Λες και δεν έχουμε μύρια σοβαρότερα προβλήματα σε αυτή την κοινωνία, ορισμένοι στα social media αποφάσισαν να σχολιάσουν πώς ντύνεται η Νατάσσα Μποφίλιου και γιατί βρίσκεται ταξίδι στο Λονδίνο, ενώ στις συνεντεύξεις αποκαλύπτεται ως Αριστερή. Ακόμα και η έγκυρη (πάλαι ποτέ, τώρα...) «Καθημερινή» ένιωσε την ανάγκη να σχολιάσει τα γεγονότα –αρκετά έξυπνα βέβαια ώστε να μην ταυτιστεί με τέτοιες συμπεριφορικές, μα ως πάτημα (τελικά) για έναν ακόμα γύρο στείρας πολιτικολογίας.
Απίστευτες βλακείες, αν με ρωτάτε –εμένα που δεν είμαι καν με την Αριστερά. Πώς όμως το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκα να κάνω νέες ανασκαφές στο αρχείο μου, για να εντοπίσω τη Νατάσσα Μποφίλιου στον «Βοτανικό», τον Μάρτη του 2016.
Περιπετειώδης βραδιά, αφού η δημοφιλής ερμηνεύτρια δεν βρέθηκε στην καλύτερή της μέρα (αρχικά, τουλάχιστον), ενώ εμένα δεν με είχαν στην είσοδο, στους καλεσμένους, παρότι μέσα με περίμενε τραπέζι. Ευτυχώς ήταν μαζί ο φίλος και συνοδοιπόρος (τότε) στα μουσικά Δημήτρης Μεντές, ευτυχώς εντόπισε τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε. Το τραπέζι το χάσαμε, αλλά βολευτήκαμε στο μπαρ –επρόκειτο για άτυχη παρεξήγηση κάπου στο σύστημα, που επιλύθηκε δυο μέρες μετά.
Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη. Η οποία, σημειωτέον, ήταν στη guest list!
Υποθέτω ότι κομμάτι του να είσαι η Νατάσσα Μποφίλιου, αποτελεί και το να μπορείς να διαχειριστείς μια βραδιά στην οποία τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Δεν είναι εύκολο: η περίσταση ζωντανή, το πρόγραμμα έχει διάρκεια και όλο το άγχος πέφτει πάνω σου, καθώς είσαι η σταρ. Είναι όμως και «διαπιστευτήρια», συνάμα. Πρώτα-πρώτα του γιατί είσαι εσύ η σταρ και όχι κάποια άλλη.
Παρά την έξοδο του τριημέρου της 25ης Μαρτίου, ο Βοτανικός ήταν γεμάτος. Και το νέο πρόγραμμα της Μποφίλιου είχε να προσφέρει εκπλήξεις, μα και συγκινήσεις. Ομολογώ ότι σε πρώτη ματιά η σκηνοθεσία του Άγγελου Τριανταφύλλου μου φάνηκε φτωχή· άλλαξα όμως άποψη παρακολουθώντας, βρίσκοντάς τη λειτουργική. Μπορεί τις περισσότερες διασυνδέσεις με το άτυπο αθηναϊκό concept του νέου δίσκου της Μποφίλιου να τις πέτυχαν τελικά οι βιντεοπροβολές του Χρήστου Γκίνη, πάντως η σκηνή έδωσε την αίσθηση δωματίου σε κάποιο ξενοδοχείο, κάτι που με κέρδισε.
Όπως με κέρδισαν και οι ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη (σε συνεργασία με τον Άρη Ζέρβα, τον τσελίστα της μπάντας), που φάνηκε να εκπορεύονται από το καινούριο υλικό, μα να διαχέεονται και σε παλιότερα τραγούδια –με ευεργετικά αποτελέσματα, κυρίως ως προς τη χρήση πνευστών (τρομπέτα, σαξόφωνο, κλαρινέτο). Είδαμε επίσης υποδειγματικά φώτα (δουλειά του Χρήστου Προδρόμου), ενώ ακούσαμε και μια θαυμάσια ορχήστρα, από την οποία κανείς μεν δεν υστέρησε, μα είχαμε διακριθέντες: τον πολυοργανίστα Νίκο Μέρμηγκα σε λαούτο, λάφτα, μπουζούκι + μαντολίνο και τον ντράμερ Μανώλη Γιαννίκιο.
Να σημειώσω εδώ πως η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος επιμένουν σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς στήνουν παραστάσεις όταν υπάρχει καινούριο υλικό, που πολύ μου αρέσει. Δεν προηγείται δηλαδή ο δίσκος και έπονται τα live, μα τα νέα τραγούδια λειτουργούν ως κορμός των συναυλιών και «κοινωνούνται» στον κόσμο, πριν οι στούντιο εκδοχές τους βρεθούν συσκευασμένες στο δισκοπωλείο. Είναι μια αντίληψη ριζωμένη στην αξία της σκηνής και στη ζωντανή επαφή με το κοινό, η οποία εμπεριέχει και το ρίσκο της: αν η εκάστοτε φρέσκια πρόταση είναι ασθενής, ενδέχεται όπως καταλαβαίνετε να συμπαρασύρει και τις εμφανίσεις.
Εν προκειμένω, η Βαβέλ τούς βρίσκει νομίζω σε καλό μονοπάτι, καθώς ξαναπιάνουν κατά έναν τρόπο το νήμα των αρχικών τους δίσκων –εκείνων που τους ήθελαν να είναι νέοι, να κατοικούν στην Αθήνα των δικών μας καιρών και να γράφουν γι' αυτό. Πρόκειται για σημαντική παράμετρο, γιατί αρκετοί τους αγαπήσαμε ακριβώς για την ικανότητά τους να μιλάνε για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα ορισμένοι να αποστασιοποιηθούν στη συνέχεια, όταν τα τραγούδια έγιναν κάπως πιο μεγαλίστικα κι απεμπόλησαν την ξεκάθαρη «τοπικότητά» τους.
Σε πρώτη ακρόαση, βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι άκουσα κάτι το συναρπαστικό, ενώ σίγουρα άκουσα πράγματα που μου φάνηκαν άστοχα. Σαν εκείνο το τραγούδι με τον αετό, για παράδειγμα. Δεν ξέρω αν ήταν όντως το «χειρότερο» της νέας συγκομιδής ή αν το πρόσεξα πιο πολύ, λόγω της περίοπτης θέσης του, στην έναρξη του δεύτερου τμήματος του προγράμματος. Από την άλλη, η ίδια η "Βαβέλ", ένα τραγούδι με αθηναϊκό επίκεντρο –κι ένα ακόμα που ίσως να λέγεται "Αντιγόνη"– ήχησαν ως αξιόλογες καταθέσεις, που έμειναν στη μνήμη και μετά την παράσταση. Το πρώτο ειδικά προβλέπω να κάνει τη δική του καριέρα στα ραδιόφωνα, καθώς είναι αυτό που λέμε «πιασάρικο».
Όμως, όταν πας «στη Νατάσσα Μποφίλιου», πας για να χαρείς πρώτα και κύρια τη Νατάσσα Μποφίλιου, όσο σημαντικές παράμετροι κι αν υπάρχουν από δίπλα. Και το Σάββατο η πρωταγωνίστρια δεν ήταν στην καλύτερή της μέρα. Έχω την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιο ζήτημα με τον ήχο. Όχι με το τι ακούγαμε εμείς, εμείς ακούγαμε πολύ καλά και καθαρά τα πάντα –με το τι άκουγε αυτή.
Αλλά το σημαντικότερο θέμα «έτρεχε» με το κοινό. Φίσκα μεν ο Βοτανικός, μα τσιγκούνης στις αντιδράσεις του ο κόσμος, ειδικά στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο πήρε μεν μπροστά και τον ακούσαμε ανά περιστάσεις (ειδικά σε αγαπητές επιτυχίες σαν το "Μέτρημα", το "Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει" ή το γκραν φινάλε με το "Εν Λευκώ"), αλλά και πάλι είχα την αίσθηση ότι ο ενθουσιασμός εντοπιζόταν περισσότερο στη «γαλαρία» (στα πίσω τραπέζια και σε εκείνα του εξώστη), παρά στα τραπέζια έμπροσθεν της Μποφίλιου. Μη βιαστείτε τώρα να πείτε «την ψωνάρα»: δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία τραγουδίστρια που χρειάζεται να υπάρχει ένα δούναι και λαβείν, προκειμένου να λειτουργήσει πάνω στη σκηνή.
Το αποτέλεσμα ήταν στο πρώτο μέρος του προγράμματος να τη φοράνε οι στίχοι, αντί να τους φοράει: η φωνάρα της ήταν εκεί, σωστή, λαμπερή, εντυπωσιακή, μα οι λέξεις έπεφταν και θρυμματίζονταν. Σαν να μη μπορούσε να τους δώσει συναισθηματικό βάρος. Και πάλι, βέβαια, την ευχαριστιόσουν ακόμα κι έτσι, πέτυχε μάλιστα να πει ωραία το "Ξύπνα Αγάπη Μου" της Τζένης Βάνου. Όμως την έχω δει πια κάμποσες φορές και γινόταν αισθητό ότι κάτι έλειπε. Αλλά στο δεύτερο μέρος η Μποφίλιου μπήκε αποφασισμένη να τουμπάρει την κατάσταση. Με διαφορετικό φόρεμα, μα και με διαφορετικό αέρα, ανάγκασε το κοινό να ξυπνήσει κι έπιασε ανά σημεία επιδόσεις στις οποίες –κακά τα ψέματα τώρα– δεν μπορεί να φτάσει άλλη γυναικεία φωνή της δικής της φουρνιάς. Έτσι, η τελική γεύση ήταν αυτή της ικανοποίησης. Κι αποτελεί credit κάτι τέτοιο για την καλλιτεχνική της περσόνα, για να ξαναπιάσω κι όσα έλεγα στην αρχή: γιατί, μέρος του να είσαι σταρ, είναι και να μπορείς να «γυρνάς το παιχνίδι», όταν βρίσκεσαι να χάνεις στο ημίχρονο.
Φεύγοντας, λέγαμε με τον Δημήτρη Μεντέ κάτι με το οποίο αρμόζει να κλείσω αυτή την ανταπόκριση, από την άποψη ότι θα έπρεπε να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των συζητήσεων που γίνονται για τη Μποφίλιου, τον Καραμουρατίδη και τον Ευαγγελάτο. Οι οποίοι εισπράττουν μεγάλη αγάπη, μα και μεγάλη γκρίνια (έως και δριμύτατα «κατηγορώ») εντός και εκτός των έντεχνων τειχών, για το τι είπαν, πώς το είπαν, τι γράφουν, για ποιον το γράφουν (εσχάτως), τι τραγουδάνε. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές διαβαθμίσεις σε όλα τούτα –και φθόνο σκέτο θα βρείτε και αλήθειες– μα εν τέλει ελάχιστοι συζητούν για τα ουσιώδη: ότι είναι νέοι άνθρωποι και μπορούν να στήσουν ένα μεγάλο, μαζικό πρόγραμμα με τα δικά τους τραγούδια, χωρίς να το γεμίζουν με του κόσμου τις διασκευές. Σκεφτείτε το λίγο, πέρα από την ...κολοκυθόπιτα του τι γουστάρει ο καθένας μας να ακούει σπίτι του.