Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Trio Tekke. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Trio Tekke. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Σεπτεμβρίου 2023

Τρίο Τεκκέ - συνέντευξη (2011)


«Ανασκαφών» συνέχεια για συνεντεύξεις τις οποίες έκανα στο διάστημα που δούλευα για το περιοδικό Ήχος.

Σήμερα, συναντάμε τους Τρίο Τεκκέ (Trio Tekke, διεθνώς): αυτό το ξεχωριστό και κομβικό για τα κυπριακά πράγματα γκρουπ που συνίδρυσαν στο Λονδίνο ο Αντώνης Αντωνίου (που δρα και με τους Monsieur Doumani), ο πολυπράγμων Λευτέρης Μουμτζής –ο οποίος έχει έντονη δημιουργική παρουσία και στην indie pop/rock σκηνή– και ο Colin Somervell. 

Η συνέντευξή μας έγινε τον Νοέμβριο του 2011, έχοντας ως αφορμή τον δεύτερο και ίσως καλύτερό τους δίσκο «Σαμάς» –εκείνον με τον ήλιο και τον γάιδαρο. Πρωτοδημοσιεύτηκε, φυσικά, στις σελίδες του εντύπου και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Είναι η πρώτη φορά που διατίθεται στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το ίδιο το γκρουπ, για τις ανάγκες της δημοσίευσης


Μια λέξη/τίτλος («Σαμάς») με ασαφή σημασία –τουλάχιστον για μας στην Ελλάδα– ένας γάιδαρος κι ένας ήλιος σε ελαφρύ μουσταρδί φόντο. Διαφωτίστε μας, για αρχή, στα σχετικά με τη σημειολογία του δεύτερου δίσκου σας...

To όνομα πηγάζει από ένα εσωτερικό αστείο της τριάδας, το οποίο δεν θα θέλαμε να αποκαλύψουμε, ούτε και έχει ιδιαίτερο νόημα. Αυτό που μπορούμε να πούμε, όμως, είναι ότι αργότερα μάθαμε κι εμείς οι ίδιοι ότι η λέξη σαμάς έχει διάφορες ερμηνείες: για παράδειγμα, σε κάποια χωριά της Κύπρου σάμα λένε το σαμάρι του γαϊδάρου και σε κάποια άλλα σαμμάς (με δύο μ), είναι ο ίδιος ο γάιδαρος –ή γάρος στα Κυπριακά. Η Βικιπαίδεια λέει πως Σαμάς ήταν ο θεός του ήλιου για τους Σουμέριους και πάει λέγοντας. 

Τώρα, στο μπροστινό εξώφυλλο, απεικονίζεται ο κυπριακός γάρος. Κι αν θέλει κανείς να το δει με συμβολικό μάτι –σε σχέση δηλαδή με τη γενικότερη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους– μπορεί να το κάνει! Κάποιος μπορεί επίσης να το δει με το τουριστικό μάτι... ότι στόχος μας π.χ. με αυτήν την κυκλοφορία είναι, πάνω από όλα, η προώθηση των εξαγωγών κυπριακού γάρου στο εξωτερικό ή η επαναφορά του είδους ως βασικού μέσου συγκοινωνίας! Α, ναι... Και η προσέλκυση τουριστών στο νησί, για να θαυμάσουν από κοντά τους γάρους μας!

Στο νέο άλμπουμ, σε αντίθεση με τα «Ρεγγέτικα» (2009), η έμφαση δίνεται σε δικό σας υλικό, παρά σε διασκευές. Εντούτοις επιλέγετε και πάλι κάποια παλιά τραγούδια, όπως τον "Αντώνη Τον Βαρκάρη" ή το "Πάμε Στο Φάληρο". Τι υπαγόρευσε το πόσες διασκευές και ποιες θα περιέχει το «Σαμάς»; 

Δεν υπήρξε ιδιαίτερη σκέψη πίσω από αυτό, η αλήθεια να λέγεται. Βασικά μπήκαμε στο στούντιο και προσπαθήσαμε να γράψουμε όλο το υλικό που είχαμε (διασκευές και μη) και μετά διαλέξαμε τι πιστεύαμε ως καλύτερο. 

Το γεγονός ότι τα περισσότερα είναι «αυθεντικά» κομμάτια αποτελεί μια θετική εξέλιξη και σίγουρα δίνει και κάποιες νύξεις ως προς τα μελλοντικά σχέδια του γκρουπ. Οι διασκευές που επιλέχθηκαν βρίσκονταν ήδη στο σετ των συναυλιών μας, οπότε διαλέξαμε εκείνες που είχαν την καλύτερη ενέργεια στις ηχογραφήσεις, ώστε να μπουν στον δίσκο.

Τα «Ρεγγέτικα» βρήκαν αρκετή απήχηση στην πατρίδα σας –κατά δήλωσή σας είναι από τις πιο επιτυχημένες κυπριακές μουσικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων. Πώς λοιπόν δεν επιδιώξατε για το «Σαμάς» μια κυκλοφορία σε δισκογραφική εταιρεία με μεγάλο δίκτυο διανομής; Αντ' αυτού κινείστε και πάλι ανεξάρτητα...

Ναι, υπήρξε όντως μια συνειδητή επιλογή αυτό. Καταρχήν, μας παίρνει αρκετό χρόνο να βρεθούμε όλοι, να γράψουμε, να προβάρουμε, να παίξουμε, να ηχογραφήσουμε. Δεν μένει και πολύς χρόνος μετά να γυρεύουμε εταιρείες. Από την άλλη, ούτε θελήσαμε. Είπαμε να βγάλουμε ανεξάρτητα το «Σαμάς» και να συνεχίσουμε με αυτόν τον κάπως ανορθόδοξο και underground τρόπο διανομής, με την ελπίδα πως σιγά-σιγά θα μαθευτεί και θα διαδοθεί, όπως έγινε και με τα «Ρεγγέτικα». 

Και, όπως φαίνεται, μάλλον καλά κάναμε! Προς το παρόν πουλάμε τον δίσκο από την ιστοσελίδα μας και, πιστέψτε μας, έχουν αγοραστεί αντίτυπα από κάθε άκρη του κόσμου. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι μας προσέγγισε και μια εταιρεία-κολοσσός στη world δισκογραφία, με σκοπό την επανακυκλοφορία του «Σαμάς» κάτω από δικό τους label. Αλλά τελικά δεν τα βρήκαμε. 

Αξιοσημείωτη όμως ήταν και η υποδοχή του ντεμπούτο σας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Τι πιστεύετε τράβηξε τα διεθνή ακροατήρια; Πώς πέτυχαν οι Τρίο Τεκκέ εκεί όπου έχουν αποτύχει πάμπολλα ελληνικά αγγλόφωνα γκρουπ;

Στον Δυτικό κόσμο και ειδικότερα σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία και φυσικά η Αμερική, παρατηρείται την τελευταία δεκαετία (ίσως και εικοσαετία) ένα τρελό ενδιαφέρον προς μουσικά είδη άλλων λαών, τα οποία έχουν διαφορετικό άκουσμα από αυτό που λέμε «τονικό σύστημα». Για ποιον ακριβώς λόγο δεν μπορούμε να ξέρουμε, ίσως όμως να είναι η «εξωτική» διάθεση που προκαλούν. 

Ένας Γερμανός ή Ιρλανδός, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, εκλαμβάνει τη μουσική μας (στην οποία κατά τα άλλα ο στίχος έχει καθοριστική σημασία) σε κάποιο άλλο επίπεδο, πέρα από το εννοιολογικό. Δημιουργεί δηλαδή στο μυαλό του ένα δικό του νόημα, το οποίο τον ικανοποιεί και τον ελκύει –και πολλές φορές δεν έχει καν την ανάγκη να μάθει τι πραγματεύεται ένα τραγούδι. 

Μεγάλο ρόλο στην καλή υποδοχή που είχαμε από το συγκεκριμένο κοινό έπαιξαν πιστεύουμε και οι ενορχηστρώσεις μας, καθώς περιέχουν πολλά στοιχεία –κυρίως ρυθμικά– προερχόμενα από άλλα μουσικά είδη, σίγουρα πιο οικεία στα αφτιά τους. Τέτοια στοιχεία λειτουργούν ως σημεία αναφοράς, από όπου το συγκεκριμένο κοινό μυείται σε αυτόν τον «μακρινό» για εκείνους κόσμο.

Πώς άλλαξαν οι ισορροπίες στο συγκρότημα, με δεδομένο ότι το σχηματίσατε στο Λονδίνο και ως το 2008 κινηθήκατε ευρωπαϊκά, μα πλέον δύο από τα μέλη του έχουν επιστρέψει στη γενέτειρα Κύπρο;  

Η φιλία και οι δεσμοί δεν αλλοιώθηκαν καθόλου με αυτήν την εξέλιξη, παρόλο που από το 2008 ο καθένας μας έχει δουλέψει (μουσικά) πάνω σε πάρα πολλά πράγματα από μόνος του ή έχει κάνει πολλές άλλες συνεργασίες. Όταν βρεθούμε, πάνω-κάτω η ενέργεια είναι εκεί. Ή, όταν δεν είναι, τη βρίσκουμε συνήθως μετά την πρώτη συναυλία. 

Εξακολουθούμε πάντως να παίζουμε στην Αγγλία (παίξαμε τον φετινό Φλεβάρη και Μάρτιο) και σίγουρα θα ανταποκριθούμε θετικά σε προσκλήσεις για Ευρώπη, αν αυτές προκύψουν. Απλά πλέον διαφέρει το από πού μετακινείται ο καθένας μας. Και, στον δημιουργικό τομέα, το ότι ίσως να μην υπάρχει μια συνεχής ροή, όπως προηγουμένως.

Μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε την αγάπη των Αντωνίου & Μουμτζή για τα παλιά ρεμπέτικα, όμως πώς προέκυψε κάτι τέτοιο για τον Βρετανοχιλιανό Colin Somervell, που συμπληρώνει το τρίο με το κοντραμπάσο του;

Ο Colin ήταν συμφοιτητής με τον Λευτέρη στο Μπέρμιγχαμ. Ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά το 2004 και οι τρεις μας σχηματίσαμε μια μπάντα που δεν είχε σε τίποτα να κάνει με ρεμπέτικα. Ο ίδιος μας άκουγε όμως να παίζουμε ρεμπέτικα και τον συνεπήρε η πολυπλοκότητα της απλότητάς τους. Έγινε δηλαδή μια σχετικά ομαλή εισαγωγή του σε αυτόν τον μουσικό κόσμο. 

Μετά από έναν χρόνο, όταν βρεθήκαμε στο Λονδίνο και παίζαμε ρεμπέτικα με τον Λευτέρη (ο οποίος λόγω έλλειψης κιθάρας συνόδευε με μπάντζο), διαμορφώθηκε –έτσι τυχαία– ένα συναρπαστικό groove και μας κόλλησε η ιδέα να πειραματιστούμε και να το αναπτύξουμε περαιτέρω. Ο Colin με το κοντραμπάσο του υπήρξε ο καταλύτης: έφερε ακριβώς τα στοιχεία που χρειάζονταν για να πάρει το όλο πρότζεκτ μια ενθουσιώδη στροφή.

Αλήθεια, γιατί τα ρεμπέτικα; Γιατί βλέπουμε μουσικούς όπως εσάς, τον Μπάμπη Παπαδόπουλο ή τον Γιάννη Κυριακίδη να αποπειρώνται να ανανεώσουν αυτό συγκεκριμένα το κομμάτι της μουσικής παράδοσης του Ελληνισμού –και όχι ας πούμε το δημοτικό τραγούδι ή το ελαφρό του Μεσοπολέμου; 

Αυτή είναι μια καλή ερώτηση... Λες να πρόκειται για συγκυρία ή μήπως το ρεμπέτικο έχει κάτι βαθύτερο από τα άλλα δύο που αναφέρεις; Στον Λευτέρη, πάντως, αρέσει το ελαφρό του Μεσοπολέμου: μεγάλωσε με τέτοια ακούσματα και πού και πού τα παίζει. Ίσως όμως το ρεμπέτικο να έχει μια άλλη δυναμική, η οποία επιδρά πάνω μας διαφορετικά. Είμαστε παιδιά της πόλης κι έχουμε τύχει και μετανάστες, όπως και μιας κάπως χαλαρότερης στάσης ζωής –οπότε ίσως γι' αυτό να χτυπά κάποια νεύρα, κάπου μέσα μας. 

Επίσης, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ενέργεια η οποία περικλείεται στην εκτέλεση ενός τραγουδιού τέτοιου ύφους και όχι απλά μία αναβίωση του ρεμπέτικου. Δεν αποκλείουμε, φυσικά, ότι μελλοντικά θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε και με άλλα κομμάτια της παράδοσής μας. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σκέψεις για κάποιο πρότζεκτ που να έχει ως βάση την κυπριακή μουσική παράδοση.

Ως τώρα το «Σαμάς» έχει παρουσιαστεί μόνο στην Κύπρο, στις 12 Νοεμβρίου όμως θα το φέρετε και στην Αθήνα (στον «Ιανό»). Τι άλλο περιλαμβάνουν τα άμεσα σχέδιά σας;

Εκτός από τη συναυλία-παρουσίαση στον «Ιανό», θα κάνουμε ακόμη δύο παραστάσεις στην Ελλάδα: στα Ιωάννινα, στην «Αγορά Πολυχώρος» στις 10 Νοεμβρίου και στη Θεσσαλονίκη, στο «Γαία Live», στις 11 Νοεμβρίου. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα ξαναβρεθούμε στην Ελλάδα για ένα μεγαλύτερο τουρ! Τον Δεκέμβριο έχουμε προγραμματισμένες συναυλίες στην Κύπρο και τον ερχόμενο Μάιο θα γίνει μια περιοδεία στην Αγγλία.