Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Myrkur. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Myrkur. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Ιουνίου 2023

Myrkur - Mareridt [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ «Mareridt» της Myrkur, η οποία τάραζε τότε τα metal νερά της Σκανδιναβίας προβάλλοντας ως (λίαν αμφιλεγόμενη) «Lana Del Rey του black metal» –χαρακτηρισμό που η ίδια γούσταρε, όπως μου αποκάλυψε σε συνέντευξη του 2018 (δείτε εδώ). 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο 


Εκεί γύρω στα 30, η Amalie Bruun έκανε στην άκρη τους Pains Of Being Pure At Heart, τον Ariel Pink και τους λοιπούς indie ήρωές της, διέλυσε τους (πάλαι ποτέ Pitchfork darlings) Ex Cops, εγκατέλειψε την εναλλακτική σκηνή της Δανίας και αναβαπτίστηκε στην κολυμπήθρα των Ulver, ξεπροβάλλοντας ως Myrkur. 

Θα μπορούσε να είναι τυπική ιστορία κρίσης των πρώτων -άντα, απλά με καλλιτεχνικό φόντο. Αλλά σε μουσικές εποχές χωρίς σύνορα, όπου η alt-οτιδήποτε αισθητική μπορεί να εγκολπώσει τα πάντα και αγόρια σαν τους Deafheaven νιώθουν άνετα να παριστάνουν τους μεταλλάδες, η Myrkur έγινε φαινόμενο. Πυροδοτώντας παθιασμένες διαφωνίες εντός μιας black metal κοινότητας που έχει πια εδώ και χρόνια συμφιλιωθεί με την ιδέα της διεύρυνσης. 

Κάποιοι λοιπόν απέρριψαν μετά βδελυγμίας αυτήν τη «Lana Del Rey του black metal», άλλοι όμως αγκάλιασαν το ντεμπούτο της M (2015), θαυμάζοντας την ισορροπία ακριβείας που επέδειξε μεταξύ των folk αναζητήσεων της Kari Rueslåtten κι ενός τιθασευμένου μαυρομεταλλικού στυλ, ευλογημένου τόσο από τον Kristoffer Rygg των Ulver, όσο και από τον Teloch των Mayhem. Ακόμα πάντως και για εκείνους, το αν υπήρχε μέλλον στο «φαινόμενο Myrkur» ήταν ερώτημα ανοιχτό.

Δύο χρόνια μετά, το Mareridt αποπειράται να δώσει την απάντηση με σύμμαχο τον Randall Dunn των Masters Musicians Of Bukkake, ο οποίος (ως παραγωγός) αναλαμβάνει να περάσει τη Myrkur από το ρευστό σύνορο που χωρίζει την επικράτεια των Wolves In The Throne Room από αυτήν της Marissa Nadler –νερά που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά. Και εν πολλοίς το κατορθώνει, παρά τα σκαμπανεβάσματα του συνόλου και την απουσία του ατού της έκπληξης που διέθετε το Μ.

Η επιτυχία του Mareridt έγκειται στην πλήρη αδιαφορία του για το αν η Myrkur ανήκει ή όχι στο metal και στη σοφή απόφαση να αρθρωθεί αφενός πάνω στη χαρισματική φωνή της Δανέζας τραγουδίστριας, αφετέρου πάνω σε έναν folk ήχο διευρυμένο με σύγχρονα στοιχεία. Όπου το black metal δεν είναι παρά μία μόνο συμμετέχουσα συνισταμένη, ανάμεσα στους απόηχους της κληρονομιάς των Dead Can Dance, στις λόγιες αναφορές των χορωδιακών και στη ρουστίκ αίσθηση από τα kulning καλέσματα των βοσκών του Βορρά προς τα κοπάδια τους. Μάλιστα, στο "Crown" η Myrkur φαίνεται να το διασκεδάζει και με όσους την αποκαλούν «Lana Del Rey του black metal», φτιάχνοντας ένα τραγούδι που κάλλιστα μπορούσε να βρίσκεται σε δίσκο της Αμερικανίδας σταρ. 

Κάπως έτσι, η Myrkur φτάνει κοντά στις σημερινές αναζητήσεις της Chelsea Wolfe (διόλου τυχαία η συμμετοχή της τελευταίας στο "Funeral" και στο "Kvindelil"), ακολουθώντας όμως ένα διαφορετικό μονοπάτι, με έντονη σφραγίδα από τις παραδόσεις της Σκανδιναβίας. Η οποία τοποθετείται μάλιστα σε πρώτο πλάνο, είτε με όσους στίχους τραγουδιούνται σε δανέζικα, σουηδικά και ισλανδικά, είτε με τη χρήση της παραδοσιακής nyckelharpa ή με τις μάντολες που ακούμε εδώ κι εκεί.

Το τραγούδι που τα συμπυκνώνει όλα πολύ πετυχημένα και διαθέτει και μια επιμεταλλωμένη χροιά, είναι οπωσδήποτε το "Ulvinde": ένα συναρπαστικό κάλεσμα (σε άπταιστα δανέζικα) για την καταστροφή του Κακού με τα ίδια του τα όπλα, το οποίο δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα μπορείτε να βρείτε στη χλιδανή ποικιλία μουσικής της εποχής μας. Κανένα στιγμιότυπο του Mareridt δεν το φτάνει σε ποιότητα, αν και υπάρχουν κι άλλα ωραία κομμάτια ("Måneblôt", "Gladiatrix", "The Serpent") μέσα σε μια ροή γενικά ικανοποιητική, που όμως κάποιες φορές χάνεται σε επαναλήψεις. Το φινάλε της κανονικής έκδοσης του δίσκου, για παράδειγμα, δείχνει απογοητευτικά στοιχειώδες, οπότε προτείνεται η deluxe εκδοχή, με τις 16 συνολικά επιλογές. 

To Mareridt δεν είναι Μ, αλλά πρόκειται για άλμπουμ καθοριστικό για τον αυτόνομο τρόπο με τον οποίον επιθυμεί να σταθεί στα πράγματα η Myrkur. Επίσης, είναι ακόμα ένα πειστήριο ότι την πιο διαφορετική μουσική αυτών των καιρών δεν την πιάνει εύκολα το ραντάρ των μέσων που διαμορφώνουν τις Metacritic τάσεις. Αυτή η σχετική πολυφωνία βασίζεται τελικά σε πηγές με λίγο-πολύ κοινές αισθητικές αναζητήσεις, ενδιαφερόμενες για συγκεκριμένους τομείς της ευρύτερης ποπ/ροκ έκφρασης του 21ου αιώνα.



27 Ιανουαρίου 2022

Myrkur - συνέντευξη (2018)


Κατά κόσμον Amalie Bruun, τραγουδίστρια και ηθοποιός ετών 37 από την Κοπεγχάγη της Δανίας, η Myrkur είναι καλλιτέχνιδα που εκμεταλλεύτηκε τη μετα-2000 ρευστότητα των μουσικών συνόρων για να αλλάξει (σχετικά) επιτυχώς ταυτότητα.

Κάπως έτσι, από μια σόλο καριέρα με indie pop/rock ευαισθησίες βρέθηκε τραγουδίστρια των Ex Cops (σε αντίστοιχο ύφος), πριν αποκαλύψει ότι στην καρδιά της έχει το black metal, ξεκινώντας μια σχετική καριέρα το 2014, η οποία της χάρισε τον τίτλο «Lana Del Rey του black metal» –που άλλοτε χρησιμοποιήθηκε ως έπαινος κι άλλοτε ως κατηγόρια. Το 2017, ωστόσο, άρχισε να κατευθύνεται προς μια πιο ανακατεμένη «βαριά» αισθητική, με αρκετές αναφορές στις folk παραδόσεις της Σκανδιναβίας. 

Το τι σχεδιάζει για το μέλλον παραμένει ασαφές αυτή τη στιγμή, πάντως μέσα στο 2021 την είδαμε να συνεργάζεται με τον Nergal των Behemoth στα πλαίσια του σόλο εγχειρήματός του Me And That Man, που τον είδε να απομακρύνεται από τον metal ήχο. Γυρίστηκε μάλιστα και βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Angel Of Light", όπου βλέπουμε την ασπροντυμένη Myrkur να στρέφεται προς τον Εωσφόρο. Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

Η Myrkur έχει έρθει μία φορά στην Ελλάδα (τον Νοέμβριο του 2018) και φοβάμαι ότι δεν θα ξαναφανεί –σύντομα, τουλάχιστον– καθώς η συναυλία που έδωσε στο Fuzz δεν τράβηξε κόσμο ούτε από την εγχώρια metal κοινότητα, ούτε από τον alternative κόσμο που ίσως έψαχνε για μια διαφορετική συγκίνηση. Με αυτή την αφορμή, ωστόσο, στήσαμε τότε μια κουβέντα μέσω Skype, στην οποία μίλησε (μεταξύ άλλων) και για τα παιδικά της καλοκαίρια στη δική μας Λέρο.

Από την κουβέντα εκείνη βγήκε μια συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Καλησπέρα, ημέρα συνεντεύξεων αυτή σήμερα για σένα, έτσι δεν είναι;

Καλησπέρα κι από εδώ. Ναι, έτσι είναι. 

Σου αρέσει να δίνεις συνεντεύξεις; 

Για να μιλήσω ειλικρινώς, δεν είμαι και πολύ των συνεντεύξεων. Δεν θα έλεγα ότι μου αρέσουν, όχι.

Έρχεσαι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ως Myrkur. Έχεις επισκεφθεί ξανά τα μέρη μας, ως τουρίστας ίσως; 

Θα είναι πράγματι η πρώτη φορά με την καλλιτεχνική μου ιδιότητα, αλλά έχω έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα, στο παρελθόν! Για την οικογένειά μου, δηλαδή, οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν συνυφασμένες με την Ελλάδα, οπότε έγινε ένα οικείο μέρος καθώς μεγάλωνα. 

Τα νησιά βέβαια περισσότερο, από τα οποία κι έχω τις πιο έντονες μνήμες κι εγώ και ο αδερφός μου –ειδικά από τις παραλίες και από το φαγητό. Η μητέρα μου είχε τρέλα με τη Λέρο, παρότι δεν είναι από τα μεγάλα και γνωστά νησιά. Νομίζω την έχουμε επισκεφθεί περισσότερο από κάθε άλλο μέρος. 

Ο δίσκος που σε φέρνει στην Αθήνα είναι το Mareridt (2017), ένα άλμπουμ γύρω από τους εφιάλτες σου. Ήταν δύσκολη η εποχή της δημιουργίας του;

Ήταν μια απαίσια περίοδος, από τη μία, που μου πρόσφερε όμως πολλή έμπνευση. Τώρα πια αισθάνομαι θαυμάσια. Έχω ξεφορτωθεί τους εφιάλτες και μπορώ και να ακούω το Mareridt, αλλά και να ευχαριστιέμαι τα τραγούδια του, παίζοντάς τα ζωντανά. 

Ένα τραγούδι που αγαπώ ιδιαίτερα από τον δίσκο αυτόν, είναι το "Ulvinde". Ποια είναι η ιστορία του;

Το "Ulvinde" σχετίζεται με ένα υπαρξιακό κενό και ταυτόχρονα με μια επιθυμία διαφυγής. Ποθείς δηλαδή να ξεφύγεις από όσα σε κάνουν να αισθάνεσαι άδειος, μεταβαίνοντας σε ένα μέρος κάπως ιδανικό. Το οποίο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά μέσα σου. 
Τελικά, βέβαια, για μένα απόκτησε και αληθινή υπόσταση –αυτήν της Νορβηγίας. Ωστόσο το τραγούδι μιλάει περισσότερο για μια εσωτερική πραγματικότητα.

Πάντως το Mareridt είναι και δουλειά που σχετίζεται αρκετά με τη νορδική κληρονομιά, σωστά; 

Σωστά, αν και συμβαίνει έμμεσα, λόγω των επιρροών από τη σκανδιναβική folk, που σε αυτόν τον δίσκο ήταν πιο έντονες. Κυρίως θα έλεγα έχει σχέση με τη χρήση της nyckelharpa. Είναι πολύ διαδεδομένη στον βορρά, ειδικά στη Σουηδία, όπου είναι ας πούμε το εθνικό όργανο. 

Θυμάμαι ότι μου άρεσε ο ήχος της απ' όταν ήμουν παιδί. Μεγάλωσα όμως παίζοντας βιολί, αργότερα και πιάνο, κάτι που τελικά με ωφέλησε πολύ όταν κατάφερα να αποκτήσω μια δική μου nyckelharpa. Γιατί πρόκειται για ένα όργανο μηχανικό, που έχει δηλαδή πλήκτρα, μα συνάμα παίζεται και με δοξάρι, κάτι που τη φέρνει κοντά στο βιολί. Είναι γενικά δύσκολη για να τη μάθεις. Αλλά, αν την προσεγγίσεις γνωρίζοντας βιολί και πιάνο, καταλαβαίνεις καλά το πώς λειτουργεί. 

Τι ρόλο έπαιξε αλήθεια ο Randall Dunn, ο παραγωγός του Mareridt, σε όσα ακούμε; 

Πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Randall είναι νομίζω ένας σοφός άνθρωπος, έτσι θα τον χαρακτήριζα. Η συνεισφορά του στο πώς ηχεί το Mareridt στάθηκε καταλυτική: ήξερε πολύ καλά τι να κάνει με όλες τις επιρροές που διαθέτει ο δίσκος αυτός. 

Και ο Kristoffer Rygg στο ντεμπούτο σου M (2015); Πόσο σημαντικός υπήρξε; 

Ό,τι και να πω για τον Kristoffer, θα είναι πολύ λίγο. Πρώτα-πρώτα μιλάμε για τον άνθρωπο που έφτιαξε με τους Ulver το Bergtatt: Et Eeventyr I 5 Capitler (1995), έναν από τους πιο σημαντικούς δίσκους όσον αφορά το black metal. 

Ήρθε λοιπόν, κατανόησε πολύ καλά ότι ήθελα να κάνω κάτι που θα κρατούσε ένα ανάλογο κλίμα και με καθοδήγησε σεβόμενος απόλυτα τις επιθυμίες μου, βοηθώντας με παράλληλα να φτάσω σε ένα αποτέλεσμα το οποίο θα κρατούσε εκείνο το πνεύμα, αλλά δεν θα ακουγόταν αντιγραφή. 

Τι άλλα πράγματα αγαπάς από το black metal της δεκαετίας του 1990, πέρα από τους Ulver;

Ξέρω ότι ίσως δεν θα πρέπει να το λέω, όμως αγαπώ πολύ τους Darkthrone. Μου αρέσουν επίσης οι Mayhem, οι Dissection, αλλά και ορισμένες δουλειές των Satyricon.

Σου αρέσει επίσης πολύ η φύση, έτσι δεν είναι; 

Πολύ, ναι. Παραμένει μια σταθερή πηγή έμπνευσης, πέρα από τις καθαρά μουσικές επιρροές. Μάλιστα, ζω πλέον πολύ κοντά στη θάλασσα κι αυτό είναι από τη μία κάτι ανοίκειο σε σύγκριση με ό,τι είχα συνηθίσει, από την άλλη όμως προσφέρει διαφορετικού τύπου συγκινήσεις. 

Ήμουν δηλαδή μαθημένη στο δάσος: έναν κόσμο πολύ ζωντανό, γεμάτο με ποικιλία ήχων. Η θάλασσα, βέβαια, σφύζει επίσης από ζωή, αλλά στο εσωτερικό της· το οποίο, αν στέκεσαι απέναντί της, δεν μπορείς ούτε να δεις, ούτε και να ακούσεις. Είναι παρά ταύτα πολύ ισχυρή η εντύπωση που σου αφήνει, ανάκατη με ένα δέος για την απεραντοσύνη και το βάθος του ωκεανού. Είναι ίσως πιο σκοτεινή αίσθηση, σε σχέση με το δάσος. 

Σου λείπουν ποτέ οι indie pop μέρες των Ex Cops; 

Όχι, δεν μου λείπει τίποτα από εκείνες τις μέρες. Ό,τι θέλησα να κάνω σε αυτό το πεδίο έγινε στα 2 άλμπουμ που βγάλαμε με το γκρουπ, τα οποία με βοήθησαν να καταλάβω ότι η κλίση μου βρισκόταν αλλού. Με τον Brian Harding παραμένουμε πολύ καλοί φίλοι, κι έτσι υπάρχει ακόμα στη ζωή μου ως άνθρωπος. 

Σε ενοχλεί που σε έχουν βαφτίσει «Lana Del Rey του black metal»;

Να με ενοχλεί; (γελάει) Ίσα-ίσα, το θεωρώ μεγάλο κομπλιμέντο. Θαυμάζω τη Lana Del Rey, γιατί ήρθε σε μια εποχή που στην pop επικρατούσε πολλή φασαρία κι ένα υπερβολικά τεχνολογικό περιβάλλον. Και θύμισε ότι μπορείς να φτιάξεις όμορφη, μαζική μουσική χωρίς να φωνάζεις και χωρίς να βασίζεσαι τόσο στα ηλεκτρονικά ή σε εφήμερα τρικ της παραγωγής. 

Σε έχουν βέβαια ρωτήσει πολλές φορές για το πώς αισθάνεσαι ως γυναίκα στον black metal χώρο, όπου οι θηλυκές παρουσίες είναι πολύ λίγες...

Με ρωτάνε συνέχεια, βασικά. Και το καταλαβαίνω: είναι ένας ανδροκρατούμενος κόσμος. Ωστόσο δεν θα κουραστώ να λέω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ άβολα. Έλαβα πάντοτε υποστήριξη από τον χώρο, αλλά και βοήθεια. Μακάρι να μπορούσα να πω ανάλογα πράγματα για τη μουσική βιομηχανία. 

Τι σε εξοργίζει δηλαδή στη μουσική βιομηχανία;

Αυτό που έμεινε από τη μουσική βιομηχανία στα χρόνια του ίντερνετ, ασχολείται πια κυρίως με λογιστικά θέματα ή με πράγματα τα οποία δεν έχουν να κάνουν με την καλλιτεχνική παραγωγή. Τους ενδιαφέρει η εκπόνηση στρατηγικών για να σε περάσουν στις νέες τεχνολογίες, κάτι εκ πρώτης όψης θετικό στην εποχή του Spotify· καταλήγουν όμως να επικεντρώνουν στο πώς ακούει σήμερα ο κόσμος, παρά στο τι ακούει.

Ευτυχώς, στο metal τα πράγματα δεν είναι έτσι –εγώ ας πούμε δηλώνω πολύ ευχαριστημένη με την εταιρία μου. Στο metal διατηρήθηκε η παλιά λογική των πραγμάτων: η έννοια της κοινότητας γίνεται πιο αισθητή, ενώ στις εταιρίες βρίσκεις στελέχη που αγαπούν και ακούν τη συγκεκριμένη μουσική. 

Είναι ένα σημάδι ότι ο κόσμος μας δεν πάει καλά; Υποτίθεται ότι είχαμε πια περισσότερη πληροφορία, ότι σκεφτόμασταν σε μεγαλύτερες κλίμακες, ότι γίναμε πιο πρόθυμοι να θαυμάσουμε ανθρώπους που δρουν έξω από το κουτί. Όμως, συχνά, η εικόνα αυτή κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνεται...

Επιφανειακά, έτσι δείχνει. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι έτσι. Αν μείνουμε δηλαδή σε όσα μεταδίδουν οι ειδήσεις, βγαίνει μια τέτοια εικόνα. Αν όμως κοιτάξουμε στη μεγαλύτερη κλίμακα της ιστορίας, ακόμα κι αν δεν πάνε όλα όπως θα τα θέλαμε, ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας δεν κινδυνεύει πια να πεθάνει στη γέννα και δεν θεωρείται μεγάλο ηλικιακά απλά επειδή κατάφερε να φτάσει στα 30.

Παραμένω λοιπόν αισιόδοξη. Και δεν θέλω να σκέφτομαι τα πράγματα με τα ψεύτικα δίπολα που προβάλλονται στους καιρούς μας. Αρνούμαι δηλαδή να δεχτώ ότι κάθε τι καινούριο είναι και καλό ή ότι κάθε τι παλιό είναι απαραίτητα και ξεπερασμένο. Δεν ζω τη ζωή μου με τέτοιες ιδέες.