14 Μαρτίου 2024

Catelouso - συνέντευξη (2008)


Η ανακάλυψη του δίσκου «Σύναξις» του Catelouso και των Lyrae Cantus και ο ενθουσιασμός μου γι' αυτόν (δείτε λεπτομέρειες εδώ), δεν άργησε να κινήσει τα επαγγελματικά νήματα ώστε να βρεθεί άκρη με τα Κύθηρα και να επικοινωνήσω με τον Παναγιώτη Λευθέρη –τον «εγκέφαλο», δηλαδή, του όλου εγχειρήματος.

Έτσι, τον Απρίλη του 2008, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, συναντηθήκαμε για καφέ και κουβέντα κάπου στου Ψυρρή. Μάλιστα, ήρθε μαζί με τη Σόνια Χαραλαμπίδου, η οποία εκπροσώπησε, ας πούμε, τους Lyrae Cantus (είναι ιδρυτικό τους μέλος, ενώ παίζει και αναγεννησιακό λαούτο), μα εγώ γνώριζα ήδη από τη θητεία της στο alternative pop συγκρότημα Ονειροπαγίδα.

Από τη συζήτησή μας αυτή προέκυψε λοιπόν μια πλούσια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος


Η «Σύναξις» είναι η πρώτη σου δουλειά ως Catelouso; Γιατί στο site σου διάβασα και για το «Τραγούδι Των Σειρήνων»...

Παναγιώτης Λευθέρης (Π.Λ.): Το «Τραγούδι Των Σειρήνων» είναι ουσιαστικά μια συλλογή από τραγούδια τα οποία είχα μαζέψει από τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν και πάλι ένα προσωπικό παραμύθι, με κύριο άξονα αναφοράς τα Κύθηρα. Η «Σύναξις» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη συνέχειά του, όμως το «Τραγούδι Των Σειρήνων» δεν έχει εκδοθεί –υπάρχουν κάποιες σκέψεις να κυκλοφορήσει στο μέλλον. 

Τη «Σύναξη», αφού την ηχογραφήσαμε, χρειάστηκε μια περίοδος ανακατασκευών μέχρι να καταλήξουμε στη μορφή που θέλαμε. Το ψειρίσαμε δηλαδή το θέμα, να φανταστείς ότι απορρίψαμε ολόκληρο mastering, γιατί δεν μας άρεσε. Και πρέπει να ευχαριστήσουμε και τους ηχολήπτες μας, τον Δημήτρη Ξενικάκη και τον Ζαφείρη Κοντογεώργη, γιατί χωρίς τη δική τους βοήθεια δύσκολα θα γίνονταν όλα αυτά.

Πόσο εύκολο είναι να λειτουργήσει ένα δεκαμελές σχήμα με συμμετέχοντες από όλη την Ελλάδα, όπως οι Lyrae Cantus; Γνωριζόσαστε όλοι μεταξύ σας; 

Σόνια Χαραλαμπίδου (Σ.Χ.): Τα ιδρυτικά μέλη είμαστε χρόνια μαζί, συμμαθητές από το μουσικό σχολείο. Έξι μέλη από τα δέκα, δηλαδή, έχουμε πολλά χρόνια τριβής μαζί και σε επαγγελματικό, μα και σε φιλικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα υπήρξαν άνθρωποι τους οποίους προσεγγίσαμε εμείς, λόγω αναγκών, που μας ακολουθούν εδώ και κοντά 10 χρόνια –όπως είναι π.χ. οι δυο μας τραγουδιστές, ο Βαγγέλης Μανιάτης και ο Valeri Oreshkin. 


Ξέρω ότι ο Παναγιώτης είχε φύγει στο εξωτερικό, για σπουδές στην Ολλανδία. Οι μουσικές σπουδές στο εξωτερικό είναι κάτι ακόμα το οποίο σας ενώνει;

Σ.Χ.: Όχι ακριβώς, δεν φύγαμε όλοι για το εξωτερικό. Το δυστύχημα με τη μουσική την οποία παίζουμε εμείς, τη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή, είναι ότι ο ορίζοντας είναι πολύ περιορισμένος. Ειδικά σε ελληνικό επίπεδο, τα πράγματα είναι από ανύπαρκτα έως μηδαμινά. Δύο μέλη μας, ας πούμε, διδάσκουν στο πανεπιστήμιο, είναι καθηγητές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Κέρκυρας: ο Γιάννης Τουλής και ο Βασίλης Πριόβολος. 

Π.Λ.: Και το θέμα είναι ότι όλα αυτά τα πράγματα, που τα κάνεις στην Ελλάδα με ό,τι περίσσιο χρόνο, μεράκι κι ενέργεια διαθέτεις, δεν έχουν να πατήσουν κάπου. Η «Σύναξις», ας πούμε, έχει ως τώρα απασχολήσει περισσότερο εσάς τους δημοσιογράφους. Για οτιδήποτε άλλο, π.χ. μια ζωντανή παρουσίαση, θα πρέπει να το κυνηγήσουμε μόνοι μας. Προφανώς χρειάζεται να αναπτυχθεί κι ένα δίκτυο δημοσίων σχέσεων, ίσως να είναι και γενικά δύσκολο λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι συντελεστές είμαστε σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη.

Είναι, ίσως, και ζήτημα κατάταξης, σε μια εποχή η οποία λατρεύει να σκέφτεται σε «κουτάκια». Για εσάς δηλαδή, αν σας προσέγγιζε κάποιος που δεν σας γνώριζε και ρώταγε τι μουσική παίζετε, πόσο εύκολη θα ήταν η απάντηση; 

Π.Λ.: Ναι, δυσκολεύτηκα κι ακόμα δυσκολεύομαι να εντοπίσω το λεγόμενο «target group» αυτής της δουλειάς. Ακόμα και σε εκείνες τις λίστες που σου βγάζουν τόσα διαφορετικά μουσικά είδη για να διαλέξεις, π.χ. στο MySpace, μόνο στο «other» θα μπορούσε να καταχωρηθεί η «Σύναξις». Σίγουρα θα τραβήξει ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια εξοικείωση με την κλασική και την παλιά μουσική –γιατί, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ξένοι γνωστοί μου που το άκουσαν, πάλι, το θεώρησαν ως παραδοσιακή μουσική. 

Η δική μου πρόθεση ήταν να φτιάξω κάτι το οποίο να εντάσσεται στο ελληνικό τραγούδι, αλλά να το κάνει με μέσα διαφορετικά από τα τετριμμένα. Παλιότερα αυτό συνέβαινε συχνά, π.χ. ο Διονύσης Σαββόπουλος έφτιαξε καταπληκτική ελληνική μουσική χρησιμοποιώντας άλλες πηγές έμπνευσης. Πράγμα, νομίζω, που πλέον λείπει. Ήθελα, λοιπόν, κάτι που να είναι επικοινωνιακό, μα δίχως εκπτώσεις. 

Για πες μου και για το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κατελούζος (Catelouso). Πώς προέκυψε;

Π.Λ.: (γέλια) Όλοι με ρωτάνε γι' αυτό! Δεν είναι, όμως, κάτι που το έβγαλα από το μυαλό μου: την οικογένειά μου στο χωριό την ξέρουν ως «Κατελούζους». Επειδή στα Κύθηρα χρησιμοποιούνται 10-20 επίθετα, τα φέρουν και οικογένειες άσχετες μεταξύ τους, δίχως καμία συγγένεια. Έτσι, είναι με τα παρατσούκλια που βγαίνει κάποια άκρη, ξέρεις π.χ. ότι ο τάδε Λευθέρης είναι Κατελούζος, ενώ υπάρχει κι άλλος Λευθέρης, άσχετος. Αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω στα πλαίσια της συνεργασίας με τους Lyrae Cantus, γιατί το Λευθέρης & Lyrae Cantus δεν μου άρεσε! (γέλια) Νομίζω ότι θα το χρησιμοποιώ σαν ψευδώνυμο με το οποίο θα παρουσιάζω τις «κυθηραϊκές» μου δουλειές. 

Οι υπόλοιποι Lyrae Cantus σχετίζεστε καθόλου με τα Κύθηρα;

Σ.Χ.: Όχι. Κάποτε είχαμε κανονίσει να έρθουμε για μια συναυλία, όταν ο Παναγιώτης ήταν υπεύθυνος κάποιων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο νησί, για να παίξουμε ουσιαστικά το ρεπερτόριό μας. Πλέον, έχουμε χρόνια που πηγαίνουμε στα Κύθηρα. Και πιστεύω θα μας λείψει, αν πάψουμε να το κάνουμε. Έχουν γίνει τόπος αναφοράς για μας. 

Για σένα Παναγιώτη, που μεγάλωσες στα Κύθηρα, πόσο εύκολο ήταν να ασχοληθείς με ό,τι ασχολήθηκες; 

Π.Λ.: Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο ακόμη και να βρεις έναν δάσκαλο να σου κάνει ιδιαίτερο μουσικής, τώρα υπάρχει και Ωδείο. Αλλά στα Κύθηρα, όπου δεν είχαμε τίποτα, ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Ήξερα, ας πούμε, ότι θέλω να ασχοληθώ με τη σύνθεση. Όταν ήρθα στην Αθήνα, όμως, έχοντας κάνει μόνο έναν χρόνο πιάνο, και πήγα στα ωδεία και είπα «γεια σας, θέλω να σπουδάσω σύνθεση», με ρωτάγανε αν έχω κάνει θεωρητικά. Και μου είπανε, με λίγα λόγια, ότι μόνο αν έχω ολοκληρώσει κάποιους πολυετείς κύκλους σπουδών, θα μπορούσα να τολμήσω να γράψω κάτι χορωδιακό. 

Με αυτήν τη διαδικασία έχασα τον προσανατολισμό μου σε επίπεδο σπουδών και μου πήρε αρκετά χρόνια να τον ξαναβρώ. Αλλά όταν πήγα στην Ολλανδία, το είδα να συμβαίνει: είδα να δέχονται στη μουσική ακαδημία ένα ταλαντούχο παιδί που πήγε να σπουδάσει σύνθεση χωρίς να έχει κάνει προηγούμενες σπουδές. Τον είχαν βέβαια 2 χρόνια υπό κατάταξη, όμως το σύστημα εκεί ήταν ελαστικό, έδινε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο.

Τι είναι αυτό που κάνει την Ολλανδία προορισμό για κάμποσους, πια, νέους Έλληνες μουσικούς; Τι έχει πετύχει να φτιάξει αυτή η χώρα, που να δείχνει τόσο ελκυστικό; 

Π.Λ.: Όταν πήγα στην Ολλανδία δεν ήταν ακόμα ακουστή για σπουδές μουσικής, πήγα αναζητώντας έναν συγκεκριμένο καθηγητή. Στην Ολλανδία βρήκα μια πολύ καλοστημένη μουσική εκπαίδευση και φαντάζομαι πως, σιγά-σιγά, το ανακάλυψαν κι άλλοι: εγώ ο ίδιος έχω παρακινήσει αρκετούς να πάνε προς τα εκεί.

Σ.Χ.: Πιστεύω ότι είναι θέμα διαφορετικής πολιτικής. Για κάποιον λόγο στην Ολλανδία άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται στις κατάλληλες θέσεις αποφασίζουν να επενδύσουν στη μουσική ακαδημαϊκή εκπαίδευση και δημιουργία. Είναι τόσο απλό. Βέβαια, για να στήσεις ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι απαραίτητο να προϋπάρχει η οργάνωση και να την έχεις δοκιμάσει και σε άλλους εκπαιδευτικούς τομείς. 

Οι Ολλανδοί, όμως, έχουν την ανοχή και τη φαντασία να εμπιστεύονται κάποιους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για κάτι τέτοιο, χωρίς να είναι φίλοι τους ή κάτι τέτοιο. Η σκέψη τους είναι τολμηρή και μακροπρόθεσμη. Στην Ελλάδα, πάλι, στον πολιτισμικό σχεδιασμό όσον αφορά τη μουσική, λειτουργεί πολύ το τι θέλουν να ακούσουν οι άλλοι, παρά το τι θα έπρεπε να ακούσουν. 

Παρ' όλα αυτά, Παναγιώτη, εσύ δεν έμεινες στην Ολλανδία. Γύρισες στην Ελλάδα και μάλιστα στα Κύθηρα...

Π.Λ.: Ήταν δίλημμα. Δεν ήμουν πια πιτσιρικάς όταν έφυγα από την Ολλανδία, οπότε το έκανα πολύ συνειδητά. Ζύγισα τι είχα από τη μία πλευρά και τι υπήρχε στην άλλη. 

Από τη μία, λοιπόν, είχα μια πολύ οργανωμένη κοινωνία, η οποία δίνει σημασία και χρήματα στον πολιτισμό, όπου θα μπορούσα να ζήσω ως συνθέτης, χωρίς να κάνω εμπορικά πράγματα. Από την άλλη, ήταν ο ήλιος και η φύση της Ελλάδας. Και το τοπίο των Κυθήρων έπαιξε μεγάλο ρόλο. Όσο ιδεαλιστικό κι αν ακούγεται αυτό, ίσως δεν είχα γυρίσει αν ήταν να ζούσα στην Αθήνα. Και δεν το μετάνιωσα, αν και όταν ξαναπήγα μια επίσκεψη στην Ολλανδία μου βγήκε μια νοσταλγία που δεν την περίμενα. Θα ήταν ψέματα, βέβαια, αν έλεγα ότι γύρισα μόνο για τον ήλιο: είναι και η ελληνική ψυχοσύνθεση. Μου έλειπαν και οι άνθρωποι, ο τρόπος επικοινωνίας. Όμως δεν νιώθουν όλοι έτσι. 

Σ.Χ.: Ναι, αλλά τελικά ήταν πιο σημαντικά αυτά από τη δουλειά σου; Όταν δηλαδή όλη σου η τρέλα, απ' όταν ήσουν μικρός, ήταν να σπουδάσεις και να γράφεις μουσική και εφόσον βρήκες τελικά έναν γεωγραφικό τόπο σαν Γη της Επαγγελίας –ο οποίος δεν στα προσφέρει μονάχα απλόχερα, αλλά σου δίνει και τη δυνατότητα να ζεις και από αυτό το πράγμα– φτάνεις, ζυγίζοντας τα πράγματα, να σου βγαίνει ο ήλιος και η απανεμιά και το μπλα μπλα με τους Έλληνες; 

Για μένα φταίει και το ότι εδώ δεν μας μαθαίνουν από μικρούς να υπερασπιζόμαστε αυτό που θέλουμε μέχρι τέλους. 

Π.Λ.: Ακριβώς, όμως, επειδή στην Ολλανδία το πλαίσιο ήταν πολύ επαγγελματικό, από κάποια πλευρά δεν μου ταίριαζε απόλυτα. Κακά τα ψέματα, η σύνθεση δεν είναι επάγγελμα. Δεν υπάρχει επάγγελμα ποιητής.

Εσένα, Σόνια, πώς και σε τράβηξε το αναγεννησιακό λαούτο; 

Σ.Χ.: Εμένα, αρχικά, με τράβαγαν τα έγχορδα. Αλλά σε κάποια φάση, όταν λόγω ενός τραυματισμού στην κιθάρα –εξαιτίας κακής εκπαίδευσης– δεν μπορούσα πια να εκτονώσω την ενέργειά μου εκεί, βρέθηκα σε μια τάξη παλαιάς μουσικής. Με τσίγκλησε η όλη ιστορία κι έτσι ξεκίνησα αναγεννησιακό λαούτο, ένιωσα ταγμένη σε αυτό. Οι σπουδές, βέβαια, δεν είναι αναγνωρισμένες στην Ελλάδα: κάνεις δηλαδή όσα χρόνια θέλεις, όσο σκαμπάζει το κεφάλι σου, και όλα τα ψάχνεις μόνος σου.

Π.Λ.: Έτσι γνώρισα κι εγώ τη Σόνια, ως μια πιτσιρίκα με ένα λαούτο στο χέρι!

Με τον Σείριο πώς έγινε και βρέθηκε η άκρη, ώστε να βγει η «Σύναξις»; 

Π.Λ.: Ταχυδρόμησα πέντε CD, όταν η δουλειά ήταν πια ολοκληρωμένη, σε πέντε εταιρείες. Οι τέσσερις δεν πήραν καν τηλέφωνο, εγώ πήρα στις δύο από αυτές, αλλά δεν μπορούσα καν να βρω έναν υπεύθυνο να μου πει αν το άκουσε. Μόνο ο Γιώργος ο Χατζιδάκις με πήρε τηλέφωνο, ενθουσιασμένος, και ήθελε να το βγάλει. Πέντε ακόμα άνθρωποι σαν κι αυτόν αν υπήρχαν στην Ελλάδα, πιστεύω θα ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Σε κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ στα Κύθηρα, το άλμπουμ βγάζει μια παραμυθένια εικόνα για το νησί, ως ένα ειδυλλιακό θέρετρο όπου ο χρόνος έχει σταματήσει...

Π.Λ.: Το concept δεν είναι τεχνητό, είναι κάτι το υπαρκτό για μένα, ακόμα κι αν, μένοντας εκεί, απομυθοποιούνται κάποια πράγματα. Υπάρχει, όμως, ένας συνδυασμός φύσης και ανθρώπινων ιχνών, που σου ασκεί μια γοητεία και σε στέλνει πίσω στον χρόνο. 

Αλήθεια, τι σας αρέσει και τι σας απωθεί στο ελληνικό τραγούδι;

Σ.Χ.: Τρελαίνομαι με τον Νίκο Μαμαγκάκη όταν γράφει ελληνικά τραγούδια και τον μισώ όταν καταπιάνεται με τη λόγια μουσική. Επίσης, όταν βρέθηκα στους Ονειροπαγίδα, ήμουν τρελαμένη με την ιδέα της ελληνόφωνης pop, το έβρισκα υπέροχο. Μου αρέσει και το πώς γράφει ο Στάμος Σέμσης, έχει κάτι το μαγικό. Με κουράζει οτιδήποτε ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία, δίχως να σε βγάζει κάπου αλλού. Π.χ. το να ακούσω τον 18ο, ξέρω 'γω, δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, όπου της έχει γράψει μουσική ο 14ος διαφορετικός συνθέτης με μόνο γνώμονα το τι ταιριάζει στα πλαίσια και στα όριά της, το βρίσκω εξαιρετικά κουραστικό. 

Π.Λ.: Εγώ, πάλι, δεν ακούω και πάρα πολύ ελληνικό τραγούδι, γιατί πιστεύω ότι κάποιος που γράφει μουσική πρέπει να ακούει πολλά διαφορετικά πράγματα. Δηλώνω, πάντως, πολύ ενθουσιασμένος με το τι έχει κάνει πρόσφατα ο Γιάννης Αγγελάκας, τόσο με τον Νίκο Βελιώτη, όσο και με τους Επισκέπτες. Γιατί έχεις έναν άνθρωπο με μια επιτυχημένη πορεία, ο οποίος, αντί να πατήσει σε αυτήν και να συνεχίσει να καρπώνεται τη λάμψη της –λιβανίζοντας την εικόνα του– δοκιμάζει κάτι άλλο, έχοντας μάλιστα τα μάτια της δημοσιότητας πάνω του. Ενώ βλέπεις κάποιους άλλους μουσικούς, που, ενώ ήταν σε πετυχημένες μπάντες πριν, βγήκαν μετά σόλο αναμασώντας τα ίδια πράγματα. 



12 Μαρτίου 2024

Catelouso & Lyrae Cantus - Σύναξις [δισκοκριτική, 2007]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2007 στο άλμπουμ «Σύναξις» του Catelouso (κατά κόσμον Παναγιώτης Λευθέρης) και των Lyrae Cantus: ένα πόνημα που ακόμα θυμάμαι ως ανάμεσα στα λίγα συναρπαστικά πράγματα που άκουσα στα όρια του ελληνικού τραγουδιού από το 2000 και μετά, μα δεν εκτιμήθηκε δεόντως από την κριτική της εποχής και δεν βρήκε, νομίζω, τη δημοσιότητα και την απήχηση που του άξιζε. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία εικονίζει τον Παναγιώτη «Catelouso» Λευθέρη και παραχωρήθηκε από τον ίδιο, για τις ανάγκες σχετικών δημοσιεύσεων της εποχής 


Την πρώτη φορά που αντίκρισα τον δίσκο «Σύναξις», με ιντρίγκαρε· κάτι μυστηριώδες και μη ορθολογικό τράβηξε αμέσως την προσοχή μου πάνω του. Στη συνέχεια, το ερώτημα που μου απηύθυναν, αν είμαι σίγουρος δηλαδή ότι το ήθελα για το Avopolis γιατί ήταν «εξειδικευμένη» κυκλοφορία, με κέντρισε ακόμα περισσότερο. Όταν, δε, το άκουσα, μαγεύτηκα. Και, τόσες ακροάσεις μετά, ακόμα το ίδιο παθαίνω. 

Είναι, για μένα τουλάχιστον –γιατί δεν το υποδέχτηκαν όλοι οι κριτικοί τόσο θετικά– ένα τελείως έξω από τα συνηθισμένα άλμπουμ, το οποίο δεν θα βρει μαζική απήχηση και δεν μπαίνει κάτω από καμία ταμπέλα, μα σαφώς αποτελεί μια πρόταση για το ελληνικό τραγούδι. Ο Σείριος του Γιώργου Χατζιδάκι, άλλωστε, ξέρει καλά τι κυκλοφορεί. 

Ας κάνουμε και κάποιες απαραίτητες συστάσεις, όμως. Η «Σύναξις» αυτή είναι έργο που παραγγέλθηκε. Γράφτηκε από τον Κυθήριο συνθέτη Παναγιώτη Λευθέρη το καλοκαίρι του 2004 για την επαναλειτουργία, μετά από πολλά χρόνια, της εκκλησίας της Παναγίας Κοντελετούς στο χωριό Λιβάδι των Κυθήρων και εκτελέστηκε από το σύνολο μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής Lyrae Cantus. Τόσο η παραγγελία και η περίσταση –που είχαν ως προϋπόθεση ένα κλίμα θρησκευτικό, κατανυκτικό και συνάμα έντονα «κυθηραϊκό»– όσο και η υφολογική δέσμευση προς τη λεγόμενη «παλιά μουσική» (την οποία σηματοδοτούσε η χρησιμοποίηση των Lyrae Cantus), δεν αποδείχθηκαν παρά αφορμές για τον Παναγιώτη Λευθέρη. Ώστε να καταθέσει κάτι πρωτότυπο, το οποίο δεν είναι, τελικά, ούτε παλιά μουσική, ούτε κλασική, ούτε θρησκευτική, ούτε έντεχνο, ούτε παραδοσιακό, αλλά σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, χτισμένο με στοιχεία από όλα τα προαναφερόμενα είδη. 

Σε μια άλλη κριτική για το εν λόγω άλμπουμ, γραμμένη από έναν μουσικοκριτικό που ομολογώ πως θαυμάζω και θεωρώ σπουδαίο, η διάσταση χάθηκε εντελώς. Και λαθεμένα, νομίζω, η Σύναξις συγκρίθηκε, απαξιωτικά, τόσο με δουλειές «αναβίωσης» της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής της Δυτικής Ευρώπης (όπως των Estampie και Ex Cathedra, λ.χ.), όσο και με δίσκους καταγραφής της δημοτικής κυθηραϊκής μουσικής (όπως το θαυμάσιο «Πέρασμα Στα Κύθηρα», που παρήγαγε ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Μητάτων Μυρτιά το 1991). Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα ανάλογο. 

Ναι μεν ακούμε (μεταξύ άλλων) διασκευές σε παραδοσιακά κυθηραϊκά τραγούδια όπως το "Νυφιάτικο" ή το "Όμορφη Που 'Σαι...", ναι μεν αναγεννησιακά λαούτα, βιόλες ντα γκάμπα και φλάουτα με ράμφος επιστρατεύονται ώστε να ντύσουν με τους «παλαιούς» τους ήχους στίχους και ποιήματα Κυθήριων ποιητών ("Λαγγαδιανό Νερό", "Το Πηγάδι", "Αγωνία"), ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει ως κάτι που υπερβαίνει τα εκφραστικά μέσα. Aκριβώς γιατί τα χρησιμοποιεί ώστε να παράγει ένα σύγχρονο ελληνικό τραγούδι εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο έχουμε μάθει να ορίζουμε ως τέτοιο.

Από την αρχή-αρχή, πρώτα με ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από την Αγία Γραφή ("Εκκλησιαστής, Κεφάλαιο Θ΄, 5") και αμέσως μετά με μια υπέροχη μελοποίηση του κεφαλαίου κς΄, 9 από την Προσευχή του Ησαΐου του Προφήτου ("Εκ Νυκτός Ορθρίζει"), ο ακροατής βυθίζεται σε κλίμα κατάνυξης και θρησκευτικού μυστικισμού, που, προς τιμήν του, δεν διαθέτει απολύτως τίποτα το θρησκόληπτο ή το νεο-ορθόδοξο. Μέσω αυτού, λοιπόν, βρίσκεται να ταξιδεύει στο παρελθόν των Κυθήρων, γενόμενος ένα με τα τοπία τους, με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους και με τα ιστορικά ίχνη των ανθρώπων οι οποίοι έδρασαν εκεί. 

Έπειτα, με αιχμές του δόρατος το καταπληκτικό οργανικό "Ιντερλούδιο", την αριστουργηματική μελοποίηση και ερμηνεία στα βγαλμένα θαρρείς από έναν άλλον, άυλο, κόσμο "Κούλουθρα" (σε ποίηση Πάνου Φύλλη, της κυριότερης, ίσως, μορφής στη νεότερη κυθηραϊκή λογοτεχνία), με το παιχνίδι του χρόνου που εκτυλίσσεται στο "Πηγάδι", όπως και με την ατμόσφαιρα των "Τάφων", η «Σύναξις» κερδίζει όλα τα στοιχήματα τα οποία βάζει. Παράλληλα, επίσης, κατακτά μια θέση ανάμεσα στις πιο πρωτότυπες ελληνικές δημιουργίες των τελευταίων χρόνων, έχοντας μάλιστα τα φόντα να σταδιοδρομήσει και στο εξωτερικό. Έστω κι αν χρειαστεί, τελικά, να βαφτιστεί με τους –περιοριστικούς– χαρακτηρισμούς «κλασική» και «παραδοσιακή» μουσική, ώστε να γίνει κάτι τέτοιο.



10 Μαρτίου 2024

Death In June - ανταπόκριση (2016)


Το «MODU» δεν θυμάμαι πού ακριβώς βρισκόταν στο Μεταξουργείο, πάντως το φθινόπωρο του 2016 συγκαταλεγόταν στους καινούριους συναυλιακούς χώρους της Αθήνας. Δεν έμελλε να φτουρήσει, ωστόσο, αφού έκλεισε λίγα χρόνια μετά, για λόγους αδιευκρίνιστους, οι οποίοι ίσως είχαν να κάνουν και με μια πολιτικής φύσης κόντρα, αν δεν με απατά η μνήμη μου.

Εντωμεταξύ, αν και τη θυμάμαι χλιαρή, μια κάποια κόντρα πολιτικής φύσης είχε προκύψει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον Οκτώβρη του 2016, όταν πρωτοπήγα στο «MODU» για να δω τους Death In June. Ένα εμβληματικό και αναγνωρισμένο γκρουπ, που όμως μπλέχτηκε στον ακροδεξιό/νεοφασιστικό κυκεώνα του ύστερου 20ού αιώνα, λόγω κάποιων δημοσιοποιημένων απόψεων του αρχηγού και ιδρυτή τους Douglas Pearce.

Πέρα από όλα αυτά, ωστόσο –και το πώς διαβάζονται ή το κατά πόσο ευσταθούν– υπάρχει κι ένα αδιαμφισβήτητο neofolk ταλέντο. Το οποίο άστραψε και βρόντηξε στο γεμάτο κόσμο «MODU» εκείνο το μακρινό, πια, φθινόπωρο. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Μιχάλη Τσίτα


Καλές εντυπώσεις μου άφησε ο νέος χώρος «MODU», σε αυτήν την πρώτη επίσκεψη: δυο βήματα από το μετρό Μεταξουργείο, ικανός να φιλοξενήσει το όχι λίγο/όχι πολύ κοινό που μπορεί να έχει στα μέρη μας ένα σχήμα σαν τους Death In June, με πραγματικά καλό ήχο –αν και σίγουρα μένει να τσεκάρουμε κι ένα ηλεκτρικό live– και με εξαερισμό επαρκέστατο, ο οποίος βοήθησε να μην υποφέρουμε, καθώς ήρθε μπόλικος κόσμος και το μαγαζί γέμισε. Η συναυλιακή τράπουλα της πόλης ανακατεύτηκε ξανά, λοιπόν, προς το καλύτερο, καθώς φαίνεται.


Δεν γνώριζα τους IN VEiN που κλήθηκαν ν' ανοίξουν τη βραδιά, πάντως δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου support σχήμα να κερδίζει την παρτίδα με τα πρώτα κιόλας λεπτά της παρουσίας του στη σκηνή και μάλιστα με δικό του κομμάτι –το "Veiled In Pain", από το ομότιτλο ΕΡ που έβγαλαν προς τα τέλη του 2015. Έχουν ακόμα «χιλιόμετρα» να διανύσουν, βέβαια: στις διασκευές που επιχείρησαν (το "Tainted Love", ας πούμε), όπως και στην επαφή με το κοινό, βγήκε μια κάποια αμηχανία. Αλλά η εκτελεστική τους επάρκεια έλαμψε στις ακουστικές κιθάρες και στο βιολί, ενώ ο τραγουδιστής τους ενθουσίασε με το goth μέταλλο της βαθιάς και εκφραστικής του φωνής, η οποία διαθέτει, επιπλέον, το (πάντα σημαντικό) ατού μιας καθαρής άρθρωσης.

Στον τίτλο της βραδιάς γράφω Défilé Des Âmes στη θέση του δεύτερου support, όμως θα πρέπει μάλλον να μπει σε εισαγωγικά: δεν είδαμε δηλαδή κάποιο reunion του ιστορικού για το εγχώριο dark underground σχήματος, μα τον Manos 6 –των Skull & Dawn, πλέον– να παίζει εκλογές από την πορεία τους μεταξύ 1998/1999 και 2004. Επί της ουσίας, πάντως, υπήρχε ατόφιο το συναίσθημα εκείνων των ηχογραφήσεων, ενώ η παρουσία πρώην μελών των Défilé Des Âmes ανάμεσα στο κοινό έκανε το set να είναι κάτι παραπάνω από «Manos Six presents». 


Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οπωσδήποτε οι δύο συνοδοιπόροι του, η Ηλιάνα Κορέτση με τον μετρημένο λυρισμό της στο τσέλο και ο Sean Ragon των Αμερικανών Cult Of Youth (σε μια συμμετοχή-έκπληξη), ο οποίος έδωσε πραγματικό martial ρεσιτάλ στα επιβλητικά κρουστά. Αλλά την παράσταση κανείς δεν μπορούσε να την κλέψει από τον Manos 6. Με χιούμορ και άνεση απέναντι στους θεατές, με θαυμάσιο χειρισμό της κιθάρας του και με υποβλητικές ερμηνείες, τίμησε με τον καλύτερο τρόπο το παρελθόν, θυμίζοντάς μας την αξία στιγμών σαν το "My Middle Name", το "Mushrooms" ή το "The Darker The Sky".

Οι Death In June, τώρα, δεν μας κράτησαν πολύ σε αναμονή: άντε κανά τέταρτο να καθυστέρησαν από την αναγραφόμενη ώρα έναρξης. Βασικά δηλαδή o Miro Snejdr, ο οποίος εμφανίστηκε με χακί περιβολή, πράσινο στρατιωτικό μπερέ και λευκή μάσκα, κάθισε στο πιάνο κι άρχισε ένα ρεσιτάλ κάπου μεταξύ νεοκλασικισμού κι ενός μοντερνισμού στα βήματα του Κλωντ Ντεμπισί, συνοδεία φωνητικών samples. Είναι, ασφαλώς, μια πάγια αρχή στις συναυλίες της μπάντας τον τελευταίο καιρό. Εντούτοις, όταν πια φτάσαμε στο 20λεπτο, η υπομονή του κόσμου εξαντλήθηκε και τα «πηγαδάκια» πήραν φωτιά κατά μήκος του «MODU». Ακριβώς εκεί, όμως, εμφανίστηκε ο Douglas Pearce, στα χακί κι αυτός, με τη γνωστή του βενετσιάνικη μάσκα. Οπότε έπεσε ηχηρό χειροκρότημα, με εκείνον να ανταποδίδει βγάζοντας κραυγές λύκου.

Ό,τι ακολούθησε, δεν διέφερε παρά σε λεπτομέρειες από το live που ο Pearce είχε δώσει και πριν 2 χρόνια στην Αθήνα, στο «X-Battery Club». Η συναυλία κόπηκε σε τρία μέρη: στο πρώτο, ο Snejdr τον συνόδευσε στο πιάνο· στο δεύτερο έλαβε θέση στα κρουστά, για μια θορυβώδη «επίθεση» σε martial ρυθμούς· και στο τρίτο ο Pearce έμεινε μόνος στη σκηνή, χωρίς τη μάσκα του, με την κιθάρα στο χέρι.

Είναι ίσως ζήτημα οπτικής και γούστου, μα προσωπικά βρήκα τον Pearce καθηλωτικό και στις τρεις αυτές εκφάνσεις της ζωντανής του εμφάνισης στο «MODU». Όποιος βέβαια δεν έχει επαφή με τους Death In June και τον τρόπο με τον οποίον κινούνται εδώ και κάποια χρόνια, ίσως θεωρούσε το μουσικό σκέλος φτωχό –το πιάνο του Snejdr έπαιζε πράγματι υποτυπώδη θέματα, η κιθάρα έμεινε συνήθως καρφωμένη στον ίδιο τόνο, τα τραγούδια δεν ξεχώριζαν το ένα από το άλλο, παρά μόνο από τους στίχους.

Κι όμως, όπως και στον παλιό folk κόσμο κυριαρχούσαν τα κυκλικά, επαναλαμβανόμενα σχήματα και τα πάντα κρίνονταν από την πειθώ του τροβαδούρου και την αξία των στίχων/ιστοριών του, έτσι και στη δική μας περίπτωση απέναντι στεκόταν ένας καλλιτέχνης ο οποίος μας είχε να κρεμόμαστε από τα χείλη του, σαγηνεύοντας με την άρθρωσή του, τα στρογγυλά αγγλικά του, τη μελαγχολία με την οποία πότιζε τα φωνήεντά του, τον σαρδόνιο κυνισμό που απέπνεαν οι λέξεις του. Στη διάρκεια αυτή, καθείς μάλλον στάθηκε στις δικές του αγαπημένες στιγμές από τον κατάλογο των Death In June (εγώ προσωπικά στην απίθανη εκτέλεση του "Peaceful Snow" με τον Snejdr στην καλύτερη πιανιστική στιγμή της βραδιάς και στο "Luther's Army" στο αμιγώς κιθαριστικό κομμάτι), αν και οι περισσότεροι συναντηθήκαμε, νομίζω, σε τραγούδια όπως τα "Life Under Siege", "Little Black Angel", "Fall Apart" και "But, What Ends When Symbols Shatter?".

Ξινός, μα και επικοινωνιακός με έναν δικό του τρόπο, o Pearce ζήτησε παραγγελιές, «έκοψε» το τσιγάρο χωρίς πολλά-πολλά σε ορισμένους που έκαναν πως δεν είχαν δει την απαγόρευση μπαίνοντας, στο τέλος μάλιστα μας ευχαρίστησε με μια κάποια θέρμη (για τα δεδομένα του), με ένα μικρό a cappella και εν πολλοίς αυτοσχέδιο encore, το οποίο μπορείτε να ακούσετε στον σύνδεσμο στο τέλος του κειμένου. Κατανοώ, τώρα, ότι αυτά τα «hellenic dawn» μπορούν να φανούν κάπως σε μερικούς, δεδομένου και του αμφιλεγόμενου πολιτικού προσανατολισμού των Death In June, πάντως η βραδιά στο «MODU» άνηκε στη μουσική και όχι στην πολιτική. Όντας ένα μικρό δείγμα μιας neofolk κλάσης η οποία μπορεί πια να έχει 60αρήσει, όμως άστραψε και βρόντηξε.




09 Μαρτίου 2024

Mary Chapin Carpenter - The Age Of Miracles [δισκοκριτική, 2010]


Μια κριτική μου από το 2010 στο άλμπουμ «The Age Of Miracles» της Mary Chapin Carpenter, ένα από τα ωραιότερα στην ιδιαίτερη καριέρα που έχει σκαρώσει η δημιουργός από το Νιού Τζέρσεϊ στις παρυφές της country και της σύγχρονης folk τραγουδοποιίας. Μην πιστεύετε τα Paste και Under The Radar που το έθαψαν, ενώ δοξάζουν την κάθε indie σταρλέτα του βαθιού χασμουρητού.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από συναυλία της Carpenter το 2010 κι έχει δημοσιευτεί δίχως credit


Μου αρέσουν οι δίσκοι που σε αφήνουν να τους ανακαλύψεις σιγά-σιγά, γουλιά τη γουλιά. Γιατί δεν παίζουν το fast & furious παιχνίδι της εποχής: λίγο δράση εκεί, λίγο σασπένς παρακάτω, μια «διαφορετική» ενορχήστρωση εδώ για να κάνεις «ααα!», μια παραγωγάρα να φυσάει μήπως και εντυπωσιαστείς και δεν προσέξεις ότι δεν υπάρχουν και πολλά στις συνθέσεις. Μου αρέσουν, γιατί απαιτούν πράγματα και από σένα. Να κοιμηθείς μαζί τους, να μάθεις τα χούγια τους, να αισθανθείς τον παλμό των ρυθμών τους και το βάρος των λέξεων και της εκφοράς τους, να αργήσεις στα ραντεβού σου απλά γιατί τους ακούς. Να τους αγαπήσεις, για να μη λέμε πολλά. 

Το «Age Of Miracles» της Mary Chapin Carpenter είναι, λοιπόν, ένας τέτοιος δίσκος. Χωρίς να πρόκειται για τη δισκάρα για την οποία θα γραφτούν διθύραμβοι, είναι ένας ήσυχος δυναμίτης. Σαν τα σιγανά ποταμάκια που το ρητό σ' έχει μάθει να τα φοβάσαι: μπαίνεις να βρέξεις λίγο τα πόδια σου και για πότε σ' έχει παρασύρει το ρέμα, ούτε που το αντιλαμβάνεσαι. 

Είναι παλιά γνώριμη η Carpenter –και σε μένα και στη δισκογραφία. Τη βρίσκεις στην ταμπέλα «country», όμως, αν και ξεκίνησε όντως από εκεί, είναι εδώ και χρόνια κάτι πολύ παραπάνω: από το «Time*Sex*Love» του 2001 κι έπειτα,  ποιεί (στην ουσία) σύγχρονη αμερικάνικη τραγουδοποιία, στην παλέτα έκφρασης της οποίας ενυπάρχουν και country αναφορές, όπως και folk στοιχεία. Δημιουργώντας έναν ήχο που, τελικά, υπερβαίνει τον ορίζοντα του τι ορίζεται ως country. Μάλιστα, με το προηγούμενο άλμπουμ της «The Calling» (2007) έφτασε σε νέα καλλιτεχνικά ύψη, τα οποία και υπερασπίζεται πειστικότατα στο φετινό πόνημα. Μη σας πω, δε, ότι τα επεκτείνει και λιγάκι. 

Η συνταγή μοιάζει απλή: ηλεκτρικές κι ακουστικές κιθάρες, μπάσο, ντραμς κι άλλα κρουστά, πιάνο, ενίοτε τσέλο, μάντολα, ένα wurlitzer. Οικεία πράγματα, αλλά όχι και απλά. Μένοντας στο πνεύμα των τραγουδοποιών, η Carpenter βάζει τις συνθέσεις να υπηρετήσουν τα λόγια. Να τα ντύσουν, να ταιριάξουν τα χνώτα τους, να βρουν τις κατάλληλες ατμόσφαιρες και τα μαγικά εκείνα «τόσο/όσο». Και πετυχαίνει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει –άσχετα, τώρα, αν αυτό είναι ή όχι ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Επιπλέον, αποτελεί και η ίδια μέλος της καλοκουρδισμένης ορχήστρας της (είναι ικανότατη κιθαρίστρια), κάτι που σαφώς τη βοηθάει. 

Έτσι, ό,τι ακούγεται απλό και γνώριμο, είναι συνάμα και ποτισμένο με τη βαθύτερη εκείνη φλόγα που ανάβει όταν η μουσική συναντά τον λόγο και δημιουργείται το τραγούδι. Αν το σκεφτείτε μέσω μιας τέτοιας οδού, οι τραγουδοποιοί της Δύσης είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτει ο μουσικός της πολιτισμός στις λαϊκές παραδόσεις της Ανατολής –συμπεριλαμβανομένης της δικής μας. Πιο κοντά βρίσκεται η Carpenter στον Βασίλη Τσιτσάνη, δηλαδή, παρά στον Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Όσο κι αν κάτι τέτοιο βγάζει ορισμένους από τα ρούχα τους. 

Το «The Age Of Miracles» είναι γεμάτο από γερά τραγούδια. Προσωπικές εξομολογήσεις με πανανθρώπινο χαρακτήρα, ψίθυροι ικανοί να ακουστούν σαν βροντή, μνήμες και βιώματα που, χωρίς να είναι δικά σου, μπορούν να κόψουν σαν απότομη ξυραφιά σε φρέσκο από γένια μάγουλο. 

Μπορείς να δεις κι εσύ στο φαντασιακό σου τους κίτρινους τοίχους του εργοστασίου του "4 June 1989"· να προσυπογράψεις ότι η αγάπη είναι ο μεγαλύτερος εξαπατητής, καθώς περπατάς στο Παρίσι με το ζευγάρι του "Mrs. Hemingway"· να μοιραστείς το ερώτημα για την πηγή της ελπίδας σε μια αβέβαιη ζωή, που κάνει τη σε διάσταση σύζυγο του "I Put My Ring Back On" να ξαναβάλει το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της –συγχωρώντας, μα μη ξεχνώντας· να σου κοπεί η ανάσα καθώς αναλογίζεσαι ότι όλα όσα αγαπάς μπορεί και να χαθούν, αφήνοντάς σε να αναμετρηθείς με απύθμενα βάθη, όπου η μόνη αλήθεια είναι το carpe diem των Λατίνων. Και να παραδεχτείς, χωρίς δάκρυα και υστερίες, ότι, πράγματι, μπορεί να είμαστε ικανοί να πετάμε στο Διάστημα και να πατάμε στο Φεγγάρι, αλλά σε αυτήν την Εποχή των Θαυμάτων υπάρχουν μερικά μικρά, καθημερινά πράγματα τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολα. 

Τα τραγούδια της Mary Chapin Carpenter ίσως να μη σας αφορούν, ίσως να τη βαριέστε (ερμηνεύτρια είναι, όχι φωνάρα), ίσως να βρίσκετε πολύ αμερικάνικους αυτούς τους ήχους –αν κι εδώ θα μου επιτρέψετε μια ένσταση, ότι κάτι americana δημιουργοί αποθεώνονται με περισσή ευκολία έτσι και πετάξουν δυο ή τρία ψωριάρικα κόκαλα «εναλλακτικότητας» δίπλα στις country ατμόσφαιρες. Όμως, πέραν γούστων, του δικού μου που βρίσκει το «Age Of Miracles» ένα μικρό φθινοπωρινό αριστούργημα και του δικού σας, που μπορεί, όπως είπαμε, να βαριέται, υπάρχει και η πραγματικότητα ενός πολύ καλού δίσκου, ο οποίος άνετα καπαρώνει μια θέση στους πιο αξιόλογους του 2010. 



07 Μαρτίου 2024

David Bowie - Blackstar [δισκοκριτική, 2016]


Όταν έκατσα να γράψω μια κριτική στο «Blackstar» του David Bowie, πίσω στον Iανουάριο του 2016, δεν είχα ιδέα από τα όσα είχε σχεδιάσει, κάνοντας μια τελευταία υπόκλιση στο κοινό, μα και στην τέχνη του, καθώς ήξερε εκείνο που εμείς δεν γνωρίζαμε: ότι ο θάνατος ήταν, πια, πολύ κοντά. Ως γνωστόν, τον βρήκε 2 μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου (και του κειμένου μου), αφήνοντας όσους τον αγαπήσαμε άλαλους, σκορπισμένους, δακρυσμένους για μέρες.

Ο δίσκος, τώρα, ακόμα και δίχως αυτήν την παράμετρο, ήταν ένα ποίημα. Είχα κάμποσα χρόνια να ακούσω κάτι τόσο ωραίο από τον Bowie, ήταν δε, όπως έγραψα, πολύ καλύτερο από διάφορα πολυπαινεμένα άλμπουμ της pop/rock επικαιρότητας των 2010s.

Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Bowie προέρχεται από το υλικό που συνόδευσε το βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Blackstar"


Σε καιρούς όπου οι περισσότεροι από τους καινούριους ήρωες της ποπ κουλτούρας κάνουν συνήθως κάτι παλιό –κι έτσι δεν αποτυπώνονται ως παντός καιρού φιγούρες, μα ως πρωτεργάτες κάποιας φάσης που γρήγορα, κατόπιν, ξεχνούν ακόμα και υποστηρικτές– ο David Bowie γιορτάζει τα 69 με έναν δίσκο που θα ακούσουν και θα συζητήσουν όλοι. Ακριβώς γιατί εκείνος είναι ένας παλιός ήρωας, που όμως ενδιαφέρεται να κάνει κάτι καινούριο. Με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται ως «μεγάλος καλλιτέχνης» ακόμα και από τη γενιά που θυμάται μόνο την Amy Winehouse ως κάτι παρεμφερές με όσα έχει ακούσει από τους παλιότερους μουσικόφιλους. 

Φοβάμαι, βέβαια, ότι, για πολλούς εκεί έξω, το ★Blackstar έχει ήδη κριθεί κι ας κυκλοφορεί σήμερα. Σε έναν κόσμο, δηλαδή, όπου η μουσική συγκροτεί/ενισχύει ταυτότητες ή χρησιμεύει για την επιβεβαίωση του «ανήκειν» σε μια κοινότητα, τα στρατόπεδα έχουν συγκροτηθεί και η όποια κριτική θα αντιμετωπιστεί με άξονα το αν εξυπηρετεί την ιδεολογία. Είμαστε με τους μύθους; Ή αυτοκαθοριζόμαστε επειδή ακριβώς στεκόμαστε απέναντί τους; Η Κατερίνα Γώγου μπορεί επομένως να γελάσει χαιρέκακα, αφού, για ακόμα μία φορά, η στάση ζωής θα καθοριστεί πράγματι «από το στυλ της καρέκλας». 

Παίζει rock 'n' roll ο Bowie στο ★Blackstar; 
Θα έπρεπε να παίζει, για να μας αρέσει; 
Γουστάρουμε να μην παίζει, γιατί είμαστε από αυτούς που πια βαρέθηκαν το rock 'n' roll; 
Τον θέλουμε αβανγκαρντίστα; 
Ή μήπως τον προτιμάμε αναγνωρίσιμο;
Και, τελικά, πιστεύουμε ότι χωράνε κι άλλα πράγματα στην ποπ κουλτούρα, πέρα από όσα radio friendly τρίλεπτα/τετράλεπτα τηρούν κι έναν έτσι εναλλακτικό κώδικα, για να μη μας πούνε και μεϊνστριμάδες;
 
Είναι πραγματικά αυτά τα ερωτήματα· και είναι κρίσιμα. Τα τροφοδότησε άλλωστε και το ίδιο το περιβάλλον του Bowie, κυρίως ο παραγωγός Tony Visconti, με δηλώσεις τύπου «θέλαμε να αποφύγουμε το rock 'n' roll», «κάναμε κάτι avant-garde», «ακούγαμε πολύ Kendrick Lamar» κτλ. 

Απαντήσεις πολύ συγκεκριμένες, πάντως, μην περιμένετε. Και για μένα, αυτή είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του άλμπουμ. Το πώς κυλάει, δηλαδή, από έναν Bowie που δείχνει να έπαθε Scott Walker ή που τριπάρει σε δομές έτοιμες για ακομπλεξάριστη συνομιλία με τη μοντέρνα πλευρά της σύγχρονης τζαζ –που δεν αγαπήθηκε ποτέ πραγματικά από το ποπ/ροκ κοινό, παρά την καταλυτική παρουσία του Miles Davis– σε έναν Bowie ο οποίος ναι μεν δεν ποιεί πια rock 'n' roll, μα ενίοτε τραγουδάει με έναν τρόπο αν μη τι άλλο αναγνωρίσιμο σε όσους εντρύφησαν στο Station To Station και σε λοιπά 1970s μεγαλεία. Ίσως το σημαντικότερο, όμως, να είναι το πόσο απολαμβάνει ο ίδιος το ταξίδι: αποτυπώνεται γλαφυρά στις ερμηνείες, βοηθώντας τις (μαζί βέβαια με τη στούντιο τεχνολογία, ας μην τρέφουμε αυταπάτες) να ξεπεράσουν τις αναπόφευκτες ουλές του χρόνου στις φωνητικές του χορδές.

«Everybody knows me now», λέει κάπου στη μέση του δίσκου (στο "Lazarus"), «I've got nothing left to loose». Και, ξέρετε, το εννοεί. Ο ενθουσιασμός του, η δίψα να ξεφύγει πρωτίστως από το δικό του παρελθόν, η ανάγκη να δει το πώς μπορεί να μοιάζει το αύριο τώρα που ο χρόνος του ίσως να τελειώνει, ξύπνησαν ξανά μέσα του το θηρίο του μεγάλου καλλιτέχνη, οδηγώντας τον σε έναν εξαιρετικό δίσκο. Αλλά και σε μια σπουδαία χειρονομία, rock 'n' roll στην ουσία της, κι ας μην επικαλείται πια τη μορφολογία αυτού. Γιατί πολλοί αναρωτιούνται για τη Ζωή στον Άρη, πολλοί γοητεύονται στην προοπτική, μα λίγοι θα πάρουν ένα διαστημόπλοιο να πάνε εκεί και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο. 

Και είναι κρίμα που καλομάθαμε στην ασφάλεια του ατέλειωτου déjà vu οι «επαγγελματίες μουσικογραφιάδες» και τόσο αβασάνιστα προβάλλουμε εδώ και μια 15ετία καλλιτέχνες που δεν κάνουν πολλά πέρα από το να ανακυκλώνουν (λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς) το χθες, απλά και μόνο επειδή μας αρέσει το τάδε ή το δείνα παρελθόν. Ξεχάσαμε (ή έτσι κάνουμε, γιατί εκεί πάει το ρεύμα) ότι το rock 'n' roll δεν ανθεί όταν αναπαύεται στα δοκιμασμένα, αλλά ως δύναμη αμφισβήτησης των έτοιμων, που ψηλαφεί διάφορα «outer limits» κάθε εποχής. Γι' αυτά τα «σύνορα» έρχεται να μας μιλήσει στα σχεδόν 70 του και ο Bowie, κρίμα το μπόι, την ομορφιά και τα νιάτα όσων 20άρηδων μηρυκάζουν ψυχεδέλειες, post-punk, τον ίδιο τον Bowie κλπ. 

Να το έχετε λοιπόν σίγουρο, ότι θα πέσει πολλή γκρίνια. Αλλά το ★Blackstar ξαναρίχνει στο τραπέζι μας το μέτρο με το οποίο θα έπρεπε να κρίνουμε τα πράγματα, όσο κι αν ξεβολεύει κάτι τέτοιο αυτούς που έλπιζαν ότι θα συνέχιζαν να πορεύονται λες και ο Simon Reynolds δεν έγραψε ποτέ το Retromania. Το 2016 μόλις ξεκίνησε και επιτέλους αισθάνεσαι ακούγοντας έναν ας-τον-πούμε-ροκ δίσκο ότι η χρονολογία στο ημερολόγιό σου είναι η σωστή.