31 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 29 Αυγούστου 2020



Με την εκπομπή του Σαββάτου, έληξαν τα προηχογραφημένα μας ντουέτα με τον Στυλιανό Τζιρίτα για τη φετινή θερινή σαιζόν του ραδιοφώνου μας: ο έτερος Καππαδόκης επέστρεψε ζωντανά στο μικρόφωνο την Κυριακή, στα ...προσεχώς θα γυρίσω κι εγώ. 

Ως προς το «μενού», τώρα, η Συχνοτική Συμπεριφορά πήγε ως το Τόκυο για να ακούσει "Mahusale" από τους Albert Mangelsdorff Quartet, θυμήθηκε τους Smiths, τους Lard και τον Ανέστη Δελλιά, ενώ έπαιξε και το "Hasta Siembre" στην τούρκικη εκδοχή των Ahmet Koc & Cansu Koc. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. BRAD MEHLDAU, GABRIEL KAHANE & BECCA STEVENS: The Prophet Is A Fool
2. JANIE FRICKE: It Ain't Easy Being Easy
3. THE SMITHS: There Is A Light That Never Goes Out
4. JAD FAIR: You Have It All
5. ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Γυριστρούλα
6. LARD: I Wanna Be A Drug-Sniffing Dog
7. BILLIE EILISH: Bad Guy
8. DEEP PURPLE: Child In Time
9. ΑΝΕΣΤΗΣ ΔΕΛΛΙΑΣ: Το Χαρέμι Στο Χαμάμ
10. AHMET KOC & CANSU KOC: Hasta Siembre
11. ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Κόπα Καμπάνα
12. ALBERT MANGELSDORFF QUARTET: Mahusale – live in Tokyo




27 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 23 Αυγούστου 2020



Σε προηχογραφημένη θερινή τροχιά τέθηκε και την Κυριακή η Συχνοτική Συμπεριφορά, με το δίδυμο να εκκινεί με την πρωτοπόρα ματιά του Νίκου Μαμαγκάκη στις Βάκχες του Ευριπίδη (1969) και να πηγαίνει από εκεί (κατά το δοκούν, ως συνήθως) στον David Bowie, στον Γιάννη Πάριο, στους Cure, αλλά και στις Δυνάμεις Του Αιγαίου και στο ξεχασμένο συγκρότημα Αλλού του Σάββα Υσάτη.

Επόμενο ραδιοφωνικό ραντεβού, το ερχόμενο Σάββατο, 29 Αυγούστου.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ: Θρήνος Για Τον Πενθέα
2. ΑΛΛΟΥ: Ο Μάγος
3. ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΥΡΝΑΣ & ROUTH: Ο Πιο Καλός Τραγουδιστής
4. ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: Εγγλεζίτσα
5. DAVID BOWIE: Wild Is The Wind
6. DAVID BOWIE: Sell Me A Coat
7. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Φωτεινό Μου Καλοκαίρι
8. SHERYL CROW: Everyday Is A Winding Road
9. JOHN ZORN & PAT METHENY: Albim
10. THE YARDBIRDS: Train Kept-A-Rollin'
11. ΚΙΚΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ & ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ: Ντουνιά Υποκριτή
12. THE LEMONHEADS: It's A Shame About Ray
13. JARVIS COCKER: I Never Said I Was Deep
14. GARBAGE: Queer
15. THE CURE: From The Edge Of The Deep Green Sea

26 Αυγούστου 2020

Οι Απάχηδες Των Αθηνών - ανταπόκριση (2020)



Πολύ χάρηκα που έμαθα ότι, παρά την ανασφάλεια της περιόδου και τις τόσες ακυρώσεις, η 4K αποκαταστημένη κόπια της θεωρούμενης ως χαμένης (μέχρι το 2016) ταινίας του Δημήτρη Γαζιάδη Οι Απάχηδες Των Αθηνών (1930) οδεύει πλέον σε διεθνείς περιπέτειες: σήμερα Τετάρτη 26 Αυγούστου και τη Δευτέρα 31 Αυγούστου, θα προβληθεί στο Il Cinema Ritrovato, στη Μπολόνια της Ιταλίας –πρόκειται για το σημαντικότερο φεστιβάλ αποκατεστημένων ταινιών στον κόσμο. 

Οι θεατές θα έχουν μάλιστα την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το φιλμ συνοδεία της ζωντανής μουσικής που απολαύσαμε στις 15 Φεβρουαρίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή (σε μέρες ανέμελες, προ κορωνοϊού και άλλων δαιμονίων), η οποία θα τους προσφερθεί βέβαια στην ηχογραφημένη της εκδοχή. Και είναι ακόμα μεγαλύτερη η χαρά μου που πληροφορήθηκα ότι της ηχογράφησης, επεξεργασίας και μίξης επιμελήθηκαν δύο γνώριμοί μου, ο Θοδωρής Ζευκιλής και ο Παναγιώτης Χούντας –αμφότεροι ανάμεσα στους πιο άξιους ανθρώπους που ασχολούνται με τον ήχο στην Ελλάδα.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, το blog αναδημοσιεύει σήμερα την ανταπόκριση της βραδιάς του Φεβρουαρίου από την αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το αρχικό κείμενο δημοσιεύτηκε νωρίτερα μέσα στη χρονιά στο Avopolis και προσφέρεται εδώ με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης.


Το θερμό χειροκρότημα που αντήχησε στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής Σκηνής καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στους Απάχηδες Των Αθηνών, εμπεριείχε τον ειλικρινή ενθουσιασμό ενός ετερόκλητου κοινού (ειδήμονες, ξένοι προσκεκλημένοι, εγχώριοι δημοσιογράφοι, απλός κόσμος που ήρθε από περιέργεια), το οποίο δεν ήξερε τι να περιμένει από τη συγκεκριμένη προβολή και τη ζωντανή μουσική που θα τη συνόδευε.

Εν αρχή, πάντως, ήταν σίγουρα η μουσική στην όλη εμπειρία, αφού οι Απάχηδες Των Αθηνών πρωτοέζησαν ως οπερέτα, γραμμένη από τον Νίκο Χατζηαποστόλου σε λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα. Ανέβηκαν τον Αύγουστο του 1921 στο θέατρο Αλάμπρα από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή και χάλασαν κόσμο, σημειώνοντας εισπρακτικό ρεκόρ για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, με 600 παραστάσεις σε όλη τη χώρα και γύρω στα 400.000 εισιτήρια (η Αθήνα της εποχής, σημειώστε, είχε περίπου 300.000 κατοίκους). Αυτή ακριβώς η δημοφιλία ήταν που οδήγησε και στη μεταφορά τους στον κινηματογράφο το 1930 από τον Δημήτρη Γαζιάδη, με τον Πρινέα να επανέρχεται σε ρόλο σεναριογράφου –θα ακολουθούσε άλλη μία ταινία 20 χρόνια αργότερα (1950), με πρωταγωνιστές τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Άννα Καλουτά, σε σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά.


Αν και το 1930 η οικονομική κατάσταση είχε στενέψει ιδιαιτέρως (και) για τους Έλληνες, η ταινία του Γαζιάδη γνώρισε επιτυχία, γράφοντας μάλιστα και τη δική της ιστορία, καθώς υπήρξε η πρώτη εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή που συνοδευόταν από συγχρονισμένη ηχογράφηση της μουσικής και των τραγουδιών: το κοινό της εποχής, δηλαδή, παρακολουθούσε το βωβό φιλμ και άκουγε τα διάσημα άσματα που το συνόδευαν από γραμμόφωνο εγκατεστημένο μέσα στην αίθουσα προβολής –τρία μάλιστα από αυτά ήταν πρωτότυπες δημιουργίες, γραμμένα για τις ανάγκες της. Εντούτοις, η ταινία χάθηκε στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν· μέχρι που, απρόσμενα, ανακαλύφθηκε μια κόπια της στη Γαλλική Ταινιοθήκη (2016), η οποία και αποκαταστάθηκε χάρη σε δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος και στη δουλειά ενός διεθνούς επιτελείου. Φορέας υλοποίησης ήταν βέβαια η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (η οποία είναι πλέον και η κάτοχος της νέας κόπιας), με τα πρέποντα συγχαρητήρια να πηγαίνουν στην υπεύθυνη για το έργο Ηλέκτρα Βενάκη.


Ενενήντα χρόνια μετά, για τους Αθηναίους του 2020, τον ρόλο εκείνου του γραμμοφώνου έπαιξαν αφενός η Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ σε διεύθυνση Αναστάσιου Συμεωνίδη, η οποία απέδωσε την ανασύσταση του πρωτότυπου soundtrack –όπως το επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσελίκας– αφετέρου οι μονωδοί της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Χρήστος Κεχρής, Μιράντα Μακρυνιώτη και Άννα Στυλιανάκη, οι οποίοι ανέλαβαν να ερμηνεύσουν ζωντανά τα συνοδευτικά τραγούδια.

Το αποτέλεσμα ήταν πολύ επιτυχημένο, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ποτέ δεν θα είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς έφτιαξε το 1930 για την ταινία ο ίδιος ο Νίκος Χατζηαποστόλου, διευθύνοντας μια ορχήστρα με συνολικά 60 όργανα. Αναγκαστικά, η επιλογή έγειρε προς όσα γνωρίζουμε από πλάκες γραμμοφώνου 78 στροφών για τη μουσική της οπερέτας του 1921, ενώ ιδιαίτερα εύσημα ανήκουν στους Κεχρή, Μακρυνιώτη & Στυλιανάκη, καθώς έμειναν πιστοί στα τραγουδιστικά πρότυπα του Μεσοπολέμου, προτιμώντας τον λίγο «ξένο» στα αυτιά μας στόμφο και το στυλιζάρισμα εκείνων των καιρών, παρά μοντέρνες και πιο «οικείες» προσεγγίσεις. Περισσότερα θα μπορούμε να πούμε όταν εκδοθεί η σχετική ηχογράφηση, καθώς στη Λυρική Σκηνή μεγάλο μέρος της προσοχής μας αφοσιώθηκε τελικά στην ίδια την ταινία.


Κι αυτό, βέβαια, μόνο τυχαίο δεν είναι. Γιατί, αν και η υπόθεση οπερέτας και ταινίας διαφέρει έως και σημαντικά σε σημεία, ο Γαζιάδης πέτυχε πλήρως τον διακηρυγμένο του στόχο για ένα «εξευγενισμένο λαϊκό ρομάντζο». Το οποίο έχει μάλιστα αμιγώς αστικό χαρακτήρα, που το ξεχωρίζει από τα βουκολικά δράματα της εποχής, όπου συνήθως πρωταγωνιστεί η επαρχιακή ύπαιθρος και η φουστανέλα της Παλαιάς Ελλάδας.

Χάρη στο δίχως κενά σενάριο του Πρινέα, από το οποίο δεν λείπει η αίσθηση της κλιμάκωσης, ο σκηνοθέτης ξαναζωντανεύει μια εν πολλοίς άγνωστη στο σύγχρονο κοινό Αθήνα, όπου η Πλάκα δεν διαθέτει τίποτα το γκλάμουρ ή το τουριστικό –αντιθέτως, είναι βουτηγμένη στη μαύρη φτώχεια– και συνυπάρχει αφενός με ένα ζωηρό κέντρο (με σημαντική παρουσία αυτοκινήτων), αφετέρου με τις πνιγμένες στους κήπους επαύλεις των πλουσίων, με τα σχετικά πλάνα να τις προβάλλουν βέβαια στην υπερβολή τους, αφού βλέπουμε ουσιαστικά το θερινό ανάκτορο των παλιών μας βασιλιάδων στο Τατόι.


Φανερώνοντας μια ματιά με ιδιαίτερη συγκρότηση, ο φακός του Γαζιάδη αναδεικνύει τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις του Μεσοπολέμου πότε κεντράροντας στα φθαρμένα παπούτσια της Τιτίκας, πότε στο θρόισμα των φυλλωσιών στην άνετη διώροφη κατοικία του Αθανάσιου Παραλή. Μάλιστα, η ταινία δεν αρκείται στον ρόλο του παρατηρητή, καθώς ξεγυμνώνει την κενότητα που συνοδεύει τα νεόπλουτα ήθη, ιδιαίτερα στη σκηνή όπου ο πολυεκατομμυριούχος επιθυμεί να εξοπλίσει με βιβλία τη γιγαντιαίων διαστάσεων βιβλιοθήκη του, αδυνατώντας ωστόσο να ονομάσει έναν, έστω, συγγραφέα της αρεσκείας του. Πολλά στην επιτυχία όλων αυτών των πλάνων οφείλονται βέβαια στη λαμπερή ποιότητα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Μιχάλη Γαζιάδη –αδελφού του σκηνοθέτη και συνιδρυτή της εταιρείας παραγωγής Dag Film– την οποία έχουμε θαυμάσει και στην Αστέρω του 1929.


Αποφασιστικής σημασίας ήταν πάντως και το επιλεγμένο cast, το οποίο έφερε στη μεγάλη οθόνη δημοφιλέστατους ερμηνευτές της Λυρικής Σκηνής του Μεσοπολέμου, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο τους δεσμούς των κατά Γαζιάδη Απάχηδων Των Αθηνών με τη μουσική μήτρα απ' όπου ξεπήδησαν. Ο Λυκούργος Καλαποθάκης έχασε βέβαια (λόγω ασθενείας) μια ιστορική ευκαιρία να αποδώσει στο σινεμά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Πρίγκιπα» που πρώτος έπαιξε το 1921, όμως ο διάσημος στα χρόνια εκείνα τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης (που τελικά τον ενσάρκωσε) αποδείχθηκε ιδανικός, διαθέτοντας όλη την απαιτούμενη ζεν πρεμιέ φινέτσα. Δίπλα του, η Μαίρη Σαγιάνου αποτυπώθηκε πράγματι ως «μία πραγματική απόλαυσις» ως Τιτίκα, όπως σχολίασε στην κριτική της για την Εσπερινή της εποχής η Ίρις Σκαραβαίου, δίνοντας και σε μας την ευκαιρία να θαυμάσουμε μία αδικοχαμένη Ελληνίδα σταρ –μόλις 2 χρόνια αργότερα θα πέθαινε από τυφοειδή πυρετό, με πλήθος απλού κόσμου να τη συνοδεύει συντετριμμένος στην τελευταία της κατοικία.


Το βάθος βέβαια της ταινίας αποκαλύπτεται στους συνοδευτικούς, μικρότερους ρόλους, οι οποίοι είναι πραγματικά ένας κι ένας. Ο γνωστός τραγουδιστής εκείνων των καιρών Πέτρος Κυριακός απέδωσε και στην ταινία τον ρόλο του Καρκαλέτσου που έπαιζε επί χρόνια στο θεατρικό σανίδι, ενώ τον έτερο κολλητό του «Πρίγκιπα», τον Καρούμπα, ενσάρκωσε ωραία ο ίδιος ο λιμπρετίστας και σεναριογράφος, Γιάννης Πρινέας. Ο Γιώργος Χριστοφορίδης ως Αθανάσιος Παραλής αξιοποίησε τη θεατρική του παιδεία και την εμπειρία του από τους θιάσους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους οποίους ανδρώθηκε, ενώ πειστική στον ρόλο της κόρης του Βέρας Παραλή στάθηκε η αληθινή του κόρη, Στέλλα Χριστοφορίδη. Αλλά η πραγματική αποκάλυψη ήταν ο Νικόλαος Περδίκης, που έπαιξε με θαυμάσιες εκφράσεις προσώπου ή/και βλέμματα τον πανούργο γραμματέα Ζηνόβιο Κυριακό, ισορροπώντας άψογα μεταξύ κακομοιριάς και κακεντρέχειας.

Κερασάκι δε στην όλη τούρτα, ο μπόμπιρας με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία ο οποίος πείραζε τον Επιτροπάκη στα στενά της Πλάκας, αλλά και ο μουστακαλής που απολαμβάνει τα ρεβίθια του στην ταβέρνα Κληματαριά όντας «αληθινόν αριστούργημα ηθογραφίας», όπως σχολίασε ο αταυτοποίητος κριτικός της εφημερίδας Πατρίς που βρίσκεται πίσω από τα αρχικά Καπ. Σ. Έστω και ως περιφερειακές φιγούρες, μετρήθηκαν τελικά στους λόγους για τους οποίους έπεσε τόσο χειροκρότημα εν έτει 2020, για να κλείσουμε κάνοντας κύκλο με την αρχή του παρόντος κειμένου.

* Οι πληροφορίες για την υποδοχή της ταινίας από τον Τύπο της εποχής αντλήθηκαν από το σχετικό κεφάλαιο στο έξοχο βιβλίο του Αργύρη Τσιάπου Οι Πρώτες Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου (ιδιωτική έκδοση, Σέρρες 2015), το οποίο υπάρχει και στο ίντερνετ με τη μορφή blog. Όλα τα σχετικά με τους Απάχηδες των Αθηνών είναι λοιπόν προσβάσιμα εδώ.

25 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 22 Αυγούστου 2020



Η Συχνοτική Συμπεριφορά του Σαββάτου «σέρβιρε» ντουέτο σε κονσέρβα, αφού είχαμε προηχογραφήσει την εκπομπή με τον Στυλιανό Τζιρίτα, εν όψει των φετινών καλοκαιρινών αδειών.

Η σκέψη του Ennio Morricone και των θρυλικών του soundtracks παρέμεινε μαζί μας, παίξαμε όμως και 10CC και Fela Kuti σε κομβικές νιγηριανές ηχογραφήσεις, αλλά και το πάντα σαγηνευτικό "Boat-Woman-Song" από την Canaxis 5 συνεργασία του Holger Czukay με τον Rolf Dammers (1969).

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ENNIO MORRICONE: Theme From Per Qualche Dollaro In Più 
2. 10CC: Feel The Benefits (pts. 1-3)
3. ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΝΥΜΦΗ & ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Ιδαίοι Δάκτυλοι
4. ΤΡΙΟ ΤΕΚΚΕ: Φουρτούνα Της Αυγής
5. TANGERINE DREAM: Tangram
6. ΜΑΙΡΗ ΛΙΝΤΑ: Μοιάζεις Κι Εσύ Σαν Θάλασσα
7. JOE PASS: The Night Has A Thousand Eyes
8. FELA KUTI & THE AFRICA 70: Lady
9. POWER STATION: Some Like It Hot
10. TECHNICAL SPACE COMPOSER'S CREW: Boat-Woman-Song
11. PATSY CLINE: You Belong To Me 

21 Αυγούστου 2020

Ελελεύ - συνέντευξη (2007)



Τέτοιες εποχές κάθε χρόνο, όταν με τις θερινές άδειες στους 105,5 Στο Κόκκινο κλείνει ουσιαστικά η ραδιοφωνική σαιζόν και αρχίζουμε σιγά-σιγά να σκεφτόμαστε τα «καινούρια» και τα «επόμενα», το δικό μου μυαλό πάντοτε πηγαίνει στον Βαγγέλη τον Βέκιο. Που για τους περισσότερους, βέβαια, έχει μείνει στη μνήμη ως ο «ντράμερ των Μουσικών Ταξιαρχιών» (των οποίων υπήρξε και συνιδρυτής), αλλά για μένα είναι πάντα και κάτι άλλο: ο άνθρωπος που με έπεισε να κάνω ραδιόφωνο ανοίγοντας αυτήν την επαγγελματική πόρτα στη ζωή μου, η οποία φέτος συμπλήρωσε αισίως 13 χρόνια –όλα στα FM, ντουέτο με τον Στυλιανό Τζιρίτα, άσχετα αν κάναμε τη Συχνοτική Συμπεριφορά ή το πρωινό ενημερωτικό του Κόκκινου Πετεινού.

Με τον Βαγγέλη, τσακωνόμασταν συχνά. Και όταν λέω τσακωνόμασταν, δεν εννοώ μόνο στο φιλικό, για τον τάδε δίσκο, το δείνα τραγούδι. Συνέβαιναν βέβαια κι αυτά, χτυπούσε λ.χ. το τηλέφωνο και πήγαινε κάπως έτσι η συζήτηση: 
- έλα βρε μαλάκα, παίξατε Άντζελα Δημητρίου χθες;
- ξέρω 'γω ρε συ Βαγγέλη, άμα παίζει ο σταθμός Φωτεινή Δάρρα, δεν καταλαβαίνω, γιατί όχι, καλύτερη δεν είναι; 
- τι;! ποιος έπαιξε Δάρρα; πότε; 
- ε, τώρα, λες και δεν τα ξέρεις... 
- καλά, σε κλείνω γιατί πνίγομαι, πέρνα να πιούμε καφέ

Ποτέ δεν είπε «αυτό δεν θα το ξαναπαίξεις»· γιατί για τον Βέκιο το ράδιο ήταν οι παραγωγοί του, άσχετα με τα δικά του γούστα, γύρω από τα οποία είχε ισχυρές, ισχυρότατες απόψεις. Είναι μια κουλτούρα που λείπει ηχηρά από τη σκεβρωμένη  ραδιοφωνία της χώρας μας. Προσπαθεί ίσως να ξανανθίσει στους ιντερνετικούς σταθμούς, αλλά ως τώρα το κοινό που τους ακολουθεί είναι αριθμητικά πολύ μικρό, ενώ και οι ίδιοι δεν είναι απαλλαγμένοι από λογής-λογής κουτάκια. Αρκετές φορές, μάλιστα, αντιμετωπίζονται ακόμα και από όσους τους επανδρώνουν ως πιθανό μεταβατικό σκαλοπάτι προς τα FM, παρά ως κάτι με αυταξία.  

Τα παραπάνω είναι βέβαια τα ευτράπελα. Γιατί, κατά καιρούς, ανταλλάξαμε και βαριές κουβέντες με τον Βέκιο, στο παλιό κτίριο του 105,5 Στο Κόκκινο στη Σαρρή –επί κρίσιμων επαγγελματικών θεμάτων. Να με συγχωρούν όσοι αγαπάνε τους εξωραϊσμούς και τα δεδικαίωται των νεκρών, αλλά προσωπικά προτιμώ να τους θυμάμαι ως ζωντανούς ανθρώπους· με τα καλά και τα στραβά τους, δηλαδή, και όχι ως ψευδεπίγραφα αγίους. Αλλά ό,τι και να είχε ειπωθεί μεταξύ μας, στο τέλος τα ξαναβρίσκαμε. Δεν έμεναν πικρίες.

Τελευταία φορά που είδα τον Βαγγέλη, περπατήσαμε μαζί τα στενά κάτω από την Ομόνοια για να βγούμε Ψυρρή. Είπαμε μόνο για δουλειές, ήταν σκασμένος με διάφορα, μα δεν το έβαζε κάτω· είχε ένα σχέδιο ακόμα να δοκιμάσει, μου είπε. Αλλά ο Μάρτης του 2015, έβαλε απροσδόκητους τίτλους τέλους σε όλα, πολύ νωρίς. 

Κύλησαν 5 γεμάτα χρόνια από τότε, οπότε σκάλισα αυτές τις μέρες τα αρχεία και βρήκα τη συνέντευξη που στάθηκε αρχή για τη γνωριμία μας με τον Βαγγέλη. Πρωτοσυναντηθήκαμε λοιπόν φθινόπωρο του 2007, στου Ψυρρή: είχε στήσει τότε το συγκρότημα Ελελεύ, βγάζοντας κι ένα ομώνυμο άλμπουμ στην ιστορική Hitch-Hyke. Στον καφέ που κανονίσαμε ήρθε μαζί με την τραγουδίστρια του σχήματος, Μαρία Πανοσιάν, η οποία επίσης δούλεψε στους 105,5 Στο Κόκκινο επί σειρά ετών, ως ηχολήπτρια, αλλά και ως μουσική παραγωγός· έχει μάλιστα και τη δική της, σόλο καριέρα, με διαφορετικές ανησυχίες συγκριτικά με τους Ελελεύ. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο (τότε) Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Από τη μία, ένας μουσικός με ιστορία και θητεία στις θρυλικές Μουσικές Ταξιαρχίες, που όμως απουσίασε κάμποσα χρόνια από τη δισκογραφία. Από την άλλη μια νέα φωνή, την οποία πρώτη φορά ακούμε να πρωταγωνιστεί σε άλμπουμ. Τι ήταν αυτό που τράβηξε τον καθένα σας στην υπόθεση Ελελεύ;

Βαγγέλης: Υπάρχει μια εντύπωση, ότι όταν κάποιος σταματάει να παίζει, εξαφανίζεται και παύει να ασχολείται με τη μουσική. Αυτό είναι λάθος. Όλα τα χρόνια που λείπω από το προσκήνιο, έκανα διάφορες συνεργασίες, που απλώς δεν δισκογραφήθηκαν. Κάποια στιγμή που είχα τον χρόνο και μάζεψα κάποιο υλικό, έψαξα να βρω μερικούς ανθρώπους για να το κάνω μαζί τους. Ήθελα μια μπάντα, γιατί είναι πολύ σημαντικό για μένα να δραστηριοποιούμαι με αυτόν τον τρόπο. Κάπως έτσι ξεκίνησε η υπόθεση Ελελεύ. Για να φτάσουμε βέβαια στη Μαρία την Πανοσιάν, αλλάξαμε 22 τραγουδίστριες! Όχι ότι ήταν κακές, απλώς ήταν αλλού σε σχέση με τα όσα κάναμε. Στην περίπτωση της Μαρίας, δεν με ένοιαξε τόσο η φωνή της, όσο τα γκάζια της και η όρεξη που είχε. Τα γκάζια είναι πολύ βασικό πράγμα σε αυτό το είδος μουσικής.

Μαρία: Εμένα με τράβηξε πρώτα και κύρια η αυθεντικότητα του Βέκιου, γιατί ήμουν στην εντελώς απέναντι όχθη. Βρισκόμουν σε λάθος κύκλωμα και αυτό που έλειπε –πρώτα σε ανθρώπινη βάση, αλλά βέβαια και σε καλλιτεχνική από εκεί και ύστερα– ήταν το να έχω να κάνω με αυθεντικά άτομα. Από εκεί και πέρα αγάπησα βέβαια και τα τραγούδια του πολύ. Αλλά κυρίως στάθηκα σε αυτό το αληθινό, ό,τι δηλαδή δεν είχα βρει στις δουλειές και τις συνεργασίες που είχα κάνει πριν τους Ελελεύ. 

Και πώς φτάσατε αλήθεια στο όνομα Ελελεύ; Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;

Βαγγέλης: Κοίταξε, κάθε συγκρότημα χρειάζεται ένα ας το πούμε σήμα κατατεθέν. Και αυτή η λέξη, αυτός ουσιαστικά ο αλαλαγμός με τον οποίον επιτίθονταν οι αρχαίοι Έλληνες στους Πέρσες, κάτι αντίστοιχο με το «Αέρα!» των νεότερων χρόνων, περικλείει πολλά από τα χαρακτηριστικά που θέλαμε να έχουμε ως γκρουπ. 

Δηλώνει δηλαδή και μια γενικότερη οπτική για τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Μια καλλιτεχνική δηλαδή στάση η οποία δεν σκοπεύει να αδιαφορήσει για ό,τι λέμε «κοινά»…

Βαγγέλης: Αλίμονο αν η μουσική δεν είναι καθρέφτης των πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας. Δυστυχώς έτσι όπως μεγαλώνουμε –περισσότερο τώρα θα έλεγα, καθώς παλιότερα δεν υπήρχε η τηλεόραση– χάνεται ή ξεχνιέται ότι η μουσική πρέπει κι αυτή να αντικατοπτρίζει πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Κι έτσι καταλήγουμε είτε να τρέχουμε μόνο πίσω από τον επόμενο δίσκο που θα μας κρατήσει ζωντανούς, να κάνουμε συναυλίες και να δίνουμε συνεντεύξεις, είτε παριστάνουμε κάτι που έρχεται απέξω, χωρίς να είμαστε πλέον εμείς. Όταν π.χ. ακούω Έλληνες να τραγουδάνε το “London Calling”, που μου αρέσει πολύ, μου φαίνεται πάρα πολύ αστείο. Γιατί κανείς δεν νοιάζεται για την Αθήνα; 

Δηλαδή δεν βλέπεις με καλό μάτι τη σκηνή των ελληνικών συγκροτημάτων που τραγουδάνε στα αγγλικά; 

Βαγγέλης: Η μοναδική φορά που συνέπραξα με ελληνικό συγκρότημα που τραγουδούσε αγγλικά, ήταν η εξαιρετική περίπτωση των Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Κι αυτό γιατί ήταν τόσο καλά τα κομμάτια που δεν με ένοιαζε ο στίχος, δηλαδή και στίχους να μην είχαν, πάλι θα τα έπαιζα. Αλλά τώρα να βγαίνει ο τύπος δίπλα από τον ποταμό Διακονιάρη και να μου λέει π.χ. για την αγάπη στη βροχή, ε, δεν ξέρω, μου φαίνεται αστείο. Ονειρεύεσαι ελληνικά, βρίζεις ελληνικά, όταν κάνεις έρωτα μιλάς ελληνικά, πώς τότε τραγουδάς στα αγγλικά;

Μαρία: Εγώ δεν συμφωνώ και τόσο. Όταν υπάρχει καλή προφορά και ο λόγος είναι κι αυτός καλός, γιατί όχι; Πιστεύω πως όσοι επιλέγουν να τραγουδούν αγγλικά έχουν τους λόγους τους ή ίσως τα κολλήματά τους. Μπορεί να έχει να κάνει με τα ακούσματα που είχαν από πιτσιρίκια ή με το ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι συμβαίνει στην πόλη τους ή τα όσα γίνονται στην ίδια τους τη χώρα. Εντάξει, δεν θα το επικροτούσα κάτι τέτοιο· αλλά δεν με χαλάει κιόλας.

Έχετε σκεφτεί ότι ίσως ο αγγλικός στίχος να είναι κι ένας τρόπος για μερικούς μουσικούς ώστε να μπορέσουν να βγουν και στο εξωτερικό, αντί να παλεύουν στο αφιλόξενο ελληνικό τοπίο; 

Βαγγέλης: Εγώ το μοναδικό πράγμα που βλέπω να κάνει στα σίγουρα καριέρα στο εξωτερικό, είναι η Κρίστη Στασινοπούλου. Η οποία μιλάει ελληνικά. Κι αν υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, θα είναι κάτι που δεν έχουν οι ξένοι. Δεν έχει νόημα να πας να πουλήσεις πάγο στους Εσκιμώους, πόσο μάλλον να πας να πουλήσεις brit pop στο Λονδίνο.

Εσείς πώς καταλήξατε σε αυτό το πλούσιο χαρμάνι, με τις κλασικές και ψυχεδελικές rock αναφορές από τη μία, τα ούτια και τις κρητικές λύρες από την άλλη; 

Βαγγέλης: Κανένα μουσικό όργανο δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως rock εκ των προτέρων. Rock είναι η διάθεση με την οποία πιάνεις ένα όργανο. Δεν σημαίνει π.χ. ότι, επειδή ένα μεγάλο κομμάτι του rock παίχτηκε με κιθάρες Stratocaster, όποιος πιάνει μια Stratocaster είναι αυτόματα rock –έχεις δει πόση Stratocaster κυκλοφορεί στα σκυλάδικα; Rock δεν είναι όποιος φοράει τα ίδια ρούχα με τον Iggy Pop ή όποιος δαγκώνει νυχτερίδες, όπως ο Ozzy Osbourne. Όλα ας πούμε τα κομμάτια που ακούς στο άλμπουμ είναι αρχικά γραμμένα με έναν τζουρά και μετά τα παίξαμε με τη μπάντα.

Μαρία: Rock αν θες είναι η αυθεντικότητα, η αμεσότητα με την οποία λειτουργείς. Εμείς για παράδειγμα είχαμε μεν στο μυαλό μας να κάνουμε κάτι με κρητική λύρα, αυτό όμως που τελικά προέκυψε και ακούς στο άλμπουμ ήρθε εντελώς τυχαία και φυσικά, σε στιλ δηλαδή «για παίξε αυτό να δούμε πώς θα βγει». 

Όμως, πόσο εύκολα εξηγείτε μια τέτοια καλλιτεχνική στάση, η οποία φέρνει δίπλα-δίπλα τον Μάρκο Βαμβακάρη με τους Jefferson Airplane, σε ένα νέο παιδί που έχει λίγο-πολύ μάθει να λειτουργεί με όρους «μουσικών φυλών»;

Βαγγέλης: Για μένα η διαφορά του Βαμβακάρη από τους Jefferson Airplane είναι μόνο διαφορά ύφους, στιλ· δεν σημαίνει κάτι για τη συναισθηματική δύναμη που βγάζουν, την οποία θεωρώ ίσης αξίας. Δεν θα ήθελα να αλλάξουμε εμείς κάτι, ώστε να προσεγγίσουμε κάποια «φυλή». Ανήκω κι εγώ αν θες σε μια «φυλή», που ερωτεύεται, διασκεδάζει, πεθαίνει, περνάει δύσκολα σε αυτόν τον τόπο, ενδεχομένως δε να υποφέρει κιόλας, βασανίζεται από το νέφος ή τα τρόφιμα που τρώμε. Αν το συνειδητοποιούσαμε αυτό, θα ήμασταν όλοι μια φυλή.

Μαρία: Εγώ πάλι νομίζω πως απευθυνόμαστε σε όλους όσους κατά κάποιον τρόπο κοιμούνται, γιατί προσπαθούμε αν γίνεται να τους ξυπνήσουμε, ώστε να δούνε πραγματικά τι συμβαίνει. Ζούμε σε ένα παραμύθι, σε ό,τι ουσιαστικά πασάρει η τηλεόραση και σε ό,τι τύχει να διαβάσουμε –αν δηλαδή διαβάζουμε πια.

Πώς βλέπετε το σημερινό δισκογραφικό τοπίο στην Ελλάδα, εσύ από τη μία Βαγγέλη, που το έχεις ζήσει σε διάφορες φάσεις κι εσύ Μαρία, που το ζεις από μέσα στην τωρινή του κατάσταση;

Βαγγέλης: Βλέπω μια κατηφόρα, που όσο το αντικείμενο κατηφορίζει, τόσο αυξάνεται η ταχύτητά του. Περιμένω να δω πού θα σκάσει. Αν μη τι άλλο παλιότερα στις εταιρείες δίσκων δούλευαν άνθρωποι μουσικά καταρτισμένοι. Τώρα συναντάς κυρίως κάτι παιδάκια που ξέρουνε τι έχει γίνει μέχρι 2 χρόνια πίσω, αν και με αυτό που λέω καίω και τα χλωρά, μαζί με τα ξερά. Απόδειξη για όλα αυτά είναι η συρρίκνωσή των εταιρειών, στο τέλος θα γίνουν μία μεγάλη πολυεθνική. Ό,τι αξίζει τον κόπο προέρχεται, κατά 70% περίπου, από ανεξάρτητες εταιρείες, όπου έχεις από πίσω κάποιους ανθρώπους διατεθειμένους να ρισκάρουν. Από την άλλη ζούμε και σε μια περίοδο όπου θα καταργηθεί ακόμα και το CD και θα γίνεται με πολύ διαφορετικές μεθόδους η διασπορά της μουσικής. Αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να καταστραφεί είναι το να παίζεις ζωντανά. 

Μαρία: Ναι, συμφωνώ απόλυτα με τα όσα λέει ο Βαγγέλης. Όλοι οι καλλιτέχνες ενδιαφέρονται για το αν θα πουλήσει ο δίσκος, όχι με την έννοια του να βγάλεις λεφτά –έτσι κι αλλιώς, όπως έχουν τα πράγματα, πόσα πια λεφτά θα βγάλεις; Για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό το να περαστεί το μήνυμα και όλα αυτά που γίνονται στο ίντερνετ. Θα χαιρόμουν πολύ, ας πούμε, αν έμπαινα στο ίντερνετ και έβλεπα ότι υπήρχαν αρκετά downloads του δίσκου. Βέβαια, ίσως έτσι πολλοί να χάνουν επαφή με το πόσο σκληρή δουλειά απαιτείται για να φτιάξεις ένα άλμπουμ. Νομίζω ότι, αν το συνειδητοποιούσαν, τότε θα υπήρχε μεγαλύτερη προθυμία να αγοράσουν έναν καλό δίσκο. 

Οι Ελελεύ τι σχέδια έχουν από εδώ και στο εξής, πέρα από τις ζωντανές εμφανίσεις;

Βαγγέλης: Διασκευές σε τραγούδια που πάντα θέλαμε να παίξουμε όλοι μας!

Μαρία: Είναι κάτι που θα το εντάξουμε τόσο στα live μας, αλλά φιλοδοξούμε να το κάνουμε και δισκογραφικά. 

19 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 16 Αυγούστου 2020



Και τολμηρές ερωτικές περιπέτειες στο Αγκίστρι σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου και Led Zeppelin που ζητούν οι ακροατές και Σαβίνα Γιαννάτου σε μελοποιημένη Παλαιά Διαθήκη και "Τούνγκε Τούνγκε" από την εκπληκτική παράδοση των Ρομά στους Σοφάδες, 

αλλά και Borknagar (που δεν καταφέραμε να δούμε στην Αθήνα φέτος τον Αύγουστο, αλλά ελπίζουμε για του χρόνου) και Τάκι Τσαν από Παιδί Θαύμα εποχή, μέχρι και Νίκο Γκάνο σε "Last Summer" διαθέσεις.

Απ' όλα είχε ο μπαξές της Συχνοτικής Συμπεριφοράς την Κυριακή, η οποία ήταν ζωντανή, με την αφεντιά μου σε μία ακόμα σόλο εμφάνιση –εκτός προγράμματος.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. STEPHAN MICUS: The Bridge
2. MAX RICHTER, DANIEL HOPE & KONZERTHAUS KAMMERORCHESTRE BERLIN σε διεύθυνση ANDRE DE RIDDER: Antonio Vivaldi's Summer 3
3. LED ZEPPELIN: Stairway To Heaven -live in California 1972 & Southampton 1973
4. ΣΑΒΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Άνοιξέ Μου
5. ATB & YOLANDA RIVERA: 9 PM (Till I Come)
6. SPY F & THE ZAKULAS: Αλλόκοτοι
7. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΘΑΥΜΑ & NATASHA: Ω! Θαύμα
8. LOST BODIES, ΝΙΚΟΣ ΒΕΛΙΩΤΗΣ & ΛΕΝΑ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗ: Λουμ Τουμ Τουμ
9. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ & ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ: Πάνω Στη Θερισμένη Καλαμιά/Με Την Πατρίδα Τους Δεμένη Στα Πανιά
10. JEAN-MICHEL JARRE: Équinoxe 4
11. BORKNAGAR: Thunderous
12. ΕΛΕΝΗ ΡΟΔΑ: Μεζονέτες
13. ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΒΙΔΑΣ: Τούνγκε Τούνγκε
14. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Ηλιοβασίλεμα
15. GLORIA GAYNOR: I Will Survive
16. ΝΙCKO: Last Summer
17. ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ & ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΟΛΗ: Το Αγκίστρι (βασικό θέμα)


18 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 15 Αυγούστου 2020



Ο αγχωμένος και βαρύς Δεκαπενταύγουστος του 2020 μας βρήκε ντουέτο με τον Στυλιανό Τζιρίτα στη Συχνοτική Συμπεριφορά –έστω κι αν η εκπομπή μας ήταν «κονσέρβα», καθώς είχε προηχογραφηθεί για τις ανάγκες του θερινού προγραμματισμού του σταθμού μας. 

Φέτος, λοιπόν, το γιορτάσαμε ρίχνοντας στα FM μια σπουδαία στιγμή του εγχώριου πειραματισμού από το μακρινό 1971 ("Κράτημα", για ψάλτη, όμποε, τούμπα και ηλεκτρακουστικά), ακούσαμε Ράδιο Βαγδάτη παρέα με την Patti Smith, αναλογιστήκαμε τους έρωτες του καλοκαιριού με τη Λένα Πλάτωνος, αλλά βολτάραμε και στον Λυκαβηττό με τον Γιώργο Λιναρδάκη, με το "Baker Street" να παίζει από πειρατική συχνότητα.    

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΔΑΜΗΣ & ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Κράτημα
2. BING CROSBY: Swinging On A Star
3. CHARLES AZNAVOUR: Comme Ils Disent
4. THE INK SPOTS: I Don't Want To Set The World On Fire
5. PATTI SMITH: Radio Baghdad
6. NEIL DIAMOND: Cherry, Cherry
7. ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ: Έρωτες Το Καλοκαίρι
8. THE BEACH BOYS: The Night Was So Young
9. BEASTIE BOYS: Hey Ladies
10. BENNY GOODMAN: Riffin' At The Ritz
11. ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗΣ: Βόλτα Στον Λυκαβηττό
12. EMERSON, LAKE & PALMER: Take A Pebble
13. BILLIE RAY MARTIN: Your Loving Arms
14. GERRY RAFFERTY: Baker Street


14 Αυγούστου 2020

Σαβίνα Γιαννάτου - συνέντευξη (2008)



Καθόλου καλά δεν οδεύει ο μήνας ως προς το θέμα του κορωνοϊού και ενόψει Δεκαπενταύγουστου το σχετικό άγχος μεγαλώνει, αφού «παραδοσιακά» αυτή είναι η περίοδος που οι περισσότεροι διαφεύγουν κάπου στην ύπαιθρο για διακοπές.

Παρά ταύτα, οι λίγες φετινές συναυλίες συνεχίζουν την προσπάθειά τους για μια διαφορετική νότα σε αυτήν την ανησυχητική πραγματικότητα. Σήμερα Παρασκευή 14 και αύριο Σάββατο 15 του μήνα, για παράδειγμα, η Σαβίνα Γιαννάτου θα εμφανιστεί live –και με όλα τα απαραίτητα μέτρα– με τους Primavera Εn Salonico στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου· όπου και θα παρουσιάσουν ένα πρόγραμμα «με τραγούδια για το νερό και την έρημο, για τη ζωή και τον θάνατο, τη γονιμότητα, τη μαγεία, την επιθυμία, τον εξαγνισμό», έχοντας ως καλεσμένη τη Lamia Bedioui από την Τυνησία.

Τη Σαβίνα Γιαννάτου τη συνάντησα για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2008, λίγο μετά τις γιορτές. Ήπιαμε καφέ στο Βοξ, στα Εξάρχεια τότε που λειτουργούσε ακόμα ως κατάστημα και κουβεντιάσαμε για τον δίσκο της Μουσική Δωματίων· μία από τις σπουδαιότερες εγχώριες δουλειές για τη δεκαετία των '00s, κατά τη γνώμη μου, η οποία συνάντησε όμως αντιξοότητες για να πραγματωθεί. Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές, με αφορμή τις επικείμενες συναυλίες στην Επίδαυρο.

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο: η πρώτη είναι φετινή, ανήκει στην Πηνελόπη Γερασίμου και διατέθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, ενώ η δεύτερη του 2007, από το στοκ της Lyra για την προώθηση της Μουσικής Δωματίων.


Όταν άκουσα το άλμπουμ Μουσική Δωματίων, σκέφτηκα ότι γυρίζεις σελίδα στη διαδρομή σου. Είναι έτσι;

Δυστυχώς δεν γυρίζω σελίδα. Δυστυχώς με την έννοια ότι η Μουσική Δωματίων, όπως και κάθε τι άλλο που έχω κάνει μόνη μου –σαν το Rosa Das Rosas (2000), ας πούμε– πάει παράλληλα με τα υπόλοιπα πράγματα. Οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι γυρίζω σελίδα. Αλλά σίγουρα ο συγκεκριμένος δίσκος δείχνει κάτι: ότι θέλω μια πιο προσωπική έκφραση, όπως και το πώς προχωράω εγώ σε αυτόν τον χώρο. 

Δεν έχω νομίζω τη δυνατότητα να γυρίσω σελίδα, να πω δεν κάνω πια τα άλλα και θα κάνω αυτό· αν και κάτι τέτοιο μπορεί ξέρεις να είναι και καλό. Γιατί είμαι και εκείνα μαζί. Απλώς καλό είναι, πιστεύω, να υπάρχει και μια ισοτιμία σε ό,τι κάνεις, ώστε να μη χρειάζεται να δίνεις αγώνα αν θέλεις να βγάλεις κάτι τόσο προσωπικό, όπως η Μουσική Δωματίων. Για μένα έχει μεγάλη σημασία η σχέση μεταξύ έναρθρου και άναρθρου λόγου, είναι άλλωστε κάτι που το κάνω στους αυτοσχεδιασμούς εδώ και χρόνια.

Χρειάστηκε δηλαδή αγώνας ώστε να εκδοθεί η Μουσική Δωματίων;

Ευτυχώς, επειδή είχα καλή σχέση με τη Lyra, δεν χρειάστηκε αγώνας. Δήλωσα απλά ότι ήθελα να το κάνω και ρώτησα πόσα λεφτά θα μπορούσαν να μου δώσουν. Και κάναμε μια αρχική συμφωνία, να μην ξεφύγω πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό. Νομίζω βασικά ότι κανείς δεν ήθελε τη Μουσική Δωματίων. Υπάρχει και η άποψη ότι, αφού κάνεις τόσο καλά τα άλλα, τι το θέλεις αυτό; Απλώς δεν μου έφεραν αντίρρηση –και το θεωρώ σημαντικό. Γιατί διαφορετικά θα ψαχνόμουν πολύ για να το κυκλοφορήσω και είναι μια πολύ απογοητευτική διαδικασία. Την έχω ξαναπεράσει για το Rosa Das Rosas: δεν στο βγάζει κανείς και νιώθεις ότι αδυνατείς να επικοινωνήσεις.

Αφορμή για το άλμπουμ στάθηκε το παλιό τραγούδι του Γιώργου Μουζάκη "Κάποιο Δειλινό" (1967), έτσι δεν είναι;

Όταν αποφάσισα να μπω στο στούντιο για να κάνω κάτι, δεν το είχα στο μυαλό μου. Αλλά, με το που μπήκα, ήταν το πρώτο που μου ήρθε, μαζί βέβαια με τους αυτοσχεδιασμούς. Και άρχισα μετά να κοιτάζω τις παλιές μου εκπομπές από το Τρίτο Πρόγραμμα, για να βρω τι με συγκινεί.

Το συγκεκριμένο τραγούδι το έχεις σε δύο εκτελέσεις και το λες και στις δύο με πολύ ιδιαίτερο τρόπο, σαν να σιγοψιθυρίζεις κάτι. Πώς πιστεύεις ότι θα αντιδρούσε ο γνωστός για τον οξύθυμο και αθυρόστομο χαρακτήρα του Μουζάκης, αν ζούσε ακόμα και το άκουγε;

(γέλια) Δεν έχω ξέρεις καμία εικόνα για τον Μουζάκη! Ξέρω μονάχα ότι έγραψε τον ύμνο του Παναθηναϊκού. Δεν ξέρω, θέλω να πιστεύω ότι θα του άρεσε που ένας άνθρωπος από έναν τελείως διαφορετικό χώρο, με άλλη ηλικία και άλλα βιώματα, καταπιάστηκε με ένα τραγούδι του που, για μένα τουλάχιστον, είναι πολύ παλιό. Δεν νομίζω βέβαια ότι θα τρελαινόταν κιόλας να το ακούει... 

Πάνω από το "Κάποιο Δειλινό" έχω βάλει εντωμεταξύ μια μελωδία η οποία είναι ο "Επιτάφιος Του Σείκιλου", ένα από τα λίγα σωζόμενα αρχαία ελληνικά τραγούδια, γιατί οι στίχοι του λένε στην ουσία ακριβώς τα ίδια πράγματα. Στην αρχή μάλιστα είχα προσθέσει και τα αρχαία λόγια, αλλά έπειτα αποφάσισα να τα αφαιρέσω και να αφήσω μόνο τη μελωδία να παραπέμπει εκεί. Οι δύο εκτελέσεις οφείλονται στο ότι σκέφτηκα πως το τραγούδι αυτό έχει δύο όψεις: μία που ξορκίζει τον θάνατο και μία που έχει μια θρησκευτικότητα, μοιάζοντας δηλαδή πράγματι με επιτάφιο. 

Και δίπλα στον Μουζάκη βάζεις και τον Γιάννη Αγγελάκα, διασκευάζοντας το "Σ' Ένα Ανοιξιάτικο Λιβάδι"...

Η αλήθεια είναι ότι δεν το διασκεύασα, το είπα όπως ακριβώς το είπε ο Αγγελάκας. Βέβαια, όταν το άκουσε ο Γιάννης, μου είπε «Σαβίνα, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν έτσι η μελωδία»! Ήθελα ξέρεις να βάλω και τον Γιάννη να τραγουδήσει στον δίσκο, αλλά, όταν άκουσε το "Σ' Ένα Ανοιξιάτικο Λιβάδι", το σκεφτήκανε μαζί με τον Νίκο τον Βελιώτη και μου είπε όχι. Θεώρησε πως το έλεγα καλύτερα μόνη μου. 

Σε ανησύχησε καθόλου, όταν έφτιαχνες το άλμπουμ, αν θα το έπαιζαν τα ραδιόφωνα; Γιατί ανατρέπεις με αυτό μια εικόνα που έχουν για σένα τα τελευταία χρόνια τόσο τα μουσικά ΜΜΕ, όσο και μια σημαντική μερίδα του κοινού –μέσα από δουλειές όπως π.χ. τα Σεφαραδίτικα, τα μεσογειακά ή το χατζιδακικό Πάω Να Πω Στο Σύννεφο...

Η βασική μου έγνοια ήταν να βγει το άλμπουμ. Φοβόμουν πολύ ότι δεν θα μπορούσα να το βγάλω καθόλου. Μετά θα έβλεπα για τα υπόλοιπα. Παρ' όλα αυτά, μπαίνει στο ραδιόφωνο. Όχι πολύ συχνά βέβαια, αλλά έχει τύχει να ακούσω ακόμα και το "Παιδί Και Οι Ληστές". Κοίταξε, κάποιες εκπομπές υπάρχουν –αυτοί οι οποίοι είναι να πληροφορηθούν και να ενδιαφερθούν για τη Μουσική Δωματίων, θα το κάνουν. Ας είναι και πέντε άνθρωποι. 

Όσο για το κοινό, πράγματι, μου έτυχε και η περίπτωση ενός φίλου, ο οποίος ήρθε και μου είπε «Σαβίνα, δεν μπορώ να το ακούσω αυτό το πράγμα». Άλλοι πάντως ένιωσαν να τους απελευθερώνει το υλικό –και το χάρηκα. Είναι πολύ πιο σημαντικό. Είναι και για μένα ένα θέμα βέβαια αυτό που λες, ότι ο κόσμος με ξέρει από διαφορετικές μου δουλειές. Είμαι όμως και αυτό. Κι αν υπήρχε περισσότερη ενθάρρυνση, θα έβγαζα πιο συχνά στη δισκογραφία και αυτό μου το κομμάτι.  

Παρακολουθείς γενικά τι γίνεται στον χώρο της ελληνικής μουσικής; 

Όχι, δεν ξέρω τι γίνεται, σχεδόν τίποτα. Ξέρω τους Neon, που κάνουν ηλεκτρονική μουσική και βλέπω μεγάλη κινητικότητα στον χώρο των συγκροτημάτων· είχα πάρει μάλιστα και το άλμπουμ των Mary And The Boy. Νομίζω επίσης ότι υπάρχουν πολύ καλές γυναικείες φωνές στον έντεχνο/παραδοσιακό χώρο. Ο Νίκος Μαμαγκάκης, ας πούμε, περιστοιχίζεται από καταπληκτικές φωνές. Η Ευτυχία Μητρίτσα είναι μια τέτοια περίπτωση: με πολύ καλές δυνατότητες, ολόσωστη, που ξέρει και μουσική, καθώς είναι καθηγήτρια μουσικής σε σχολείο. Είχε εμφανιστεί ή πέρυσι ή πρόπερσι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λέγοντας ένα τραγούδι της Στέλλας Γαδέδη.

Θεωρείς ότι στο εξωτερικό, όπου έχεις βγει με επιτυχία, θα μπορούσες να κάνεις περισσότερα πράγματα από ότι εδώ;

Όλα νομίζω μπορώ να τα κάνω κι εδώ, μα σε άλλη κλίμακα. Ο αυτοσχεδιασμός είναι κάτι το οποίο θα μπορούσα να το έχω εξελίξει πολύ έξω και δεν το έχω κάνει. Δεν με ξέρουν να φανταστείς έξω ως αυτοσχεδιάστρια. Είχα παίξει μια φορά με τον κοντραμπασίστα Barry Guy, ο οποίος είναι πολύ γνωστός στη free jazz –μου είχαν ζητήσει να παίξω εγώ τραγούδια κι εκείνος να αυτοσχεδιάζει. Και όταν συναντηθήκαμε και τον ρώτησα αν ήθελε να αυτοσχεδιάζαμε μαζί, μου είπε πως δεν ήξερε ότι υπήρχε και αυτή μου η πλευρά. Και καταλήξαμε να βγούμε και να αυτοσχεδιάσουμε, χωρίς καθόλου τραγούδια. Θα είχε λοιπόν σημασία για μένα να δικτυωθώ στον χώρο αυτόν. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να το κάνω ολομόναχη, ενώ συνήθως το κάνει ένας μάνατζερ. Κι εγώ είμαι λίγο αδρανής.

Πιστεύεις όμως ότι στο εξωτερικό δέχονται εύκολα κάτι από την Ελλάδα που δεν τοποθετείται κάτω από την «ethnic» ταμπέλα;

Ο λόγος που βγαίνω στο εξωτερικό είναι ακριβώς αυτός. Τα ρεμπέτικα ας πούμε τραγούδια τα καταλαβαίνουν, είναι λίγο-πολύ όπως είναι για εμάς τα fados της Πορτογαλίας. Θυμάμαι όμως ότι, όταν είχα βάλει σε κάποιους να ακούσουν Διονύση Σαββόπουλο, δεν καταλάβαιναν τίποτα, δεν μπορούσαν να δουν γιατί τον θεωρούσα σημαντικό. Και όταν κάποτε τραγουδούσα εδώ τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και είχα εντάξει σε αυτά και τα Reflections, μια ξένη καλλιτέχνιδα η οποία είχε έρθει να παρακολουθήσει το πρόγραμμα, μου είπε στο τέλος «μου άρεσαν όλα, εκτός από τα αγγλόφωνα». Αυτά δηλαδή που εγώ τα αγαπούσα τόσο πολύ, που είχα μεγαλώσει μαζί τους και που τα θεωρούσα το τέλειο, εκείνη δεν τη συγκινούσαν. 




13 Αυγούστου 2020

Ο Θαλής ο Μιλήσιος κατά την Patricia F. O'Grady



Ο Θαλής από τη Μίλητο (μάλλον 624-546 π.Χ.) κατέχει περίοπτη θέση στην ιστορία της σκέψης, ως ο πρώτος άνθρωπος στα χρονικά που έθεσε ερωτήματα για τον κόσμο δίχως να ψάξει τις απαντήσεις τους στη μυθολογία ή στη θρησκεία. 

Είναι πράγματι μια φοβερή «πρωτιά»· ένα τεράστιο άλμα, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε κατόπιν τόσο η επιστήμη, όσο και η φιλοσοφία (όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβανόμαστε στη Δύση). Και φαίνεται να του ανήκει: στη Μέση Ανατολή ή στην Αίγυπτο –παρά την πρόοδο στην αστρονομία, στα μαθηματικά ή στην ιατρική– ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η δράση των θεών ή άλλων υπερφυσικών όντων, ενώ στον ελληνικό κόσμο ο Αριστοτέλης πιστοποιεί ότι δεν υπήρχε κανείς προγενέστερός του.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο Θαλής είναι μια μορφή νεφελώδης. Παιδί μιας εποχής η οποία έδειχνε μακρινή ακόμα και για την αρχαία Ελλάδα που σήμερα θεωρούμε «κλασική», είναι μια φιγούρα καλά τεκμηριωμένη, μα και τυλιγμένη στους θρύλους την ίδια στιγμή. Άφησε  γραπτό έργο; Προέβλεψε την έκλειψη ηλίου του 585 π.Χ., που έκανε τη Μικρά Ασία να σαστίσει; Ταξίδεψε στην Αίγυπτο; Ασχολήθηκε με το εμπόριο; Απόκτησε οικογένεια; 

Από το σημείο όπου στεκόμαστε, με κρίσιμα έργα της αρχαίας γραμματείας σαν την Ιστορία της Αστρονομίας του Εύδημου του Ρόδιου να θεωρούνται χαμένα, δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα. Ίσα-ίσα, η αναγόρευση του Θαλή σε έναν από τους Επτά Σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι διάφορες ωραίες ιστορίες γύρω από τη ζωή και τα αποφθέγματά του, μπορεί να του αποδόθηκαν αργότερα.

Η δική μου αγαπημένη ανάμεσά τους, είναι εκείνη που θέλει τη μητέρα του Κλεοβουλίνη να τον κυνηγάει να παντρευτεί, λαμβάνοντας συνήθως την απάντηση «Οὔπω καιρός», όχι ακόμα δηλαδή, καθότι ήταν ακόμα μικρός για γάμο. Όταν όμως πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορούσε πια να επικαλεστεί τη νεαρή του ηλικία, άλλαξε τροπάριο και άρχισε να της λέει ότι «Οὐκέτι καιρός»· όχι πλέον δηλαδή, ότι πλέον ήταν πολύ μεγάλος για παντριές! Προφανώς, εκτός από μένα, η διήγηση αρέσει και σε πολλούς άλλους, γιατί αν γκουγκλάρετε θα βρείτε πλήθος αναφορές σε αυτήν. Το έγραψε ο Διογένης ο Λαέρτιος, για τους λίγους που θα ενδιαφερθούν για την πηγή –είναι στο 1.26 του έργου Βίοι Φιλοσόφων. Ήταν ωστόσο κάτι που ήδη λεγόταν στη δική του εποχή, γύρω στο 220 μ.Χ. Ποιος ξέρει αν όντως συνέβη;

Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να γράψει κανείς ένα καλό βιβλίο για τον Θαλή. Παρά ταύτα, η Patricia F. O'Grady από το Τμήμα Φιλοσοφίας του Flinders University of South Australia ήταν αρκετά γενναία ώστε να το επιχειρήσει, εκδίδοντας το Thales of Miletus: The Beginnings of Western Science and Philosophy (Farnham: Ashgate Publishing, 2002) για μια σειρά γύρω από τη Δυτική Φιλοσοφία. Στο οποίο αναμενόμενα δεν πέτυχε, μα έφτασε τουλάχιστον στο μη αναμενόμενο –δεν απέτυχε.
Μοιάζει ίσως με σοφιστεία αυτή η κρίση, μα είναι κυριολεκτική. Γιατί η O'Grady δεν γινόταν να πετύχει, έχοντας τόσο λίγα πράγματα στα χέρια της. Όμως αποδείχθηκε επίμονη, πολύ καλά διαβασμένη στις αρχαίες της πηγές και σε θέση να υπερασπίσει τις απόψεις της για το πώς, πιθανόν, να είχαν διάφορα πράγματα, λ.χ. το φημολογούμενο ταξίδι του Θαλή στην Αίγυπτο. Παραμένουμε βέβαια δίχως γεγονότα· ταυτόχρονα, όμως, βρισκόμαστε σε ασφαλέστερο έδαφος καθώς προσπαθούμε να ανασυνθέσουμε το παζλ, αντί να πατάμε στην κινούμενη άμμο ατελείωτων εικασιών.

Συχνά, λοιπόν, βασικός εχθρός της O'Grady καθώς τρέχουν οι σελίδες δεν είναι τα αναπόφευκτα όρια της απόπειράς της ή η επιλογή της να μην πιάσει το πλήθος ρήσεων και ιστοριών γύρω από τον Θαλή (η παραπάνω, ας πούμε, δεν βρίσκεται εδώ), αλλά ο ίδιος της ο εαυτός –η κακή πλευρά αυτού, έστω. Ως προφανές δηλαδή τέκνο του ακαδημαϊκού σωλήνα, τρώει κάμποσο χρόνο εδώ κι εκεί περιγράφοντας όσα πρόκειται να επιχειρήσει ή τοποθετώντας συμπερασματικά κεφάλαια, όπου ανακυκλώνονται μονότονα και δίχως ορθή εστίαση στο «ζουμί» όσα έχουν ήδη προηγηθεί. Εντοπίζεται έτσι υπερβολική πίστη σε μια μέθοδο συγγραφής που μπορεί να είναι έως και άριστη για τους σκοπούς μιας διδακτορικής διατριβής (φυλάς τα νώτα σου), μα αποβαίνει καταστροφική όταν γράφεις ένα βιβλίο, διαλύοντας κάθε αίσθηση ροής.

Περαιτέρω ακαδημαϊκά κουσούρια είναι οι διαρκείς επιστροφές σε πράγματα ήδη ειπωμένα (έχασα το μέτρημα για το πόσες φορές ξαναγυρίσαμε στον Αριστοτέλη), καθώς και η εμμονή σε ένα λεξιλόγιο που θυμίζει εξειδικευμένο πανεπιστημιακό σεμινάριο. Ασφαλώς, τέτοιες επαναλήψεις χρησιμεύουν απέναντι σε πιθανές κριτικές επισημάνσεις του φιλοσοφικού κλάδου για τον βαθμό που η Ο'Grady ξεφεύγει προσπαθώντας να βρει απαντήσεις· όμως δεν αφορούν σε τίποτα τον φιλοπερίεργο αναγνώστη, όποιον δηλαδή έρθει στο βιβλίο αναζητώντας τον Θαλή, δίχως να έχει πτυχίο Φιλοσοφίας. Εδώ κουμπώνουν ασφαλώς και τα ζητήματα γλώσσας, μιας και εντοπίζεται αισθητή διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους του έργου: όταν η O'Grady γράφει πιο ελεύθερα, διαβάζεται και με μεγαλύτερη ικανοποίηση. Κάπου, επομένως, δεν έδωσε σωστή απάντηση στο απτό ερώτημα «πού απευθύνομαι». Από μια πιο ακαδημαϊκή σκοπιά, πάλι, προκύπτει ένα ζήτημα ως προς τη βιβλιογραφία, αφού συχνά οι δευτερογενείς πηγές φαντάζουν παλιές. Χρησιμοποιούνται πάντως πολύ σωστά.


Τα προβλήματα αυτά δεν είναι μικρά και οπωσδήποτε βαραίνουν πολύ από τη στιγμή που μιλάμε για ένα βιβλίο το οποίο θα κοστίσει εξωφρενικά σε όποιον θελήσει να το αποκτήσει: αν δηλαδή δεν αναζητηθεί μεταχειρισμένο, τιμάται στα 134,38 ευρώ με σκληρό εξώφυλλο, στα 54,19 ευρώ με μαλακό, ενώ ακόμα και σε μορφή Kindle βρισκόμαστε στα 47,77 ευρώ (αν και υπάρχει και δυνατότητα ενοικίασης για έναν μήνα, στα 10,20 ευρώ).

Παρά ταύτα, ο αναγνώστης που δεν θα χάσει την υπομονή του εύκολα, θα βρει ότι η Ο'Grady κατορθώνει να ανασύρει τον Θαλή από τα βάθη του χρόνου σε ικανοποιητικό βαθμό, «σκάβοντας» μάλιστα τόσο πολύ στις αρχαίες πηγές, ώστε φτάνει ακόμα και σε μορφές που σπάνια συζητιούνται· ο Λόβων από το Άργος και ο Κλεόστρατος από την Τένεδο, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. 

Στήνει επίσης ωραίες συζητήσεις πάνω από τα μεγάλα μας κενά (ας πούμε για το πώς να μέτρησε ο Θαλής το ύψος των πυραμίδων), οι οποίες δείχνουν και την ποιότητα της σκέψης της, αλλά και το ψάξιμο που έκανε εκτός του κλάδου της. Χρησιμοποιεί λ.χ. ωραία τα πορίσματα των αρχαιολογικών ανασκαφών για να ζωντανέψει τη Ναύκρατι ως έναν τόπο-γέφυρα της αρχαϊκής Ιωνίας με τη φαραωνική Αίγυπτο, ενώ προβαίνει σε εξαιρετική υπεράσπιση του Θαλή απέναντι σε μεταγενέστερες (αυστηρές) κριτικές για το στάτους των Ελλήνων στοχαστών στην ιστορία της επιστήμης, χαράσσοντας παράλληλο με την περίπτωση του γιατρού Ignaz Semmelweis από την Αυστρο-Oυγγαρία του 19ου αιώνα. 

Ενώ λοιπόν υπάρχουν περιθώρια για να δούμε και κάποιο καλύτερα γραμμένο βιβλίο πάνω στο θέμα, στα επί της ουσίας δύσκολα θα επιτευχθεί κάτι παραπάνω.