26 Μαρτίου 2024

Marc Almond - Chaos And A Dancing Star [δισκοκριτική, 2020]


Το blog αυτό ξεκίνησε σε μια δύσκολη στιγμή, τον Ιούνιο του 2020, σε μια χρονιά που έδειχνε να αφαιρεί τη γη κάτω από τα πόδια μου: κατά τη διάρκειά της, δηλαδή, έχασα διαδοχικά (μέσα σε μερικούς μήνες) και τις δύο δουλειές που έκανα επί 12 χρόνια, με τις οποίες με είχε γνωρίσει και συσχετίσει ο κόσμος. Ουσιαστικά με απέλυσαν και από τις δύο, αλλά επειδή στον κόσμο των ελεύθερων επαγγελματιών δεν υφίσταται νομικά κάτι τέτοιο, λέμε «λύθηκε η συνεργασία» ή «δεν ανανεώθηκε η συνεργασία» κι άλλα τέτοια όμορφα. 

Το γεγονός, τώρα, ότι η «λύση συνεργασίας» με το Avopolis (Απρίλιος) συνέπεσε με την έναρξη της covid-19 πανδημίας και την πρωτόγνωρη εμπειρία των lockdown, έκανε πρακτικά αδύνατη την εύρεση καινούριας δουλειάς. Έμεινα, ωστόσο, με το ραδιόφωνο, μέχρι τη νέα κεραμίδα που ήρθε κι από τους 105,5 Στο Κόκκινο εποχής Νίκου Ξυδάκη τον Σεπτέμβρη, λίγο πριν φουντώσει ξανά η πανδημία και περάσουμε σε έναν μακρύτερο και πιο επίπονο κύκλο με υποχρεωτικούς εγκλεισμούς. 

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, βέβαια, οπότε, άνεργος και κλεισμένος στο σπίτι, με τόσο χρόνο στη διάθεσή μου, αρχίνησα να συλλέγω ό,τι εκπομπές Συχνοτικής Συμπεριφοράς και Κόκκινου Πετεινού υπήρχαν στο μικρό μου αρχείο (και το ακόμα πιο μικρό του Στυλιανού Τζιρίτα), αλλά και όσα κείμενα από τα χρόνια του Avopolis, του Sonik και του Ήχου έκρινα πως άξιζε να συγκεντρωθούν και να περάσουν μια νέα επεξεργασία (ελαφρού, στις περισσότερες περιπτώσεις) editing, ώστε να εκπροσωπούν το ποιος ήμουν και πώς έγραφα εν έτει 2020. Μαζεύτηκαν, τελικά, εκατοντάδες καταχωρήσεις, από το 2007 έως (και) το 2020. 

Το blog αυτό φιλοδόξησε, αρχικά, να δημοσιεύει και νέα κείμενα, γι' αυτό κι έλαβε τον υπότιτλο που το συνοδεύει. Στην πράξη, ωστόσο, δεν συνέβη παρά σε ελάχιστες περιστάσεις, κυρίως γιατί οι κατραπακιές που έφαγα τότε δεν σήμαναν το οριστικό φινάλε των δραστηριοτήτων μου γύρω από τη μουσική δημοσιογραφία και τη μουσική κριτική. Χάθηκε το ελεύθερο επαγγελματικό ραδιόφωνο, δυστυχώς, όμως ήρθαν προσκλήσεις φρέσκων συνεργασιών με sites, που για ένα διάστημα με κράτησαν ενθουσιωδώς απασχολημένο, παρά την έλλειψη αμοιβής που τις συνόδευε –με το MiC, μάλιστα, η σχέση υφίσταται ακόμα. Εν τέλει, βέβαια, ήρθε και η αμοιβή μέσω της ένταξής μου στο Αθηνόραμα, που κάπως σταμάτησε και τον οικονομικό μου αποδεκατισμό, ωστόσο δεν αναπλήρωσε ποτέ τον εξανεμισμό της βασικής επαγγελματικής ενασχόλησης: υποχρεώθηκα να βρω άλλες πρωινές δουλειές, κρατώντας τα πενιχρώς αποδίδοντα μουσικά για τον όποιον ελεύθερο χρόνο. Κάτι που μου κόστισε ψυχικά, ηθικά και συναισθηματικά.

Για την ώρα, ωστόσο, συνεχίζουμε –στο πνεύμα εκείνου του τραγουδιού που έλεγε «Όσο αντέχει ακόμα το σαρκίο μας/κι όσο υπάρχει κάτι στο ψυγείο μας» ("Τα Καντήλια", 1995). Οπότε το blog κλείνει εδώ –αυτόν, τουλάχιστον– τον κύκλο του, 4 χρόνια αφότου τον άνοιξε, αναδημοσιεύοντας την τελευταία κριτική που έδωσα στο Avopolis τον Μάρτιο του 2020, στο άλμπουμ «Chaos And A Dancing Star» του πάντα αγαπημένου Marc Almond.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Marc Almond προέρχεται από τη συνέχεια των δράσεών μου, από την ανταπόκριση της βραδιάς του στην Αθήνα (Μάιος 2023) που έγραψα για το Αθηνόραμα –και ανήκει στη Μαρλένα Κουράση


«Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ» (λέγεται ότι) είπε ο μουσικός Καφισίας σε έναν μαθητή του στον αυλό, σε μία πολύ διάσημη ρήση από την ελληνική αρχαιότητα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, λοιπόν, και με τον Marc Almond: μπορείς να πάρεις πολλά από αυτόν, ακόμα κι αν σου φέρνει λίγα. 

Άμα, βέβαια, το δεις αυστηρά γεωμετρικά ή ανήκεις σε εκείνους τους καημένους που ακόμα πιστεύουν στο παλιό παραμύθι του «old» και του «new» σε μια εποχή που το pop/rock στερέωμα ανατρέχει –διαρκώς και ξεδιάντροπα, πια– πότε στα 1970s, πότε στα 1980s και πότε στα 1990s, το Chaos And A Dancing Star δύσκολα θα σου φανεί ως άλμπουμ που αξίζει 60 λεπτά από τη ζωή σου. 

Δεν υπάρχει, άλλωστε, τίποτα αναληθές στο ότι ο Marc Almond είναι πια 62 ετών, στο ότι μένει πιστός σε ήχους και σε επιλογές παραγωγής που τον κάνουν να αισθάνεται οικεία, στο ότι το νέο άλμπουμ εμμένει σε μια λογική η οποία προκρίνει την ενορχηστρωτικά εμπλουτισμένη μπαλάντα (όπως λιγότερο ή περισσότερο συμβαίνει από το Heart On Snow του 2003 και μετά)· στο ότι είναι κι αυτό, όπως κι άλλοι προκάτοχοί του, μια συνθετικά άνιση υπόθεση. 

Ως ανθρωπος-κλειδί στο Chaos And A Dancing Star αναδεικνύεται ο παραγωγός Chris Braide, ο οποίος αναγράφεται και ως συν-δημιουργός σε κάθε τραγούδι που ακούμε εδώ. Δεν ξέρω πόσοι τον γνωρίζουν από την ενεργή του πορεία με τους Downes Braide Association ή από το βραχύβιο τρίο των This Oceanic Feeling και πόσοι πράγματι θυμούνται ένα σόλο ντεμπούτο από το 1997, ωστόσο δύσκολα θα έλεγες ότι υπάρχει κάποιο διακριτό χάρισμα στη δουλειά του. 

Είναι ένας προσεκτικός διαχειριστής και έμπειρος χωροτάκτης ηχητικών δεδομένων ο Braide, προφανώς εξοικειωμένος με τις ενορχηστρώσεις πιάνου, βιολιού και τσέλου που απαιτεί ο Almond, παρά ένας συνθέτης με φαντασία. Αν, δηλαδή, αφαιρέσεις τη φωνή από τα όσα ακούμε εδώ, θα μείνεις με εύηχες κοινοτοπίες και με προβλέψιμες κλιμακώσεις, παρά με βαρυκόκαλες, αυτόνομες μελωδίες. Μοναδικές, μα οπωσδήποτε λαμπρές εξαιρέσεις, το θαυμάσιο "Black Sunrise" και το "Lord Of Misrule", που κερδίζει πολύ από τη συμμετοχή-έκπληξη του Ian Anderson. Ο οποίος κομίζει το σήμα κατατεθέν φλάουτό του, δίνοντας σε αυτό το βαθιά αγγλικό στιγμιότυπο κάτι από Jethro Tull. 

Αλλά, ό,τι αφήγημα επίκρισης κι αν επιχειρήσεις να στήσεις πάνω στα παραπάνω, θα στο υπονομεύσει, θα στο ανατινάξει και θα στο σκορπίσει ο παράγοντας Marc Almond. Γιατί μπορεί να συνήθισαν πια τα αφτιά μας στις περιορισμένης έκτασης φωνές και στα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των δυνάμεών τους τραγούδια καθώς διάβαιναν οι pop/rock δεκαετίες –συν όλο τον (ενίοτε δικαιολογημένο) θαυμασμό για το DIY και με όλη την εκτίμηση στην παλαιά τέχνη των αφηγητών/τραγουδοποιών– όμως ένας μεγάλος τραγουδιστής εξακολουθεί να αποτελεί αξία από μόνος του. Χωρίς, μάλιστα, να χρειαστεί να επιστρατευτεί εκείνο το χαριτόβρυτο μουσικογραφιάδικο κλισέ για τον τηλεφωνικό κατάλογο. 

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο Chaos And A Dancing Star. Μπαίνει ο Marc Almond στα τραγούδια, πότε με τις εύθραυστες φράσεις του, πότε με αίσθηση τσακισμένου ρομαντισμού, πότε με την αυτοπεποίθηση του πάθους του, πότε με τον αμίμητα απολαυστικό τρόπο με τον οποίον προφέρει τα αγγλικά –μόνο αυτός και ο Neil Tennant των Pet Shop Boys– και όλα νοηματοδοτούνται ξανά, από την αρχή. Τα κλισέ ζωντανεύουν ακόμα και στα πιο ...εξοργιστικά τους (κάτι "Giallo", "Chaos", "The Crow's Eyes Have Turned Blue"), διάφορες «γωνίες» φωτίζονται αλλιώς, κάνοντάς σε να προσέξεις παραπάνω στιγμές σαν το "Slow Burn Love" ή το "Hollywood Forever", μερικά δε κομμάτια «διαλύονται» τόσο πολύ, ώστε γίνονται απλά μία ακόμα αφορμή για να απολαύσεις τις ερμηνείες ("Dust", "Chevrolet Corvette Stingray"). 

Έτσι συνέβαινε πάντοτε με τη μουσική· κι έτσι θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Δεν έχει να κάνει ούτε με το «παλιό» και το «καινούριο», ούτε με το «μπροστά» και το «πίσω», μα με πράγματα όχι και τόσο απτά, ικανά να ραγίσουν τα συνήθη κουτάκια των κριτικών με το βαθύ τους αποτύπωμα. Ας ξεπεράσουμε άλλωστε κι αυτόν τον ιδιότυπο «ρατσισμό» των ιντερνετικών καιρών, οι οποίοι περιφρονούν όσους βγάζουν ό,τι λέμε «καλό δίσκο», ψάχνοντας (αλαφιασμένοι, συνήθως) για το πού είναι το trend, το must και δεν ξέρω τι άλλο. Είπαμε, οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ.





24 Μαρτίου 2024

Future Sound Of London - συνέντευξη (2009)


Ήταν Μάιος του 2009 που θα έρχονταν στην Αθήνα οι Future Sound Of London, για μια συναυλία στο Γήπεδο Softball στο Ελληνικό –μας είχαν ξεμείνει όλα 'κείνα τα «ολυμπιακά ακίνητα», τότε, από την περιττή Ολυμπιάδα της τάχα μου «ισχυρής Ελλάδας» (όλοι ξέρουμε πώς πήγε αυτό) και προσπαθούσαμε να βρούμε τι να τα κάνουμε.

Με τον Γιώργο Παπανδρέου να έχει μεταβεί στο Καστελόριζο ήδη από τον Απρίλη του ίδιου έτους, ο κόσμος μας είχε αρχίσει να αλλάζει όταν τους είδαμε live, μα ακόμα δεν το νιώθαμε. Και οι ίδιοι οι Future Sound Of London, άλλωστε, σκόπευαν να επιστρέψουν στην Αθήνα ως Amorphous Androgynous, κάτι που δεν στάθηκε δυνατόν, ελέω των μνημονιακών εξελίξεων. 

Για μένα, εντωμεταξύ, ο ερχομός των Garry Cobain & Brian Dougans ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να κάτσω να κουβεντιάσω με ένα από τα πιο αγαπημένα μου ηλεκτρονικά γκρουπ, απ' όσα μεσουράνησαν κατά τη δεκαετία του 1990. Γιατί οι Future Sound Of London έκαναν ακόμα και hard & heavy rockers σαν εμένα να ανοίξουμε διάπλατα τα αφτιά μας σε νέες συγκινήσεις. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι κάποτε έγραψε γι' αυτούς ακόμα και το Metal Hammer.

Από τη συζήτησή μας βγήκε τότε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sonik με τίτλο «Future Sound Of London: Το Παγκόσμιο, Το Διαχρονικό & Το Αόρατο» –και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται στο ίντερνετ, αν δεν με απατά η μνήμη μου.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο εν όψει της αθηναϊκής τους συναυλίας


Λένε για σας ότι είστε ένα αινιγματικό δίδυμο. Συμφωνείτε;

Αινιγματικοί;! Οπωσδήποτε είμαστε άτομα, με πολλές αντιφάσεις και, από αυτήν την άποψη, ίσως να είναι δύσκολο να μας προσδιορίσεις –κάτι τέτοιο πάντοτε ταμπελοποιείται ως «αινιγματικό». Η αλήθεια είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα, όμως χρειάζεται περισσότερο χώρο για να εξηγηθεί, από όσο διαθέτουμε εδώ! 

Δεν θα λέγαμε, πάντως, ότι σκόπιμα αλλάξαμε το πώς και το τι αποκαλύπτουμε στους fans. Είναι, μάλλον, ότι το ίντερνετ μας πρόσφερε μια ευθεία οδό, ώστε να τους μιλήσουμε όταν εμείς το επιθυμούσαμε, αντί για όποτε επέλεγε κάποιος ποια ήταν η σωστή στιγμή γι' αυτό –όπως π.χ. κάνουν τα περιοδικά! 

Διακρίνω κάποια αιχμή για τον μουσικό Τύπο;

Παρ' όλο που ακόμα και στα 1990s μιλούσαμε κάθε χρόνο αρκετά, με εκατοντάδες δημοσιογράφους, τελικά μας παρουσίαζαν με τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίον αντιδρούν τα έντυπα όταν έρχονται αντιμέτωπα με κάτι το πρωτότυπο και δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Ο προσδιορισμός «αινιγματικός», ας πούμε, αποτελεί κάτι σαν κλισέ για όλους τους ηλεκτρονικούς συνθέτες. Εσύ μπορείς να θυμηθείς ποια ήταν η τελευταία φορά που κάποιος άνθρωπος με μια κιθάρα στο χέρι αποκλήθηκε αινιγματικός; 

(ομολόγησα ότι ήταν ένα θαυμάσιο επιχείρημα)

Πάντα με ενοχλούσε, εντωμεταξύ, ότι ο μουσικός Tύπος σας κατέτασσε στο ambient. Σας ενοχλούν κι εσάς τέτοια πράγματα ή δεν ασχολείστε;

Εμείς θεωρούμε ότι κάνουμε οργανική πειραματική μουσική: ένα εγκεφαλικό πεδίο το οποίο συνδυάζει το οργανικό με το συνθετικό, την καρδιά με την πνευματικότητα, τον ρυθμό με την αρρυθμία, τη σύνδεση με την απορρύθμιση, το σκοτάδι με το φως, την τεχνολογία με τη Γη, το μυαλό με την ψυχή. 

Πρόκειται για μια διαδικασία ανακάλυψης, η οποία αντικατοπτρίζει κάθε πλευρά της ζωής μας, με όλες τις αντιφάσεις της. Δεν υπάρχουν ταμπέλες για τέτοια πράγματα. Η ζωή δεν μπορεί ποτέ να είναι ambient ή ηλεκτρονική. Είναι ένα φανταστικό μίγμα από μια ποικιλία από ήχους, υφές, συναισθήματα και αντιφατικότητες. 

Σας περιμένουμε στα μέρη μας, για πρώτη φορά. Είχε συζητηθεί το να ξανάρθετε στην Ελλάδα ή δεν έμοιαζε και τόσο σπουδαίο μέρος για συναυλίες, πίσω στη δεκαετία του 1990;

Όταν αρχίσαμε τους Future Sound Of London, δεν είχαμε καμία επιθυμία να παίξουμε ζωντανά. Αλλά με την έλευση του ISDN ανακαλύψαμε έναν μοναδικό και διαφορετικό τρόπο να παρουσιάζουμε τους εαυτούς μας, ο οποίος μας πυροδότησε κάποιο ενδιαφέρον. Μόλις ξεκινήσαμε, όμως, συνέπεσαν τα προβλήματα υγείας του Gaz, καθώς και μια ανάγκη να επανεκτιμήσουμε το τι κάναμε –οπότε απομακρυνθήκαμε από το φως των προβολέων. Δεν ήταν λοιπόν ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη για μας, εμείς, μάλλον, δεν ήμασταν έτοιμοι για σας!
 
Έχετε καθόλου πληροφορίες από φίλους ή από συνεργάτες οι οποίοι έχουν ήδη έρθει στην Αθήνα για το τι να περιμένετε από το ελληνικό κοινό;

Δεν μας ενδιαφέρει ένας τέτοιος προσδιορισμός –προσλαμβάνουμε την Ανθρωπότητα ως σύνολο, οπότε προσπαθούμε να μην κάνουμε διάκριση σε ξεχωριστούς λαούς. Η μουσική μας αποπειράται να απευθυνθεί στο παγκόσμιο, στο διαχρονικό και στο αόρατο: τις ανθρώπινες συνθήκες, δηλαδή, οι οποίες διασυνδέουν όλη τη ζωή. 

Όπως πάντα, λοιπόν, η συναυλία σας θα μεταδίδεται στην Αθήνα, ενόσω εσείς θα παίζετε στο στούντιό σας στο Λονδίνο. Ποια είναι η πρόκληση σε μια τέτοια προσέγγιση της λάιβ διαδικασίας;

Το έχουμε στο μυαλό μας ως μια εναλλακτική οπτικοακουστική απόλαυση: κάτι σαν συναυλιακό χώρο, κινηματογράφο, ίντερνετ, ραδιόφωνο και τηλεόραση μαζί! Ο ρόλος μας, ως ανθρώπων, μετατοπίζεται στο να κάνουμε τις «συνδέσεις», ανάλογα με την περίσταση. Και είμαστε σίγουροι ότι, όταν σε κάποιο σημείο επιτύχουμε την πλήρη υλοποίηση των ιδεών μας, η «σύνδεση» αυτή δεν θα έχει πια κανέναν αντίκτυπο πάνω στη διασκέδαση. 

Πάντως, για να επιτύχουμε κάτι τέτοιο πρακτικά, μάλλον θα πρέπει να φτιάξουμε ένα οπτικοακουστικό φιλμ και να το μεταδίδουμε μετά στις μη μουσικές αρένες –αυτό κι αν αποτελεί πρόκληση! 

Και δεν σας έχει λείψει ποτέ, δηλαδή, η εμπειρία ενός live, όπως το κάνουν π.χ. τα υπόλοιπα συγκροτήματα; 

Παλιά λέγαμε ότι οι Future Sound Of London δεν είναι συγκρότημα, αλλά ένα σύστημα αναμετάδοσης, το οποίο προσπαθεί να βρει μια νέα γλώσσα μέσα στο χάος της μουσικής. Κι αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε. Ενώ με τους Amorphous Androgynous επιδιώκουμε το ακριβώς αντίθετο –μια έντονη και πολύχρωμη εμπειρία πάνω στη σκηνή, με απευθείας ανθρώπινη επαφή. Κάπως έτσι παίρνουμε τα καλύτερα δύο διαφορετικών κόσμων!


Μια που αναφέρατε τους Amorphous Androgynous, έχει ακουστεί ότι ήδη κλείσατε και μια εμφάνιση με αυτό σας το alter-ego στην Ελλάδα, αργότερα μέσα στο 2009. Ισχύει;

Ναι, ισχύει. Έχουμε συμφωνήσει να δώσουμε μια συναυλία ως Amorphous Androgynous αργότερα στη χρονιά. Θα δείτε πράγματι αυτό το πλήρες, κοσμικό, διαστημικό rock supergroup κάπου στην Αθήνα!

Το συνηθίζετε να φτιάχνετε μουσική κάτω από διαφορετικά ονόματα. Το κάνετε απλά για να μπορείτε να παίζετε ό,τι θέλετε; Ή επιδιώκετε κάποια ξεχωριστή έμπνευση, μέσω, ας πούμε, μιας «μετατόπισης» προσωπικότητας;

Μας αρέσει να ανακαλύπτουμε όσα βρίσκονται πέραν του αναμενόμενου. Υπήρχε πάντα μια αίσθηση ότι δεν είχαμε ακόμα βρει την πραγματική «ηχητική επανάσταση» –ένα νέο όνομα, έτσι, μπορούσε να διαθέτει απελευθερωτική δύναμη. Επίσης, οι fans των Future Sound Of London έχουν πολύ συγκεκριμένη άποψη για το τι σημαίνει το συγκρότημα και το τι αντιπροσωπεύει, οπότε ήταν σημαντικό για μας να ξεφύγουμε από κάτι τέτοιο. Όχι, όμως, ως κάποιου είδους «παιχνιδιού» με τους fans. Στο βάθος βρίσκεται μόνο η ανάγκη μας να εξελιχθούμε και να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε, να βρούμε λίγη μαγεία και, τελικά, να αφήσουμε κάτι με αξία για τον κόσμο. 

Και όταν πρόκειται να εμπλακείτε με remixes; Ποια είναι τα κριτήριά σας;

Πρέπει να υπάρχει κάτι στο πρωτότυπο κομμάτι που να μας ενδιαφέρει και να μας δίνει ιδέες «βελτίωσης» και επέκτασης του πνεύματός του. Αλλιώς κινδυνεύεις να μείνεις με ένα ματωμένο ακουστικό! 

Πόση σημασία έχουν για σας πράγματα όπως το ήθος και η ηθική, ως καλλιτέχνες; Και τι ρόλο έπαιξαν στην απόφασή σας να ξεκινήσετε το label της Electronic Brain Violence;

Η ηθική είναι κάτι που το διδάσκεσαι –δεν έχει την παραμικρή σημασία για μας. Οι Future Sound Of London αποτελούν όχημα ανακάλυψης του εαυτού μας και σηματοδοτούν τη γενναιότητα να επεκταθούμε πέρα από την κοινότοπη παρουσίαση της ζωής πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, προς καινούριες, άγνωστες εκτάσεις. 

Όταν έχεις μια τέτοια προσέγγιση, φτάνει κάποια στιγμή όπου θέλεις να δημιουργήσεις τη δική σου, μοναδική «πρόσβαση» προς όλα τούτα –και αυτό κάναμε με την Electronic Brain Violence. 

Θα λέγατε ότι η επιτυχία του "Papua New Guinea" (1991) έκανε ευκολότερα τα πράγματα; 

Μας έδωσε χρηματική και καλλιτεχνική ελευθερία, ώστε να εξερευνήσουμε όσα μονοπάτια θέλαμε. Μάλλον δεν θα μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε το Lifeforms (1994), ας πούμε, δίχως μια τέτοια επιτυχία. Το "Papua New Guinea", όμως, ήταν μία από εκείνες τις στιγμές δόξας στον χρόνο, όπου όλα συνταιριάζουν τέλεια, δημιουργώντας κάτι με το οποίο μπόρεσαν πολλοί άνθρωποι να συνδεθούν συναισθηματικά. 

Είμαστε πραγματικά τυχεροί που υπήρξαν κάποιες τέτοιες στιγμές στην καριέρα μας και δεν θα θέλαμε να τις υποβαθμίσουμε. Γνωρίζουμε καλά, επίσης, ότι το κοινό μας επιθυμεί διακαώς μία νέα στιγμή σαν το "Papua New Guinea". Θα έρθει, όμως, όταν είναι να έρθει. 

Συμφωνείτε με την άποψη ότι η ηλεκτρονική μουσική βρίσκεται πια σε ύφεση, συγκριτικά με τα 1990s; 

Πίσω στα 1990s υπήρξε όντως μπόλικη όμορφη, με βάθος και με ποικιλία μουσική βασισμένη σε ηλεκτρονικά μέσα, η οποία δεν φτιαχνόταν αποκλειστικά ως τροφή για τα clubs. Και για ένα διάστημα της δόθηκε αρκετή προσοχή, τόσο από ανθρώπους εξοικειωμένους με τους Tangerine Dream, όσο και από ταγμένους στους Pink Floyd, αλλά και παιδιά του rave, indie kids, θιασώτες του dub, ακόμα και κάποιους punks. 

Όλα αυτά παρήγαγαν ένα κλίμα ευφορίας. Αλλά, σύντομα, ό,τι είχε ξεκινήσει ως ελεύθερο κίνημα πειραματισμού άρχισε να αποκτά κανονισμούς, προκαταλήψεις, προκατασκευασμένες προσδοκίες. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους για τους οποίους αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τον εν λόγω χώρο. 

Έχετε κάποιον αγαπημένο δίσκο από όσους κάνατε ως Future Sound Of London; Κάποιον δηλαδή «desert island» δίσκο, όπως λέτε στην Αγγλία;

Μάλλον το Dead Cities (1996)... Γιατί δεν έχει πατρίδα, πρόκειται για μια γενναία και φιλόδοξη απόπειρα ανακάλυψης νέων εδαφών, οπότε θα μας ενέπνεε για μια ανάλογη αναζήτηση πάνω σε ένα έρημο νησί. 

Κατά τα άλλα, σε έναν τέτοιο τόπο, μάλλον θα επιλέγαμε να ακούμε τα πουλιά ή τον ήχο της θάλασσας και να βλέπουμε τον ήλιο, παρά να ακούμε μουσική. Ίσως ανακαλύπταμε, έτσι, πως η υπέρτατη μουσική κρύβεται τελικά στη γαλήνη.

Τι άλλες μουσικές σας αρέσουν;

Σε κάθε σκηνή συμβαίνουν σπουδαία πράγματα, αλλά εμείς γενικά δεν ενδιαφερόμαστε για τα λεγόμενα «είδη μουσικής». Προσλαμβάναμε πάντα το γκρουπ ως ένα βαθύ ηχητικό πεδίο όπου όλα θα μπορούσαν να αναμειχθούν σε κάτι το εξαιρετικό και το προκλητικό. 

Οπότε βρίσκουμε εκπληκτικούς ήχους παντού, τις πιο πολλές φορές κάπου μεταξύ όλων αυτών των γελοίων «ειδών», όπου συνήθως δεν συχνάζουν ούτε τα μουσικά περιοδικά, ούτε οι ραδιοφωνικές εκπομπές, αλλά συχνάζει κάθε αληθινός πρωτοπόρος!

Και όσον αφορά τον επόμενο Future Sound Of London δίσκο; Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε σε τούτο το στάδιο;

Ξεκινήσαμε τη διαδικασία. Θα είναι ένα μακρύ ταξίδι, αλλά έχουμε καταλήξει σε ορισμένα πράγματα με τα οποία είμαστε χαρούμενοι. Και οι δυο μας ξέρουμε ότι μπορούμε να παραδώσουμε ξανά μια δουλειά με αληθινή αξία: βρίσκεται μέσα μας και εκτός από μας και δεν χρειάζεται παρά να το ανακαλύψουμε και να καταδυθούμε σε αυτό... 



22 Μαρτίου 2024

These New Puritans - συνέντευξη (2010)


Τι να ενώνει τον Elvis Presley με τους Wu-Tang Clan, τα γιαπωνέζικα τύμπανα, τις μουσικές της Μελανησίας και την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του αγγλικού λαθρεμπορίου και της παράνομης πυγμαχίας; 

Όλα είχαν τη θέση τους στο μυαλό του (κάτωθι εικονιζόμενου) Jack Barnett, τραγουδιστή και ιθύνοντα νου των These New Puritans, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα αφτιά τον Νοέμβρη του 2010, όταν του μίλησα ενόψει του τότε ερχομού τους στην Αθήνα, όπου θα ηγούνταν του –νεότευκτου, στα χρόνια εκείνα, πολύ εδραιωμένου, πλέον– Plisskën Festival. 

Στη συζήτησή μας, μάλιστα, μου είπε κι ένα ακόμα αμίμητο, ότι «στη Wikipedia υπάρχει κάποιος βλαμμένος που έχει γράψει ότι μας έχουν επηρεάσει τα Στρουμφάκια»! Η κουβέντα μας έβγαλε πάντως σε μια ωραία συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσεως τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο


Και πριν ακόμα ακούσω τη μουσική σας, είχα σκεφτεί ότι έχετε έξυπνο όνομα. Σε κάνει να αναλογιστείς: πατροπαράδοτο βρετανικό μαύρο χιούμορ; Ή όντως αισθάνεστε ως νέοι πουριτανοί; 

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση… Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι τα ονόματα των συγκροτημάτων χάνουν κάθε νόημα μετά από λίγο. Καταλήγουν απλώς να σηματοδοτούν το ίδιο το συγκρότημα. 

Το Southend-On-Sea δεν είναι από τις γνωστές περιοχές της Βρετανίας, εδώ στην Ελλάδα τουλάχιστον. Τι μπορείς να μας πεις για αυτό; Σου αρέσει η ζωή εκεί; 

Α, είναι το πιο αγαπημένο μου μέρος στην Αγγλία! Κάποιοι βέβαια το ονομάζουν «κωλοτρυπίδα της Αγγλίας» (κοίταξέ το σε έναν χάρτη και θα δεις!), όμως για μένα πρόκειται για  σπουδαία τοποθεσία. Φαντάσου ένα τοπίο γυμνό, αραιοκατοικημένο και πολύ βαλτώδες, όπου πριν έναν αιώνα βρισκόταν η «πρωτεύουσα» του εγγλέζικου λαθρεμπορίου και της παράνομης πυγμαχίας. Παρ' όλα αυτά, είναι καλό μέρος για να ζεις, γιατί διαθέτει μια μυστική ομορφιά. Το τοπίο που σου περιέγραψα έχει επηρεάσει και τη μουσική μας –αν και, από την άλλη, η τελευταία θα μπορούσε να είχε γραφτεί οπουδήποτε στον κόσμο, ως προς τα νοητικά της «τοπία». 

Κάνετε καθόλου παρέα με άλλες μπάντες από την περιοχή, λ.χ. τους Horrors ή τους Violets; 

Με τον Joe Daniel, που ήταν στους Violets αλλά όχι πια, είμαστε κολλητοί! Τώρα τρέχει μια δισκογραφική εταιρεία, την Angular, πάντα με τη γνωστή αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει. Με τους Horrors έχουμε συχνά συναντηθεί στους συναυλιακούς χώρους του Southend-On-Sea, λίγο-πολύ, άλλωστε, όλοι στα ίδια μέρη εμφανιζόμαστε τοπικά. Είναι καλά παιδιά, όμως κάνουμε αρκετά διαφορετική μουσική. 

«To dancehall συναντά τον Steve Reich», δήλωσες για το φετινό σας άλμπουμ Hidden, λίγο πριν την κυκλοφορία του. Αποστολή εξετελέσθη; 

Το είπα, αλλά ήταν κάτι που είπα στους μουσικούς που χρησιμοποιήσαμε στο Hidden, ώστε να τους περιγράψω, σε πολύ αδρές γραμμές, τι ακριβώς παίζαμε. Ηχογράφησαν ξεχωριστά και συγκεκριμένα τμήματα ο καθένας, το πώς έβγαινε η συνολική μουσική το κρατούσαμε κρυφό. Έτσι, σε κάποιο σημείο, άρχισαν να ρωτάνε. Μπορείς αν θες να βάλεις μια ταμπέλα του στιλ «To dancehall συναντά τον Steve Reich» στο άλμπουμ (ή οτιδήποτε τέτοιο), ωστόσο σημασία έχει ότι πρόκειται για μουσική στην οποία πιστεύουμε και την εννοούμε στο 100%, τόσο εγκεφαλικά, όσο και συναισθηματικά. 

Το Hidden, εντωμεταξύ, διαθέτει θαυμάσιες ενορχηστρώσεις. Πόσο εύκολο ήταν να τις κατασκευάσετε; Είναι κάποιος από σας μουσικός με κλασικές σπουδές; 

Δεν υπήρχε μοτίβο. Κάποιες μας βγήκαν εύκολα, σε μόλις μερικά λεπτά. Άλλες φάνηκε ότι ίσως δεν ολοκληρώνονταν ποτέ –του "Hologram", για παράδειγμα, όπου έπρεπε να σιγουρευτώ ότι τα τρία πιανιστικά μέρη μπορούσαν και να παιχτούν, μα και να δέσουν μαζί με όμορφο τρόπο. Κανείς από μας δεν διαθέτει κλασική παιδεία, γι' αυτό και χρειάστηκε να κάτσω να μάθω πώς να διαβάζω παρτιτούρες προτού ασχοληθώ με την ενορχήστρωση του Hidden. Μου πήρε αρκετούς μήνες κι έγινε σε πολύ εντατικούς ρυθμούς. 

Πόσο εύκολο σας είναι να παίζετε ζωντανά ένα άλμπουμ με τόσο περίτεχνες ενορχηστρώσεις; Τι μαθήματα αντλήσατε από την πρόσφατη ευρωπαϊκή σας περιοδεία και τι σκοπεύετε να μας παίξετε στην Αθήνα; 

Α, μάθαμε ένα εκατομμύριο πράγματα από αυτήν την περιοδεία! Και ανυπομονώ να επισκεφτούμε την Αθήνα, πιστεύω θα περάσουμε καλά. Στο φεστιβάλ θα παίξουμε μια απογυμνωμένη, ωμή εκδοχή του Hidden, που δεν θίγει την αμεσότητα και αποτελεσματικότητά του. 

Γενικά, σε σύγκριση με το ντεμπούτο σας Beat Pyramid (2008), εδώ μετατοπιστήκατε δραματικά σε μια νέα ηχητική κατεύθυνση. Δεν μπορώ να πιστέψω, όμως, στο ξαφνικό του όλου πράγματος. Κάτι πρέπει να είχες κατά νου κι από πριν, γιατί δεν έγινε πιο ευδιάκριτο στο Beat Pyramid;

Ήθελα έναν πολύ συγκεκριμένο ήχο για το Beat Pyramid, καθώς κι ένα συγκεκριμένο σετ βασικών θεμάτων. Κάποια κομμάτια από όσα ακούγονται στο Hidden, π.χ. το "5", είχαν φτιαχτεί παράλληλα. Όμως δεν κόλλαγαν με το υπόλοιπο υλικό: το μουσικό και στιχουργικό πεδίο του Beat Pyramid δεν ήταν αρκετά ανοιχτό ώστε να χωρέσει όσα έγραφα, παράλληλα, για βιμπράφωνο, φαγκότο και κόρνο. Το εναρκτήριο σημείο για το Hidden, λοιπόν, ήταν όταν κατάλαβα πως αυτά ήταν το ίδιο πράγμα με τη ρυθμική μουσική την οποία έγραφα για κρουστά. 

Και τι γίνεται με αυτή τη διαδεδομένη ιστορία για τις επιρροές σας από Wu-Tang Clan; Ενώ στο Beat Pyramid ακούει κανείς ποικίλες χιπ χοπ αναφορές, πολλοί από όσους έγραψαν γι' αυτό κόλλησαν στους Wu-Tang Clan...

Νομίζω ότι το είχα αναφέρει εγώ σε μια συνέντευξη –ως δείγμα των χιπ χοπ επιρροών μας– και μετά άρχισε να το αναμασά ο καθένας. Στη Wikipedia, μάλιστα, υπάρχει κάποιος βλαμμένος που έχει γράψει ότι μας έχουν επηρεάσει τα Στρουμφάκια… Μην πιστεύετε σε ό,τι διαβάζετε! 

Για να γυρίσω στο Hidden, αισθάνομαι ότι πίσω του βρίσκεται μια βαθιά καλλιτεχνική δέσμευση, η οποία σπρώχνει προς τα εμπρός την αποδόμηση της οικείας μουσικής φόρμας. Η πλανεύτρα φαντασία του κριτικού συναντά καθόλου την αλήθεια του δημιουργού; 

Εννοείς ότι προσπαθούμε να κάνουμε κάτι καινούριο… Η απάντηση είναι ναι, το προσπαθούμε. Αλλά στη δική μας πλευρά μεγαλύτερη σημασία είχε ότι αυτό που κατασκευάσαμε διέθετε νόημα για μας. Για την ακρίβεια, είχα μια διαίσθηση ότι όλοι αυτοί οι ήχοι μπορούσαν κάπως να δουλέψουν μαζί και να δουλέψουν καλά. Αντιλαμβάνομαι τα υπόλοιπα, εγώ όμως, ειλικρινά, δεν μπορώ να στο αναλύσω παραπάνω. 

Ανάμεσα σε «όλους αυτούς τους ήχους», ακούμε και γιαπωνέζικα τύμπανα Ταϊκό. Πώς τα ανακάλυψες και πώς τα δουλέψατε;

Δεν θυμάμαι να σου πω πού τα πρωτοάκουσα, πάντως με ξετρελαίνει ο τόνος τους. Μάλιστα, έχω επινοήσει και μια λέξη, το «glonky», για να τον περιγράψω! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλα είναι… Και πόσο δύσκολο να τα χειριστείς. Νοικιάσαμε τρία, για μερικές ημέρες. Έπρεπε να παραδοθούν με ένα μεγάλο φορτηγό, όταν, δε, έφτασαν, αποδείχθηκαν μεγαλύτερα από όσο υπολογίζαμε και δεν χώραγαν να περάσουν την πόρτα του στούντιο. Έτσι αναγκαστήκαμε να τα ηχογραφήσουμε σε μια διπλανή αποθήκη, η οποία έχω την εντύπωση πως κάτι συνεισέφερε στη μεγαλοσύνη του ήχου τους. 

Έχεις αφτί για τις μουσικές του κόσμου, πάντως. Αληθεύει ότι πρόσφατα απόκτησες μια τρέλα με τις μουσικές της Μελανησίας; 

Είναι αλήθεια! Ακούω επιτόπιες ηχογραφήσεις από την παραδοσιακή μουσική των διαφόρων φυλών των νησιών και είναι πραγματικά καλές. Ιδίως τα επικήδεια τραγούδια τους και οι θρησκευτικοί/τελετουργικοί τους ύμνοι. 

Και κάτι πρέπει να συμβαίνει και με τον Elvis Presley, σωστά; Δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι, από εκείνο το πρώτο σας κομμάτι στο ΕΡ Now Pluvial (2006)…

Το είχα βρει αστείο να ονομάζαμε ένα τραγούδι μας «Elvis» και ύστερα, στην πρώτη φράση των στίχων, να έλεγε «Elvis, I wasn't talking about that king», ώστε να αυτοϋπονομεύεται εντελώς. Ωστόσο ο Elvis είναι ο βασιλιάς, ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό…

Και σε εκείνο το τραγούδι από το 2006, που είχατε συνεισφέρει στη συλλογή Future Love Songs κι έλεγε ότι ήθελες να είσαι η Tracey Emin; Τι συμβαίνει με σένα και την καλλιτέχνιδα-σύμβολο των Young British Artists; 

Χαχαχα, μοιάζει τόσο παλιό! «Sceletons in the closet», όπως θα λέγαμε στην Αγγλία. Αυτό κι αν λέγεται καλά διαβασμένη δημοσιογραφία! (περισσότερα γέλια, εκατέρωθεν) Λοιπόν, ο ακριβής στίχος πάει ως εξής: «Ι am Τurner, Ι am Κirchner, but Ι want to be Τracey Εmin». Ομολογώ ότι πρόκειται για έναν αντιφατικό, εφηβικό στίχο, προσπαθούσε πάντως να θίξει το ζήτημα της αυθεντικότητας. Ότι κάποιος, δηλαδή, μπορεί να είναι αυθεντικός, αλλά τελικά να προτιμά να είναι κάτι κουτό και λιγάκι σελέμπριτι. 



20 Μαρτίου 2024

Bill Gaither & Homecoming Friends - ανταπόκριση (2009)


Μία από τις πιο ιδιαίτερες συναυλίες που έτυχε να παρακολουθήσω στα χρόνια της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με τη μουσική δημοσιογραφία, ήταν αυτή του Bill Gaither –θρύλου των λευκών, southern gospel– στο «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι, τον Οκτώβριο του 2009. 

Δεν πήγα τυχαία ή από περιέργεια να τον δω, μάλιστα: σε μια φάση της ζωής μου ανέπτυξα έντονο ενδιαφέρον τόσο για τη λευκή, όσο και τη μαύρη πλευρά του συγκεκριμένου ήχου και συγκέντρωσα και κάποιο δισκογραφικό υλικό, σε χρόνια που κάτι τέτοιο δεν ήταν τόσο εύκολο, καθώς απαιτούσε παραγγελίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες πλήρωνα με international money orders. 

Ένα πράγμα δεν μπορώ να θυμηθώ, μόνο: τι στο καλό έγινε η συνέντευξη που πήρα στον Gaither λίγο πριν την έναρξη της συναυλίας, την οποία αναφέρω και στο τέλος της ανταπόκρισής μου γι' αυτήν. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Όπως λέγαμε και με τη φωτογράφο της βραδιάς, Δάφνη Ανέστη, φεύγοντας από το «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι, για πρώτη φορά βρεθήκαμε σε μια συναυλία όπου δεν υπήρχε ούτε ένας γνωστός από το σινάφι. Κρίμα, γιατί ο Bill Gaither με τη μπάντα του ή/και με τους καλεσμένους του άγγιξαν υψηλά αισθητικά στάνταρ, δείχνοντάς μας τo πιο φινετσάτο πρόσωπο της λευκής gospel παράδοσης της Αμερικής. Υπήρξαν, βέβαια, και τα σημεία όπου το χριστιανικό κήρυγμα άφηνε πίσω του τη μουσική –όμως τα όρια της πολυδιαφημιζόμενης «ανοχής στο διαφορετικό» εκεί ακριβώς δεν δοκιμάζονται; Όταν πρέπει, δηλαδή, να συνυπάρξεις με πράγματα που ίσως και να σε ενοχλούν; 

Για να πιάσω τα πράγματα από μια αφετηρία, πάντως, το «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι είναι ένας χώρος ο οποίος θα έπρεπε να φιλοξενεί πιο συχνά συναυλίες: άνετος, ευρύχωρος, με ικανοποιητική ακουστική και σε απόσταση περπατήματος από το μετρό. Πολύ καλή, επίσης, στάθηκε και η διοργάνωση της συναυλίας, αφού αποδείχθηκε επαγγελματική σε όλα της, όχι όμως και ψυχρά μανατζερίστικη: τα λόγια του υπεύθυνου, κ. Λιτσικάκη, πριν και μετά τη συναυλία, διέθεταν –πέρα από τις απαραίτητες ευχαριστίες στους χορηγούς– τόσο χιούμορ, όσο και την αίσθηση μιας προσωπικής οπτικής. 

Λίγο μετά τις 20.00, όπως είχε ανακοινωθεί, ο Bill Gaither έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή: στα 73 του, πια, μα κεφάτος και κοτσονάτος, μας χαιρέτισε απλά ντυμένος, λες και όντως περίμενε καλούς φίλους στο σαλόνι του σπιτιού του. Κι έτσι ακριβώς ξεκίνησε, με ένα συγκινητικό τραγούδι αφιερωμένο στις παλιές φιλίες, καλώντας μας κατόπιν να τον συνοδέψουμε στο "How Great Thou Art". Το κοινό, προς ευχάριστή έκπληξή του, το έκανε με μεγάλη θέρμη. Και προς δική μου έκπληξη, όμως, γιατί σπάνια έχω συναντήσει ανθρώπους τόσο ενημερωμένους ως προς το τι πάνε να ακούσουν. Και για να πω την αμαρτία μου, οι παρευρισκόμενοι δεν μου γέμιζαν, αρχικά, το μάτι για κάτι τέτοιο… 

Κι αυτό ήταν απλώς το «ορεκτικό» της βραδιάς. Το πρώτο μέρος ξεκίνησε άμεσα, έπειτα, με την επί σκηνής παρέλαση των homecoming friends του Gaither. Την παράσταση και τις ιαχές ενθουσιασμού του κόσμου έκλεψε αναμφίβολα το κουαρτέτο Ernie Haase & Signature Sound, αρκετά δικαιολογημένα από μία άποψη: αεικίνητοι performers, με έναν εκπληκτικό τενόρο και με έναν μπάσο ο οποίος διαθέτει ποιότητες που στο χορωδιακό θρησκευτικό τραγούδι έχουν, ίσως, να ακουστούν από την εποχή του J. D. Sumner. Κέρδισαν άνετα, λοιπόν, τις πρώτες εντυπώσεις. 

Αλλά σε επίπεδο ουσίας βρήκα δυστυχώς λίγα πράγματα: υπερβολικό το μονίμως σφηνωμένο τους χαμόγελο (γίνεται; δεν γίνεται), γλυκερά τα περισσότερα τραγούδια τους, αισθητικής boy band το στήσιμό τους. Στα δικά μου μάτια καλύτερος από όλους τους homecoming friends αποδείχθηκε ο Buddy Green –ο οποίος αργότερα μας κατέπληξε με τη δεξιοτεχνία του στη φυσαρμόνικα– αξιόλογη δε ήταν και η Lynda Randle, που έφερε «άρωμα» από τη μαύρη προσέγγιση στα gospel, θυμίζοντας (αμυδρά) τη μεγάλη Mahalia Jackson. Άξιο μνείας, επίσης, το γκρουβάτο country gospel του τυφλού κιμπορντίστα Gordon Mote. 

Το δεύτερο –και καλύτερο– μέρος το πήραν πάνω τους οι ανανεωμένοι Gaither Vocal Band, ήτοι ο Bill Gaither με τους παλιόφιλους Mark Lowry, Michael English & David Phelps, συν τον νεαρό Wes Hampton. Το κουιντέτο απέδειξε ποικιλοτρόπως γιατί ο Gaither απολαμβάνει της φήμης και των βραβείων που τον συνοδεύουν: θαυμάσιες ανδρικές φωνές, εξαιρετικές ερμηνείες, άψογος συντονισμός, ξεκαρδιστικά αστεία από τον Lowry (ρώτησε τον Gaither αν βοήθησε στο χτίσιμο της Ακρόπολης, κοροϊδεύοντάς τον για τα χρόνια του), θέρμη, συναίσθημα πνευματικό και όχι στενά θρησκευτικό, αλλά και gospel διαμάντια σαν τα "The King Is Coming", "The Love Of God", "I’m Satisfied", "At The Cross", "Mary Did You Know?", συν μια διασκευή στους αδίκως παραγνωρισμένους Jordanaires και στο "Journey To The Sky" τους. Προς το τέλος, μάλιστα, έκανε την εμφάνισή της και η Gloria Gaither, σύντροφος επί 46 συναπτά έτη του Bill όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στη δημιουργία, καθώς έχει συν-γράψει μαζί του πολλά southern gospel τραγούδια αναφοράς. Όμως, όσο κι αν κάτι τέτοιο συμπλήρωσε ιδανικά την εικόνα της βραδιάς, στάθηκε μάλλον και ως ένα κρίσιμο σημείο: θα έπρεπε, πιστεύω, να τελείωνε κάπου εκεί η συναυλία. 

Το τρίτο μέρος τους θέλει όλους μαζί στη σκηνή, το ζεύγος Gaither, τους homecoming friends και τη Gaither Vocal Band. Κι ενώ δεν έπαψαν να λένε ωραία τραγούδια, η διάρκεια αφενός –φτάσαμε τις 3 ώρες, σύνολο– άρχισε να κουράζει, αφετέρου το τελευταίο αυτό κομμάτι είχε να κάνει περισσότερο με ό,τι στην Αμερική ονομάζεται «ministry» (εδώ θα το λέγαμε κατήχηση, έστω και λίγο μπακαλίστικα), παρά με τη μουσική. Πέρα από μία ακόμα παρέλαση μονίμως χαμογελαστών προσώπων, την οποία προσωπικά δεν βρίσκω τόσο ειλικρινή, δυσάρεστο αποκορύφωμα στάθηκε το (κυριολεκτικά) δακρύβρεχτο κήρυγμα αγάπης και φιλίας εκ μέρους της Gloria Gaither: ένα marketing τρικ, κατά τη γνώμη μου, το οποίο έχω δει να επαναλαμβάνει συχνά, σε διάφορες παραλλαγές, στα χρόνια που παρακολουθώ τη Homecoming δραστηριότητά της στα σχετικά DVD. Τουλάχιστον με το encore της βραδιάς ("He Touched Me", από τη Gaither Vocal Band), το οποίο είχε γράψει χρόνια πριν ο Bill για τον Elvis Presley, μπήκαν ξανά κάποια πράγματα στη θέση τους, ως προς το καλλιτεχνικό της υπόθεσης. 

Παρά τις ενστάσεις μου για το τρίτο μέρος και τη σχεδόν μηδενική, ενδεχομένως, ανοχή μου στη «διαφορετικότητα» των Gaither, έφυγα σαφώς ικανοποιημένος, γιατί είδα εν δράσει μία από τις πλέον σημαίνουσες μορφές του southern gospel είδους, σε μια σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα συναυλία. Πριν την έναρξη, μάλιστα, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τον Bill Gaither –σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, την οποία θα δείτε στο άμεσο μέλλον, μαζί με μια κριτική σε πρόσφατα δισκογραφικά του πονήματα.



14 Μαρτίου 2024

Catelouso - συνέντευξη (2008)


Η ανακάλυψη του δίσκου «Σύναξις» του Catelouso και των Lyrae Cantus και ο ενθουσιασμός μου γι' αυτόν (δείτε λεπτομέρειες εδώ), δεν άργησε να κινήσει τα επαγγελματικά νήματα ώστε να βρεθεί άκρη με τα Κύθηρα και να επικοινωνήσω με τον Παναγιώτη Λευθέρη –τον «εγκέφαλο», δηλαδή, του όλου εγχειρήματος.

Έτσι, τον Απρίλη του 2008, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, συναντηθήκαμε για καφέ και κουβέντα κάπου στου Ψυρρή. Μάλιστα, ήρθε μαζί με τη Σόνια Χαραλαμπίδου, η οποία εκπροσώπησε, ας πούμε, τους Lyrae Cantus (είναι ιδρυτικό τους μέλος, ενώ παίζει και αναγεννησιακό λαούτο), μα εγώ γνώριζα ήδη από τη θητεία της στο alternative pop συγκρότημα Ονειροπαγίδα.

Από τη συζήτησή μας αυτή προέκυψε λοιπόν μια πλούσια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος


Η «Σύναξις» είναι η πρώτη σου δουλειά ως Catelouso; Γιατί στο site σου διάβασα και για το «Τραγούδι Των Σειρήνων»...

Παναγιώτης Λευθέρης (Π.Λ.): Το «Τραγούδι Των Σειρήνων» είναι ουσιαστικά μια συλλογή από τραγούδια τα οποία είχα μαζέψει από τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν και πάλι ένα προσωπικό παραμύθι, με κύριο άξονα αναφοράς τα Κύθηρα. Η «Σύναξις» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη συνέχειά του, όμως το «Τραγούδι Των Σειρήνων» δεν έχει εκδοθεί –υπάρχουν κάποιες σκέψεις να κυκλοφορήσει στο μέλλον. 

Τη «Σύναξη», αφού την ηχογραφήσαμε, χρειάστηκε μια περίοδος ανακατασκευών μέχρι να καταλήξουμε στη μορφή που θέλαμε. Το ψειρίσαμε δηλαδή το θέμα, να φανταστείς ότι απορρίψαμε ολόκληρο mastering, γιατί δεν μας άρεσε. Και πρέπει να ευχαριστήσουμε και τους ηχολήπτες μας, τον Δημήτρη Ξενικάκη και τον Ζαφείρη Κοντογεώργη, γιατί χωρίς τη δική τους βοήθεια δύσκολα θα γίνονταν όλα αυτά.

Πόσο εύκολο είναι να λειτουργήσει ένα δεκαμελές σχήμα με συμμετέχοντες από όλη την Ελλάδα, όπως οι Lyrae Cantus; Γνωριζόσαστε όλοι μεταξύ σας; 

Σόνια Χαραλαμπίδου (Σ.Χ.): Τα ιδρυτικά μέλη είμαστε χρόνια μαζί, συμμαθητές από το μουσικό σχολείο. Έξι μέλη από τα δέκα, δηλαδή, έχουμε πολλά χρόνια τριβής μαζί και σε επαγγελματικό, μα και σε φιλικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα υπήρξαν άνθρωποι τους οποίους προσεγγίσαμε εμείς, λόγω αναγκών, που μας ακολουθούν εδώ και κοντά 10 χρόνια –όπως είναι π.χ. οι δυο μας τραγουδιστές, ο Βαγγέλης Μανιάτης και ο Valeri Oreshkin. 


Ξέρω ότι ο Παναγιώτης είχε φύγει στο εξωτερικό, για σπουδές στην Ολλανδία. Οι μουσικές σπουδές στο εξωτερικό είναι κάτι ακόμα το οποίο σας ενώνει;

Σ.Χ.: Όχι ακριβώς, δεν φύγαμε όλοι για το εξωτερικό. Το δυστύχημα με τη μουσική την οποία παίζουμε εμείς, τη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή, είναι ότι ο ορίζοντας είναι πολύ περιορισμένος. Ειδικά σε ελληνικό επίπεδο, τα πράγματα είναι από ανύπαρκτα έως μηδαμινά. Δύο μέλη μας, ας πούμε, διδάσκουν στο πανεπιστήμιο, είναι καθηγητές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Κέρκυρας: ο Γιάννης Τουλής και ο Βασίλης Πριόβολος. 

Π.Λ.: Και το θέμα είναι ότι όλα αυτά τα πράγματα, που τα κάνεις στην Ελλάδα με ό,τι περίσσιο χρόνο, μεράκι κι ενέργεια διαθέτεις, δεν έχουν να πατήσουν κάπου. Η «Σύναξις», ας πούμε, έχει ως τώρα απασχολήσει περισσότερο εσάς τους δημοσιογράφους. Για οτιδήποτε άλλο, π.χ. μια ζωντανή παρουσίαση, θα πρέπει να το κυνηγήσουμε μόνοι μας. Προφανώς χρειάζεται να αναπτυχθεί κι ένα δίκτυο δημοσίων σχέσεων, ίσως να είναι και γενικά δύσκολο λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι συντελεστές είμαστε σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη.

Είναι, ίσως, και ζήτημα κατάταξης, σε μια εποχή η οποία λατρεύει να σκέφτεται σε «κουτάκια». Για εσάς δηλαδή, αν σας προσέγγιζε κάποιος που δεν σας γνώριζε και ρώταγε τι μουσική παίζετε, πόσο εύκολη θα ήταν η απάντηση; 

Π.Λ.: Ναι, δυσκολεύτηκα κι ακόμα δυσκολεύομαι να εντοπίσω το λεγόμενο «target group» αυτής της δουλειάς. Ακόμα και σε εκείνες τις λίστες που σου βγάζουν τόσα διαφορετικά μουσικά είδη για να διαλέξεις, π.χ. στο MySpace, μόνο στο «other» θα μπορούσε να καταχωρηθεί η «Σύναξις». Σίγουρα θα τραβήξει ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια εξοικείωση με την κλασική και την παλιά μουσική –γιατί, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ξένοι γνωστοί μου που το άκουσαν, πάλι, το θεώρησαν ως παραδοσιακή μουσική. 

Η δική μου πρόθεση ήταν να φτιάξω κάτι το οποίο να εντάσσεται στο ελληνικό τραγούδι, αλλά να το κάνει με μέσα διαφορετικά από τα τετριμμένα. Παλιότερα αυτό συνέβαινε συχνά, π.χ. ο Διονύσης Σαββόπουλος έφτιαξε καταπληκτική ελληνική μουσική χρησιμοποιώντας άλλες πηγές έμπνευσης. Πράγμα, νομίζω, που πλέον λείπει. Ήθελα, λοιπόν, κάτι που να είναι επικοινωνιακό, μα δίχως εκπτώσεις. 

Για πες μου και για το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κατελούζος (Catelouso). Πώς προέκυψε;

Π.Λ.: (γέλια) Όλοι με ρωτάνε γι' αυτό! Δεν είναι, όμως, κάτι που το έβγαλα από το μυαλό μου: την οικογένειά μου στο χωριό την ξέρουν ως «Κατελούζους». Επειδή στα Κύθηρα χρησιμοποιούνται 10-20 επίθετα, τα φέρουν και οικογένειες άσχετες μεταξύ τους, δίχως καμία συγγένεια. Έτσι, είναι με τα παρατσούκλια που βγαίνει κάποια άκρη, ξέρεις π.χ. ότι ο τάδε Λευθέρης είναι Κατελούζος, ενώ υπάρχει κι άλλος Λευθέρης, άσχετος. Αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω στα πλαίσια της συνεργασίας με τους Lyrae Cantus, γιατί το Λευθέρης & Lyrae Cantus δεν μου άρεσε! (γέλια) Νομίζω ότι θα το χρησιμοποιώ σαν ψευδώνυμο με το οποίο θα παρουσιάζω τις «κυθηραϊκές» μου δουλειές. 

Οι υπόλοιποι Lyrae Cantus σχετίζεστε καθόλου με τα Κύθηρα;

Σ.Χ.: Όχι. Κάποτε είχαμε κανονίσει να έρθουμε για μια συναυλία, όταν ο Παναγιώτης ήταν υπεύθυνος κάποιων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο νησί, για να παίξουμε ουσιαστικά το ρεπερτόριό μας. Πλέον, έχουμε χρόνια που πηγαίνουμε στα Κύθηρα. Και πιστεύω θα μας λείψει, αν πάψουμε να το κάνουμε. Έχουν γίνει τόπος αναφοράς για μας. 

Για σένα Παναγιώτη, που μεγάλωσες στα Κύθηρα, πόσο εύκολο ήταν να ασχοληθείς με ό,τι ασχολήθηκες; 

Π.Λ.: Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο ακόμη και να βρεις έναν δάσκαλο να σου κάνει ιδιαίτερο μουσικής, τώρα υπάρχει και Ωδείο. Αλλά στα Κύθηρα, όπου δεν είχαμε τίποτα, ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Ήξερα, ας πούμε, ότι θέλω να ασχοληθώ με τη σύνθεση. Όταν ήρθα στην Αθήνα, όμως, έχοντας κάνει μόνο έναν χρόνο πιάνο, και πήγα στα ωδεία και είπα «γεια σας, θέλω να σπουδάσω σύνθεση», με ρωτάγανε αν έχω κάνει θεωρητικά. Και μου είπανε, με λίγα λόγια, ότι μόνο αν έχω ολοκληρώσει κάποιους πολυετείς κύκλους σπουδών, θα μπορούσα να τολμήσω να γράψω κάτι χορωδιακό. 

Με αυτήν τη διαδικασία έχασα τον προσανατολισμό μου σε επίπεδο σπουδών και μου πήρε αρκετά χρόνια να τον ξαναβρώ. Αλλά όταν πήγα στην Ολλανδία, το είδα να συμβαίνει: είδα να δέχονται στη μουσική ακαδημία ένα ταλαντούχο παιδί που πήγε να σπουδάσει σύνθεση χωρίς να έχει κάνει προηγούμενες σπουδές. Τον είχαν βέβαια 2 χρόνια υπό κατάταξη, όμως το σύστημα εκεί ήταν ελαστικό, έδινε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο.

Τι είναι αυτό που κάνει την Ολλανδία προορισμό για κάμποσους, πια, νέους Έλληνες μουσικούς; Τι έχει πετύχει να φτιάξει αυτή η χώρα, που να δείχνει τόσο ελκυστικό; 

Π.Λ.: Όταν πήγα στην Ολλανδία δεν ήταν ακόμα ακουστή για σπουδές μουσικής, πήγα αναζητώντας έναν συγκεκριμένο καθηγητή. Στην Ολλανδία βρήκα μια πολύ καλοστημένη μουσική εκπαίδευση και φαντάζομαι πως, σιγά-σιγά, το ανακάλυψαν κι άλλοι: εγώ ο ίδιος έχω παρακινήσει αρκετούς να πάνε προς τα εκεί.

Σ.Χ.: Πιστεύω ότι είναι θέμα διαφορετικής πολιτικής. Για κάποιον λόγο στην Ολλανδία άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται στις κατάλληλες θέσεις αποφασίζουν να επενδύσουν στη μουσική ακαδημαϊκή εκπαίδευση και δημιουργία. Είναι τόσο απλό. Βέβαια, για να στήσεις ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι απαραίτητο να προϋπάρχει η οργάνωση και να την έχεις δοκιμάσει και σε άλλους εκπαιδευτικούς τομείς. 

Οι Ολλανδοί, όμως, έχουν την ανοχή και τη φαντασία να εμπιστεύονται κάποιους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για κάτι τέτοιο, χωρίς να είναι φίλοι τους ή κάτι τέτοιο. Η σκέψη τους είναι τολμηρή και μακροπρόθεσμη. Στην Ελλάδα, πάλι, στον πολιτισμικό σχεδιασμό όσον αφορά τη μουσική, λειτουργεί πολύ το τι θέλουν να ακούσουν οι άλλοι, παρά το τι θα έπρεπε να ακούσουν. 

Παρ' όλα αυτά, Παναγιώτη, εσύ δεν έμεινες στην Ολλανδία. Γύρισες στην Ελλάδα και μάλιστα στα Κύθηρα...

Π.Λ.: Ήταν δίλημμα. Δεν ήμουν πια πιτσιρικάς όταν έφυγα από την Ολλανδία, οπότε το έκανα πολύ συνειδητά. Ζύγισα τι είχα από τη μία πλευρά και τι υπήρχε στην άλλη. 

Από τη μία, λοιπόν, είχα μια πολύ οργανωμένη κοινωνία, η οποία δίνει σημασία και χρήματα στον πολιτισμό, όπου θα μπορούσα να ζήσω ως συνθέτης, χωρίς να κάνω εμπορικά πράγματα. Από την άλλη, ήταν ο ήλιος και η φύση της Ελλάδας. Και το τοπίο των Κυθήρων έπαιξε μεγάλο ρόλο. Όσο ιδεαλιστικό κι αν ακούγεται αυτό, ίσως δεν είχα γυρίσει αν ήταν να ζούσα στην Αθήνα. Και δεν το μετάνιωσα, αν και όταν ξαναπήγα μια επίσκεψη στην Ολλανδία μου βγήκε μια νοσταλγία που δεν την περίμενα. Θα ήταν ψέματα, βέβαια, αν έλεγα ότι γύρισα μόνο για τον ήλιο: είναι και η ελληνική ψυχοσύνθεση. Μου έλειπαν και οι άνθρωποι, ο τρόπος επικοινωνίας. Όμως δεν νιώθουν όλοι έτσι. 

Σ.Χ.: Ναι, αλλά τελικά ήταν πιο σημαντικά αυτά από τη δουλειά σου; Όταν δηλαδή όλη σου η τρέλα, απ' όταν ήσουν μικρός, ήταν να σπουδάσεις και να γράφεις μουσική και εφόσον βρήκες τελικά έναν γεωγραφικό τόπο σαν Γη της Επαγγελίας –ο οποίος δεν στα προσφέρει μονάχα απλόχερα, αλλά σου δίνει και τη δυνατότητα να ζεις και από αυτό το πράγμα– φτάνεις, ζυγίζοντας τα πράγματα, να σου βγαίνει ο ήλιος και η απανεμιά και το μπλα μπλα με τους Έλληνες; 

Για μένα φταίει και το ότι εδώ δεν μας μαθαίνουν από μικρούς να υπερασπιζόμαστε αυτό που θέλουμε μέχρι τέλους. 

Π.Λ.: Ακριβώς, όμως, επειδή στην Ολλανδία το πλαίσιο ήταν πολύ επαγγελματικό, από κάποια πλευρά δεν μου ταίριαζε απόλυτα. Κακά τα ψέματα, η σύνθεση δεν είναι επάγγελμα. Δεν υπάρχει επάγγελμα ποιητής.

Εσένα, Σόνια, πώς και σε τράβηξε το αναγεννησιακό λαούτο; 

Σ.Χ.: Εμένα, αρχικά, με τράβαγαν τα έγχορδα. Αλλά σε κάποια φάση, όταν λόγω ενός τραυματισμού στην κιθάρα –εξαιτίας κακής εκπαίδευσης– δεν μπορούσα πια να εκτονώσω την ενέργειά μου εκεί, βρέθηκα σε μια τάξη παλαιάς μουσικής. Με τσίγκλησε η όλη ιστορία κι έτσι ξεκίνησα αναγεννησιακό λαούτο, ένιωσα ταγμένη σε αυτό. Οι σπουδές, βέβαια, δεν είναι αναγνωρισμένες στην Ελλάδα: κάνεις δηλαδή όσα χρόνια θέλεις, όσο σκαμπάζει το κεφάλι σου, και όλα τα ψάχνεις μόνος σου.

Π.Λ.: Έτσι γνώρισα κι εγώ τη Σόνια, ως μια πιτσιρίκα με ένα λαούτο στο χέρι!

Με τον Σείριο πώς έγινε και βρέθηκε η άκρη, ώστε να βγει η «Σύναξις»; 

Π.Λ.: Ταχυδρόμησα πέντε CD, όταν η δουλειά ήταν πια ολοκληρωμένη, σε πέντε εταιρείες. Οι τέσσερις δεν πήραν καν τηλέφωνο, εγώ πήρα στις δύο από αυτές, αλλά δεν μπορούσα καν να βρω έναν υπεύθυνο να μου πει αν το άκουσε. Μόνο ο Γιώργος ο Χατζιδάκις με πήρε τηλέφωνο, ενθουσιασμένος, και ήθελε να το βγάλει. Πέντε ακόμα άνθρωποι σαν κι αυτόν αν υπήρχαν στην Ελλάδα, πιστεύω θα ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Σε κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ στα Κύθηρα, το άλμπουμ βγάζει μια παραμυθένια εικόνα για το νησί, ως ένα ειδυλλιακό θέρετρο όπου ο χρόνος έχει σταματήσει...

Π.Λ.: Το concept δεν είναι τεχνητό, είναι κάτι το υπαρκτό για μένα, ακόμα κι αν, μένοντας εκεί, απομυθοποιούνται κάποια πράγματα. Υπάρχει, όμως, ένας συνδυασμός φύσης και ανθρώπινων ιχνών, που σου ασκεί μια γοητεία και σε στέλνει πίσω στον χρόνο. 

Αλήθεια, τι σας αρέσει και τι σας απωθεί στο ελληνικό τραγούδι;

Σ.Χ.: Τρελαίνομαι με τον Νίκο Μαμαγκάκη όταν γράφει ελληνικά τραγούδια και τον μισώ όταν καταπιάνεται με τη λόγια μουσική. Επίσης, όταν βρέθηκα στους Ονειροπαγίδα, ήμουν τρελαμένη με την ιδέα της ελληνόφωνης pop, το έβρισκα υπέροχο. Μου αρέσει και το πώς γράφει ο Στάμος Σέμσης, έχει κάτι το μαγικό. Με κουράζει οτιδήποτε ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία, δίχως να σε βγάζει κάπου αλλού. Π.χ. το να ακούσω τον 18ο, ξέρω 'γω, δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, όπου της έχει γράψει μουσική ο 14ος διαφορετικός συνθέτης με μόνο γνώμονα το τι ταιριάζει στα πλαίσια και στα όριά της, το βρίσκω εξαιρετικά κουραστικό. 

Π.Λ.: Εγώ, πάλι, δεν ακούω και πάρα πολύ ελληνικό τραγούδι, γιατί πιστεύω ότι κάποιος που γράφει μουσική πρέπει να ακούει πολλά διαφορετικά πράγματα. Δηλώνω, πάντως, πολύ ενθουσιασμένος με το τι έχει κάνει πρόσφατα ο Γιάννης Αγγελάκας, τόσο με τον Νίκο Βελιώτη, όσο και με τους Επισκέπτες. Γιατί έχεις έναν άνθρωπο με μια επιτυχημένη πορεία, ο οποίος, αντί να πατήσει σε αυτήν και να συνεχίσει να καρπώνεται τη λάμψη της –λιβανίζοντας την εικόνα του– δοκιμάζει κάτι άλλο, έχοντας μάλιστα τα μάτια της δημοσιότητας πάνω του. Ενώ βλέπεις κάποιους άλλους μουσικούς, που, ενώ ήταν σε πετυχημένες μπάντες πριν, βγήκαν μετά σόλο αναμασώντας τα ίδια πράγματα.