Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Benchley Peter. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Benchley Peter. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

03 Σεπτεμβρίου 2020

45 χρόνια στα Σαγόνια του Καρχαρία, μέρος 2: η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ


Κόντρα ακόμα και στις πιο αισιόδοξες προσδοκίες, η κινηματογραφική μεταφορά των Σαγονιών του Καρχαρία 45 καλοκαίρια πριν (1975), γέννησε τόσο την έννοια του «θερινού μπλοκμπάστερ» –με την οποία λειτούργησε ανελλιπώς έκτοτε η βιομηχανία του σινεμά– αλλά και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ ως μεγάλο σκηνοθέτη. Πολλά, μάλιστα, κρίθηκαν ήδη από τα πρώτα λεπτά της δίωρης (και κάτι) διάρκειας, στα πλάνα του ωμού, ρεαλιστικά συγκλονιστικού θανάτου της ανέμελης νεαρής Chrissie Watkins (την έπαιζε η Susan Backlinie). Ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, στο οποίο ο Σπίλμπεργκ, με την πολύτιμη αρωγή της μουσικής του John Williams, αξιοποίησε τα διδάγματα του Ζακ Τουρνέρ αλλά και την παρακαταθήκη του Άλφρεντ Χίτσκοκ για το πώς να υποβάλλεις τον τρόμο δίχως ο θεατής να βλέπει ούτε κάτι το γκροτέσκ, αλλά ούτε και την ίδια την απειλή. 

Μετά από 45 χρόνια, βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να γράψεις για τα Σαγόνια του Καρχαρία κάτι που να μην έχει ήδη αναφερθεί κάπου, κάποτε. Όλα τα κομμάτια του παζλ, δείχνουν πια τοποθετημένα· είτε μιλάμε για την περίφημη ατάκα του Richard Dreyfuss (ο οποίος ενσάρκωσε τον ωκεανογράφο Matt Hooper) «ξεκινήσαμε χωρίς σενάριο, χωρίς cast και χωρίς καρχαρία», που συνοψίζει όλες τις δυσκολίες υλοποίησης [σημείωση 1], είτε για τις τεχνικές απαιτήσεις της πειστικής απεικόνισης ενός μεγάλου λευκού καρχαρία, είτε για το πώς ο Σπίλμπεργκ δεν πήγε στην τελευταία μέρα των γυρισμάτων, όντας σίγουρος ότι μαζί τους έληγε και η καριέρα του στο σινεμά, αφού ως τότε είχε εξοργίσει τόσο την Universal Pictures, όσο και τους ηθοποιούς.


Ήταν άλλωστε μόλις 27 χρονών, είχε μόλις 2 ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του και ήταν η 4η επιλογή της εταιρείας για τη σκηνοθεσία, με τη διευκρίνιση ότι είχε 55 μέρες να ολοκληρώσει την ταινία και μπάτζετ 3 εκατομμυρίων ευρώ –κι εκείνος είχε συμπληρώσει 159 μέρες, εκτινάσσοντας τον προϋπολογισμό στα 7.500.000 εκατομμύρια. Τόσο έξαλλοι ήταν μάλιστα μαζί του στην Universal, ώστε, όταν επέμεινε να συμπεριλάβει τη σκηνή όπου ανακαλύπτεται η εγκαταλειμμένη ψαρόβαρκα του Ben Gardner με το φαγωμένο του κουφάρι, αναγκάστηκε να βάλει 3.000 ευρώ από τη δική του τσέπη, καθώς οι παραγωγοί Richard D. Zanuck & David Brown δεν έδιναν ούτε σεντς παραπανίσιο. [σημείωση 2] Φυσικά, όταν έπειτα μάζεψαν 400.000.000 στο box office, η πραγματικότητα άλλαξε άρδην· έκτοτε, μάλιστα, λένε πως ο Σπίλμπεργκ το έχει σαν γούρι να αποφεύγει να παρίσταται στο φινάλε των γυρισμάτων! 

Από την άλλη, δεν γίνεται να γράψεις για μια τόσο θρυλική ταινία δίχως να τονίσεις την απόσταση μεταξύ του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε και της διάστασης που θέλησε να της δώσει ο σκηνοθέτης της, παρότι δεν διέθετε κάποιο συγκεκριμένο όραμα όταν ξεκίνησε γυρίσματα. Ο Σπίλμπεργκ, άλλωστε, δεν έκρυψε ότι δεν του άρεσε παρά μερικώς το best seller του Peter Benchley, που τόσο είχε ξετρελάνει τους παραγωγούς της Universal. Συνέχισε μάλιστα να βρίσκει τους χαρακτήρες αντιπαθείς ακόμα κι όταν ο συγγραφέας του παρέδωσε ένα προσαρμοσμένο σενάριο, με αποτέλεσμα να έρθει εν τέλει ο φίλος του Carl Gottlieb για να βάλει τις πινελιές που ήθελε, στις οποίες αργότερα μάθαμε ότι συνεισέφεραν (σε επίπεδο διαλόγων) και οι John Milius, Matthew Robbins και Hal Barwood. Παρέμεινε ωστόσο ευγενής απέναντι στον Benchley, στον οποίον έδωσε μάλιστα και το μικρό ρολάκι ενός ρεπόρτερ, ώστε να έχει την ευκαιρία να εμφανιστεί προσωπικά στη μεγάλη οθόνη.



Σε γενικές γραμμές, το φιλμ διατηρεί τον απειλητικό καρχαρία στο επίκεντρο, σε αντίθεση με τις σελίδες του Benchley, όπου το ψάρι λειτουργεί ως ενοποιητικός καταλύτης για διαφορετικές, μικρές ιστορίες, μέσω των οποίων βγαίνουν στη φόρα τα «άπλυτα» μιας όχι-και-τόσο-ευτυχισμένης παραλιακής κοινότητας (περισσότερα, στο μέρος 1 του παρόντος αφιερώματος). Ο Σπίλμπεργκ αδιαφορεί παντελώς για όλα αυτά και αλλάζει ακόμα και την αναπαράσταση των ηρώων· κυρίως του πρωταγωνιστή Martin Brody, ο οποίος αποδίδεται από τον Roy Scheider ως πιο ήσυχος, ευγενής και μαλακός συγκριτικά με τον βαρύ και μουντρούχο σερίφη του μυθιστορήματος. Χάρη μάλιστα σε μια δική του έκλαμψη, προέκυψε και η πιο διάσημη ατάκα της ταινίας, το «You're gonna need a bigger boat...». Ουσιαστικά μόνο ο χαρακτήρας του σκληρού ψαρά Quint, άριστα αποδοσμένος από τον Robert Shaw (που υπήρξε 3η επιλογή σε επίπεδο cast, μετά τους Lee Marvin και Sterling Hayden, οι οποίοι αρνήθηκαν τον ρόλο), μένει απολύτως αναγνωρίσιμος για όποιον έφτασε στη μεγάλη οθόνη έχοντας πρώτα διαβάσει το βιβλίο.

Ο αντίκτυπος πάντως της κολοσσιαίας επιτυχίας του φιλμ αποδείχθηκε καταστροφικός για τους καρχαρίες, οι οποίοι για μεγάλο διάστημα σφαγιάστηκαν ανηλεώς, ανεξαρτήτως μάλιστα είδους ή επικινδυνότητας για τον άνθρωπο. Μάλιστα, η κατάσταση αυτή συνεχίζεται και στις μέρες μας, αν και πλέον τα κίνητρα είναι κυρίως οικονομικά. Σε κινηματογραφικό δε επίπεδο, οι καρχαρίες αποκόπηκαν έκτοτε από τον κορμό των «nature goes wild» (φύση σε αμόκ) ταινιών, δημιουργώντας μια ολόκληρη νέα κατηγορία, η οποία εξακολουθεί να συντηρείται ικανοποιητικά σε επίπεδο αποδοχής, κοντά μισό αιώνα μετά. Σε πολύ κόσμο, επίσης, τα Σαγόνια του Καρχαρία άφησαν έναν αξεπέραστο φόβο για τα βαθιά νερά, πιστοποιημένο ακόμα και ανάμεσα σε άτομα που δεν ζουν κοντά στον ωκεανό κι έχουν έτσι ελάχιστες πιθανότητες να πέσουν όντως πάνω σε έναν μεγάλο λευκό. [σημείωση 3] Μαζί με όλα αυτά, όμως, παραμένει και το γεγονός ενός σινεματικού ορόσημου, με αίγλη αλώβητη στο διάβα του χρόνου.

Σημειώσεις 

[1] Παρατίθεται στο Robert Biskind, Easy Riders, Raging Bulls: How the Sex-Drugs-and-Rock 'n' Roll Generation Saved Hollywood (Νέα Υόρκη: Simon & Schuster, 1998), σελ. 265.

[2] Αποκαλύφθηκε στο ντοκιμαντέρ Spotlight on Location: The Making of Jaws, που συμπεριλήφθηκε στα bonus της επετειακής επανέκδοσης των Σαγονιών του Καρχαρία σε DVD, για την 25η επέτειο της ταινίας (2000).

[3] Andrew Gordon, Empire of Dreams: The Science Fiction and Fantasy Films of Steven Spielberg (Lanham, MD: Rowman & Littlefield, 1998), σελ. 33.

02 Σεπτεμβρίου 2020

45 χρόνια στα Σαγόνια του Καρχαρία, μέρος 1: το βιβλίο του Peter Benchley



Είναι κοινός τόπος σε πολλές σινεφίλ ή/και λογοτεχνικές συζητήσεις, ότι τα βιβλία που γίνονται ταινίες χάνουν πάντα ένα μέρος της γοητείας τους, ανεξάρτητα από το πόσο καλό προκύπτει το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Τα Σαγόνια του Καρχαρία, όμως, είναι ένα διάσημο παράδειγμα περί του αντιθέτου: το θρυλικό φιλμ του Στίβεν Σπίλμπεργκ (1975) ήταν καλύτερο από το μυθιστόρημα του Peter Benchley στο οποίο βασίστηκε, έστω κι αν δεν γινόταν να υπάρξει δίχως αυτό.

Ο Peter Benchley έγινε βεβαίως παγκοσμίως διάσημος με το Jaws (1974) και έβγαλε πολλά λεφτά. Από άλλες όμως απόψεις, το βιβλίο εν καιρώ του έγινε βραχνάς. Η οπτική του λ.χ. πάνω στους καρχαρίες εμπλουτίστηκε σημαντικά με τα χρόνια και είδε έτσι με φρίκη το κύμα άσκοπης θανάτωσής τους που σημειώθηκε στον απόηχο του κατακλυσμιαίου θριάμβου της ταινίας. Επίσης, έπρεπε συχνά να εξηγεί ότι δεν βάσισε το μυθιστόρημα στα όσα συνέβησαν το 1916 στο Νιού Τζέρσεϊ -γεγονότα που αναφέρονται στο σενάριο, μα όχι στις σελίδες. Παρά ταύτα, ακόμα και σήμερα, τα σχετικά ντοκιμαντέρ επαναλαμβάνουν ως καραμέλα την υποτιθέμενη συσχέτιση με τα Σαγόνια του Καρχαρία. Ο διάσημος ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, πυροδοτώντας τη φαντασία του συγγραφέα μαζί με βιβλία σαν το The Shark: Splendid Savage of the Sea του Ζακ-Υβ Κουστώ (1970) ή ντοκιμαντέρ όπως το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971), έχουν σκουπιστεί κάτω από το χαλί.

Η εμπορική επιτυχία του βιβλίου ήταν τεράστια (σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Independent ξεπέρασε τα 20.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις), αλλά στους κριτικούς δεν άρεσε –φαίνεται μάλιστα ότι δεν ικανοποίησε ούτε και τον Σπίλμπεργκ, όταν έκατσε να το διαβάσει για τους σκοπούς της κινηματογραφικής μεταφοράς. Οι ενστάσεις, πλήθος: σε άλλους ξίνισε η γραφή του Benchley, άλλοι το θεώρησαν κάτι σε Μόμπι Ντικ με τον λευκό καρχαρία να παίρνει τη θέση της φάλαινας, άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το βαρετό της πλοκής. Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι που επισήμαναν τα εντελώς αντίθετα, όμως βρέθηκαν εκτός της κυρίως τάσης της τότε λογοτεχνικής αποτίμησης.



Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι σοβαροί κριτικοί που έγραφαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για το Time ή τη Village Voice περιφρόνησαν το Jaws του Benchley. Πρόκειται για ένα λαϊκό μυθιστόρημα, δίχως περίτεχνα φιλοτεχνημένες περιγραφές ή ιδιαίτερα περίπλοκους ήρωες: μόνο η αρχή του κεφαλαίου 5, με εκείνη την υγρή, πυκνή ομίχλη «που νόμιζες πως είχε γεύση, μια γεύση ξυνή κι αλμυρή», κλείνει το μάτι προς τον κόσμο μιας πιο πολυδιάστατης λογοτεχνίας. Στον αντίποδα, οι φαντασιώσεις βιασμού της Έλεν Μπρόντι πρέπει ακόμα και τότε να φάνηκαν ως μια πολύ κακή επιλογή για τη σεξουαλικοποίηση των συναισθηματικών της αδιεξόδων.

Ό,τι όμως μένει απλό, κακώς εξισώθηκε με το ρηχό. Ο Benchley αντιμετωπίζει πράγματι ορισμένα ζητήματα πλοκής: το φινάλε, ιδιαίτερα, είναι απογοητευτικά στημένο, ενώ η παράπλευρη ιστορία με τη δράση της Μαφίας στο Άμιτι μένει υπερβολικά μετέωρη. Καταφέρνει ωστόσο να αποτυπώσει πειστικά τον ήσυχο μα και περιορισμένο κόσμο μιας παραλιακής κωμόπολης που ζει αποκλειστικά από τους θερινούς επισκέπτες, όπως και τις ταξικές διαφορές που υπόγεια μα πεισματικά καθορίζουν πολλές καθημερινότητες. Πρώτα και κύρια του πρωταγωνιστή Μάρτιν Μπρόντι, με τρόπους μάλιστα τους οποίους δεν αντιλαμβάνεται ούτε ο ίδιος στην πληρότητά τους, αφού διαβρώνουν τελικά ακόμα και τον γάμο του. Συχνά, μάλιστα, ο καρχαρίας είτε βγαίνει από το προσκήνιο, είτε γίνεται μοχλός πίεσης, ο οποίος αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις και τις πραγματικές ανασφάλειες κάτω από τη ρουτίνα της καθημερινότητας στο Άμιτι. Την οποία εκπροσωπούν χαρακτήρες γερά πλασμένοι, ακόμα κι αν μερικές φορές η συμπεριφορική τους τείνει προς το στερεότυπο.



Ο καρχαρίας, τώρα, σε πολλά ίσως ξενίσει τον σύγχρονο, ενημερωμένο αναγνώστη, που ξέρει σαφώς περισσότερα από τον Benchley του 1974, όσο ενημερωμένος κι αν ήταν εκείνος επί του θέματος τότε. Σήμερα, δηλαδή, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για πιο περίπλοκα ζώα, πράγμα που επισήμανε άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας λίγο πριν τον θάνατό του, λέγοντας ότι, με όσα ήξερε πλέον το 2000, δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει κάτι σαν το Jaws. Αν όμως εξαιρέσουμε αυτό το πλαίσιο, τα όσα συμβαίνουν στο Άμιτι διαθέτουν τη δική τους τρομακτική διάσταση: για λίγο τουλάχιστον, μπαίνεις κι εσύ στον πειρασμό να πιστέψεις ότι τους έχει τύχει ένας πιο διαβολικός μεγάλος λευκός από τα συνηθισμένα, με τον Benchley όμως να τον θέτει σε μόνιμη αντίστιξη με το πραγματικό «κακό», το οποίο φωλιάζει στο Άμιτι ανάμεσα σε άπληστους επιχειρηματίες και συμφεροντολόγους δημοσιογράφους (μια σημαντική επιτυχία του μυθιστορήματος). Το δε σασπένς κορυφώνεται ωραία, με κρεσέντο, αλλά και με ξεφουσκώματα, αποκτώντας ιδιαίτερα δραματική διάσταση λίγο πριν το άδοξο –όπως είπαμε και πιο πάνω– φινάλε.

Η επιτυχία του Jaws έφερε το βιβλίο του Benchley και στην Ελλάδα, όπου εκδόθηκε το 1975 από το Λυχνάρι, σε μετάφραση Άννας Παπαδημητρίου. Η έκδοση έχει κάμποσες τυπογραφικές αβλεψίες, ενώ η δουλειά της μεταφράστριας δεν κρίνεται πάντοτε προσεγμένη στις λεπτομέρειες: άλλοτε είναι η ορθογραφία αυτή που βγάζει μάτι (η Σελήνη και το ...σέλινο μπλέκουν παράδοξα στην «ασέλινη νύχτα» της σελίδας 12, ενώ το «έδωσε μια κλίση στον συνοδό της» στη σελίδα 21 με διασκέδασε ιδιαιτέρως) κι άλλοτε κυριαρχεί μια προχειρότητα, αφού δεν μεταφράζονται σε κατανοητά νούμερα αγγλοσαξονικές μονάδες μέτρησης τύπου γυάρδες και πόδια (50 γυάρδες από την παραλία, λέει, ευτυχώς που έχουμε Google σήμερα και κάνουμε επί τόπου τη μετατροπή). Στη σελίδα 243, επίσης, αποδίδει το «tried it straight» του πρωτοτύπου σε «να δοκιμάσει τον σωστό τρόπο». Ίσως βέβαια να συγχωρείται με δεδομένα τα όσα πίστευαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα το 1975 για τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις, στις μέρες μας ωστόσο πρόκειται για άκομψο και καταφανές λάθος. Σε άλλα πάντως ζητήματα ουσίας –ροή στα ελληνικά, περιγραφές, αμεσότητα διαλόγων– η Παπαδημητρίου έχει καλά αποτελέσματα.