναυλία με το "Surfer Girl" των Beach Boys, παρουσιάζοντας μια σύγχρονη, ανατρεπτική ποπ, η οποία πιστεύω πολύ θα ευχαριστούσε την ανήσυχη πλευρά του Brian Wilson. Αυτό, όμως, που κατευχαριστήθηκα μέχρι συγκίνησης ήταν το "Only Love Can Break Your Heart" του Neil Young, σε μια εκτέλεση που μου θύμισε εκείνη των Saint Etienne, αλλά στο πολύ πιο «σπασμένο». 

Στη δύση, λοιπόν, μιας αληθινά ξεχωριστής καριέρας, ο Mike Cooper απέδειξε ότι παραμένει ανήσυχο πνεύμα: ένας δημιουργός που δεν καταλαβαίνει από εποχές, γενιές και φράγματα μεταξύ των μουσικών ειδών. Στη δική του περίπτωση, ο εβδομηντάρης είναι ένας νέος της εποχής –επιτρέψτε μου μάλιστα να προσθέσω ότι βάζει κάτω πολλούς νέους της εποχής... 



18 Φεβρουαρίου 2024

AC/DC - ανταπόκριση (2009)


Δεν ήταν λίγες οι αναταράξεις των τελευταίων ετών στο εσωτερικό των AC/DC, κάτι, βέβαια, που μόνο παράλογο δεν το λες, αφού το θρυλικό γκρουπ από την Αυστραλία συμπλήρωσε τα 50 χρόνια ζωής μέσα στο 2023 –χωρίς να έχει διαλυθεί ποτέ, σημειωτέον.

Ένα από τα αποτελέσματα των αναταράξεων αυτών, ήταν και η παρατεταμένη αποχή από τη συναυλιακή δράση: μετά το πέρας της τουρνέ για το άλμπουμ «Rock Or Bust», δηλαδή, στις 20 Σεπτεμβρίου 2016, έδωσαν μόνο μία συναυλία, στο πλαίσιο του Power Trip 2023. 

Τώρα, όμως, έφτασε η στιγμή της επιστροφής τους στα μεγάλα στάδια του πλανήτη, αφού ανακοίνωσαν ότι ξεκινούν ευρωπαϊκή περιοδεία στις 17 Μαΐου –με πρώτο σταθμό το «Veltins Arena» του Gelsenkirchen, στη Γερμανία. Οι ημερομηνίες που ανακοινώθηκαν, ωστόσο, απογοήτευσαν τους φίλους τους στην Ελλάδα, αφού, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η χώρα μας δεν περιλαμβάνεται σε αυτές.

Αυτό σημαίνει ότι έχουμε να τα πούμε με τους Αυστραλούς από τον Μάιο του 2009, όταν έδωσαν μια σαρωτική, αξέχαστη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο. Παραμένει βραδιά την οποία θυμάμαι πολύ γλαφυρά, κάπως, όμως, είχα λησμονήσει το γεγονός ότι έγραψα τότε και μια ανταπόκριση. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και τώρα, δοθείσης της αφορμής, αναδημοσιεύεται κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)


Οι AC/DC στο Ολυμπιακό Στάδιο δεν ήταν απλώς μια συναυλία. Ήταν, πρώτα-πρώτα, ένα όνειρο πραγματοποιημένο με τον καλύτερο τρόπο. Το απέδειξε και η σύσταση του κοινού, καθώς έβλεπες από ενθουσιασμένους εικοσάρηδες μέχρι και συγκινημένους πενηντάρηδες: δεν ήταν, άλλωστε, οι AC/DC στο top-3 των συναυλιών που νομίζαμε ότι δεν θα βλέπαμε ποτέ στα μέρη μας; Κατά δεύτερον, επρόκειτο για ένα υπερθέαμα με rock 'n' roll ψυχή, φτιαγμένο ώστε να ικανοποιήσει τους πάντες. Και το μέσο ένστικτο, δηλαδή, που πάντα αρέσκεται σε γκράντε σόου, αλλά και τον πιο απαιτητικό μουσικόφιλο, όποιον ζητούσε το κάτι παραπάνω από τον ηλεκτρισμό των Αυστραλών θρύλων του hard rock.  

Τους Ιρλανδούς The Answer δεν τους πρόλαβα. Αν κι έφυγα αμέσως μετά την εκπομπή μου στο ραδιόφωνο, κατάφερα να μπω στο στάδιο όταν, πια, αποχαιρετούσαν το κοινό. Τα εισέπραξαν τα χειροκροτήματά τους, πάντως, έστω κι αν εμένα, καθώς βάδιζα από τον σταθμό του ΗΣΑΠ προς τη συναυλία, δεν μου ακούστηκαν ως κάτι ιδιαίτερο. 

Μπαίνοντας στον χώρο, τώρα, είχε ήδη σκοτεινιάσει κι έτσι η λαοθάλασσα με τα κόκκινα κερατάκια στο κεφάλι φαινόταν εντυπωσιακή: σαν μια στρατιά από εκατοντάδες σατανικές πυγολαμπίδες. Κατά τις 21.30, έπειτα, ο φωτισμός προειδοποίησε ότι κάτι άλλαζε. Στα video wall εμφανίστηκε εικόνα και να το γνωστό από τις περιγραφές της «Black Ice» περιοδείας τρένο-καρτούν, με τον διαβολάκο μηχανοδηγό Angus και τα σκανταλιάρικα κορίτσια! Ήχος, εικόνα και φως συνδυάστηκαν άψογα, τα υπερμεγέθη ερυθρά κέρατα στην κορυφή της σκηνής άναψαν και αυτό ήταν. Χιλιάδες χέρια σηκώθηκαν ψηλά και μια ενθουσιώδης βοή κάλυψε το Ολυμπιακό Στάδιο: οι AC/DC βρίσκονταν όντως στην Αθήνα...

Για τις υπόλοιπες 2 (περίπου) ώρες, συμπεριλαμβανομένου του encore, οι Αυστραλοί σούπερ σταρ έδωσαν ρέστα. Όχι ότι δεν έκαναν τις «κοιλιές» τους, βέβαια. Οι δεκαετίες έχουν σίγουρα περάσει, αλλά, χάρη σε αυτήν την εμπειρία, ήξεραν να εκμεταλλεύονται περίφημα την κάθε στιγμή, ακόμα κι όταν ήθελαν απλά να κάνουν το διάλειμμά τους, όπως π.χ. έγινε στο "The Jack". Διέθεταν, ασφαλώς, το ρεπερτόριο, είχαν όμως και το τσαγανό και την ψυχή ώστε να μας πωρώσουν με τα καταιγιστικά τους βολτ. Ο Brian Johnson, με τη χαρακτηριστική του τραγιάσκα, έμοιαζε ανέγγιχτος από τον χρόνο: οι τσιρίδες του, οι διαδρομές του πάνω-κάτω στη ράμπα που ένωνε τη σκηνή με την κατασκευή στο κέντρο του γηπέδου, το παιχνίδι του με το κοινό, η εφηβική του αδρεναλίνη, το αεροβικό πήδημα με το οποίο κρεμάστηκε από μια ογκώδη καμπάνα στο "Hell's Bells" ήταν όλα απίθανα. Μιλάμε για έναν πραγματικό performer, όχι αστεία.

Αλλά ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν ο Angus Young, ο οποίος πρόβαλλε ντυμένος με την περίφημη σχολική του στολή. Ασύλληπτος κιθαρίστας, σήκωσε όλο το βάρος του προγράμματος με σολαρίσματα εντυπωσιακά μα συνάμα και ουσιαστικά, δίνοντας, ταυτόχρονα, το δικό του σόου. Ήταν με τα χίλια δοσμένος στη live in Athens εμπειρία, έμοιαζε να ρουφάει τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των παρευρισκομένων και αποδείχθηκε η ψυχή του rock 'n' roll πάρτυ των AC/DC, κάνοντας την ηλικία του να φαντάζει ως ένα νούμερο άνευ σημασίας. Όταν, δε, ανυψώθηκε στην προαναφερόμενη κατασκευή στο κέντρο του γηπέδου, παίζοντας αρχικά από εκεί, πριν να «ανατιναχτεί», στη συνέχεια, μέσα σε μια καταιγίδα από κονφετί, το σόου έφτασε στο απόγειό του. Το φινάλε-encore με τα κανόνια και τα πυροτεχνήματα δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα μιας άψογης παράστασης.

Όπως ήδη ειπώθηκε, πάντως, οι AC/DC δεν έδωσαν απλώς μια άψογη, επαγγελματική παράσταση. Είχαν και την απαραίτητη rock 'n' roll ουσία και το απέδειξαν τόσο όταν τραγουδούσαν τις μεγάλες τους επιτυχίες "Back In Black", "Thunderstruck", "TNT", "Hell's Bells", "For Those About To Rock (We Salute You)" και "Dirty Deeds Done Dirt Cheap", όσο και σε τραγούδια από το πρόσφατο –και αισθητά πιο αδύναμο– «Black Ice». Ήταν μια δύναμη ηλεκτρική έξω από τόπο και χρόνο, που λες και μπήκε μέσα μας, ωθώντας μας στη δική μας «συμφωνία με τον Διάβολο» για αιώνια νεότητα και ενεργητικότητα. 

Φεύγοντας από το Ολυμπιακό Στάδιο γνωρίζω, ασφαλώς, ότι δεν είδα το συγκρότημα που έχτισε τον AC/DC μύθο, αλλά το συγκρότημα το οποίο διατηρεί τον μύθο τούτο ζωντανό. Σίγουρα, πάντως, υποκλίθηκα σε μια αληθινά μεγάλη μπάντα. Για καθίστε και σκεφτείτε το λίγο. Κι αναλογιστείτε ποιοι από όλους δαύτους τους τζιτζιφιόγκους, οι οποίοι φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα του μουσικού Τύπου ως rock ήρωες αυτής της δεκαετίας, θα μπορούν να κάνουν στα 50 τους όσα έκαναν οι AC/DC φέτος τον Μάιο στην Αθήνα.



12 Φεβρουαρίου 2024

Ryoji Ikeda: data.flux [12 XGA version] - οπτικοακουστική εγκατάσταση (2019)


Τέλη Ιανουαρίου του 2019 βρέθηκα στον Εκθεσιακό Χώρο -1 της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση για να παρακολουθήσω τη 12 XGA version του «data.flux», δηλαδή της νέας (τότε) οπτικοακουστικής εγκατάστασης του Γιαπωνέζου εικαστικού Ryoji Ikeda. 

Εκεί, λοιπόν, ψηφία, στοιχεία γενετικού κώδικα, ακόμα και γαλαξιακές συντεταγμένες αστέρων έδεσαν με μια μινιμαλιστική ηλεκτρονική σύνθεση στο πνεύμα των Autechre, δίνοντας ένα έργο που, παρ' όλα αυτά, παρέμεινε προσβάσιμο στο μη εξειδικευμένο κοινό. Με αποτέλεσμα πολλοί να θελήσουν να απεικονιστούν με φόντο την εντυπωσιακή ροή των εικόνων. Ανάμεσά τους κι εγώ: η φωτογραφία που με έβγαλε η Vánagandr Fenrir/Χριστίνα Κουτρουλού κοσμεί σταθερά, εδώ και μια πενταετία πια, το προφίλ μου στο Facebook. 

Ένα κείμενο για την ιδιαίτερη αυτή εγκατάσταση δημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Mike Tsolis


Τα εγκαίνια και οι πρεμιέρες έχουν πάντα τα ζητήματά τους και είναι περιστάσεις που προσωπικά αποφεύγω, καθώς δεν θέλω λ.χ. να τυχαίνω σε «καθώς πρέπει» κυρίες κάποιας ηλικίας που αποφασίζουν να συζητήσουν αν ακρίβυνε εσχάτως η κομμώτρια, με φόντο το καλλιτεχνικό ζητούμενο. Όπως και μου συνέβη στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στην οπτικοακουστική εγκατάσταση του Γιαπωνέζου εικαστικού Ryoji Ikeda –και ας έθετε το πρόγραμμα στα προαπαιτούμενα της παρακολούθησης το «σιωπηλό και σκοτεινό περιβάλλον». Ωστόσο τέτοιες παραφωνίες δεν σκίασαν τελικά την εμπειρία, ούτε και τη χαρακτήρισαν. 

Το «data.flux» είναι ελεύθερα προσβάσιμο στον Εκθεσιακό Χώρο -1 της Στέγης, σε απογευματινές και πρώιμα βραδινές ώρες. Δεν απαιτεί πολύ από τον χρόνο σας, απαιτεί όμως προσοχή και μια κάποια αφοσίωση, τόσο στα κυρίαρχα οπτικά ερεθίσματα, όσο και στη μουσική· η οποία ίσως σε πρώτη όψη να δείχνει συνοδευτική, επί της ουσίας όμως δεν είναι. Αξίζει να τονίσουμε, άλλωστε, ότι ο Ryoji Ikeda χρεώνεται τόσο τη σύλληψη πίσω από τη νέα του εγκατάσταση, όσο και τη σύνθεση που την επενδύει. Για τον ίδιο, δηλαδή, υπάρχει ενότητα φωτός και ήχου. Και είναι αυτή μια αίσθηση που την κοινωνεί πολύ επιτυχημένα. 

Το στήσιμο αντανακλά μια βερολινέζικη αισθητική, του είδους ας πούμε που συνόδευσε την έκθεση «1 2 3 4 5 6 7 8» των Kraftwerk (2013), μείον βέβαια το τρισδιάστατο στοιχείο. Ο Ikeda χρησιμοποιεί 12 παράλληλους βιντεοπροβολείς, από τους οποίους πηγάζουν εικόνες κινούμενες σε οριζόντια διάταξη, συνοδεία ηλεκτρονικής μουσικής με μινιμαλιστικό χαρακτήρα και πλήρη απουσία φωνητικών, που ακολουθεί κατά πόδας το οπτικό μέρος σε παλμό και (υψηλότερη ή χαμηλότερη) ένταση. Η προγενέστερη αναφορά στους Kraftwerk δεν είναι τυχαία, αφού, πέραν του στησίματος, υπάρχει κι ένα συγκεκριμένο σημείο στη σύνθεση που ακούγεται σαν την έναρξη του "Radioactivity" –κατά τα λοιπά, ωστόσο, βρισκόμαστε πιο κοντά στη λονδρέζικη IDM αισθητική των 1990s (σε μια πιο σύγχρονη όμως εκδοχή), όπως σχηματοποιήθηκε στο φαντασιακό μας χάρη στη δράση των Autechre και των συνοδοιπόρων τους. 


Στο καθαρά οπτικό πεδίο, τώρα, ο Ikeda εστιάζει τόσο σε απλά πράγματα (όπως λ.χ. σε ψηφία ή σε γράμματα), όσο και σε σαφώς πιο σύνθετα, στοιχεία ας πούμε γενετικού κώδικα, ακόμα και γαλαξιακές συντεταγμένες αστέρων στο ευρύτερο ηλιακό μας σύστημα. Ανά στιγμές μπορεί, λοιπόν, να ανακαλέσεις εμπειρίες που τις έχεις συσχετίσει με την επιστημονική φαντασία και την κυβερνοπάνκ κουλτούρα. Είναι δύσκολο, ας πούμε, να μη σκεφτείς το Matrix των αδερφών Wachowski (πριν λάβει τη μεσσιανική του διάσταση), τις αστρικές ομοσπονδίες του Star Trek ή τους κυρίαρχους υπολογιστές στη διαστημική πόλη Alphaville του Jean-Luc Godard. Συνοδεία της μουσικής, αποκτάς για λίγο την αίσθηση ότι κρυφοκοιτάς σε κάποιο μέλλον που δεν αντιλαμβάνεσαι ολικώς. 

Ωστόσο το μονοπάτι μιας τέτοιας αποτίμησης αποβαίνει λιγάκι ολισθηρό: ο Ikeda ενδιαφέρεται βασικά για μια αισθητικοποίηση των μαθηματικών και, συνολικότερα, για μια σύμπλευση τέχνης, φιλοσοφίας και θετικών επιστημών. Η οποία δεν είναι νέα στην ιστορία (μπορεί να χρονολογηθεί τουλάχιστον στον Ρομαντισμό), αλλά τίθεται ενώπιόν μας με τα μέσα του 21ου αιώνα, αντανακλώντας τον κόσμο όπως τον συλλαμβάνουν σήμερα οι εγκέφαλοί μας, έχοντας δεδομένη, πια, συνάφεια με την τεχνολογική πρόοδο. Από μια τέτοια άποψη, μια έκδηλη συγγένεια εντοπίζεται σε ένα προγενέστερο έργο του Ikeda, το «V#L» (2008), το οποίο εμπνεύστηκε από τις συζητήσεις του για το Άπειρο με τον Benedict Gross. 

Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζεται να σας φοβίζει κανείς με ψαγμένες αναφορές και με υπερ-αναλύσεις. Όσο κι αν υπάρχει (και) μια τέτοια διάσταση, δηλαδή, το έργο του Ikeda διαθέτει κι εκείνου του είδους την απόκοσμη ομορφιά που κάλλιστα μπορεί να λειτουργήσει και σε ένα πρώτο επίπεδο, παρασέρνοντας νου και αισθήσεις στο «παιχνίδι». Αυτή του η προσβασιμότητα παραμένει, νομίζω, σημαντικό ατού, που εξηγεί γιατί ξεχωρίζει σε έναν κόσμο όπου αρκετοί πλέον καλλιτέχνες εκφράζονται μέσω οπτικοακουστικών εγκαταστάσεων για εξειδικευμένο κοινό. Άλλωστε το έχει θέσει και ο ίδιος στο παρελθόν, ότι θέλει το έργο του να βιώνεται και όχι να αναλύεται. Και αποδείχθηκε περίτρανα στον υπόγειο εκθεσιακό χώρο της Στέγης, από το πόσοι άνθρωποι ένιωσαν άνετα να μπουν μπροστά στις εικόνες και να φωτογραφηθούν με φόντο τη ροή τους, δημιουργώντας έτσι μια νέα ενότητα μέσω αυτής της ακούσιας συμμετοχής τους στα δρώμενα.

Τα εγκαίνια, εντωμεταξύ, συνοδεύτηκαν και από ένα πάρτυ στον ισόγειο χώρο της Στέγης, όπου αρκετοί έδωσαν το παρών για να ακούσουν τους κατάλληλους για την ώρα και τη στιγμή ηλεκτρονικούς ήχους του Voltnoi Brege, ο οποίος ανέλαβε χρέη DJ. Γενικώς, ο κόσμος ήταν τόσο-όσο. Κάτι που μάλλον δεν θα κάνει το data.flux «talk of the town» για τους χαΐστες του αθηναϊκού κέντρου, πάντως εξασφάλισε την επιτυχία για μία περίσταση που ίσως δεν θα είχε λειτουργήσει τόσο καλά, εάν ο Εκθεσιακός Χώρος είχε πνιγεί στον κόσμο. 



11 Φεβρουαρίου 2024

Dead Can Dance - συνέντευξη (2012)


Τους Dead Can Dance θυμάμαι να τους αγαπώ από την πρώτη στιγμή που έπεσα πάνω τους, κάπου στην εφηβεία. Κάπου μετά τα τσουγκρίσαμε, ίσως, αν και σε αυτό μάλλον φταίω εγώ και οι προσδοκίες μου, περισσότερο –και λιγότερο εκείνοι.

Σε κάθε περίπτωση, όταν δόθηκε μια ευκαιρία να τηλεφωνηθούμε με τη Lisa Gerrard, πίσω στο 2012, δεν την άφησα να πάει χαμένη. Το άλμπουμ «Anastasis», άλλωστε, ήταν ακόμα φρέσκο, οπότε δίνονταν λαβές για διάφορες συζητήσεις.

Από την κουβέντα μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε σε κάποιο τεύχος του περιοδικού «Sonik» εκείνης της χρονιάς –δεν είμαι σίγουρος σε ποιο. Αργότερα κυκλοφόρησε και στο ίντερνετ, ενώ τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό, το οποίο διατέθηκε στον Τύπο


Γεια σου Lisa, χαιρετισμούς από την Αθήνα!

Ω, είναι η ελληνική συνέντευξη τώρα! Με συγχωρείς, είχα μπερδέψει το ωράριο με το ξένο έντυπο που ακολουθεί, νόμιζα ότι θα προηγούνταν εκείνοι. Πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα; Διαβάζω συχνά στις εφημερίδες τις ανταποκρίσεις από Αθήνα, πρέπει να έχετε περάσει πολύ δύσκολες μέρες...

Ναι, είναι αλήθεια... Υπήρξαν πολύ δύσκολες μέρες και δεν έχουμε ακόμα ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Ίσως απλά το έχουμε βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού μας επειδή είναι καλοκαίρι, μα τίποτα δεν έχει λυθεί...

Εύχομαι να υπάρξει ένα αίσιο τέλος. Εμείς με τον Brendan Perry, πάντως, δηλώνουμε ενθουσιασμένοι που θα έχουμε την ευκαιρία να ξανάρθουμε στην Ελλάδα, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Θεσσαλονίκη... 

Δείχνετε να έχετε ισχυρή διασύνδεση με τη χώρα μας. Πίσω στον Φεβρουάριο του 1984, σας γνωρίσαμε για πρώτη φορά με έναν δίσκο που είχε το όνομά σας γραμμένο με ελληνικά γράμματα. Τώρα, ξαναγυρίζετε στη δισκογραφία με ένα άλμπουμ που λέγεται «Anastasis». Μέσα δε σε αυτό, υπάρχουν τραγούδια με τίτλους ελληνικούς, π.χ. το "Anabasis"... 

Υπάρχει πράγματι μια διασύνδεση. Μεγάλωσα στο προάστιο Prahran της Μελβούρνης, το οποίο ήταν (και είναι) γεμάτο με Έλληνες. Η γλώσσα σας, οι ήχοι της και γράμματά της –όπως το Δ, που χρησιμοποιήσαμε πίσω στο 1984– είναι πράγματα που τολμώ να τα χαρακτηρίσω οικεία. Καλλιτεχνικά, επίσης, τόσο εγώ, όσο και ο Brendan, έχουμε μελετήσει αρκετά τη Βυζαντινή θρησκευτική μουσική. Αλλά στο «Anastasis» δεν έπαιξε ρόλο η συγκεκριμένη διασύνδεση. 

Εμπνευστήκαμε από τη γενικότερη περιοχή που συγκροτεί η Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή, γιατί είναι σε αυτό το κομμάτι του πλανήτη όπου ξεκίνησε ό,τι αποκαλούμε πολιτισμό, βάζοντας τον Άνθρωπο σε μια εξελικτική τροχιά, «παιδί» της οποίας είναι οι σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες. Παρότι υπήρξαν πολλές πολιτιστικές δυνάμεις στην περιοχή, ίσως οι Έλληνες να έχουν αφήσει το ισχυρότερο αποτύπωμα στη συλλογική συνείδηση. Γι' αυτό και διαλέξαμε η έμπνευσή μας να εκπροσωπηθεί από τη γλώσσα σας: το νόημα λέξεων όπως «anastasis» ή «anabasis» μπορεί να γίνει κατανοητό και από μας.  

Αλήθεια, τι όργανο ακούμε να σε συνοδεύει στο "Anabasis";

Λέγεται hang, έχει έναν απίστευτα γλυκό ήχο –θα τον έλεγα μαγικό, μα η λέξη έχει γίνει πολύ κλισέ. Δεν είναι παλιό όργανο, είναι μοντέρνας σύλληψης, μια διασταύρωση των μεταλλικών τύμπανων του Τρινιντάντ & Τομπάγκο με το γκονγκ που χρησιμοποιείται στις gamelan ορχήστρες της Ινδονησίας. Μαζί μας στην περιοδεία θα έρθει κι ένας δεξιοτέχνης του hang, οπότε θα έχετε την ευκαιρία να δείτε κι από κοντά πώς παίζεται! 

Μιλώντας για Ανάσταση, τώρα, αναφέρεστε στην εκ νέου δραστηριοποίησή σας ως μπάντα; 

Όχι, το εννοούμε με έναν πιο βαθύ και ευρύ τρόπο. Άλλωστε οι Dead Can Dance δεν αναστήθηκαν –η αγγλική λέξη που περιγράφει το τι κάναμε είναι το «reunion», όχι το «resurrection». Έχει να κάνει, επίσης, και με το τι βλέπεις στο εξώφυλλο του Anastasis: είναι ένα χωράφι με ηλιοτρόπια, τα οποία εκ πρώτης όψης δείχνουν νεκρά. Οι κεφαλές τους μοιάζουν ξεραμένες, μα οι ρίζες τους παραμένουν ζωντανές. Η αναγέννηση είναι κάτι που συμβαίνει διαρκώς στη φύση και σε αυτήν αναφερόμαστε, με την έννοια βέβαια ότι και ο άνθρωπος αποτελεί κομμάτι της φύσης, άρα τον αφορά η συγκεκριμένη διαδικασία. 

Πιστεύετε δηλαδή και στην ανάσταση της ανθρώπινης ψυχής, όπως την πρεσβεύει ο Χριστιανισμός;  

Και βέβαια! Τίποτα δεν πεθαίνει, όλα περνούν από μεταβατικές περιόδους, στη διάρκεια των οποίων ανανεώνονται και ξαναγεννιούνται. Έχει να κάνει με διαφορετικά στάδια, ίσως και με διαφορετικές διαστάσεις –και οπωσδήποτε όλα τούτα έχουν κι ένα συμβολικό περιεχόμενο: δεν χρειάζεται να πεθάνεις και να ξαναγεννηθείς για να αντιληφθείς τι σημαίνει να γίνεσαι πιο πλούσιος ως άνθρωπος ή να ξεπερνάς όρια, προσωπικά ή κοινωνικά. Πιστεύω ότι ειδικά οι κουλτούρες της Μεσογείου τα αντιλαμβάνονται πολύ καλά αυτά τα πράγματα, ακόμα κι αν δεν ακολουθούν όλες την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση.

Επομένως, τα ηλιοτρόπια του εξωφύλλου δεν έχουν κάποια συμβολική χρήση –είναι απλά ηλιοτρόπια. Ρωτάω γιατί στο εναρκτήριο τραγούδι ακούω τον Brendan Perry να τραγουδά «We are the children of the sun, our journey has begun, sunflowers in our heads»...

Όχι, είναι απλά ηλιοτρόπια! Δεν συμβολίζουν κάτι, υπογραμμίζουν απλά τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

Το "Opium", τώρα, δείχνει να είναι το πιο σκοτεινό τραγούδι του άλμπουμ, συμφωνείς;

Ναι. Αλλά ο πιο κατάλληλος να σου πει γι' αυτό είναι ο Brendan, καθώς στιχουργικά το τραγούδι απηχεί μια φυσική εξέλιξη της δικής του δουλειάς και του ιδιαίτερου, προσωπικού του τρόπου να γράφει. Εγώ θα αρκεστώ να πω ότι τις καταλαβαίνεις πεντακάθαρα τις λέξεις, το μήνυμα είναι εκεί...

Σε ένα άλλο τραγούδι, πάλι, το "Amnesia", αναφέρεστε στη σχέση του ανθρώπου με τη μνήμη. Μαθαίνουμε ποτέ κάτι από την ιστορία μας;

Από μια πλευρά, θα έλεγα πως όχι. Δείχνει λες και οι άνθρωποι θυμόμαστε όλο και λιγότερο τι έγινε πριν· οπότε η ήδη εύθραυστη σχέση μας με το παρελθόν, γίνεται ακόμα πιο εύθραυστη. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι στην πραγματικότητα δεν ξεχνάμε, απλά η μνήμη μας μετακινείται και εστιάζει σε συγκεκριμένα σημεία –με αποτέλεσμα, βέβαια, να συσκοτίζεται η γενική εικόνα, αφού εγκλωβιζόμαστε εκεί, ίσως ηθελημένα, μερικές φορές. Το σκεφτόμουν βλέποντας τον πατέρα μου να αποκτά Αλτζχάιμερ. Ενώ έχανε εντελώς τη μνήμη του για τα πράγματα του παρόντος και του πρόσφατου παρελθόντος, θυμόταν με εντυπωσιακές λεπτομέρειες στιγμές από την παιδική του ηλικία. 

Εμένα, προσωπικά, πάντα με τραβούσαν τα βιβλία που μου έθεταν ερωτήματα και με οδηγούσαν σε κάτι διαφορετικό, σε ένα άλλο βιβλίο, σε κάποιον πίνακα κτλ. Η μουσική έχει σίγουρα τη δύναμη να πυροδοτήσει τη φαντασία και να μας βάλει σε ένα τέτοιο μονοπάτι γνώσης και μνήμης. Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι η πορεία μας είναι μια ισορροπία ανάμεσα σε πράγματα στα οποία είμαστε δυνατοί και σε άλλα όπου στέκουμε αδύναμοι. Και βέβαια ότι το σώμα, μόνο του, δεν είναι αρκετό...  

Πώς πιστεύεις θα δουν τις μέρες που ζούμε σήμερα οι ιστορικοί του μέλλοντος;

Πραγματικά, δεν ξέρω... Πάντως, το τι θα γράψουν κι εκείνοι έχει να κάνει με το κατά πόσο θα αντιληφθούμε ως άνθρωποι ότι σημασία έχει το όλον του ταξιδιού και η Αγάπη. Το αν θα βρούμε ποιοι είμαστε και το τι θα κάνουμε γι' αυτό. 

Όσον αφορά στο παρόν, πιστεύω ότι πρέπει να στεκόμαστε πιο κριτικά απέναντι σε πράγματα και καταστάσεις που επαναλαμβάνονται. Αλλά και να σκεφτούμε σοβαρά πόσο μακριά (ή βαθιά) πρέπει να πάμε ώστε να βρούμε αληθινές και χρήσιμες πληροφορίες για το τι συμβαίνει, καθώς έχει πια γίνει φανερό ότι τα μέσα ενημέρωσης –ακόμα και τα ιντερνετικά– δεν είναι αρκετά. 

Για να στο πω με ένα παράδειγμα: όπως είπα και πιο πριν, μεγάλωσα σε ένα προάστιο της Μελβούρνης με ισχυρή ελληνική παρουσία. Ερχόμενη όμως για πρώτη φορά στην Ελλάδα κατάλαβα ότι τα όσα ήξερα από εκείνη την εμπειρία ήταν επιφανειακά, αποσπασματικά και όχι ντε και καλά σωστά. Είναι αλλιώς να παρατηρείς τους Έλληνες στο δικό τους περιβάλλον –και μ' αυτό εννοώ και το αστικό/αρχιτεκτονικό περιβάλλον. 

Κατανόησα πολύ καλύτερα την κοινωνία σας, την αισθητική σας, το πώς κινείστε στην καθημερινότητα, ακόμα και την κουζίνα σας, ταξιδεύοντας στη Θεσσαλονίκη, παρά ζώντας στη Μελβούρνη. Θέλει λοιπόν έναν κόπο, μια επίγνωση ότι πρέπει να δούμε τα πράγματα περισσότερο σε βάθος. 

Τι πιστεύεις ότι φέρατε στο «Anastasis» εσύ κι ο Brendan, από τις σόλο πορείες σας; 

Πρέπει να παρατηρήσεις τις λεπτομέρειες για να το εντοπίσεις, γιατί αφορά σε μικρά σημεία, κυρίως στη μουσική. Είναι όμως πολύ διαφορετικά τα πράγματα όταν δουλεύουμε μαζί. Δημιουργείται ας πούμε ένας κοινός «μεσαίος χώρος», στον οποίον κινούμαστε. Πολλές φορές με συγκρούσεις και με μπρος-πίσω, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Ποτέ δεν είναι εύκολο να αφοσιωθείς ολότελα σε κάτι, αφήνοντας συνειδητά εκτός το κομμάτι του εαυτού σου που δεν μπορεί να πάρει μέρος σε αυτό. 

Με τον Brendan είχατε μια πολύ βαθιά σχέση, ήδη από τη νεότητά σας. Τι σας έκανε να χωριστείτε και τι σας ξανάφερε μαζί; 

Είμαστε και οι δύο εξαιρετικά περίπλοκες προσωπικότητες... Και μάλλον το γεγονός ότι βάζουμε αμφότεροι τη μουσική πάνω από όλα, δημιούργησε σε κάποια φάση πρόβλημα στη μεταξύ μας σχέση. Βέβαια, δεν είπαμε ποτέ ότι δεν θα ξαναδουλέψουμε μαζί. 

Από εκεί και πέρα, η ζωή είναι πολύ ενδιαφέρουσα... Πάντα βρίσκει τρόπους. Μας έφεραν ξανά μαζί οι μεγάλες φωτιές στην Αυστραλία. Ο Brendan με έψαξε, ήθελε να δει αν είμαι καλά. Έτσι ξαναρχίσαμε να μιλάμε και στη συνέχεια γύριζαν όλο και πιο έντονα οι μνήμες από όσα είχαμε ζήσει μαζί· δημιουργήθηκε ξανά η ανάγκη να επικοινωνούμε, μα και να δουλέψουμε παρέα. Ξέρεις, στη ζωή με πολύ λίγους ανθρώπους έρχεσαι αληθινά κοντά. Και δεν είναι πάντα ευχάριστη εμπειρία.  

Τι απέγινε αλήθεια εκείνο το άλμπουμ που ήταν να ακολουθήσει το «Spiritchaser» του 1996; Τελικά ακούσαμε μόνο το "Lotus Eaters", στο box set «The Dead Can Dance 1981-1998». Υπάρχει καθόλου υλικό από εκείνο στο «Anastasis»;     

Όχι, ό,τι ακούτε στο «Anastasis» είναι υλικό γραμμένο πρόσφατα, δεν χρησιμοποιήσαμε τίποτα ανέκδοτο από παλιότερα χρόνια –παρότι εγώ τουλάχιστον μπήκα στον κόπο να ξανακούσω ορισμένες παλιότερες δουλειές μας. Ήθελα να δω πώς θα μου φαίνονταν στο σήμερα και να ανιχνεύσω πιθανές ανάγκες συνέχειας. 

Εκείνο το άλμπουμ νιώσαμε ότι δεν γινόταν να ολοκληρωθεί, γι' αυτό δημοσιεύσαμε μόνο το "Lotus Eaters". Στα 1998 είχαμε πια πάψει να περνάμε χρόνο μαζί, υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε μένα και στον Brendan. Και, το κυριότερο, νιώθαμε ότι δεν υπήρχε επικοινωνία. Η μεταξύ μας δυναμική είχε χαθεί, κινούμασταν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ υπήρχε κι αρκετή νευρικότητα. Έτσι το άλμπουμ εκείνο απλά εγκαταλείφθηκε. Και, με κοινή απόφαση, τερματίσαμε και τους Dead Can Dance.   

Απόφαση που στεναχώρησε τους φίλους σας, όσο τους χαροποίησε η κοινή σας απόφαση να ξαναδουλέψετε μαζί...

Χαιρόμαστε πάρα πολύ για τη θερμή ανταπόκριση που έχει συνοδεύσει την απόφασή μας να ξαναϋπάρξουν οι Dead Can Dance. Ήταν πολύ σημαντικό για μας, γιατί σε μια τέτοια ιστορία έχεις κάθε φορά πολλές δεύτερες σκέψεις και ανησυχίες –αν π.χ. θα είναι ένα τεράστιο πράγμα που θα σε υπερβεί, αν το νέο υλικό θα μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα στο παλιό, τέτοια πράγματα. 

Αισθανόμαστε τυχεροί, ωστόσο, που μπορούμε να ξαναδοκιμάσουμε, γιατί η μουσική είναι κάτι εξαιρετικά πολύτιμο για μας. Κι ελπίζουμε να μπορέσουμε να το χειριστούμε. Γιατί, όσο μεγαλώνεις, γίνεσαι τελικά και πιο εύθραυστος. Η ανταπόκριση του κοινού μάς έχει βοηθήσει πολύ προς μια τέτοια κατεύθυνση. 

Το υπέρτατο τεστ θα είναι η σκηνή, βέβαια. Εκεί θα φανεί αν θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε σε γιορτή την παγκόσμια περιοδεία μας κι αν η αγάπη κι ο ενθουσιασμός των φίλων μας θα μπορέσουν να ανασυστήσουν την αίσθηση κοινότητας που πάντα είχαμε με το κοινό μας. Ίσως δεν μπορώ να εξηγήσω καλά το πώς δουλεύουν αυτά τα πράγματα για έναν καλλιτέχνη. Θέλω να πω, πάντως, ότι για μας είναι κάτι πολύ σημαντικό. 



04 Φεβρουαρίου 2024

Closer - συνέντευξη (2007)


Οι Closer ήταν από τις μπάντες που διακρίθηκαν στο ελληνικό alternative rock στερέωμα που θέλησε να εκφραστεί με αγγλικό στίχο, γνωρίζοντας ανέλπιστη ραδιοφωνική επιτυχία με το "Wine" (1998) –στο μεσοδιάστημα μεταξύ Sharp Ties και Raining Pleasure. Εκείνη τη χρονιά, μάλιστα, το 1998, τους είδαμε και στο ιστορικό Rockwave Festival με τους Pulp και τους Sonic Youth.

Τον Μάρτιο του 2007, πάλι, όταν συνάντησα τον Ανδρέα Παππά (φωνητικά), τον Βαγγέλη Παππά (μπάσο) και τον Γιάννη Βερβέρη (κιθάρα) για καφέ, το σκηνικό ήταν αρκετά διαφορετικό: οι αγγλόφωνες μπάντες είχαν γίνει πια νόρμα στο εγχώριο alternative rock και οι Closer προσπαθούσαν να ξαναβρούν τον βηματισμό τους, ύστερα από σιωπή αρκετών ετών, την οποία έσπασαν το 2006, κυκλοφορώντας το τρίτο τους άλμπουμ «Closer».

Από τη συνάντησή μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Επιχειρείτε, μαθαίνω, να αξιοποιήσετε το χαρτί της παρουσίας στο εξωτερικό. Πώς σκοπεύετε να το χειριστείτε;

Βαγγέλης: Για εμάς το θέμα είναι να κάνουμε κάποια καλά live κάπου έξω. Για να γίνει κάτι τέτοιο πιο συστηματικά, όμως, χρειάζεται να υπάρχει από πίσω και ατζεντοκατάσταση –και στην Ελλάδα αυτό δεν είναι και τόσο αναπτυγμένο. Μερικές συναυλίες μπορούν να γίνουνε, πάντως: για να κυκλοφορήσει ο δίσκος και στο εξωτερικό, άλλωστε, χρειάζονται και ζωντανές εμφανίσεις. Αν δεν παίζεις live, δεν προχωράει το πράγμα.

Ανδρέας: Και είναι και πολύ διαφορετικό να παίζεις στο εξωτερικό, σε μερικά μαγαζιά, από το να μπορείς να μαζέψεις κάπου κόσμο. Εγώ, δηλαδή, προτιμώ να κάνω ένα μεγάλο live και καλό, παρά δεκαπέντε μικρά live σε χώρους στους οποίους θα μπορούσα να το κάνω και μένοντας εδώ. Άμα τα λες αυτά, βέβαια, ακούγεσαι κάπως...

Είναι, για σας, το live το νούμερο 1 κριτήριο για μια μπάντα;

Βαγγέλης: Για εμένα προσωπικά, ναι. Δεν υπάρχει λόγος να παίζεις και να βγάζεις μόνο δίσκους. Αυτό που γουστάρει όποιος φτιάχνει μουσική είναι να παίζει live… Γι' αυτό και πολλοί κάνουν live και δεν βγάζουν δίσκο.

Θέλετε να μου αναλύσετε αυτό που δηλώσατε στη Χριστίνα Κασσεσιάν, στο περιοδικό «Sonik», ότι το άνω των 25 ετών κοινό σας το έχει ρίξει στη «folk» διασκέδαση;

Βαγγέλης: Στην Ελλάδα πολλοί ακούν ξένη μουσική και ψάχνονται. Και μόλις φτάσουν 25, όλοι μετά ακούνε ελληνικά.

Γιάννης: Σε κάποιο σημείο σταματάνε να το ψάχνουνε και ακούνε μετά ό,τι τους φτάνει στα αυτιά. Κάνουνε πια κάτι άλλο, δουλεύουν ας πούμε, οπότε η μουσική περνάει σε δεύτερη μοίρα.

Βαγγέλης: Επειδή ζούμε στην Ελλάδα, το λογικό σου λέει είναι να ακούς ελληνική μουσική. Έτσι πείθονται όλοι και λένε εντάξει, σταματάω να το ψάχνω πια και, αφού χρειάζομαι μουσική υπόκρουση στη ζωή μου, ας είναι, ξέρω 'γω, ο Γιώργος Νταλάρας.

Εσάς, ως ακροατές, δεν σας αφορά καθόλου η ελληνική μουσική;

Βαγγέλης: Είναι λίγο περίεργο, αλλά ό,τι έχουμε ακούσει ως τώρα, δεν μας έχει αγγίξει. Υπάρχουν κατά καιρούς κάποιοι στίχοι που μας αγγίζουνε, ως ήχος όμως δεν υπάρχει κάτι που αν το ακούσω θα πω π.χ. «α, να πάω να πάρω τον δίσκο του τάδε». Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και δικό μας πρόβλημα αυτό.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε κάτι σαν αυτό που θέλουν να κάνουν οι Last Drive με το πρώτο τους EP, να επανακυκλοφορήσετε δηλαδή το σπάνιο, πια, Fly In The Milk (1996);

Γιάννης: Ξέρεις, κανονικά είχαμε ηχογραφήσει πέντε τραγούδια για εκείνη την κυκλοφορία και τελικά δεν βγήκαν όλα. Και είχαμε φτιάξει κι ένα EP με άλλα πέντε τραγούδια, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Ανδρέας: Μια εταιρεία που λεγόταν Ιπτάμενοι Δίσκοι ήταν να βγάλει δουλειές από πέντε συγκροτήματα που μετείχαν τότε σε μια συλλογή. Ένα από αυτά ήταν και οι Closer. Ε, από αυτούς τους πέντε δίσκους, δεν κυκλοφόρησε τελικά κανένας.

Γιάννης: Νομίζω βγάλαν έναν, των Nightstalker μου φαίνεται;

Ανδρέας: Πάντως εγώ νομίζω ότι, αν είναι να επανακυκλοφορήσουμε κάτι, έχει περισσότερο νόημα να το ξαναδουλέψουμε, παρά να το βγάλουμε όπως ήταν τότε.

Η εμπειρία σας με τις εταιρείες στην Ελλάδα δεν πρέπει να ήταν και η καλύτερη. Θυμάμαι κα παλιά είχατε δηλώσει σε μια συνέντευξη ότι, παρότι παίζετε καλύτερα από διάφορα ελληνόφωνα συγκροτήματα, δεν έχετε την ίδια αντιμετώπιση...

Βαγγέλης: Αυτό γινόταν παλιά, τότε μας πιέζανε να βάλουμε ελληνικό στίχο. Τώρα πια δεν υπάρχουν τέτοιες πιέσεις. 

Τώρα νομίζω ότι οι πολυεθνικές έχουν γίνει σαν τις παλιές ανεξάρτητες εταιρείες, δηλαδή πλέον τα λεφτά για να βγει ένας δίσκος τα δίνουν λάου-λάου και με πολλή σκέψη. Έχουν γίνει όπως ήταν οι καλές ανεξάρτητες πριν 10 χρόνια. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, για αυτή την εμπειρία μιλάμε.

Πώς βλέπετε την τεχνολογική έκρηξη, σε σχέση με τη μουσική;

Γιάννης: Πλέον μπορείς να γράφεις μουσική στο σπίτι σου, να κάνεις τα πάντα. Έχει και τα καλά και τα κακά. Μπορείς, ας πούμε, να δοκιμάσεις πράγματα, χάνεις όμως τελείως την αίσθηση του live.

Βαγγέλης: Έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα ακούμε όλοι ψηφιακά. Τα νέα παιδιά δεν ξέρουν καν τι είναι ο αναλογικός ήχος, έχει χαθεί η ζεστασιά του αναλογικού. Τώρα σου στέλνει μήνυμα κάποιος ότι ακούει τον δίσκο σου στο κινητό του. 

Εγώ έχω πάρει γαμώ τα ηχεία, έχω πάρει πικάπ, έχω πάρει τόσα πράγματα για να ακούω καλύτερο ήχο και εσύ μου λες ότι γουστάρεις που ακούς τον δίσκο στο κινητό, σε μια τέτοια ποιότητα; Γι' αυτό ξαναγυρνάω σε ό,τι λέγαμε πριν, πως μόνο το live έχει μείνει και τίποτα άλλο.

Ανδρέας: Μπορείς να κατεβάσεις πολύ εύκολα δύο-τρία τραγούδια να ακούσεις από κάποιο νέο άλμπουμ. Αλλά, προκειμένου να τα κατεβάσεις γρήγορα, μπορεί να τα πάρεις και συμπιεσμένα έτσι ώστε ακούγοντάς τα να χάνεις πράγματα. Πολλά πράγματα. Το ζήτημα είναι να έχεις ίντερνετ, να παίρνεις τις πληροφορίες, να ακούς αυτά που θες να ακούσεις, αλλά μετά να αγοράζεις και κάτι, αν σου αρέσει πολύ.

Πιστεύετε ότι τα όσα παίζουνε τα ανά την Ελλάδα rock bars επηρεάζει τελικά το είδος rock που ακούει ο κόσμος;

Ανδρέας: Το αντίθετο πιστεύω. Ότι επηρεάζονται τα ροκόμπαρα από ό,τι παίζουν τα ραδιόφωνα, ώστε να μπορέσουν να ικανοποιούν τα γούστα των θαμώνων.

Γιάννης: Για μένα δεν υπάρχει ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Κατά πόσο μπορεί όντως να παίξει κανείς ό,τι πραγματικά θέλει;

Οι Closer πώς ζούνε, αλήθεια; Κάνετε όλοι άλλοι δουλειές για να μπορείτε να παίζετε μουσική;

Ανδρέας: Ναι, αυτό συμβαίνει.

Βαγγέλης: Όταν σε κάποιο διάστημα δοκιμάσαμε να μην το κάνουμε και να δούμε πού θα βγάλει, τον έναν μήνα μπορεί π.χ. να ήμουν καλά, τον άλλον να μην είχα να πάρω τσιγάρα. Θέλει να διαθέτεις οικονομικό background, αλλιώς υπάρχει πρόβλημα.

Ανδρέας: Οι Closer δεν ήταν ποτέ συγκρότημα φοιτητών. Δεν είχαμε ποτέ μια περίοδο τεσσάρων χρόνων να βοηθούμαστε οικονομικά από γονείς, οπότε να υπάρχει άνεση να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Αυτά τα τέσσερα-πέντε χρόνια των σπουδών είναι μεγάλη πολυτέλεια, έχεις τον χρόνο να κάνεις πολλά πράγματα.

Σας τρομάζει αυτή η κατάσταση; Δεν νιώθετε να χάνεται χρόνος και ψυχή, που θα μπορούσατε να τα επενδύσετε στο συγκρότημα;

Ανδρέας: Μα το ζούμε κάθε μέρα. Μας ενοχλεί αφάνταστα. Αλλά τι να κάνουμε;

Γιάννης: Συνεχίζεις, όμως, γιατί έχεις την ανάγκη αυτή, θέλεις να δώσεις πράγματα.

Βαγγέλης: Εμείς, γενικά, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι το κοινό μας στην Ελλάδα, πέντε π.χ. χιλιάδες; Πέντε χιλιάδες, τέλος. Δεν έχει παραπάνω, γιατί είμαστε στην Ελλάδα. Και δεν θέλουμε να αρχίσουμε τις εκπτώσεις. 

Το πραγματικό ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι πώς θα ανοιχτείς στην Ελλάδα, αλλά πώς θα ανοιχτείς προς τα έξω. Πώς δηλαδή θα βρεις εκείνους τους άλλους που ενδεχομένως να ήθελαν να σε ακούσουν στην Ιταλία π.χ. ή στη Γερμανία κτλ. Αυτό που κάνουν με άλλα λόγια και πολλά συγκροτήματα από την Αγγλία και την Αμερική και ζουν από αυτό.