Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Diabaté Toumani. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Diabaté Toumani. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Αυγούστου 2021

Toumani Diabaté - ανταπόκριση (2012)


Με κοντά 35 χρόνια καριέρας, ο βιρτουόζος της kora Toumani Diabaté στέκει αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του Μάλι. Χάρη μάλιστα στη world έκρηξη στα γούστα του Δυτικού κοινού μπόρεσε κι έχτισε βαθμιαία ένα στιβαρό διεθνές προφίλ, ασκούμενος και ο ίδιος σε διάφορα διαπολιτιστικά πειράματα –σαν π.χ. το Kulanjan με τον Αμερικανό μπλουζίστα Taj Mahal (1999) ή τη συνεργασία με το φλαμένκο συγκρότημα Ketama από την Ισπανία, η οποία έδωσε τα άλμπουμ Songhai και Songhai 2 (1988 και 1994, αντίστοιχα). 

Βέβαια, κορυφαία στιγμή της διεθνούς του παρουσίας ήταν ως σήμερα η σύμπραξη με τη Björk στο "Hope", κομμάτι από το άλμπουμ της Volta (2007). Φέτος, όμως, υπερβαίνει αθόρυβα αυτόν τον πήχη, καθώς κυκλοφορεί τη συνεργασία του με τη London Symphony Orchestra: ο δίσκος Kôrôlén τους καταγράφει μαζί στη σκηνή του Barbican Centre του Λονδίνου το 2008, σε διεύθυνση Clark Rundell.

Η έκδοση του Kôrôlén παρέχει μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε μια άλλη, πιο «δική μας» συναυλία του Toumani Diabaté –στη μνημονιακή Αθήνα του 2012, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (τότε λεγόταν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών). Στην οποία έπαιξε μαζί με τρεις ακόμα Αφρικανούς μουσικούς, τον ξάδερφό του Fanta Mady Kouyaté (κιθάρα), τον Fode Kouyaté (ντραμς) και τον Mohamed Koita (μπάσο), προσελκύοντας ένα ιδιαίτερα ετερόκλητο κοινό. Και δεν μας χαρίστηκε: μας έβαλε δύσκολα ήδη από το ξεκίνημα και μας ήθελε προσηλωμένους στα όσα πρόσφερε. Υπήρξε όμως συνεννόηση και στο τέλος τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, έχοντας την πεποίθηση ότι είδαμε έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. 

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Aboubaker Sidick, ενώ η κάτωθι είναι του Daniel Sheehan


Ακόμα και όσοι ήρθαν από απλή περιέργεια στο φωτεινό κτίριο της Συγγρού, πιστεύω ότι έφυγαν απόλυτα πεπεισμένοι ότι είδαν μπροστά τους έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. Θα μου πείτε, σε τέτοιες συναυλίες πας από περιέργεια; Ίσως όχι. Παρατηρώντας ωστόσο το πολυάριθμο κοινό στην κεντρική αίθουσα της Στέγης, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι ήταν από τα πλέον ετερόκλητα που έχω δει σε live: πιτσιρίκες με επιτηδευμένα αλήτικο στιλ, φοιτηταριό, 30άρηδες ρόκερς, τύποι και τύπισσες που βλέπεις συνήθως σε world φεστιβάλ, ώριμοι κύριοι με τις κυρίες τους που θα περίμενες να συχνάζουν στο Gazarte ή στο Μέγαρο. Κι όμως, όλοι ενώθηκαν εις αντίδραση μία κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του Toumani Diabaté, συνεισφέροντας ενθουσιώδη σφυρίγματα και θερμό, πολύ θερμό χειροκρότημα. 

Ο μάστορας της kora μπήκε ξυπόλητος και με πατερίτσα –είχε εμφανή δυσκολία στο ένα πόδι– και έλαβε θέση στο μέσον της σκηνής και μπροστά, έχοντας ενώπιόν του τη χαρακτηριστική δυτικοαφρικανική άρπα. Οι τρεις μουσικοί του παρατάχθηκαν αισθητά πιο πίσω του, με τα τύμπανα του Fode Kouyaté στο βάθος, την κιθάρα του ξαδέρφου του Fanta Mady Kouyaté στο πλάι αριστερά (όπως κοιτούσες) και το μπάσο του Mohamed Koita στο πλάι δεξιά (ο μόνος μουσικός που δεν προερχόταν από το Μάλι, μα από τη Μπουρκίνα Φάσο). 

Το σχήμα δεν ήταν διόλου τυχαίο, γιατί εξαρχής δήλωσε κάτι, τόσο για την ηχητική πλεύση του live, όσο και για την άποψη του Toumani Diabaté για τη world μουσική. Το όποιο fusion, δηλαδή, δεν θα λάμβανε χώρα σε βάρος της παράδοσης. Και η kora δεν θα ήταν το μυρωδικό και το γλυκάδι της υπόθεσης, μα ο βασικός πρωταγωνιστής. Χαράχτηκε έτσι μια αναγκαία «κόκκινη γραμμή» κόντρα στον fusion ενθουσιασμό που έχει καταλάβει το κοινό μα και τους world κριτικούς στη Δύση, αυτούς τουλάχιστον που στον πυρετό ενός αφελέστατου και επιφανειακού μούλτι-κούλτι διεθνισμού δεν έχουν πάρει χαμπάρι πόσο συχνά ξεφτιλίζονται οι τοπικές παραδόσεις στον βωμό του λικνίσματος των «προοδευτικά σκεπτόμενων» Δυτικών γοφών. 

Ήδη από το ξεκίνημα, επίσης, ο Toumani Diabaté μας έβαλε δύσκολα. Άρχισε δηλαδή με μακροσκελείς συνθέσεις όπου η kora έπαιζε σόλο, μπαίνοντας σε διάλογο με τα υπόλοιπα όργανα μόνο κατά σημεία (και ελεγχόμενα). Ήθελε λοιπόν προσοχή, υπομονή και αντίληψη πέρα από τα εσκαμμένα για να παρακολουθήσεις, ειδικά στα πιο αυτοσχεδιαστικά μέρη. 

Ακόμα και στη συνέχεια, όμως, όταν ακούσαμε συνθέσεις με πλουσιότερη διάδραση μεταξύ του κουαρτέτου, ο Diabaté αξιοποίησε την εμπειρία του από το jugalbandi –τον ινδικό διάλογο μεταξύ των οργάνων– κρατώντας την kora στο προσκήνιο. Και μη νομίζετε ότι ήταν τόσο εύκολο. Αλλά οι μουσικοί που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες από τους λίγους. Ειδικά ο Mady Kouyaté, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες που έχω ακούσει: με καταπληκτικά κοφτές φράσεις, μετέδιδε μια διαρκή funky γκρούβα, ρίχνοντας έτσι ξεσηκωτική γέφυρα μεταξύ ρυθμικών τάσεων που έπλασαν οι αφρικανικής προέλευσης Αμερικανοί και παραδόσεων οι οποίες κρατούν από τη μεσαιωνική αυτοκρατορία του Μάλι. 

Στην κορυφή όλων αυτών, βέβαια, στεκόταν ο Diabaté. Έσχατος εκπρόσωπος μιας οικογένειας μουσικών οι οποίοι υπηρετούν την kora εδώ και 71 γενιές, κάτοχος μυστικών παλαιότερων και από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μα και άνθρωπος του σήμερα, που αφομοίωσε στη μουσική του τον Jimi Hendrix, τη soul των 1960s, ακόμα και τάσεις της τζαζ. Μας εντυπωσίασε και όταν έπαιζε, μας συγκίνησε και όταν μας μίλησε, έστω σ' αυτά τα αγγλικά που –όπως κι ο ίδιος είπε– δεν ήταν και τα καλύτερα. Χωρίς βεντετισμούς ή διάθεση για περιττά θεατρικά μας έδειξε πώς παίζεται η kora, μίλησε για την ταλαιπωρία που περνάνε οι χώρες μας (η Ελλάδα και το Μάλι) και μας θύμισε ότι ένας λαός υπάρχει όσο έχει πολιτισμό να παρουσιάσει. Μια ποιότητα που δεν «χωράει» στο μικροσύμπαν των οικονομικών επιτυχιών και των ευημερούντων αριθμών, που τόσο αγαπούν οι νεοφιλελεύθερες λογικές της εποχής μας. 

Ασφαλώς και του ζητήσαμε encore, μουρμουρίζοντας εν χορώ –πλατεία και θεωρεία– μια μελωδία που ο ίδιος μας σύστησε· και δεν μας στέρησε τη χαρά. Έφυγε κουτσαίνοντας, όπως μπήκε, μα με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Κι εμείς τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, με γνήσια συγκίνηση. Διάολε, ήταν συναρπαστικός.