Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καρχαρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καρχαρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Αυγούστου 2021

Καρχαρίες - 105 χρόνια καλοκαιρινού τρόμου: Ένα αινιγματικό περιστατικό από το 1916, που ακόμα στοιχειώνει τη φαντασία μας


Πρόσφατο αρχαιολογικό εύρημα από την Ιαπωνία του 3.000 π.Χ. απέδειξε την αρχαιότερη (γνωστή) επίθεση καρχαρία σε άνθρωπο [1], πιστοποιώντας έτσι κάτι που πάντα υποψιαζόμασταν: γνωριζόμαστε με αυτά τα ψάρια από πολύ παλιά· κατά πάσα πιθανότητα από τη στιγμή που αρχίσαμε να ξανοιγόμαστε συστηματικά στη θάλασσα. 

Οι περισσότεροι λαοί από όσους ανέπτυξαν παράκτιες δραστηριότητες διατήρησαν πολυποίκιλη σχέση μαζί τους, αφού και τους ψάρευαν για να τους φάνε και τους έχρισαν με θρησκευτική υπόσταση. Το μοτίβο αποτυπώνεται γεωγραφικά εξαπλωμένο, κορυφώνεται όμως στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου ο καρχαρίας μπορεί να είναι συνάμα πηγή τροφής, θεότητα, τοτέμ, ακόμα και ενσάρκωση νεκρών. Αναγορεύεται λοιπόν σε στοιχείο της κοσμοθεωρίας των εκεί πληθυσμών και δεν είναι τυχαίο ότι μια παλιά διήγηση από τα Τόνγκα τους συνδέει με το νησί Pulotu (κάτι σαν τον Άδη), παρουσιάζοντάς τους ως δώρο από τον κόσμο των θεών. [2] Αλλά ο Δυτικός πολιτισμός έχει πολύ διαφορετική γνώμη. 

Η αρχαία Ελλάδα ήξερε τους καρχαρίες, αλλά οι γνώσεις αυτές δείχνουν να χάνονται κατά τον Μεσαίωνα, ίσως γιατί οι αλιευτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν βαθμιαία στα ποτάμια και στα ρηχά νερά. [3] Ξανάγιναν γνώριμοι μετά το 1500, όταν άρχισαν τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια, και ήταν τότε που υιοθετήθηκαν οι σημερινές λέξεις που τους περιγράφουν στα αγγλικά (shark), στα γαλλικά (requin) και στα ισπανικά (tiburón). Στο φαντασιακό όμως εκείνης της Δύσης κατασκευάστηκαν με εντελώς αντίθετο τρόπο συγκριτικά με τον Ειρηνικό, γενόμενοι ένα αποκρουστικό και επικίνδυνο τέρας της θάλασσας. Ως το 1713, μάλιστα, είχαν ταυτιστεί με το κακό στα αγγλικά, αφού ως sharks περιγράφονταν μεταφορικά οι προικοθήρες –μετά δε το 1806 και οι ...δικηγόροι!

Θεμελιώθηκε λοιπόν ένα στερεότυπο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ισχυροποιήθηκε. Κι αυτό που πραγματικά το τσιμέντωσε στη Δυτική φαντασία, ήταν τα όσα εκτυλίχθηκαν πριν 105 καλοκαίρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεγονότα που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη μέσω ταινιών, ντοκιμαντέρ και βιβλίων, αναγορεύοντας τους καρχαρίες σε τρομακτικό παραθαλάσσιο κίνδυνο, ικανό να διαλύσει κάθε αίσθηση θερινής ραστώνης. Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον αντίκτυπο όσων συνέβησαν στις παραλίες του Νιού Τζέρσεϊ το 1916, πρέπει να αναλογιστούμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα τα πράγματα με τους καρχαρίες είχαν ηρεμήσει αισθητά, χάρη κυρίως στην πρόοδο της Δυτικής ναυσιπλοΐας. Το κλίμα της εποχής αναπτύσσεται διεξοδικά και σε ένα editorial των New York Times του 1915 ονόματι «Let Us Do Justice to Sharks» (2 Αυγούστου), όπου διασκεδάζεται η αντίληψη ότι πρόκειται για επικίνδυνα ζώα. 

Τα φύλλα βέβαια των μετέπειτα ημερών δείχνουν ότι υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις, κάποιες μάλιστα εξοπλισμένες με μαρτυρίες από άλλα μέρη του πλανήτη, όπου τα πράγματα δεν έδειχναν καθόλου έτσι. Αλλά οι τότε ιθύνοντες της εφημερίδας επέμειναν στη γραμμή τους, ίσως γιατί είχαν κατά νου ότι η εύπορη μεσαία τάξη με τις πιο προοδευτικές ιδέες που αποτελούσε (όπως και σήμερα) τη βάση του αναγνωστικού της κοινού, είχε πλέον εφεύρει τις διακοπές στη θάλασσα ως μέσο απόδρασης από τις θερινές θερμοκρασίες των πόλεων. Κι αυτό, με τη σειρά του, είχε καταστεί θεμέλιο μιας νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας (ξενοδοχεία, εξοπλισμός παραλίας κτλ.).  


Όλα αυτά, εν τέλει, λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά για το σοκ που προκλήθηκε από τα πτερύγια τα οποία φάνηκαν τον Ιούλιο του 1916 στις ακτές του Νιού Τζέρσεϊ, εκεί ακριβώς όπου παραθέριζε η ελίτ της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον. Οι 4 νεκροί που άφησαν πίσω τους έκαναν τα ευκατάστατα στρώματα της εποχής να χάσουν κάθε αίσθηση ανεμελιάς για το καλοκαίρι και τη θάλασσα, με τον «σεισμό» να κλυδωνίζει ακόμα και την προεκλογική καμπάνια του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον.

Πρώτο θύμα ήταν ο 23άχρονος Charles Vansant, γόνος μίας από τις παλαιότερες οικογένειες της Φιλαδέλφειας. Πρωτομηνιά του Ιούλη, σε χαλαρή απογευματινή βουτιά στο Beach Haven, βρέθηκε να παφλάζει απεγνωσμένα στο νερό. Ο ναυαγοσώστης Alexander Ott (μέλος της Ολυμπιακής Ομάδας Κολύμβησης των Η.Π.Α.) τον τράβηξε έξω έγκαιρα, ενώ κινητοποιήθηκε άμεσα και ο γιατρός πατέρας του, με δύο ακόμα συναδέλφους. Αλλά δεν σώθηκε: έχοντας χάσει τμήμα του αριστερού ποδιού, πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Η είδηση έγινε θέμα στις εφημερίδες της Φιλαδέλφειας, ωστόσο οι New York Times την καταχώνιασαν στη σελίδα 18, υπό τον ουδέτερο τίτλο "Dies after Attack by Fish": μόνο από την περιγραφή μάθαινε κανείς ότι «ίσως» επρόκειτο για καρχαρία. 

Ήθελε η έγκριτη εφημερίδα να διασώσει το άνωθεν editorial της; Ή δεν επιθυμούσε να αναστατώσει τις ροές τουριστών προς το Νιού Τζέρσεϊ, ενόψει των επικείμενων εορτασμών για την Ημέρα Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου); Στις παραλίες, εντωμεταξύ, η τύχη του Vansant δεν είχε πάψει να συζητιέται· αντιμετωπιζόταν όμως ως κάτι το παράδοξο και οπωσδήποτε μοναδικό. Το καθησυχαστικό κλίμα διέλυσαν τα ουρλιαχτά του 27άχρονου Charles Bruder –ενός ελβετικής καταγωγής υπαλλήλου του ξενοδοχείου Essex & Sussex στο Spring Lake, ο οποίος είχε φήμη δεινού κολυμβητή. Όταν μεταφέρθηκε νεκρός στην ακτή, με τα πόδια καταφαγωμένα, οι πάντες σοκαρίστηκαν. Κι αυτή τη φορά τα νέα έγιναν πρωτοσέλιδο ακόμα και στην άλλη άκρη των Η.Π.Α., στο Σαν Φρανσίσκο.

Ανάστατοι, οι ξενοδόχοι μίσθωσαν μηχανοκίνητες βάρκες για περιπολίες, ενώ εγκατέστησαν και δίχτυα στα ανοιχτά των λουόμενων, που πλέον δίσταζαν να μπουν στη θάλασσα. Στο Matawan, ωστόσο, δεν υπήρχε ανησυχία: αν και επικοινωνούσαν μέσω του τοπικού ποταμού με τη θάλασσα, η ακτογραμμή βρισκόταν 25 χιλιόμετρα μακριά, ενώ δεν αποτελούσαν τουριστικό προορισμό, μα μια ήσυχη κωμόπολη, όπου τα καλοκαίρια τα αγόρια βουτούσαν στην εγκαταλειμμένη πια προκυμαία, η οποία είχε μετατραπεί σε αποβάθρα. 

Κάποιες μέρες μετά την επίθεση στο Essex & Sussex, όμως, κάτοικος που πήγαινε για το καθιερωμένο του πρωινό ψάρεμα είδε έκπληκτος τη γκρίζα φιγούρα ενός καρχαρία να ανεβαίνει το ρέμα. Κι ενώ πρόλαβε να βρει στο τηλέφωνο τον αστυνόμο της περιοχής, εκείνος γέλασε και πίστεψε ότι ο συνταξιούχος καπετάνιος είχε επηρεαστεί από τα όσα διάβαζε στις εφημερίδες. Μαθαίνοντας τα νέα, άρχισαν και οι κάτοικοι του Matawan να γελάνε, μέχρι που εμφανίστηκαν τρέχοντας τα ίδια τους τα παιδιά, ολόγυμνα λόγω εμφανούς πανικού [4], φωνάζοντας ότι κάτι σκούρο με πτερύγιο είχε αρπάξει τον 12άχρονο Lester Stillwell.

Ο 24άχρονος ράφτης Stanley Fisher, δεν πίστευε σε καρχαρίες. Αλλά ήξερε τα παιδιά αυτά, καθώς έπαιζαν μαζί μπέιζμπολ· επιπλέον ανησύχησε, επειδή γνώριζε ότι ο μικρός Lester ήταν επιληπτικός. Έσπευσε έτσι στο ποτάμι και εντόπισε βουτώντας το σώμα του αγοριού. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να το ανασύρει, κάτι τον άρπαξε μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων. Ο νεαρός ράφτης έδωσε μεγάλη μάχη μέχρι να τον προφτάσει μια βάρκα με δύο αστυνομικούς, οι οποίοι χτύπησαν το ψάρι με τα κουπιά, αναγκάζοντάς το να τον απελευθερώσει. Ο Fisher κατάφερε να ανέβει στο πλεούμενο παρότι ο δεξιός του μηρός είχε σχεδόν φαγωθεί, πέθανε όμως κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. 


Ήταν ο τέταρτος αλλά όχι ο τελευταίος νεκρός εκείνου του (κυριολεκτικά) τρομερού καλοκαιριού. Παραλίγο βέβαια να υπάρξει κι ένα ακόμα θύμα στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου έβγαζε η γειτονική κωμόπολη Cliffwood: λίγο μετά τα συμβάντα στο Matawan, ο καρχαρίας άρπαξε τον 12άχρονο Joe Dunn καθώς έβγαινε από τα νερά. Ωστόσο ο αδερφός του και οι φίλοι του μπόρεσαν και τον τράβηξαν έξω –δαγκωμένο μεν στο αριστερό πόδι, μα εκτός κινδύνου. Κάποιες μέρες αργότερα, ο 35άχρονος Samuel Harding κάλεσε για βοήθεια ενώ κολυμπούσε στα Atlantic Highlands, στα νερά του πλωτού ποταμού Shrewsbury. Κανείς όμως δεν έπεσε στο νερό, καθώς πίστεψαν ότι τον είχε ήδη αρπάξει καρχαρίας· πέθανε τραγικά και άδικα, από πνιγμό λόγω κράμπας. Γενόμενος έτσι το πέμπτο και έσχατο θύμα της όλης ιστορίας, παρότι ελάχιστα χρονικά κάνουν τον κόπο να τον μνημονεύσουν. [5]

Τα αινίγματα παραμένουν αρκετά, 105 καλοκαίρια μετά. Τα στατιστικά του International Shark Attack File –η πιο έγκυρη διεθνής πηγή για το θέμα– δείχνουν ότι σε μέσο όρο ανά έτος μετράμε 6 θανάτους από καρχαρίες, σε καιρούς που η κάθοδος στις παραλίες είναι πλέον μαζικώς γενικευμένη (οπότε κολυμπούν πολύ περισσότερα άτομα, συγκριτικά με το 1916). Ωστόσο στο Νιού Τζέρσεϊ κόντεψαν τότε να φαγωθούν 5 άνθρωποι, μέσα σε διάστημα 12 ημερών. Η σημερινή επιστήμη, επίσης, πιστεύει ότι για τους καρχαρίες δεν είμαστε ιδιαίτερα επιθυμητό γεύμα και ότι πολλές από τις επιθέσεις γίνονται κατά λάθος, επειδή μας νομίζουν για φώκιες. Οι απορημένοι ειδήμονες του 1916, από την άλλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα της ασυνήθιστης δράσης ενός εξαιρετικά άγριου καρχαρία, ο οποίος στόχευσε το είδος μας για ακατανόητους λόγους. Ενώ όμως φαίνεται πράγματι κάπως έτσι, οι σύγχρονοι ειδικοί απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξήγηση αυτή.


Παραμένει επίσης ένα ακανθώδες ζήτημα ταυτότητας. Ήταν άραγε ένας καρχαρίας ή περισσότεροι; Τα θαλάσσια χτυπήματα δείχνουν προς τον μεγάλο λευκό, αλλά η άνετη άνοδος σε ποτάμι ταιριάζει καλύτερα στον ακόμα πιο επικίνδυνο ταυροκαρχαρία, ο οποίος έχει αυτή την ικανότητα και φημίζεται επιπλέον για την επιθετικότητά του. [6] Αίνιγμα είναι πάντως και το τι να απέγινε το θηρίο, παρότι αρκετοί κόμπασαν τότε ότι το σκότωσαν –μεταξύ τους και ο συνταξιούχος καπετάνιος από το Matawan που συναντήσαμε πιο πάνω, ο οποίος γνωρίζουμε πλέον ότι έπιασε έναν αθώο σταχτοκαρχαρία. 

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο ισχυρισμός του κυνηγού και ταριχευτή Michael Schleisser, ο οποίος έπιασε έναν θηλυκό μεγάλο λευκό μόλις 2 ετών και πήρε ορισμένες γνωματεύσεις γιατρών για πιθανώς ανθρώπινα υπολείμματα στο στομάχι του. [7] Μπήκε λοιπόν στον κόπο και τα πακέταρε, στέλνοντάς τα στις δύο μεγαλύτερες αυθεντίες της Αμερικής για τους καιρούς εκείνους. Ο δρ. Frederic Lucas, ωστόσο, δεν τα βρήκε και τόσο ανθρώπινα, ενώ κι εκείνα που ίσως ήταν τέτοιας προέλευσης τα έκρινε ως παλαιότερα των επιθέσεων στο Νιού Τζέρσεϊ. Δυστυχώς τα πολύτιμα αυτά δείγματα έχουν χαθεί από άγνοια ή αμέλεια, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να τα εξετάσουμε με τα επιστημονικά μέσα των δικών μας ημερών.

Φυσικά, η ζωή, όπως πάντα, συνεχίστηκε. Με την Αμερική να μπαίνει άλλωστε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1917), οι νεκροί του Νιού Τζέρσεϊ πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το περιστατικό ρίζωσε ωστόσο στη συλλογική μνήμη και θα επανερχόταν ξανά και ξανά, με διάφορες αφορμές. Έμελλε τελικά να θρέψει και το σενάριο της περίφημης ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ Στα Σαγόνια του Καρχαρία (1975), παρότι δεν υπήρχε καμία σχετική αναφορά στο μυθιστόρημα του Peter Benchley Jaws (1974), στο οποίο βασίστηκε. [8] Μέσω λοιπόν της σαρωτικής επιτυχίας του φιλμ ξανάζησαν τα συμβάντα του 1916 –γενόμενα με τη σειρά τους αντικείμενο αυτόνομων κινηματογραφικών προσπαθειών– ενώ αναζωπυρώθηκε η παλιά Δυτική απέχθεια για τους καρχαρίες, λαμβάνοντας τις νυν παγκόσμιες διαστάσεις της. 


Βέβαια, η απέχθεια αυτή φαντάζει αδικαιολόγητη τώρα που έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους καρχαρίες, βλέποντας ευκρινέστερα και την αδικαιολόγητη σφαγή που εμείς διαπράττουμε σε βάρος τους. Έναν αιώνα και μια πενταετία μετά, όμως, το Νιού Τζέρσεϊ του 1916 εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια πτυχή τρόμου για το πώς κατασκευάζουμε νοητικά τα καλοκαίρια μας [9], παραμένοντας συνάμα κι ένα μυστήριο δίχως εύκολες εξηγήσεις. Οι δε τουρίστες του σήμερα που περνάνε από το Matawan, ακόμα αναζητούν τον τάφο του μικρού Lester Stillwell, αφήνοντας εκεί λουλούδια και παιχνίδια.

Λεζάντες φωτογραφιών

κεντρική
Τα εύπορα στρώματα της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον είχαν ήδη από το 1904 αρχίσει να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στο Νιού Τζέρσεϊ

φωτό 2
Χάρτης του Νιού Τζέρσεϊ με τις αποστάσεις από Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια και με τα τρία σημεία των επιθέσεων του 1916

φωτό 3
Δημοσίευμα της Asbury Park Evening Press με λεπτομέρειες για τον άδικο και τραγικό θάνατο του Samuel Harding

φωτό 4
Οι ανάστατοι κάτοικοι του Matawan πήραν τα όπλα κι άρχισαν να περιπολούν τις ακτές του ποταμού τους (φωτογραφία του 1916 από την τοπική εφημερίδα Asbury Park Evening Press)

φωτό 5
Ο τάφος του μικρού Lester Stillwell εξακολουθεί και στις δικές μας ημέρες να δέχεται επισκέπτες, που αφήνουν διάφορα αντικείμενα στη μνήμη του (φωτογραφία του Bryan Anselm για τους New York Times)

Σημειώσεις

[1] J. Alyssa White, George H. Burgess, Masato Nakatsukasa, Mark J. Hudson, John Pouncett, Soichiro Kusaka, Minoru Yoneda, Yasuhiro Yamada & Rick J. Schulting, «3000-year-old shark attack victim from Tsukumo shell-mound, Okayama, Japan», Journal of Archaeological Science: Reports, vol. 38 (Αύγουστος 2021), 103065.

[2] Marie Claire Bataille-Benguigui, Le Côté de la Mer: Quotidien et Imaginaire aux Îles Tonga - Polynésie Occidentale (Bordeaux: Centre de Recherche des Espaces Tropicaux, 1994), σελ. 180.

[3] Robert Lacey & Danny Danziger, The Year 1000: What Life Was Like at the Turn of the First Millennium - An Englishman's World (Βοστόνη: Little, Brown & Company, 1999), σελ. 59.

[4] Richard G. Fernicola, Twelve Days of Terror: Inside the Shocking 1916 New Jersey Shark Attacks [2004], 2η εκδ. (Guilford, CT: Lyons Press, 2016), σελ. 60.

[5] Ανωνύμου, «Shark-Scared, Crowd Lets Bather Drown», Ashbury Park Evening Press (25 Ιουλίου 1916), σελ. 1.

[6] Richard Ellis, The Book of Sharks [1976], 2η εκδ. (Σαν Ντιέγκο: Harcourt Brace Jovanovich, 1983), σελ. 186.

[7] Michael Capuzzo, Close to Shore: A True Story of Terror in an Age of Innocence (Νέα Υόρκη: Broadway Books, 2001), σελς. 296-297.

[8] Αντιθέτως, πηγή έμπνευσης του Benchley ήταν ο ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, καθώς και ντοκιμαντέρ σαν το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971).

[9] Samantha Schmidt, «100 Years Later, Memories of Fatal Shark Attacks Linger», The New York Times (11 Ιουλίου 2016), Section A, σελ. 20.

02 Σεπτεμβρίου 2020

45 χρόνια στα Σαγόνια του Καρχαρία, μέρος 1: το βιβλίο του Peter Benchley



Είναι κοινός τόπος σε πολλές σινεφίλ ή/και λογοτεχνικές συζητήσεις, ότι τα βιβλία που γίνονται ταινίες χάνουν πάντα ένα μέρος της γοητείας τους, ανεξάρτητα από το πόσο καλό προκύπτει το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Τα Σαγόνια του Καρχαρία, όμως, είναι ένα διάσημο παράδειγμα περί του αντιθέτου: το θρυλικό φιλμ του Στίβεν Σπίλμπεργκ (1975) ήταν καλύτερο από το μυθιστόρημα του Peter Benchley στο οποίο βασίστηκε, έστω κι αν δεν γινόταν να υπάρξει δίχως αυτό.

Ο Peter Benchley έγινε βεβαίως παγκοσμίως διάσημος με το Jaws (1974) και έβγαλε πολλά λεφτά. Από άλλες όμως απόψεις, το βιβλίο εν καιρώ του έγινε βραχνάς. Η οπτική του λ.χ. πάνω στους καρχαρίες εμπλουτίστηκε σημαντικά με τα χρόνια και είδε έτσι με φρίκη το κύμα άσκοπης θανάτωσής τους που σημειώθηκε στον απόηχο του κατακλυσμιαίου θριάμβου της ταινίας. Επίσης, έπρεπε συχνά να εξηγεί ότι δεν βάσισε το μυθιστόρημα στα όσα συνέβησαν το 1916 στο Νιού Τζέρσεϊ -γεγονότα που αναφέρονται στο σενάριο, μα όχι στις σελίδες. Παρά ταύτα, ακόμα και σήμερα, τα σχετικά ντοκιμαντέρ επαναλαμβάνουν ως καραμέλα την υποτιθέμενη συσχέτιση με τα Σαγόνια του Καρχαρία. Ο διάσημος ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, πυροδοτώντας τη φαντασία του συγγραφέα μαζί με βιβλία σαν το The Shark: Splendid Savage of the Sea του Ζακ-Υβ Κουστώ (1970) ή ντοκιμαντέρ όπως το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971), έχουν σκουπιστεί κάτω από το χαλί.

Η εμπορική επιτυχία του βιβλίου ήταν τεράστια (σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Independent ξεπέρασε τα 20.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις), αλλά στους κριτικούς δεν άρεσε –φαίνεται μάλιστα ότι δεν ικανοποίησε ούτε και τον Σπίλμπεργκ, όταν έκατσε να το διαβάσει για τους σκοπούς της κινηματογραφικής μεταφοράς. Οι ενστάσεις, πλήθος: σε άλλους ξίνισε η γραφή του Benchley, άλλοι το θεώρησαν κάτι σε Μόμπι Ντικ με τον λευκό καρχαρία να παίρνει τη θέση της φάλαινας, άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το βαρετό της πλοκής. Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι που επισήμαναν τα εντελώς αντίθετα, όμως βρέθηκαν εκτός της κυρίως τάσης της τότε λογοτεχνικής αποτίμησης.



Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι σοβαροί κριτικοί που έγραφαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για το Time ή τη Village Voice περιφρόνησαν το Jaws του Benchley. Πρόκειται για ένα λαϊκό μυθιστόρημα, δίχως περίτεχνα φιλοτεχνημένες περιγραφές ή ιδιαίτερα περίπλοκους ήρωες: μόνο η αρχή του κεφαλαίου 5, με εκείνη την υγρή, πυκνή ομίχλη «που νόμιζες πως είχε γεύση, μια γεύση ξυνή κι αλμυρή», κλείνει το μάτι προς τον κόσμο μιας πιο πολυδιάστατης λογοτεχνίας. Στον αντίποδα, οι φαντασιώσεις βιασμού της Έλεν Μπρόντι πρέπει ακόμα και τότε να φάνηκαν ως μια πολύ κακή επιλογή για τη σεξουαλικοποίηση των συναισθηματικών της αδιεξόδων.

Ό,τι όμως μένει απλό, κακώς εξισώθηκε με το ρηχό. Ο Benchley αντιμετωπίζει πράγματι ορισμένα ζητήματα πλοκής: το φινάλε, ιδιαίτερα, είναι απογοητευτικά στημένο, ενώ η παράπλευρη ιστορία με τη δράση της Μαφίας στο Άμιτι μένει υπερβολικά μετέωρη. Καταφέρνει ωστόσο να αποτυπώσει πειστικά τον ήσυχο μα και περιορισμένο κόσμο μιας παραλιακής κωμόπολης που ζει αποκλειστικά από τους θερινούς επισκέπτες, όπως και τις ταξικές διαφορές που υπόγεια μα πεισματικά καθορίζουν πολλές καθημερινότητες. Πρώτα και κύρια του πρωταγωνιστή Μάρτιν Μπρόντι, με τρόπους μάλιστα τους οποίους δεν αντιλαμβάνεται ούτε ο ίδιος στην πληρότητά τους, αφού διαβρώνουν τελικά ακόμα και τον γάμο του. Συχνά, μάλιστα, ο καρχαρίας είτε βγαίνει από το προσκήνιο, είτε γίνεται μοχλός πίεσης, ο οποίος αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις και τις πραγματικές ανασφάλειες κάτω από τη ρουτίνα της καθημερινότητας στο Άμιτι. Την οποία εκπροσωπούν χαρακτήρες γερά πλασμένοι, ακόμα κι αν μερικές φορές η συμπεριφορική τους τείνει προς το στερεότυπο.



Ο καρχαρίας, τώρα, σε πολλά ίσως ξενίσει τον σύγχρονο, ενημερωμένο αναγνώστη, που ξέρει σαφώς περισσότερα από τον Benchley του 1974, όσο ενημερωμένος κι αν ήταν εκείνος επί του θέματος τότε. Σήμερα, δηλαδή, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για πιο περίπλοκα ζώα, πράγμα που επισήμανε άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας λίγο πριν τον θάνατό του, λέγοντας ότι, με όσα ήξερε πλέον το 2000, δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει κάτι σαν το Jaws. Αν όμως εξαιρέσουμε αυτό το πλαίσιο, τα όσα συμβαίνουν στο Άμιτι διαθέτουν τη δική τους τρομακτική διάσταση: για λίγο τουλάχιστον, μπαίνεις κι εσύ στον πειρασμό να πιστέψεις ότι τους έχει τύχει ένας πιο διαβολικός μεγάλος λευκός από τα συνηθισμένα, με τον Benchley όμως να τον θέτει σε μόνιμη αντίστιξη με το πραγματικό «κακό», το οποίο φωλιάζει στο Άμιτι ανάμεσα σε άπληστους επιχειρηματίες και συμφεροντολόγους δημοσιογράφους (μια σημαντική επιτυχία του μυθιστορήματος). Το δε σασπένς κορυφώνεται ωραία, με κρεσέντο, αλλά και με ξεφουσκώματα, αποκτώντας ιδιαίτερα δραματική διάσταση λίγο πριν το άδοξο –όπως είπαμε και πιο πάνω– φινάλε.

Η επιτυχία του Jaws έφερε το βιβλίο του Benchley και στην Ελλάδα, όπου εκδόθηκε το 1975 από το Λυχνάρι, σε μετάφραση Άννας Παπαδημητρίου. Η έκδοση έχει κάμποσες τυπογραφικές αβλεψίες, ενώ η δουλειά της μεταφράστριας δεν κρίνεται πάντοτε προσεγμένη στις λεπτομέρειες: άλλοτε είναι η ορθογραφία αυτή που βγάζει μάτι (η Σελήνη και το ...σέλινο μπλέκουν παράδοξα στην «ασέλινη νύχτα» της σελίδας 12, ενώ το «έδωσε μια κλίση στον συνοδό της» στη σελίδα 21 με διασκέδασε ιδιαιτέρως) κι άλλοτε κυριαρχεί μια προχειρότητα, αφού δεν μεταφράζονται σε κατανοητά νούμερα αγγλοσαξονικές μονάδες μέτρησης τύπου γυάρδες και πόδια (50 γυάρδες από την παραλία, λέει, ευτυχώς που έχουμε Google σήμερα και κάνουμε επί τόπου τη μετατροπή). Στη σελίδα 243, επίσης, αποδίδει το «tried it straight» του πρωτοτύπου σε «να δοκιμάσει τον σωστό τρόπο». Ίσως βέβαια να συγχωρείται με δεδομένα τα όσα πίστευαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα το 1975 για τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις, στις μέρες μας ωστόσο πρόκειται για άκομψο και καταφανές λάθος. Σε άλλα πάντως ζητήματα ουσίας –ροή στα ελληνικά, περιγραφές, αμεσότητα διαλόγων– η Παπαδημητρίου έχει καλά αποτελέσματα.