Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Violet Louise. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Violet Louise. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Στα Υπόγεια του BBC» - ανταπόκριση (2014)


Τελευταία αλίευση αρχείου σε κριτικές για τη δουλειά της Violet Louise η κάτωθι, για την αφιερωμένη στη Delia Derbyshire παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC», την οποία είδα και θαύμασα στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μάρτιο του 2014.

Πολύ απλά, μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικά δοσμένες μουσικοθεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στα καθ' ημάς, κατά τη διάρκεια του (έως τώρα) 21ού αιώνα. 

Μια κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στη Μυρτώ Στείρου 


Η ισόγεια αίθουσα «Black Box» του Ιδρύματος Κακογιάννη είχε γεμίσει μαγνητοταινίες και απίθανες ηχητικές συσκευές, του τύπου που, ένα καλοκαίρι πριν, χάζευα στο ιστορικό Studio für Elektronische Musik της Κολονίας. Εν μέσω αυτών, δύο μόλις άνθρωποι –η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise) και ο Παναγιώτης Γαρμπής– ζωντάνεψαν έναν ολόκληρο κόσμο, αναπλάθοντας για χάρη μας την ιστορία της Delia Derbyshire. Μιας πρωτοπόρου της ηλεκτρονικής/πειραματικής έκφρασης, η οποία πάλεψε να καθιερώσει ως μουσική τους Όμορφους Ηλεκτρονικούς Ήχους της, σε πείσμα των συγχρόνων της, που της αρνήθηκαν το δημιουργικό credit ακόμα και για την πιο διάσημη σύνθεσή της: το βασικό θέμα της σειράς επιστημονικής φαντασίας Dr. Who.

Μου είναι πραγματικά δύσκολο να αναπλάσω όλες τις μικρές λεπτομέρειες που έκαναν την παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC» τόσο φανταστική. Οι καλειδοσκοπικοί φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου, τα πρωτόλεια ηλεκτρονικά, τα πρωτότυπα τραγούδια που έγραψε για τις ανάγκες της η Violet Louise, η εικόνα όλων εκείνων των μηχανημάτων πάνω στο μεγάλο τραπέζι, το μικρό τραπέζι αντίκρυ με το κρασί που δεν τελείωνε ποτέ, η παράλληλη προβολή ενός ειδώλου της Derbyshire με τη δική του ζωή και κίνηση στον τοίχο αριστερά όπως κοιτάγαμε –μέσω του οποίου δόθηκε, καταπληκτικά, το απότομο φινάλε της ζωής της– όλα υπήρξαν ψηφίδες ενός απίθανου μωσαϊκού. Μέσω του οποίου δεν αποτυπώθηκε απλά ένα κομμάτι της ζωής και της σκέψης της Delia Derbyshire, μα κυριολεκτικά κοινωνήθηκε. Έτσι, ακόμα και κάποιος εντελώς άσχετος με την πειραματική μουσική και τα ηλεκτρακουστικά μπορούσε άνετα να παρακολουθήσει την παράσταση, μα και να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές.

Η ίδια η δημιουργός ενσάρκωσε άψογα τη Derbyshire, κινούμενη σε ένα διαρκές μπρος-πίσω στον χρόνο: η Ντέλια στα υπόγεια του BBC, νέα, δυναμική, με τα φορεματάκια της, να τσιγκλάει τον κομφορμιστή μουσικό/ηχολήπτη Μπράιαν (Brian Hodgson) και να πνέει τα μένεα κατά του στενόμυαλου διευθυντή του BBC Radiophonic Workshop Ντέσμοντ (Desmond Briscoe). Και η Ντέλια στο σπίτι της, μεγάλη πια, αποτραβηγμένη από τον κόσμο, να ακούει ραδιόφωνο τυλιγμένη σε μια ρόμπα, πνίγοντας στο κρασί το ότι δεν μπόρεσε κατά τις πιο δημιουργικές της μέρες να κερδίσει ούτε την καλλιτεχνική αναγνώριση, ούτε και την οικονομική ανεξαρτησία. Παρά τα διαρκή πήγαινε-έλα, δεν χαθήκαμε ποτέ: τα νέα του BBC έμπαιναν ως μικροί ημερολογιακοί δείκτες κάθε φορά που τα χρειαζόμασταν, βοηθώντας στο ταξίδι μας στον χρόνο, μα προσφέροντας κι ένα μικρό πλαίσιο εποχής.

Δίπλα στη Λουΐζα Κωστούλα στάθηκε άξια ο Παναγιώτης Γαρμπής, πότε ως τρισδιάστατος Dr. Who/επισκέπτης από το Διάστημα, πότε ως ο ντροπαλός και κρυφά ερωτευμένος με τη Ντέλια, Μπράιαν, που τα έχασε όλα τη μέρα που της εκμυστηρεύτηκε τα συναισθήματά του, πότε ως ο αρχετυπικός γραφειοκράτης Ντέσμοντ, πότε ως ο Peter Kember των Spacemen 3 –ο άνθρωπος που προσπάθησε να βγάλει τη Ντέλια από την αφάνεια κατά τη δεκαετία του 1990, δείχνοντάς της ότι το έργο της εκτιμήθηκε τελικά ως μουσική επιπέδου από μια ολότελα νέα γενιά Βρετανών δημιουργών.

Μικρά παράπονα (τα μόνα), ότι το κείμενο ανέφερε δύο φορές τον Aphex Twin στον πληθυντικό, λες και επρόκειτο για συγκρότημα, και ότι το πορτραίτο του Πήτερ πλάστηκε πολύ κοντά σε εκείνο του Μπράιαν: έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Kember ήταν ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, ο οποίος ήξερε καλά πού πατούσε όταν γνώρισε τη Derbyshire –και όχι αυτός ο αμήχανος, σχεδόν δουλοπρεπής νέος που είδαμε στο Black Box.

Δεν θέλω ωστόσο να επιμείνω σε σημεία τα οποία πραγματικά θεωρώ λεπτομέρειες. Γιατί η Violet Louise μας έδωσε μια φρέσκια παράσταση, μακριά από τα ίδια και τα συνηθισμένα, καταφέρνοντας να διηγηθεί την ιστορία μιας φοβερής γυναίκας δίχως στιγμή να χάσει την ανθρώπινη διάστασή της, είτε ως δημιουργός του όλου εγχειρήματος, είτε ως πρωταγωνίστριά του. Θα τη θυμόμαστε ανεξίτηλα την εμπειρία, όσοι τυχεροί χωθήκαμε στα Υπόγεια του BBC μαζί της.



20 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Γράμματα στα Κοριτσάκια» - ανταπόκριση (2014)


Γοητευτική αποδείχθηκε η παράσταση «Γράμματα στα Κοριτσάκια» της Violet Louise (Λουίζα Κωστούλα), την οποία παρακολούθησα τον Νοέμβριο του 2014 στο Από Μηχανής Θέατρο –όπου ανέβαινε για 2η σεζόν. Με άριστη οικονομία χρόνου, με τις γνωστές ισορροπίες μεταξύ θεάτρου και πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης (όλα δια χειρός της δημιουργού και πρωταγωνίστριας), αλλά και με ιντριγκαδόρικα, αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία δεν δίστασαν να φλερτάρουν και με το δυνητικό σκοτάδι. 

Όλα για χάρη του Lewis Carroll, του περίφημου Βρετανού συγγραφέα, ο οποίος μας χάρισε τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (1865). Σε ένα πολυσύνθετο μήνυμα δίχως εύκολα συμπεράσματα, που, προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί, θα πρέπει ίσως να συνδυαστεί με  ανάγνωση σε μια συνέντευξη της Violet Louise (δείτε εδώ), όπου μίλησε εκτενώς για το θέμα και για το πώς το προσέγγισε, καθώς έφτιαχνε τα «Γράμματα στα Κοριτσάκια». 

Μια κριτική για την παράσταση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στους Στέφανο Κναππ & Περικλή Πραβήτα


Από την αθωότητα στο έρεβος μας πήγε η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise), μέσα σε μόλις 1 ώρα. Σε μια performance με άριστη οικονομία χρόνου, η οποία αξιοποίησε κάθε ένα από τα 60 λεπτά της για να προσφέρει μια πυκνή μουσική/θεατρική αφήγηση, που κύλησε όμως σαν νεράκι. Αφήνοντάς μας γοητευμένους και συνάμα προβληματισμένους στο φινάλε, να χειροκροτούμε ενόσω στα μυαλά μας επαναλαμβανόταν αδυσώπητο το ερώτημα: ήταν; δεν ήταν;

Μία από τις μεγάλες αρετές της παράστασης ξετυλίγεται τόσο ανεπαίσθητα, ώστε την παίρνεις χαμπάρι μόνο στο τέλος. Γιατί, παρά τη λιτότητα του σκηνικού, μπαίνεις αμέσως στο κλίμα και αντιμετωπίζεις το μικρό τραπέζι με τον προτζέκτορα σαν το γραφείο του Lewis Carroll Dodgson και τη Λουΐζα Κωστούλα σαν τον ίδιο τον συγγραφέα των «Περιπετειών της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Νιώθεις να μπαίνεις στο κεφάλι του, διασκεδάζεις με την ευρηματικότητα και τον ενθουσιασμό της αλληλογραφίας που ανταλλάσσει με τις μικρές του θαυμάστριες κι εγώ τουλάχιστον συμμερίστηκα το αίτημά του για 48ωρη μέρα, αλλά και το φλογερό του κήρυγμα υπέρ της διατήρησης μιας διανοητικής, έστω, νεότητας. Εκείνη την ανάγκη, δηλαδή, να μπορείς να συναναστρέφεσαι τους νέους ακόμα κι όταν εσύ δεν ανήκεις πια στο ηλικιακό τους γκρουπ. 

Έτσι, όταν η Violet Louise βάζει τη μάσκα του λαγού, το παίρνεις λίγο προσωπικά που ο κόσμος τούτος θολώνει και αποκτά μια εν δυνάμει ζοφερή πτυχή. Μήπως, τελικά, ο συγγραφέας καλύπτει κάτω από όλα αυτά «ένα τέρας, τέρας!», όπως αναφωνεί ο λαγός σε κάποιο σημείο; Πού τέμνεται, αλήθεια, ο ανύπαντρος γιος του κληρικού με τις απόψεις τις οποίες καταγράφει στο ημερολόγιό του για το παιδί ως εικόνα του Θεού; Πού βρίσκεται το όριο μεταξύ των στάνταρ της εποχής/της συγκεκριμένης κοινωνίας και της παρέκκλισης; Πού μπαίνει το σύνορο, στην προσωπική ιστορία του Carroll, ανάμεσα στις γενικές του απόψεις για το παιδί και στο ενδιαφέρον του για την 11άχρονη Alice Liddell (το πρότυπο, ίσως, για την Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων); 

Από εκείνο το σημείο και πέρα, ο τόνος της παράστασης αλλάζει· προσέχεις περισσσότερο το σκοτάδι στη σκηνή (σε απορροφά), ενώ και το sound design γίνεται σκληρό –σαν να ουρλιάζει μερικές φορές, παρέα με τις μύχιες σκέψεις του συγγραφέα. Υπάρχει δε μια εκπληκτική σκηνή, όπου η Violet Louise ρίχνει κραυγάζοντας ό,τι βρίσκει πάνω στο «γραφείο» προς την κατεύθυνση μιας φωτογραφίας εποχής, όπου απεικονίζεται ένα παιδικό γυμνό. Βέβαια, όπως πληροφορούμαστε, στη βικτωριανή περίοδο κάτι τέτοιο (υποτίθεται ότι) δεν περιείχε σεξουαλικές αποχρώσεις. Άρα, ποιος βάζει τους κανόνες; Είναι δικαιολογημένο το διαβόητο παιδοφιλικό κόμμα της Ολλανδίας, το PNVD, να θεωρεί σήμερα τον Lewis Carroll «δικό του», όπως δηλώνεται μέσω διαφάνειας, σε μια ανατριχιαστική διασύνδεση με το δικό μας σήμερα; 

Όλα αυτά αποδίδονται εξαιρετικά, οδηγώντας σε ένα φινάλε δίχως απαντήσεις –ο θεατής αφήνεται, πολύ ορθώς, στα δικά του συμπεράσματα. Μαζί με τα ερωτήματα, πάντως, μένει και η εντύπωση μίας ακόμα θαυμάσιας παράστασης από τη Λουΐζα Κωστούλα: μια performer με λαμπρές, πρωτότυπες ιδέες, οι οποίες σταθερά τέμνουν τη σκηνική δράση με μουσική γραμμένη ειδικά για κάθε περίσταση. Αν και η τελευταία δεν είχε στα Γράμματα στα Κοριτσάκια τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διέθετε στα Υπόγεια του BBC, ακούσαμε μερικά ενδιαφέροντα, βρετανοπρεπή τραγούδια σε εναλλακτικές ποπ κατευθύνσεις. Με καλύτερο το πρώτο στη σειρά, που θύμιζε (ίσως λίγο υπερβολικά;) Dresden Dolls και η Κωστούλα ερμήνευσε με άριστη άρθρωση καθισμένη σε μια καρέκλα στο δεξί άκρο της σκηνής, απέναντι από το σκίτσο ενός κοριτσιού. Ωραίο βρήκα πάντως και το αμέσως επόμενο, το οποίο απηχούσε την ιδιότυπη γραφή των XTC. 

Τα Γράμματα στα Κοριτσάκια ανεβαίνουν φέτος για δεύτερη σεζόν, έχουν κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Οκτώβριο και τα παρακολούθησα Κυριακή, όχι Σάββατο. Με αυτούς λοιπόν τους δείκτες κατά νου, το ότι βρήκα το Από Μηχανής Θέατρο σχεδόν γεμάτο μαρτυρεί νομίζω ένα έργο επιτυχημένο (έστω και σε μικρή κλίμακα), που δεν ευτύχησε μόνο στις κριτικές. Κι αν λάβουμε συμπληρωματικά υπόψη τη λεπτομέρεια που μας αποκάλυψε η Violet Louise όταν πήγαμε να της πούμε τα μπράβο από κοντά, ότι έπαιξε δηλαδή με 38.5 πυρετό, η επιτυχία που καταγράφει το παρόν κείμενο αποκτά και μία ακόμα διάσταση, που αφορά την ίδια τη δημιουργό του: δεν μας πέρασε από το μυαλό ούτε στιγμή ότι δεν βρισκόταν στα καλύτερά της, καθώς η απόδοσή της ήταν σταθερή, χωρίς ίχνος κόπωσης –βάλτε δε στον λογαριασμό πως υπήρχε κι ένα σημείο που απαιτούσε πολύ έντονες κινήσεις από μέρους της. 



18 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise - συνέντευξη (2014)


Συνεχίζοντας τις εξερευνήσεις στο αρχείο για κείμενα σχετιζόμενα με τη Violet Louise, βρήκα και τη συνέντευξη που κάναμε τον Οκτώβριο του 2014, λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Γράμματα στα Κοριτσάκια», που θα έκανε τότε τη δεύτερή της σεζόν. 

Το αρχικό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό


Η Delia Derbyshire στα Υπόγεια του BBC, ο Λιούις Κάρολ και οι επιστολές του: τυχαίες οι επιλογές ή υπάρχει κάτι που σε τραβάει προς Βρετανία μεριά;

Αυτή σου ερώτηση δεν είναι καθόλου τυχαία. Και εκτός από έναν πολύ καλό μου φίλο, είσαι ο δεύτερος που κάνει μια τέτοια διαπίστωση. Ούτε εγώ δεν έχω συνειδητοποιήσει το γιατί. Νομίζω ότι η γραφή των συγκεκριμένων κειμένων βασίζεται κατά κάποιον τρόπο σε δομές και φόρμες πιο δωρικές και κάπως πιο κλασικές: υπάρχει δομή, ιστορία, ο λόγος είναι καθαρός, λιτός. 

Όταν υπάρχει λοιπόν μία στέρεα βάση, μία ιστορία, αισθάνομαι ότι έχω μεγαλύτερη ελευθερία να πειραματιστώ και να σπάσω αυτές τις κλασικές δομές, προσθέτοντας καινούρια στοιχεία, που αντικαθιστούν κομμάτια της αφήγησης. Υπάρχει δηλαδή περισσότερος χώρος για να εμπλακούν τα νέα μέσα –βίντεο, ήχος, performance, όπως και η μουσική.

Τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 2013, βρίσκοντας θερμή ανταπόκριση από την κριτική. Ήταν αντίστοιχα θερμή η υποδοχή από το κοινό; 

Η αλήθεια είναι ότι τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια είναι παράσταση που έχει προκαλέσει. Θίγονται πολύ λεπτά ζητήματα. Ο κόσμος του παιδιού είναι ιερός και υπάρχει μεγάλη ευαισθησία όταν ασχολείται κάποιος μαζί του, σε φιλοσοφικό ή δημιουργικό επίπεδο. Τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια είναι μια παράσταση για τη ζωή ενός μεγάλου συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, του Λιούις Κάρολ, που έγραψε τις Περιπέτειες Της Αλίκης Στη Χώρα Των Θαυμάτων (1865). Ο οποίος κατηγορήθηκε μετά θάνατον –κι ενώ δεν υπήρχαν σχετικές αποδείξεις– ότι χρησιμοποιούσε την τέχνη του για να γοητεύει παιδιά, με αμφίβολες προθέσεις.

Η δική μας η πρόθεση, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ιστορία, ήταν να κάνουμε μια κοινωνιολογική ανάλυση για τους κανόνες που καθορίζουν τι είναι διαστροφή, παρεκτροπή, όπως και το ποιος καθορίζει κάθε φορά αυτούς τους κανόνες. Πάμε όμως κι ένα βήμα παραπέρα και θίγουμε την κοινωνική υποκρισία και το κατεστημένο κάθε εποχής. Στη Βικτωριανή Εποχή λ.χ., στην οποία έζησε ο Κάρολ, υπήρχαν άλλα μέτρα και σταθμά: τα κορίτσια τα πάντρευαν από τα 12. Σήμερα ισχύουν διαφορετικοί ηθικοί νόμοι και κοινωνικοί κανόνες. Το μεγάλο ερώτημα είναι, λοιπόν, ποιος και γιατί διαμορφώνει την ηθική κάθε εποχής;

Kαι για να κλείσω την ερώτησή σου, επειδή η παράσταση δεν καταλήγει σε συμπεράσματα αλλά θέτει ερωτηματικά, η υποδοχή του κάθε θεατή είναι τόσο θερμή, όσο και η διάθεσή του να εμπλακεί σε αυτούς τους προβληματισμούς και να δει πίσω από την ιστορία του Κάρολ.

Το έναυσμα λοιπόν στο έδωσαν οι επιστολές του Κάρολ προς τις ανήλικες θαυμάστριές του; Ή το ερωτηματικό που έχει δημιουργηθεί για την ερωτική του ταυτότητα;

Οι επιστολές του, σε σχέση με το ερωτηματικό για την ερωτική του ταυτότητα. Δεν μπορούσα να βρω σύνδεσμο και σχέση μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων: τις διάβαζα και τις ξαναδιάβαζα και αναρωτιόμουν από πού προέκυψε η όλη ιστορία. Υπήρχε δηλαδή μια τεράστια αντίφαση. Εγώ έβλεπα έναν άνθρωπο που αγαπά πολύ τα παιδιά κι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ' εκείνα. Έναν άνθρωπο στην υπηρεσία του παιδιού· έναν δάσκαλο, έναν διασκεδαστή, ο οποίος θεωρούσε το παιδί ως την τέλεια εικόνα του Θεού επί της Γης.

Δεν δέχεσαι επομένως ότι ήταν παιδόφιλος ο συγγραφέας της Αλίκης Στη Χώρα Των Θαυμάτων. Ήταν λοιπόν απλά ένας παρεξηγημένος άνθρωπος;

Δεν ξέρω ποια είναι η πραγματικότητα, πάντως στη δική μου συνείδηση είναι αθώος. Ένας βαθιά παρεξηγημένος άνθρωπος, που δεν ακολούθησε ποτέ τους κανόνες και μπήκε στο στόχαστρο μιας κοινωνίας μεταγενέστερης της κοινωνίας στην οποία έζησε. Η λογική μου λέει ότι, εφόσον συναναστρεφόταν με εκατοντάδες παιδιά και δεν υπήρξε μία φήμη, μία υπόνοια, ένα σκάνδαλο στην εποχή του, είναι κάπως περίεργο. 

Κι αν εξετάσει κανείς διεξοδικά όσα γράφει, θα καταλάβει ότι πρόκειται για ένα βαθιά ηθικό στοιχείο, με πίστη στον Θεό και στη θεία τιμωρία. Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν μήπως τη στιγμή του θανάτου η ψυχή του έχει χάσει την αθωότητά της. Έχει γράψει μάλιστα και δύο κείμενα: την Αιώνια Τιμωρία και την Αιώνια Σωτηρία. Και πολλές από τις παιδικές του φίλες –μεγάλες γυναίκες πια, με δικά τους παιδιά– έγραψαν στον τάφο του: «Λιούις Κάρολ, ο καλύτερος φίλος των παιδιών». 

Όλη η παραφιλολογία δημιουργήθηκε από τις ελάχιστες (σε σχέση με τον τεράστιο όγκο των φωτογραφιών του) γυμνές φωτογραφίες κάποιων κοριτσιών, τις οποίες τράβηξε προς το τέλος της ενασχόλησής του με το αντικείμενο. Kάτι όμως που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι ότι το παιδικό γυμνό στη Βικτωριανή Εποχή θεωρούταν ένδειξη αγνότητας και καλοτυχίας. Το παιδικό σώμα, ακόμα και χωρίς ρούχα, δεν εμπεριείχε σεξουαλική απόχρωση.

Ακούμε συχνά καλλιτέχνες να κρίνονται με βάση το αν η ζωή τους ή/και οι δημόσιες δηλώσεις τους συμβαδίζουν με κάποιο προσωπικό μας μέτρο ηθικής. Τελικά δεν είναι αυθύπαρκτη η αξία μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας; 

Φυσικά και είναι αυθύπαρκτη. Αλλά όλοι μας επηρεαζόμαστε και από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Είναι ανθρώπινο και κατανοητό. Και νομίζω ότι, στο τέλος, όλοι μας διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλλιτεχνών που δεν έχουν δώσει και την καλύτερη εικόνα σε κοινωνικό, ηθικό και ανθρώπινο επίπεδο, αλλά που ο κόσμος συρρέει για να απολαύσει τα δημιουργήματά τους.

Και τι συμβαίνει, αλήθεια, κι έχουν εξαφανιστεί δύο ολόκληροι τόμοι από το ημερολόγιο του Κάρολ; Για να αναφέρεται στο δελτίο Τύπου της παράστασής σου, πρέπει να είναι μια πληροφορία με κάποια σημασία για σένα...

Το επισήμανα με μία δόση ειρωνείας. Ο συγγενικός και οικογενειακός κύκλος του δημιουργού, που συνήθως έχει συμφέροντα από την εκμετάλλευση του έργου του, φροντίζει να διατηρείται το προφίλ και η εικόνα του καλλιτέχνη αψεγάδιαστη και αρεστή στην κοινή γνώμη. Οπότε, οποιαδήποτε πληροφορία που θα χαλούσε αυτήν την εικόνα –ακόμα και κάτι που θα μπορούσε να είναι άνευ σημασίας– ενδεχομένως να αποκρύφτηκε για λόγους σκοπιμότητας. Θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτε. Κάποιοι, όμως, συνδύασαν τις γυμνές φωτογραφίες των παιδιών με την εξαφάνιση των δύο τόμων από το ημερολόγιο του. Κι έτσι δημιουργήθηκε αυτή η θεωρία συνωμοσίας.

Υπογράφεις τόσο τη μουσική, όσο και το sound design στα Γράμματα Στα Κοριτσάκια. Διαφώτισε τους αναγνώστες που μπερδεύονται όταν ακούν για το δεύτερο, αναρωτώμενοι για το τι σχέση έχει με τη μουσική...

Για τη μουσική νομίζω ότι δεν χρειάζονται διευκρινήσεις. Ο ηχητικός σχεδιασμός (sound design), τώρα, αφορά την ύπαρξη του ήχου ως δραματουργικού στοιχείου της παράστασης, όπως και τη δημιουργία ηχητικού περιβάλλοντος. Ο ήχος βοηθά τη σκηνική δράση, την ερμηνεύει, πολλές φορές την υποκαθιστά κιόλας. Δημιουργεί συναισθήματα, συνειρμούς, τοποθετεί το κοινό σε μία κατάσταση. Επενεργεί στον νου και στο συναίσθημα. Ο ήχος έχει μαγικές ικανότητες.

Τι βρήκες πιο δύσκολο καθώς έστηνες την παράσταση; Και πώς το αντιμετώπισες;   

Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν το υλικό που είχα στα χέρια μου. Οι επιστολές από μόνες τους έδιναν όλο το αγγλικό nonsence και την παιδικότητα της ψυχής του Κάρολ. Διαφαίνεται το χιούμορ, η φαντασία, η εφευρετικότητα, η θεατρικότητα, αλλά μέχρι εκεί. Ο Κάρολ ήταν επιπλέον ένας διανοούμενος, αντικομφορμιστής και φιλόσοφος στην εποχή του. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μεγαλύτερη έρευνα για να συλλέξω στοιχεία από άλλα κείμενά του –φιλοσοφικά, μαθηματικά, το βιβλίο της λογικής, από επιστολές προς ενήλικες φίλους του, από μαρτυρίες τρίτων, το προσωπικό του ημερολόγιο– ώστε να χτίσω σωστά το πορτραίτο του. 

Στη συνέχεια πέρασα και σε μια πιο μεγάλη κλίμακα, μελετώντας τη Βικτωριανή Εποχή και αντιπαραβάλλοντάς την με τη δική μας. Δηλαδή συνέκρινα τα κοινωνικά δεδομένα, τους ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες και κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία και παρουσιάζονται στην παράσταση.

Πέρα από την παράσταση, ετοιμάζεις και κάποιον δίσκο αυτόν τον καιρό, σωστά; Πώς σκοπεύεις να κινηθείς μετά τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια;

Ναι, ετοιμάζω το επόμενο υλικό, με επιρροές από την αναλογική ηλεκτρονική μουσική. Η ιστορία με τα Υπόγεια Του BBC, σίγουρα με επηρέασε: κάθε δουλειά που κάνουμε, μου αφήνει κάτι περισσότερο. Δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω, καθώς τώρα ολοκληρώνεται και προσπαθώ κι εγώ ακόμα να το οσμιστώ και να το αφουγκραστώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ηχεί πολύ διαφορετικά από το προηγούμενο άλμπουμ Cardinals & Lovers, ως προς την προσωπική ερμηνεία, τις συνθέσεις, τον ήχο.

Επίσης ετοιμάζουμε μια ηλεκτρονική όπερα, μάλλον θα έλεγα πως πρόκειται για μια παράσταση με live εκτέλεση μουσικής, διανθισμένη με ηλεκτρονικά στοιχεία. Έχει σαν θέμα τον σπισιμό, μία καινούρια έννοια, η οποία υποδηλώνει τον ρατσισμό του ανθρώπου απέναντι στα ζώα. Τα ζώα βρίσκονται στην υπηρεσία του ανθρώπου, είναι πόροι και αγαθά, η ζωή τους δεν έχει καμία σημασία. Ο άνθρωπος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ηθικά  ανώτερο ον, ξεχνά όμως ότι όλα τα όντα πονούν και αισθάνονται. Η παράστασή μας, στην ουσία, υποστηρίζει τον αντισπισιμό, δηλαδή ότι τελικά τα ζώα έχουν δικαίωμα να ζουν μια ζωή που δεν εμπεριέχει τον πόνο και τον θάνατο.



14 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» - ανταπόκριση (2016)


Κάπου την έχασα τα τελευταία, δύσκολα για μένα, χρόνια τη Violet Louise (κατά κόσμον Λουίζα Κωστούλα). Για κάποιο διάστημα, όμως, έδινα τακτικά το παρών στις παραστάσεις της, από τότε που την πρωτοείδα ζωντανά –νομίζω στο 3ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής, το 2014. 

Αν δεν κάνω λάθος, το τελευταίο της έργο που παρακολούθησα ήταν οι «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» τον Μάιο του 2016, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης: μια ανάγνωση στα πάντα επίκαιρα λόγια του Ευριπίδη, που πλεύρισε τη μουσική αισθητική των Boards Of Canada. 

Αυτό αλίευσα, για την ώρα, από το αρχείο, καθώς μια κριτική για την παράσταση πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται λοιπόν κι εδώ (με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις) και έπεται και Violet Louise συνέχεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο


Το εισιτήριό μου έγραφε «θέατρο» και πίσω μου στο Ίδρυμα Κακογιάννη καθόταν μια κυρία που χρώσταγε, έλεγε, τρεις κριτικές σε ένα θεατρικό site (συμβουλή αρχισυντάκτη: τρεις κριτικές είναι πολλές). Αλλά όταν τα φώτα έσβησαν και χειροκροτήσαμε όλοι μαζί –θερμά– τους συντελεστές των Μαρμαρωμένων Τρωάδων, ήμουν βέβαιος ότι η παράσταση χώραγε και σε ένα μουσικό site. Γιατί η μουσική δεν ήταν διάκοσμος, ούτε γέμιζε κενά. Αντιθέτως, αποτελούσε οργανικό μέρος του οπτικού/ηχητικού τόπου που είχε δημιουργηθεί, ήταν δε και πρωτότυπη δημιουργία της Violet Louise (Λουΐζα Κωστούλα), ειδικά για το έργο.

Οι Μαρμαρωμένες Τρωάδες ντεμπούταραν στην αρχαία Ολυμπία, στην τελετή για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και έδιναν την τελευταία τους αθηναϊκή παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Μια πολύ ορθή επιλογή, δεδομένου του ότι βασίζονται στη μετάφραση των Τρωάδων του Ευριπίδη που έκανε –χρησιμοποιώντας θαυμάσια τα νέα ελληνικά– ο γνωστός σκηνοθέτης. Το σκηνικό τους, λιτό. Άφηνε πολλά να τα συμπληρώσει η φαντασία, όσο τα μάτια σου έβλεπαν τα δύο τριμερή βάθρα αριστερά και δεξιά και το μονό στη μέση, καθώς και τις εικόνες που προβάλλονταν στο video wall πίσω τους. 

Αριστερά όπως κοιτάζαμε, τώρα, στεκόταν η Εκάβη, καταπληκτικά ενσαρκωμένη από την Αγλαΐα Παππά (είναι η εικονιζόμενη άνωθεν). Η οποία έδωσε ρεσιτάλ θεατρικής χρήσης της φωνής, ώστε να ζωντανέψει μπροστά μας την έκπτωτη βασίλισσα της Τροίας, που παρακολουθούσε τα τελευταία οικεία πρόσωπα που είχαν απομείνει στην οικογένειά της να θανατώνονται ή να παίρνουν τον δρόμο της σκλαβιάς. Δεξιά, η Λουΐζα Κωστούλα (στην οποία άνηκε η σκηνοθεσία) απέδιδε πειστικότατα τον χορό των γυναικών της Τροίας και άλλες γυναικείες μορφές (Ανδρομάχη, Κασσάνδρα), ενώ στο μέσον μας επισκεπτόταν ο Παναγιώτης Γαρμπής ως ευθυτενής κήρυκας Ταλθύβιος, κομίζοντας τα μαντάτα των μεθυσμένων από τη νίκη Ελλήνων. Για λίγο πέρασαν και ο Μενέλαος με την Ελένη, αλλά μόνο ως αφαιρετικές μορφές στο video wall, με τις φωνές τους ηχογραφημένες.  

Τα αρχαία λόγια του Ευριπίδη παραμένουν αιχμηρά και επίκαιρα, σε εποχές όπου πάλι συζητάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους –επιπλέον, διέθεταν και μια δυναμική πολύ του γούστου μου, αφού από το σχολείο κιόλας θυμάμαι να απεχθάνομαι τους φαφλατάδες Αργίτες και τους προστάτες θεούς τους, συντασσόμενος με τους Τρώες, τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα. Και αποδόθηκαν, νομίζω, ωραιότατα, τόσο σε σκηνικό, όσο και σε υποκριτικό επίπεδο. Σε μια παράσταση η οποία δεν απώλεσε ποτέ το πρωτότυπο πνεύμα των Τρωάδων, προκειμένου να κάνει χατίρια στη μοντέρνα προσέγγιση της οπτικοακουστικής αφήγησης. 

Η μουσική της Violet Louise άνηκε σε αυτό το μοντέρνο κομμάτι, κινήθηκε όμως με θαυμαστό μέτρο, πότε επιλέγοντας τη λογική του sound design –συμπλέοντας άριστα με τις εικόνες του video wall, όλες ειδικά επεξεργασμένες λήψεις από φυσικά τοπία, που είχαν ως στόχο τη «θόλωση» των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού– πότε λειτουργώντας ως ηλεκτρονικό soundtrack, με μια αισθητική κοντά στις σπουδαίες δουλειές των Boards Of Canada. Η ίδια, επίσης, στάθηκε άψογα και με τη φωνή της, στα λίγα σημεία στα οποία απέδωσε τραγουδιστά τα λόγια που αντιστοιχούσαν στους διάφορους ρόλους της.

Έχω χάσει μόνο μία παράσταση της Λουΐζας Κωστούλα, αλλά ό,τι έχω δει ως τώρα εκ μέρους της το συγκαταλέγω στα πιο ενδιαφέροντα πράγματα των τελευταίων χρόνων. Ίσως το λιγοστό πλήθος στο Ίδρυμα Κακογιάννη να σημαίνει ότι ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί στην κλίμακα που της αξίζει, κάτι που μπορείτε σύντομα να διορθώσετε, όμως, εάν διαβάζετε αυτές τις γραμμές και νιώθετε ότι σας αφορούν.