Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αβαράκης Μάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αβαράκης Μάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Ιανουαρίου 2022

Μάνος Αβαράκης & Σοφία Καμαγιάννη - ανταπόκριση (2014)


Παρότι σαρώνει και πάλι ο covid-19, προξενώντας νέο κύμα ακυρώσεων σε όσες συναυλίες τόλμησαν να ξεμυτίσουν ελπίζοντας σε μια διαφορετική σεζόν, κάποιες (λιγοστές) εξακολουθούν την πορεία τους. Ανάμεσά τους και το Ερωτευμένο Σύννεφο, μια «όπερα για παιδιά και νέους» βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Ναζίμ Χικμέτ, σε μελοποίηση της Σοφίας Καμαγιάννη για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, με λιμπρέτο της Ελένης Ζαφειρίου.

Τη Σοφία Καμαγιάννη την ήξερα δισκογραφικά από τον ωραίο δίσκο Αποβάθρα (2000) και την ξαναπέτυχα τον Νοέμβριο του 2014, καθώς ο φίλος Γιώργος Ρομπόλας δούλευε τότε σαν υπεύθυνος Τύπου για τις συναυλίες που λάμβαναν χώρα στην αίθουσα του KYKLOS Ensemble, στο Ωδείον Αθηνών –πάλι σε δύσκολες συνθήκες, οικονομικές τότε. Με προσκάλεσε λοιπόν να τη δω να παίζει εκεί μαζί με τον Μάνο Αβαράκη, στα πλαίσια της παράστασης ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΝ. Και ήταν μια ωραία βραδιά, στην οποία «συγκατοίκησαν» αγαστά το πιάνο, η φυσαρμόνικα και η μπαρόκ φλογέρα.

Ένα κείμενο για τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, έχοντας ως αφορμή τις τελευταίες παραστάσεις του Ερωτευμένου Σύννεφου.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Χρήστο Αγγελόπουλο και παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες του συγκεκριμένου κειμένου


Ήταν και το πρόγραμμα διαλεχτό, ήταν και οι μουσικοί καλοί, στάθηκε και η απόδοσή τους εξαιρετική. Κι όμως, το θερμό χειροκρότημα που έπεσε στο τέλος αφορούσε σε μια συνολικότερη αίσθηση, την οποία δεν μπορείς να  «βρεις» αν απλά προσθέσεις τις παραπάνω συνισταμένες. Δεν είναι τυχαίο που κανείς σχεδόν δεν έφυγε έτσι απλά στο πέρας της βραδιάς, πριν δηλαδή περάσει μια βόλτα από τα παρασκήνια (ναι, έχουν ξέρετε και οι κλασικές συναυλίες backstage) ώστε να πει μια κουβέντα με τον Μάνο Αβαράκη και τη Σοφία Καμαγιάννη. Και όχι, δεν ήταν όλοι γνωστοί τους. 

Το ρεσιτάλ, αν και άφησε μικρούς μα καίριους χώρους στους δύο πρωταγωνιστές για να λάμψουν και αυτόνομα, δομήθηκε στη συνύπαρξη του πιάνου της Καμαγιάννη με τις φυσαρμόνικες και τις μπαρόκ φλογέρες του Αβαράκη. Αρθρώθηκε δε σε δύο τμήματα, τα οποία –κάπως καταχρηστικά, μα όχι άστοχα– μπορούμε να περιγράψουμε ως το «πιο κλασικό» και το «πιο ποπ». Στο πρώτο δηλαδή ακούσαμε (ενδεικτικά) Erik Satie, Antonio Vivaldi, Franz Shubert, Jacques Offenbach και Georges Bizet, ενώ στο δεύτερο είχαμε "Que Sera, Sera", Nino Rota, "Amazing Grace", "Quizas-Quizas-Quizas" και "La Foule", με προσωπικές συνθέσεις των Αβαράκη & Καμαγιάννη να διανθίζουν τον συνολικό σκελετό του ρεπερτορίου.
 
Η Καμαγιάννη αναδείχθηκε στην εγκρατή, ήρεμη δύναμη της περίστασης. Ήταν ωστόσο εκείνη που ανέλαβε το όποιο μπλα-μπλα με το κοινό χρειαζόταν η βραδιά, πάντα βέβαια με μια συστολή· «δεν δείχνει ιδιαίτερη εξοικείωση με τέτοια πράγματα», σημείωσα νοερά. Κατά τα λοιπά, ασχολήθηκε με το πιάνο της με τρόπο υποδειγματικό, βρίσκοντας φίνους χρωματισμούς όταν έπρεπε να πρωταγωνιστήσει (έπαιξε εκπληκτικά τον Satie, για παράδειγμα) ή αποσυρόμενη διακριτικά στο «φόντο» όταν χρειαζόταν να δώσει χώρο στον συνεργάτη της. 

Μη τη φανταστείτε πάντως βυθισμένη σε πλήκτρα και παρτιτούρες: το βλέμμα της ήταν σταθερά προσηλωμένο στον Αβαράκη και οι εκτελέσεις της απόλυτα εναρμονισμένες με το τι έκαναν παράλληλα/συμπληρωματικά οι φυσαρμόνικες και οι φλογέρες του. Αξίζει επίσης μνεία σε δύο εξαιρετικές δικές της συνθέσεις, τη "Φολέγανδρο" –με μια θαυμάσια, λυρική μελωδία να τη διατρέχει– και το "Νυχτοφάναρο", δείγμα των ηλεκτρακουστικών της ανησυχιών, στο οποίο έπαιξε ζωντανά πιάνο πάνω από προηχογραφημένα μέρη.
 
Ο Αβαράκης, από την άλλη, υπήρξε ο εξωστρεφής, ζωηρός κινητήριος μοχλός της βραδιάς. Δεν ήταν δηλαδή απλά ένας δεξιοτέχνης, κάτοχος των μουσικών μυστικών της φυσαρμόνικας και των διαβαθμίσεων των μπαρόκ φλογέρων –από την επιβλητική σε μέγεθος μπάσα, ως τη μικρούλα και ολίγον οχληρή συχνοτικά σοπρανίνο. Ούτε απλά ένας ευφυής ενορχηστρωτής, ικανός να μπάσει την προαναφερθείσα μπάσα φλογέρα στο "Gnossienne 1" του Satie, μετασχηματίζοντας τη διάσημη σύνθεση. 

Ήταν, πάνω από όλα, ένας εκπληκτικός περφόρμερ, που μας ξεσήκωσε με την κίνησή του, με την ενέργειά του, με εκείνο τον απίστευτο τρόπο με τον οποίον σειόταν και λικνιζόταν ενώ φυσούσε. Και μάλιστα μας εντυπωσίασε από νωρίς, παίζοντάς μας σόλο έναν άγνωστο στους πολλούς γαλλικό σκοπό του 15ου αιώνα, το "Tourdion" του Pierre Attaignant. Έδειξε δε την ίδια άνεση και την ίδια ευκολία προσαρμογής τόσο στο κλασικό ρεπερτόριο, όσο και στις πιο ποπ στιγμές της βραδιάς, όντας, συνολικά, μια καταπληκτική περίπτωση. 
 
Αξίζει να σημειωθεί πως, αν και η αίθουσα του KYKLOS στις εγκαταστάσεις του Ωδείου Αθηνών δεν έχει μεγάλη χωρητικότητα, δεν ήταν και λίγος ο κόσμος που έδωσε το παρών. Θεωρώ δε ότι ένα τέτοιο χαρισματικό ντουέτο –με αυτό ακριβώς το «κοκτέιλ» μεταξύ οικείων μελωδιών και πιο προχωρημένων συνθέσεων– μπορεί εύκολα να βρει κοινό αν διαδοθεί η φήμη του· στηρίζοντας επιτυχημένες βραδιές είτε σε πιο ευρύχωρα κλειστά μέρη, είτε σε υπαίθριες εκδηλώσεις κατά την καλοκαιρινή σαιζόν.