30 Μαΐου 2022

Δάκης - συνέντευξη (2011)


Πολύ με λύπησαν τα νέα για τον θάνατο του Δάκη, ο οποίος ήταν από τους αγαπημένους μου τραγουδιστές του εγχώριου pop στερεώματος. Ευτύχησε να έχει μια καριέρα που με τα πάνω και τα κάτω της κράτησε για πολλές δεκαετίες, με αποτέλεσμα να τον μάθουν και οι νεότεροι και οι ακόμα νεότεροι –γνώρισε άλλωστε δίκαιη επιτυχία και στα πρόσφατά μας χρόνια, χάρη στη σύμπραξή του με τον Monsieur Minimal.

Αλλά τα πολλά λόγια δεν λένε τίποτα σε τέτοιες περιστάσεις. Δυστυχώς. Οι ζώντες απομένουμε με τη θλίψη και τις αναμνήσεις μας. 

Και μία από τις πολυτιμότερες αναμνήσεις της δικής μου μουσικογραφικής καριέρας, ήταν η σύντομη κουβέντα που κάναμε με τον Δάκη πριν 11 χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2011. Με αφορμή τη συμμετοχή του στο «Party Romantica» που στήθηκε τότε στο Gagarin, όπου μοιράστηκε τη σκηνή με την Τζένη Βάνου και τον Τέρη Χρυσό.

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Στη μνήμη του υπέροχου Δάκη. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο ενόψει του «Party Romantica». Όπως έπραξα και τότε, εκφράζω και τώρα τις ευχαριστίες μου στη Χρύσα Οικονομοπούλου, για την πολύτιμη βοήθειά της στην απομαγνητοφώνηση.


Γεννηθήκατε στην Αίγυπτο, σταδιοδρομήσατε στην Ελλάδα, ζείτε μαθαίνω στην Κύπρο αυτό το διάστημα. Ποιος είναι τελικά ο πιο «δικός σας» τόπος;
 
(γελάει) Αγαπώ την Κύπρο, γιατί μοιάζει πολύ στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκα –τουλάχιστον εμένα μου τη θυμίζει! Ο τόπος βέβαια που αγαπώ πάνω από όλα είναι η Ελλάδα. Αλλά και πάλι τι να σας πω… Είναι μοιρασμένα τα αισθήματά μου!

Πόσες γλώσσες μιλάτε, αλήθεια; Και σε τι βαθμό;

Μιλάω πολλές γλώσσες, είναι αλήθεια! Να σας τις αραδιάσω όλες; Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά –αυτές τις τρεις πολύ καλά!– Αραβικά, Ισπανικά… Αυτά!

Δείχνετε να έχετε αποσυρθεί την τελευταία δεκαετία. Τι σας έπεισε να συμμετάσχετε στη συναυλία-έκπληξη Party Romantica, με την Τζένη Βάνου και τον Τέρη Χρυσό;
 
Ποτέ δεν αποσύρθηκα, απλά διαλέγω να κάνω λίγα πράγματα… Ας μην ξεχνάμε πως δουλεύω 40 χρόνια και πλέον! Για εμένα το τραγούδι δεν ήταν μόνο μια δουλειά, μα κάτι που μου άρεσε –ένα χόμπι. Κι ακριβώς επειδή είναι κάτι που μου αρέσει, ποτέ δεν ζω χωρίς αυτό: είναι προτεραιότητα στη ζωή μου, άρα δεν θα έλεγα πως «έχω αποσυρθεί». 

Απλώς δεν με ενδιαφέρει να δοξαστώ, να φαίνομαι. Δεν με ενδιαφέρει πια η καριέρα. Με νοιάζει να συμμετάσχω όταν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον, όπως τώρα αυτό το Party Romantica στο Gagarin.

Δεν έγινε «μεγάλη» είδηση και προβλήθηκε κυρίως από τις σελίδες των εφημερίδων που ασχολούνται με το κοινωνικό κους-κους: αληθεύει ότι σχετικά πρόσφατα περάσατε μια περιπέτεια υγείας λόγω δισκοπάθειας, από την οποία κινδυνεύσατε να μείνετε παράλυτος; 

Βέβαια... Συνέβη 2 ή 3 χρόνια πριν. Μπορώ να σας πω ότι έμεινα 3 ολόκληρους μήνες στο κρεβάτι. Ήταν στα αλήθεια κάτι πολύ επικίνδυνο...

Σας φωνάζανε όντως Δάκη ή δεν σήκωνε τότε η σόου μπιζ τα πλήρη ονόματα –αποτρέποντάς σας από το να βγείτε στο τραγούδι ως Βρασίδας Χαραλαμπίδης; 

(γέλια) Η μητέρα μου με φώναζε πάντα Δάκη, από το Βρασιδάκης. Όταν λοιπόν με κάλεσε η Minos για να υπογράψω το πρώτο μου δισκογραφικό συμβόλαιο, ο πατήρ Μάτσας με ρώτησε πώς με λένε. Του λέω «Δάκη, αλλά το πλήρες όνομά μου, αν εννοείτε αυτό, είναι Βρασίδας». Μου λέει εκείνος, όχι, κρατάμε το Δάκης. Ένας Βρασίδας τραγουδά, το δίχως άλλο, ρεμπέτικο!

Έχοντας διατελέσει νεανικό ίνδαλμα, τι ομοιότητες και διαφορές εντοπίζεται με το σήμερα; Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα;

Η συμπεριφορά των νέων προς τα νεανικά ινδάλματα παραμένει η ίδια: ενθουσιώδης και γεμάτη αγάπη. Εκείνο που έχει αλλάξει είναι σίγουρα τα χρήματα. Σήμερα, δηλαδή, κάποιοι είναι εκατομμυριούχοι. Παλαιότερα κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.

Για πόσο περίπου κοινό έπαιζε στα 1960s μια αγγλόφωνη μπάντα όπως οι Playboys; 
 
Για αρκετό κόσμο, αλλά όχι για τον περισσότερο! Από την άλλη, για όσο κοινό και να παίζεις, μία είναι η συνταγή: σεβασμός σε όποιον έχεις απέναντι, όσους κι αν έχεις.

Παρακολουθείτε καθόλου το κύμα αγγλόφωνων συγκροτημάτων της τελευταίας δεκαετίας; Έχετε βρει περιπτώσεις που να αισθάνεστε ότι σας αφορούν;
 
Γενικά παρακολουθώ τη μουσική –γαλλόφωνα, αγγλόφωνα, ποπ, τζαζ, ρεμπέτικα. Δεν έχω παρωπίδες ως προς τα είδη, μου αρέσουν όλα. Ξεχωρίζω όμως τραγούδια πια, όχι ερμηνευτές. Άρα δεν συγκρατώ εύκολα ονόματα.

Πού νιώθετε πιο οικεία ως ερμηνευτής; Στην ποπ, στο ελαφρό τραγούδι ή στην τζαζ; Έχετε υπηρετήσει και τα τρία είδη, κατά καιρούς...

Τραγούδι να 'ναι και ό,τι να 'ναι! Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, που λένε. Αν μου αρέσει, και αν μπορώ φυσικά να το πω –γιατί δεν μπορούμε όλοι να λέμε τα πάντα– θα το πω!

Το "Θωρακισμένη Mercedes" που τραγουδήσατε στον ομώνυμο δίσκο του 1991 μοιάζει πολύ επίκαιρο: σκιαγραφεί όλη τη νεοπλουτίστικη τάση μας για μεγαλεία και λούσα, την οποία πολλοί θεωρούν από τους κύριους παράγοντες για την παρούσα Κρίση. Συμφωνείτε ή πιστεύετε ότι το παζλ των αιτίων είναι πιο σύνθετο;
 
Απόλυτα, συμφωνώ απόλυτα. Να σας θυμίσω όμως και το "Αλαλούμ", που νομίζω είναι πολύ πιο επίκαιρο! Αν ήμουν Αμερικανός τραγουδιστής και τραγουδούσα το "Αλαλούμ", θα είχα λύσει το βιοποριστικό μου πρόβλημα. Έτσι, με ένα κομμάτι και μόνο.

Τελικά εσείς πιο θεωρείτε το τραγούδι-υπογραφή σας; Είναι το "Τόσα Καλοκαίρια";

Στο "Τόσα Καλοκαίρια", στην προίκα αυτή του Μίμη Πλέσσα, οφείλω πολλά από το 1968 ως και σήμερα. Αυτό το τραγούδι είναι πράγματι με την υπογραφή μου, όπως λέτε, όμως θα πρόσθετα και μερικά ακόμα, όπως το "Πάρε Ένα Κοχύλι Από το Αιγαίο" της Eurovision και το "Εκείνο Το Πρωί Στην Κηφισιά". Αλλά και τη γενικότερη συνεργασία μου με τον Θάνο Σοφό (ήταν ο στιχουργός και ο παραγωγός του "Αλαλούμ"), τη "Θωρακισμένη Μερσεντές" για την οποία είπαμε και πιο πριν, την "Τζαμάικα", το "Τσάι Με Λεμόνι", την "Αλεξάνδρεια".



28 Μαΐου 2022

Pink Turns Blue - ανταπόκριση (2019)


Είναι φυσικό κι αναμενόμενο που έρχονται και  ξανάρχονται οι Γερμανοί Pink Turns Blue τα τελευταία χρόνια: οι μέχρι τώρα συναυλίες τους έχουν αποδειχθεί θεσπέσιες, γι' αυτό και στις τάξεις των ακροατών βλέπεις να ενώνονται αρμονικά οι παλιοί post-punkers που ακολούθησαν τα πιο «σκοτεινά» ηχοχρώματα στα 1980s, μαζί με το νεότερο κοινό που στελεχώνει τον συγκεκριμένο χώρο. 

Το ίδιο πιστεύω ότι θα συμβεί και απόψε στη Death Disco. Όπου ψηνόμουν να πάω κι εγώ –κάτι όμως που αποδείχθηκε ανέφικτο, λόγω συσσώρευσης υποχρεώσων και γενικευμένης κούρασης. Περιμένω λοιπόν να διαβάσω καμιά ανταπόκριση, αν πήγε δηλαδή κάποιος ικανός να συντάξει κάτι της προκοπής (τα ξέρετε τώρα, ας μην ξαναπιάσουμε τη γκρίνια για την κατάντια του εγχώριου μουσικού Τύπου).

Η συγκυρία, εντωμεταξύ, ήταν καλή για μια επιστροφή σε ένα κείμενο χρονολογημένο στον Απρίλη του 2019, γύρω από τη sold-out εμφάνιση εκείνης της χρονιάς στη Death Disco. Πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα.


Παρότι είχαν έρθει και το 2017, διόλου δεν δυσκολεύτηκαν να γεμίσουν και πάλι τη Death Disco οι Γερμανοί Pink Turns Blue. Και μάλιστα με κοινό διαφόρων ηλικιών, καθώς το κάλεσμά τους ένωσε «παλιούς» νιουγουεϊβάδες και εικοσάρηδες του σήμερα που σκύβουν με αγάπη στους εναλλακτικούς ήχους της δεκαετίας του 1980. 

Τη βραδιά ξεκίνησαν οι Ghostland, αθηναϊκό σχήμα που στήθηκε κατά τη δεκαετία των ’10s και δεν είχε παρά μερικούς μήνες που έβγαλε το ντεμπούτο του Dances On Walls. Μπήκαν ορεξάτα και φανέρωσαν ήδη από τα πρώτα τραγούδια πόση εξοικείωση έχουν με τους post-punk ήχους, οι οποίοι ακούστηκαν και μελετημένοι, αλλά και αφομοιωμένοι. 


Τα εκφραστικά φωνητικά της Μακρίνας και τα καλοστημένα synths δημιούργησαν κλίμα και τράβηξαν το ενδιαφέρον αρκετού κόσμου, παρότι ο χώρος βρισκόταν σε διαδικασία γεμίσματος όσο έπαιζαν. Όμως το support set κράτησε 40 λεπτά και, βαθμιαία μα σταθερά, το ενδιαφέρον χάθηκε: παρά τις αρετές που φανέρωσαν, οι Ghostland δεν έχουν ακόμα το υλικό για να υποστηρίξουν μια εμφάνιση με τέτοια διάρκεια. Από ένα σημείο και μετά, άκουγες απλά το ίδιο πράγμα.

Οι Pink Turns Blue δεν άργησαν να βγουν ενώπιόν μας, γενόμενοι δεκτοί με χειροκροτήματα κι ενθουσιασμό. Χωρίς περιττά λογύδρια ή μακροσκελείς εισαγωγές, ο Mic Jogwer και οι συνοδοιπόροι του (Ruebi Walter στο μπάσο & Paul Richter στα ντραμς) μπήκαν κατευθείαν στο ψητό με το "Something Deep Inside", γεμίζοντας τη Death Disco με  «σκοτεινιασμένο» post-punk. Ο Jogwer έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να τραγουδά κάτω από υποβλητικά μωβιά φώτα, με την ενέργειά του να βρίσκει σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο. Μέχρι το φινάλε της βραδιάς 17 τραγούδια αργότερα, τίποτα δεν είχε κλονίσει αυτή την αρχική εντύπωση. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η συναυλία των Pink Turns Blue δεν είχε τις μεγάλες της στιγμές: το "Walking On Both Sides" ήδη κοντά στο ξεκίνημα, το "Tomorrow Never Comes" ακριβώς στο σημείο όπου άλλοι θα έκαναν «κοιλιά» και το πάντα επιβλητικό "Your Master Is Calling" ως φινάλε του βασικού set –πριν δηλαδή τα δύο άτυπα encore– έδωσαν ξεχωριστό τόνο στη βραδιά. Όμως η γερμανική τριάδα δεν έχασε τον παλμό της σε κανένα άλλο σημείο· κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, που δεν το βλέπεις συχνά, ειδικά σε συγκροτήματα μεσαίου βεληνεκούς, όπως είναι και η περίπτωσή τους. Λίγο η εμπειρία, λίγο το πόσο αειθαλής διατηρείται ο Jogwer (και σε φωνή, μα και σε όψη), λίγο το γεγονός ότι έχουν σαφώς ξανανιώσει με την απήχηση που βρίσκουν τα τελευταία χρόνια, τους κάνει να τιμούν ακόμα και τα πιο τυπικά τους τραγούδια με διαυγείς, βαρυκόκαλες εκτελέσεις. 

Σε μια εποχή όπου το post-punk φοριέται ξανά πολύ, είναι σημαντικό να κυκλοφορεί μια αυθεντική μπάντα του ήχου ικανή να σταθεί τόσο καλά επί σκηνής. Οι Pink Turns Blue αποτελούν ιδανικό αντίβαρο για όσους βλέπουν το post-punk μέσα από τη στενή οπτική μίας ακόμα χιπστεροκρατούμενης αναβίωσης, ενώ μπορούν να λειτουργήσουν και ως δείκτης διαχωρισμού της ήρας από το στάρι, με δεδομένο το πόσους εικοσάρηδες μάζεψαν στη Death Disco. 

Γιατί, πώς να το κάνουμε, είναι άλλο πράγμα να αναζητάς την post-punk εμπειρία (έστω στην πιο dark της μορφή) πηγαίνοντας στους Pink Turns Blue κι άλλο να χειροκροτάς περιπτώσεις σαν π.χ. τους Motorama, των οποίων ο frontman απλά δεν μπορεί να τραγουδήσει. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα πρέπει να θεωρούμε σίγουρο ότι θα ξαναδούμε σύντομα τους Γερμανούς στην Αθήνα, ειδικά αν βγάλουν όντως νέο δίσκο, όπως δήλωσαν πρόσφατα.



16 Μαΐου 2022

Νίκος Ορδουλίδης - συνέντευξη (2014)


Από το Σάββατο που μας πέρασε, η έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα» φιλοξενεί μια καινούρια σειρά άρθρων με τίτλο Μουσικοί Μύθοι: μύθοι, παραναγνώσεις και λεπτομέρειες γύρω από την ιστορία της ελληνικής μουσικής.

Συγγραφέας, ο Νίκος Ορδουλίδης. Ένας πολυπράγμων άνθρωπος, ο οποίος συνδυάζει την καριέρα του ακαδημαϊκού και μελετητή με τα προσωπικά του συνθετικά ενδιαφέροντα. Διάβασα με ενδιαφέρον το πρώτο του άρθρο, που πραγματεύεται το πότε ξεκινά η ετικέτα του «ρεμπέτικου» στην εγχώρια δισκογραφία. Και αναμένω τη συνέχεια.

Με τον Νίκο Ορδουλίδη είχαμε συναντηθεί πριν αρκετά χρόνια –το 2014. Ήπιαμε έναν καφέ με αφορμή το τότε βιβλίο του για τον Βασίλη Τσιτσάνη και κουβεντιάσαμε για τον εξέχοντα αυτόν δημιουργό, αλλά και ευρύτερα για το λαϊκό τραγούδι. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και, δοθείσης της νέας, άνωθεν αφορμής, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Γιατί ο Τσιτσάνης; Το ενδιαφέρον ήταν προσωπικό, ή ερευνητικό;

Προσπάθησα να πετάξω το προσωπικό απ' έξω, γιατί είμαι και ο ίδιος μουσικός και νομίζω πολύ λίγοι μουσικοί δεν είναι ενθουσιασμένοι με τον Τσιτσάνη· και πιστεύω ότι, σε έναν σημαντικό βαθμό, το κατάφερα. Το θέσαμε εξαρχής αυτό με τους επιβλέποντες καθηγητές της διδακτορικής μου διατριβής και καταλήξαμε στον Τσιτσάνη γιατί ψάχναμε έναν συνθέτη που να διαθέτει την ποικιλία εκείνη που θα μας βοηθούσε να εξετάσουμε συνολικότερα το λαϊκό. Πληρούσε δηλαδή όλες τις ερευνητικές μας απαιτήσεις. 

Τι ρόλο έπαιξαν δηλαδή οι καθηγητές σου στο Πανεπιστήμιο του Leeds στο πώς δόμησες τελικά τη διατριβή που τώρα εμείς διαβάζουμε ως βιβλίο;

Έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, κατ' αρχάς γιατί ήταν γνώστες του αντικειμένου. Μάλιστα ο ένας είναι και πολύ φιλέλληνας: έχει κάνει τη δική του διδακτορική διατριβή στη μουσική της Κρήτης κι έζησε κι ένα διάστημα στη χώρα μας. Ο άλλος είναι από τους πρωτεργάτες αυτής της καινούργιας μουσικολογίας –της «popular musicology». 

Με παρακολούθησαν σε κάποιες συναυλίες ελληνικής μουσικής τις οποίες έκανα στο Leeds, ξεκινήσαμε να συζητάμε κι εκείνες οι συζητήσεις οδήγησαν στο διδακτορικό μου. Ήταν λοιπόν πολύτιμη η συμβολή τους. Και στο αρχικό στάδιο αλλά και μετέπειτα, όταν έπρεπε να δαμάσουμε τον όγκο των συγκεντρωμένων πληροφοριών. Πολύτιμη ήταν όμως και η σχέση που αναπτύξαμε μεταξύ μας.  

Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει όποιος προσπαθεί να κάνει μια αντίστοιχη έρευνα με τη δική σου, στο πεδίο πάντα του λαϊκού τραγουδιού;

Σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο εξωτερικό, εδώ υπάρχουν βασικότατα προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν έχουμε πλήρη δισκογραφία: δεν ξέρουμε με ακρίβεια ποιο τραγούδι είναι ποιου, πότε γράφτηκε, ποιοι μουσικοί παίξανε στην ηχογράφηση. Μας λείπουν χίλιες-δυο τέτοιες πληροφορίες και, λυπάμαι που το λέω, ίσως και να μη μπορέσουμε ποτέ να τις αποκαταστήσουμε. Κι αυτό γιατί έχει χαθεί πολυτιμότατο υλικό. Ας πούμε τα φύλλα ηχογραφήσεων, τα οποία συμπλήρωναν οι ηχολήπτες σε κάθε ηχογράφηση. Είναι μια πηγή αναντικατάστατη. 

Και τι μπορεί λοιπόν να κάνει ένας ερευνητής; 

Μέχρις ότου φτιαχτεί μια τέτοια δισκογραφία, αναγκάζεται να στραφεί στους συλλέκτες. Και τα πράγματα δεν είναι πολύ ρόδινα εκεί... Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, η πλειονότητα παρουσιάζει συμπεριφορές ιδιοκτήτη πάνω σε όσα κατέχει. Έχουν βέβαια κι εκείνοι τα δίκια τους, έτσι; Σε αρκετούς πήρε χρόνια να συγκεντρώσουν κάποιο υλικό, ενώ ξόδεψαν και πολλά λεφτά.  

Δεν φταίει όμως και το ελληνικό δημόσιο; Από όσο ξέρω, μόνο ο Διονύσης Μανιάτης έχει προσπαθήσει να φτιάξει έναν κατάλογο δίσκων γραμμοφώνου, με μεγάλο προσωπικό κόπο και από καθαρό μεράκι –κι αυτόν ακόμα είδε κι έπαθε να τον εκδώσει...

Μιλάμε για έναν άνθρωπο που κατάφερε να βρει γύρω στους 24.000 τίτλους, χωρίς να είναι μουσικός ή επιστήμονας. Πραγματικός σούπερμαν... Και πάλι, αναφέρει αν δεν κάνω λάθος ότι γύρω στα 800 τραγούδια απλά δεν του τα έδωσαν διάφοροι συλλέκτες. Και πώς να του τα δώσουν δηλαδή, δεν θα έπρεπε να πάει το επίσημο κράτος και να τα πάρει; 

Αλλά το επίσημο κράτος στην Ελλάδα έχει ενδιαφερθεί μόνο να γκρεμίσει το εργοστάσιο της Columbia. Μιλάμε για έγκλημα και κάποιος μια μέρα θ' απαντήσει γι' αυτό. Το πότε είναι το θέμα. Και δεν το λέω από μια ρομαντική άποψη, έχει να κάνει με την τάξη των πραγμάτων. Υποτίθεται δηλαδή ότι είμαστε μέλη μιας προοδευμένης Ευρώπης, όμως δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ πράγματα που για τους υπόλοιπους εταίρους μας θεωρούνται αυτονόητα, παρότι ο μουσικός μας πλούτος μπορεί να είναι και δεκαπλάσιος. 


Επιστρέφοντας στο βιβλίο σου, πώς μπορούμε τελικά να μιλήσουμε για ό,τι συνήθως αποκαλούμε «σμυρνέικο», «ρεμπέτικο» και «λαϊκό», χωρίς να μπουρδολογούμε;

Όλο αυτό δημιουργήθηκε από το γεγονός πως με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο ασχολήθηκαν ερασιτέχνες μελετητές με πολύ καλές διαθέσεις, οι οποίοι δεν ήταν όμως μουσικολόγοι. Έδρασαν έτσι δίχως μεθοδολογία και, αναγκαστικά ίσως, κατέφυγαν σε ό,τι αποκάλεσες κι εσύ «μπουρδολογίες». Ονομάστηκε ας πούμε σμυρνέικο όλο το ρεπερτόριο που ήρθε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες, τη στιγμή που κάλυπτε πολύ μεγαλύτερη έκταση της Μικράς Ασίας από εκείνη της Σμύρνης και συμπεριλάμβανε κι εκείνο της Κωνσταντινούπολης. 

Επικράτησε έπειτα ως όρος στην πιάτσα, ανακυκλώθηκε, διαιωνίστηκε και σήμερα είναι εδραιωμένος, με αποτέλεσμα ένας ειδικευμένος επιστήμονας να μη μπορεί να τον αποδομήσει. Αλλά και το ρεμπέτικο έχει πρόβλημα ως όρος, αν δεν θέσουμε ως κεντρικό σημείο αναφοράς τη χρήση του μπουζουκιού από τους Πειραιώτες, σε σχέση με τα σαντουροβιόλια των προσφύγων. Η βασική διαφορά είναι πως τα δεύτερα είναι όργανα που δεν χρησιμοποιούν τάστα, ενώ το μπουζούκι έχει. Άρα οι Πειραιώτες έπαιζαν βάσει τόνων και ημιτονίων.   

Δικαιούμαστε να λέμε πως ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι η αρχή του «λαϊκού» τραγουδιού;

Προτίμησα να μεταφράσω αυτό που λένε στο εξωτερικό «popular music» σε «λαϊκή μουσική», αν και πολλοί ακαδημαϊκοί δεν συμφωνούν, καθώς προτιμούν να μιλάνε για «δημοφιλή μουσική». Όμως για μένα λαϊκό είναι ό,τι τραγούδι απευθύνεται στη μάζα, στον λαό· οπότε θεωρώ και το ρεμπέτικο ως λαϊκό. Λαός δεν είναι μόνο ο ανειδίκευτος μουσικά, μα κι ο εκπαιδευμένος· κι ο μουσικολόγος, δηλαδή, λαός είναι κι αυτός –όπως και ο καθηγητής π.χ. του ωδείου. 

Με μια τέτοια λοιπόν έννοια, «λαϊκή μουσική» για μένα είναι και το ροκ, είναι και η ποπ, είναι και ο Τσιτσάνης και ο Χατζιδάκις, αλλά και ό,τι αποκαλούμε σμυρνέικο και ρεμπέτικο τραγούδι. Αλλά ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος που ανοίγει το ρεμπέτικο σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Μετά δηλαδή τον Τσιτσάνη, αυτό το τραγούδι δεν ακουγόταν μόνο στην Τρούμπα –μπορούσες να το ακούσεις και σε ένα πολυτελές εστιατόριο. 

Πολλοί ρεμπετόφιλοι, βέβαια, στις ρεμπετοσυζητήσεις οι οποίες δεν θα σταματήσουν ποτέ, ισχυρίζονται ότι με τις αλλαγές που επέφερε ο Τσιτσάνης μετά τη δεκαετία του 1940 χάθηκε ο πλούτος που βρίσκαμε στα τραγούδια των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Από την άλλη, μπορούμε να αντιτείνουμε ότι πρότεινε μια καινούρια μουσική γλώσσα, η οποία με τη σειρά της αποδείχθηκε κι εκείνη πολύ πλούσια. Και είχε μάλιστα συνείδηση ο Τσιτσάνης ότι έφερε ένα νέο ρεύμα. Μελέτησε πολύ, είδε τη σύνθεση ως κάτι πιο λόγιο. Έτσι, έγινε απευθείας προάγγελος της μελοποιημένης ποίησης που ακούσαμε σε μεταγενέστερα χρόνια από τον Μίκη Θεοδωράκη. «Του προδομένου ο πόνος της καρδιάς» γράφει για παράδειγμα στην "Αχάριστη": είναι ένας πολύ πιο εκλεπτυσμένος τρόπος να το πεις, σε σύγκριση με τον λόγο των ρεμπετών. 

Επίσης, κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιο νέο όργανο, δεν έχανε την ευκαιρία να το εισάγει στις συνθέσεις του. Το ακορντεόν, ας πούμε, ή το κοντραμπάσο· το πιάνο, τη φαρφίσα, τις ακουστικές κιθάρες –ακόμα και ηλεκτρική έχει βρεθεί στις ηχογραφήσεις του, σε μεταγενέστερα βέβαια χρόνια. Ειδικά το πιάνο έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ενώ στο πάλκο εισάγεται νωρίς, στη δισκογραφία σπανίζει. Όμως με τον Τσιτσάνη  καθιερώνεται κι εκεί, χάρη στην Ευαγγελία Μαργαρώνη, η οποία υπήρξε πιανίστριά του επί 33 χρόνια. Είναι από μόνη της αντικείμενο ξεχωριστής έρευνας. 

Υπάρχει ενδιαφέρον από τα νεότερα παιδιά για τέτοιους είδους έρευνες; Τι δείχνει η εμπειρία σου από τα ΤΕΙ Άρτας, όπου δουλεύεις ως έκτακτο προσωπικό στο τμήμα Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής; 

Μιλάμε πρώτα-πρώτα για ένα τμήμα που λειτουργεί εδώ και 14 χρόνια και αυτή τη στιγμή έχει εγγεγραμμένους γύρω στους 800 φοιτητές, με αποκλειστικό αντικείμενο ενασχόλησης τη μουσική του άστεως και της υπαίθρου. Αλλά τα ΤΕΙ δεν μπορούν να χορηγήσουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα, ενώ κατά τ' άλλα εξισώθηκαν με τα ΑΕΙ. Ναι μεν λοιπόν όλα τριτοβάθμια, όμως τελικά πού βρίσκεται η ισοτιμία; Άσε που κάθε χρόνο στην Άρτα έχουμε το εξής πρόβλημα: το έκτακτο προσωπικό ξεκινάει πολύ αργά. Το εξάμηνο δηλαδή έχει ξεκινήσει αυτή τη στιγμή εδώ κι έναν μήνα κι εμείς ακόμα δεν έχουμε πάει. Οπότε χάνονται μαθήματα. Δεν νοιάζεται δηλαδή κανείς πια για όσες οικογένειες πληρώνουν νοίκια κι άλλα έξοδα για τα παιδιά που βρίσκονται εκεί; 

Αλλά το πρόβλημα της μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι φοβάμαι πολύ βαθύτερο. Μην κρυβόμαστε, βασική μονάδα της συγκεκριμένης εκπαίδευσης είναι τα ωδεία. Όμως η λειτουργία τους βασίζεται σε ένα βασιλικό διάταγμα του 1957· και δεν μπορεί να με πείσει κανείς πως δεν υπάρχουν πράγματα προς αναθεώρηση, 57 χρόνια έπειτα. Θα φέρω ένα παράδειγμα, ότι το σαξόφωνο δεν αναγνωρίστηκε ως όργανο παρά το 2007... Το διάταγμα αυτό, λοιπόν, δεν προβλέπει τη διδασκαλία της λαϊκής και παραδοσιακής μας μουσικής. Τα ωδεία, βέβαια, για να μη χάσουν πελατεία –γιατί πρέπει να το βλέπουμε κι έτσι το πράγμα, σε καπιταλισμό ζούμε– φτιάχνουν εδώ και χρόνια προγράμματα λ.χ. για το μπουζούκι. Δεν μπορούν όμως να χορηγήσουν πτυχίο αναγνωρισμένο απ' το κράτος. 

Τα μουσικά σχολεία και πανεπιστήμια, τώρα, υπάγονται στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Παιδείας. Το οποίο έχει αναγνωρίσει τη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, γι' αυτό και μπορείς να κάνεις τέτοιες σπουδές στο ΤΕΙ της Άρτας ή στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας. Αλλά ποιος θα πάει να διδάξει για παράδειγμα μπουζούκι, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν αναγνωρισμένα απ' το δημόσιο πτυχία; Μπορείς να πάρεις απλά μια βεβαίωση ότι έχεις διδάξει το όργανο σε κάποιο ωδείο για μερικά χρόνια. Με αυτήν, στη συνέχεια, προσλαμβάνεσαι από το Υπουργείο Παιδείας ως «εμπειροτέχνης». Είναι τραγικό, το πράγμα πρέπει ν' αλλάξει. Σκεφτείτε ας πούμε ότι ζούσε ακόμα ο Τσιτσάνης και φτιάχναμε ένα πρόγραμμα διδασκαλίας λαϊκής σύνθεσης. Θα τον έπαιρνες ως κράτος να διδάξει ή θα του ζήταγες χαρτιά; Θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του οποιοσδήποτε μουσικολόγος;

Τ' ακούω όλα αυτά και σκέφτομαι αν έπιασε τελικά πραγματικά τόπο εκείνη η περίφημη πια διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για τον Τσιτσάνη (Θέατρο Τέχνης, 31 Ιανουαρίου 1949)...

Εντάξει, ο άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά. Και δεν ήταν καλά-καλά 25 χρονών όταν την έκανε, έτσι; Και τι είπε, βασικά; Ότι διέκρινε μια αλήθεια στο λαϊκό τραγούδι, πολύ σπουδαία. Κι όμως, τότε ήταν κάτι για το οποίο την επόμενη κιόλας μέρα θα τον έτρωγαν οι μουσικολόγοι της κλασικής μουσικής. 

Μιας και μιλάμε όμως τόσο για το σήμερα και τις ανάγκες του, ποιοι κρατούν κατά τη γνώμη σου τη σκυτάλη που έδωσε ο Τσιτσάνης, στις δικές μας ημέρες;

Πιστεύω ότι αυτό που θα μείνει είναι το έργο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Σωκράτη Μάλαμα, του Αλκίνοου Ιωαννίδη...

(τον διακόπτω) Δεν μιλάς όμως τώρα για μια γενιά πριν; Αν μείνουμε στην τελευταία δεκαετία; 

Εντάξει, ο Μάλαμας ειδικότερα έχει αλλάξει νομίζω αρκετά το στυλ του, τόσο ώστε δικαιούμαστε ίσως να μιλάμε για έναν καινούριο Σωκράτη –άρα και να τον τοποθετούμε στην τελευταία δεκαετία, με την έννοια που το θέτεις. Κατά τ' άλλα, δεν είμαι σίγουρος ότι έχει βγει κάποιος ανάλογης εμβέλειας. Αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ανυπαρξία των λαϊκών δημιουργών, όσο στον καταιγισμό της πληροφορίας και σε μια γενικότερη μετατόπιση της μουσικής προς την υπόκρουση: έχει γίνει π.χ. ένα συνοδευτικό στο σακουλάκι με πατατάκια που μπορεί να τρώω ενώ περπατάω με ακουστικά στον δρόμο. 

Πόσο εύκολο είναι λοιπόν να εντοπίσεις σήμερα όσους γράφουν αξιόλογο λαϊκό τραγούδι; Πόσοι γνωρίζουν ας πούμε τον Κωνσταντίνο τον Πλούσιο, που γράφει λαϊκά με την ευρεία έννοια, τα οποία θα μπορούσαν να μείνουν σε βάθος χρόνου; Δεν είναι οι "Παραβάτες" του Μιχάλη Χανιώτη το λαϊκό τραγούδι των ημερών μας; Ή οι δουλειές του Αντώνη Απέργη; Και του Δημήτρη του Σίντου;

Είσαι όμως και ο ίδιος συνθέτης. Τι σχέδια έχεις αλήθεια γι' αυτόν τον τομέα; 

Έχω 4 δίσκους μέχρι τώρα, οι 3 είναι προς το «έντεχνο», ενώ ο τέταρτος είναι μουσική για την παράσταση Ειρήνη του Αριστοφάνη, που ανέβηκε απ' τη θεατρική ομάδα της Πέμπτης τάξης του Δημοτικού Σχολείου Προχώματος-Καστανά, στη Θεσσαλονίκη. Κανένα από αυτά δεν βγήκε σε δισκογραφική εταιρία, για ιδεολογικούς λόγους –τα διανέμω ο ίδιος δωρεάν. Και θα ήθελα να το τονίσω αυτό, γιατί αρκετοί μου λένε πως τα βρίσκουν σε διάφορα sites για download. Δεν ξέρω πώς συνέβη κάτι τέτοιο, μα καλό θα ήταν να μην το κάνουν: ας μου στείλουν ένα mail. 

Τώρα για το μέλλον, υπάρχουν γύρω στα 20 τραγούδια τα οποία κάθονται εδώ και 6 χρόνια· αμιγώς λαϊκά σε ύφος, ίσως και προς το ρεμπέτικο μερικά. Στόχος είναι να ηχογραφηθούν άμεσα από τον Χρήστο τον Μαστέλλο, μια παλιά καραβάνα που τραγουδά στη μουσική σκηνή «Πριγκηπέσσα» της Θεσσαλονίκης. Πιστεύω ότι η φωνή του Χρήστου είναι ιδανική γι' αυτό το υλικό. Του αξίζει άλλωστε να έχει έναν δίσκο με τα δικά του τραγούδια, γιατί έχει πει επανεκτελέσεις, αλλά ποτέ δικό του υλικό. 

Τέλος, διαβάζω ότι θα ήθελες να κάνεις μια μελέτη για τη μουσική της Ινδίας. Υπάρχει κάτι στα σκαριά, έστω σε επίπεδο σημειώσεων;

Σημειώσεις βέβαια, υπάρχουν πάρα πολλές! Αν μπορούμε να το πούμε έτσι πεζά, ένα από τα όνειρά μου είναι να πάω στην Ινδία και να κάτσω εκεί για ένα διάστημα, όσο μπορέσω, συγχρωτιζόμενος με τους ντόπιους μουσικούς. 



14 Μαΐου 2022

Kendrick Lamar - Damn [δισκοκριτική, 2017]


Πέντε χρόνια πέρασαν μέχρι να επιστρέψει ο Kendrick Lamar με νέο δίσκο, οπότε γίνεται δικαιολογημένα μεγάλη «φασαρία» αυτές τις μέρες για το ολόφρεσκο Mr. Morale & The Big Steppers. Είναι όμως δικαιολογημένα και τα αστέρια που πέφτουν βροχή (πέντε-πέντε, για την ακρίβεια); Καλό θα ήταν να πορευτείτε καχύποπτα ως προς το ποιοι και πώς αξιολογούν στον σύγχρονο μουσικό Τύπο. Και τον διεθνή, και τον ελληνικό. Ο δίσκος είναι μια χαρά, αλλά όχι 5 αστέρων.

Τέλος πάντων, τα ίδια γίνονταν και πριν 5 χρόνια για το DAMN., κάτι που πάλι έδειχνε απελπιστικά προβλέψιμο: ο Kendrick Lamar –αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής σε μια σύγχρονη σχολή χιπ χοπ, τον οποίον παραδέχονται ακόμα κι όσοι δεν πολυγουστάρουν τους τρόπους της τελευταίας– ερχόταν από δύο σερί δίσκους που αποδείχθηκαν ανάμεσα στους καλύτερους της δεκαετίας των 2010s. Οπότε όλοι ήθελαν να ανέβουν στο «τρένο» και να αποκομίσουν οφέλη coolness και συνάφειας με το «σήμερα». Ένα παλιό πρόβλημα της pop κριτικής, που έχει διογκωθεί στον καιρό του ίντερνετ. 

Σε κάθε περίπτωση, η δική μου άποψη για το DAMN. ήταν διαφορετική. Την κατέθεσα τότε στο Avopolis –κάποιοι με αποκάλεσαν και «χασάπη», μάλιστα– και την αναδημοσιεύω τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικές τροποποιήσεις, λαμβάνοντας αφορμή από την κυκλοφορία του Mr. Morale & The Big Steppers. Η κεντρική φωτογραφία του Kendrick Lamar ανήκει στον Kevin Winter. 


Αν κάτι μου αρέσει πραγματικά στο DAMN., είναι το πόσο ζαμανφού εμφανίζεται ο Kendrick Lamar. Κόντρα στην αναπόφευκτη πίεση του «και τώρα, τι;», κόντρα στις προσδοκίες όλων –κοινού, κριτικών, συναδέλφων– και κόντρα στα αδυσώπητα μαθηματικά: δύο σημαντικοί δίσκοι στη σειρά + κάτι demos που θα έπρεπε να κάνουν διάφορους ασχολούμενους με το χιπ χοπ να ντρέπονται = δεν θα είναι τόσο καλό το νέο άλμπουμ. 

Όχι ότι δεν τον απασχόλησαν (και) αυτά, όμως δεν υπάρχει ίχνος ιδρώτα ή άγχους στο DAMN. Δεν υπάρχει καν αμηχανία όταν πρέπει να υποδεχθεί μουσαφιραίους σαν τους U2. Οι οποίοι δεν είναι μόνο ξένοι, μα εγγυώνται και την αναγούλα όσων εναλλακτικών ακολουθούν μεν τον Lamar, μα φθονούν τις ψηλές μουσικές κορυφές ή απλά αδυνατούν να συγχωρέσουν τα πάλαι ποτέ ινδάλματα μικρής κλίμακας, έτσι και την κάνουν προς αρένες μεριά. 

Στα περίπου 55 λεπτά διάρκειας του νέου του άλμπουμ, ο πλέον συζητημένος ράπερ των τελευταίων χρόνων σε πείθει ότι, ακόμα κι αν πιανόταν να υποχωρεί συγκριτικά με τα To Pimp A Butterfly (2015) και Good Kid, M.A.A.D City (2012), δεν τρέχει κάστανο. Κι αυτή η διάθεση αποδεικνύεται αποφασιστικής βαρύτητας γιατί, πράγματι, ο 30χρονος Καλιφορνέζος εκτελεί μια πιο χαμηλή πτήση σε αυτό το 4ο δισκογραφικό βήμα. Τώρα, αν η έμφαση θα δοθεί στο «χαμηλή» ή στο «πτήση», είναι αποκλειστικά δικό μας ζήτημα, όχι του καλλιτέχνη.

Αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι ότι ο Lamar ξεμακραίνει από το αφηγηματικά πυκνό ύφος πάνω στο οποίο χτίστηκαν οι προαναφερόμενοι δίσκοι, προκρίνοντας ένα σύνολο κομματιών που όχι μόνο κάθεται πιο εύκολα στο αυτί χάρη σε μια άριστα πλεγμένη «χαλαρή» ατμόσφαιρα, μα δείχνει και να σου μισοκλείνει το μάτι, λέγοντάς σου ότι δεν χρειάζεται να επενδύσεις μεγάλη αφοσίωση στους στίχους, εάν δεν θες: τα πράγματα ξεμακραίνουν από το βαρυσήμαντο, ακόμα κι αν συνεχίζουμε να μιλάμε για ένα είδος εξόχως στιχοκεντρικό για τα αγγλοαμερικανικά μέτρα και σταθμά.

Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν σημαίνει ότι ο Lamar δεν συνεισφέρει καλούς στίχους στο DAMN. Το ταλέντο του λάμπει και πάλι, απλά τώρα δεν έχουμε έναν σχολιαστή της σύγχρονης Αμερικής, όπου μαύροι και λευκοί αποξενώνονται για ακόμα μία φορά στα χρονικά, μα έναν δημιουργό που κοιτάει πιο έντονα μέσα του και (δείχνει να) αισθάνεται την ανάγκη για λίγη ησυχία και ενδοσκόπηση. To "DNA." θίγει ζητήματα ταυτότητας, το "FEEL." εξερευνά το βάρος που μπορεί να φέρει η επιτυχία στις καθαρά ανθρώπινές σου σχέσεις, το "FEAR." είναι βασικά ένα ημερολόγιο φόβων, ενώ το "XXX." –με την άριστα βαλμένη στο κλίμα συμμετοχή των U2– πραγματεύεται τη διάδραση αλήθειας και εξουσίας.

Και βέβαια δεν είναι μόνο οι στίχοι. Η όλη παραγωγή αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά αξιοθαύμαστη, αρκετά από τα beats φαντάζουν υποδειγματικά, ενώ ο ίδιος ο Lamar ως MC παραμένει δύναμη: όποιος αμφιβάλλει, ας τσεκάρει τα μαθήματα flow που παραδίδει στο "DNA.".  Παρά ταύτα η πτήση κρίνεται χαμηλή γιατί όλα τα παραπάνω έχουν συχνά-πυκνά και μια αντίθετη όψη. Τα beats δηλαδή και τα έξυπνα samples (τσεκάρετε, δειγματοληπτικά, πόσο ωραία συνταίριαξαν στο "XXX." ο James Brown με τους Foals) δεν φτιάχνουν πάντα αξιόλογα κομμάτια. Ναι, σε κάθε περίπτωση θαυμάζεις τη μαστόρικη δουλειά και την ευφυΐα. Όμως μερικές στιγμές του DAMN. απλά δεν το έχουν. 

Κραυγαλέο παράδειγμα είναι η συνεργασία με τη Rihanna ("LOYALTY."), αλλά ούτε το τραβηγμένο σε διάρκεια "FEAR.", ούτε το "GOD.", ούτε και το υπερεκτιμημένο single "HUMBLE." γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ χαλαρού και πλαδαρού, ενώ το δημιουργικό χέρι που βάζει στο "ELEMENT" ο James Blake ακυρώνεται από τους χειρότερους στίχους στο άλμπουμ: αν θες να προγκήξεις κάποιον ράπερ –τον Drake, φημολογείται– υπάρχουν και πιο μαγκιόρικοι τρόποι να το κάνεις, ώστε να μη χάνεται ο ακροατής στην ακατάσχετη γενικολογία. Επιπλέον, δύσκολα αποφεύγεις την εντύπωση ότι το "LOVE." είναι ένας φτωχός και δυστυχώς όχι αναλόγως «πιπεράτος» συγγενής του "Overtime": της περσινής συνεργασίας του Miguel και του Schoolboy Q, από έναν χιπ χοπ δίσκο που φαίνεται δεν βρήκαν αρκετά cool για τα γούστα τους οι επίδοξοι opinion leaders της μαύρης μουσικής του σήμερα. 

Η τελευταία παρατήρηση είναι βέβαια ένα στοχευμένο diss (τι, μόνο οι ράπερ επιτρέπεται να κάνουν;) προς όσους σε Αγγλία και Αμερική διαμορφώνουν μεν κλίμα περί μουσικής στις μέρες μας, προσφέροντας όμως κακές υπηρεσίες προς την ήδη πολύπαθη κριτική, λόγω της αγωνίας τους να βρίσκουν συνεχώς hot πράγματα και νέους ήρωες –εφευρίσκοντάς τα, όταν δεν υπάρχουν. Δεν μπορώ αλλιώς να κατανοήσω πώς ένα γενικώς καλό μα όχι πάντα ενδιαφέρον άλμπουμ σαν το DAMN. έλαχε υποδοχή αριστουργήματος, ενώ απέχει τόσο εμφανώς από τους προκατόχους του. 



13 Μαΐου 2022

ΛΕΞ - 2XXX [δισκοκριτική, 2018]


Ο νέος ΛΕΞ ρολάρει στο Spotify και προβλέπω μεγάλους ενθουσιασμούς εκ μέρους των ανθρώπων του εγχώριου μουσικού Τύπου – that's the way they like it, όπως απέδειξαν και πριν λίγες ημέρες με τον καινούριο δίσκο του Φοίβου Δεληβοριά. 

Για όσους απέμειναν να αγαπούν την ψυχραιμία και τις αλήθειες, βέβαια, ήταν μάλλον δεδομένο ότι το Μετρό –όπως λέγεται ο φρέσκος δίσκος– δεν θα έφτανε στο 2XXX του 2018: ούτε τον πήχη του θα άγγιζε, ούτε ο ίδιος χαμός θα μπορούσε να ξαναδημιουργηθεί. Μιλάμε άλλωστε για ένα ισχυρό χιπ χοπ ορόσημο, το οποίο έκατσαν εν τέλει να ακούσουν ακόμα και άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τον συγκεκριμένο ήχο.

Μια χαρά είναι πάντως το Μετρό. Μια καλή έως πολύ καλή δουλειά, με αναφορές μέχρι και στη Lana Del Rey, η οποία διατηρεί τον Θεσσαλονικό ράπερ σε μια δίκαιη κορυφή: εξακολουθεί να είναι και καλύτερος και πειστικότερος μέσα σε έναν συναγωνισμό που όλο και πληθαίνει, χωρίς όμως να φτάνει σε αντιστοίχως συνεκτικά αποτελέσματα. 

Δίνει επίσης μια καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στην αναπάντεχη κοσμογονία του 2XXX. Ο δίσκος αγαπήθηκε κομμάτι-κομμάτι στο YouTube, αγοράστηκε σε CD στο επικό sold-out live του ΛΕΞ στο Gazi Music Hall και η κριτική μου πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, γραμμένη ένα ήσυχο πρωινό στο ιστορικό καφέ «Αίγλη», στο Ζάππειο. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Θάνο Λαΐνα και προέρχεται από τη βραδιά του ΛΕΞ στο Θέατρο Πέτρας, τον Ιούνιο του 2019. Ή, αλλιώς, τη συναυλία που με έκανε να χάσω τους πολυαγαπημένους μου Manowar. Όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία.


Κατά συναρπαστικά αντιφατικό τρόπο, αυτός ο ωμά ρεαλιστικός δίσκος αποδεικνύεται γεμάτος ...εξωγήινους και UFO. Πώς διάολο πετάγονται τόσο φυσιολογικά τα διαστημόπλοια 'δω κι εκεί, ανάμεσα σε ρίμες για ξεχασμένους Χουντικούς στα συνοικιακά κουρεία και για ελληνικές γειτονιές όπου θεριεύει το Μίσος –όπως 20+ χρόνια πριν στα γαλλικά προάστια του Ματιέ Κασοβίτς; Σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι τελικά εξίσου αληθινά, οπότε είσαι εσύ που έχεις χάσει τα επεισόδια. 

Ο ΛΕΞ ήταν βέβαια πάντα αξιόλογος, και στα Ανάποδα Καπέλα και στα Βόρεια Αστέρια, αλλά και στον πρώτο σόλο του δίσκο Ταπεινοί Και Πεινασμένοι (2014), για τον οποίον πολύ εύστοχα τα είχε γράψει τότε και ο Τάσος Μαγιόπουλος. Στο 2ΧΧΧ, όμως, αποτυπώνεται σπουδαίος. 

Σε σημαντικό βαθμό αυτό οφείλεται στο άλμα που κάνει η μουσική. Ενώ δηλαδή στο Ταπεινοί Και Πεινασμένοι υπήρχε μια ανάγκη να τιμηθούν οι αναφορές, εδώ ο βασικός συνθέτης Dof Twogee στρέφει τον δίσκο προς τις πιο σύγχρονες τάσεις, εδράζοντας πολλά στις δωρικές, ομιχλώδεις λούπες και στη ναρκοληπτική τους επανάληψη, η οποία αφήνει μια αίσθηση ερήμωσης βγαλμένη θαρρείς από το Dead Cities των Future Sound Of London (1996), ειδικά όταν μπλέκεται και ο Deathwish στην παραγωγή, σε κομμάτια-ορόσημα σαν το "Vittorio" και το "Γρανίτες Και Τσιγάρα". Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο ΛΕΞ απηχεί την αλλαγή στους στίχους του, κάνοντας μεν έξυπνες αναφορές στο τιμημένο παρελθόν (Ice Cube, Wu-Tang Clan, μα και Τρύπες, Sex Pistols), μα ριμάροντας κατά τα λοιπά για το grime που ακούνε στις αυλές των φίλων, για το trap που βάζει σε κάποια ερωτική του σύντροφο, για τον Kendrick Lamar τον οποίον προφανώς θαυμάζει.

Το χιπ χοπ, βέβαια, διανύει ιδιαιτέρως γκλαμουράτη φάση. Εδώ και χρόνια έχει γίνει η ποπ των καιρών μας και η εύκολη αναφορά για όποιον θέλει να διαφημίσει ότι είναι «μέσα στα πράγματα». Μετατοπίστηκε έτσι προς έναν «μεσαίο χώρο»-ταμάμ για εξευγενισμένους ράπερ και για μια χλιαρή γενικά κατάσταση, όπου εκπροσωπούνται τολμηρότερα οι ανησυχίες και οι φαντασιώσεις των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων, με την «αλητεία» να οριοθετείται από επιμελώς ατημέλητες περιπτώσεις σαν τους Migos ή από τους αλαζονικούς κομπασμούς της Cardi B για τις αιδοιολειχίες που ανταλλάσσει με δωράκια Yves Saint Laurent. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν βγαίνει καλή μουσική (και) έτσι· δεν χρειάζεται να εκπέσουμε στον ελιτισμό. Ωστόσο μια τέτοια επικρατούσα τάση συσκοτίζει τη διαφορετική ιστορία του είδους και τις γερές του ρίζες με όσους προσδιορίστηκαν από τα 1980s και μετά ως απόκληροι στις Δυτικές μητροπόλεις. Κάποιοι λοιπόν την υπηρετούν ακόμα αυτήν την όψη· και ο ΛΕΞ ανήκει ανάμεσά τους. 

Είναι λοιπόν οι ...λέξεις του ΛΕΞ εκείνες που σε τσούζουν σαν καρφί που μπήγεται στο γυμνό σου πέλμα, καθώς περπατάς αμέριμνα ξυπόλυτος. Ναι, μιλάνε ενίοτε για τη φάση τους, και κάτι τέτοιο ίσως αποξενώσει ορισμένους, αν και μπορείς λ.χ. να απολαύσεις τα λεγόμενα ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα για τον θρυλικό Σαλονικιό skater Βασίλη Απαμάν, ακόμα κι αν δεν γράφει πουθενά στα credits του 2ΧΧΧ ότι είναι δύο φίλοι skaters του ΛΕΞ –ο Filipon και ο Notis– που ραπάρουν μαζί του (αντίστοιχα) στο "Γρανίτες Και Τσιγάρα" και στα "Παυσίπονα". 

Πρόκειται για στίχους γραμμένους με καρδιά και με ένα βλέμμα περισσότερο κουρασμένο παρά λυπημένο, που αποτυπώνεται και στον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίον ο ΛΕΞ πλησιάζει ή απομακρύνεται από το μικρόφωνο ενώ ραπάρει. Δεν υπάρχει δε η παραμικρή σχέση με όσους μας έχουν φλομώσει στον λυγμό και στις φλωροταξιδιάρικες περικοκλάδες. Είναι επίσης στίχοι που ντύνονται τη σκληρή καθημερινότητα που περιστοιχίζει έναν νέο άνθρωπο στην υποβαθμισμένη Θεσσαλονίκη των 18 χρόνων αυτού του 21ου αιώνα, αλλά χωρίς να καταφεύγουν στο ανέξοδο θα σου κάνω/θα σου δείξω ζοριλίκι το οποίο πουλάνε έτεροι ράπερ. Ακόμα δηλαδή και όταν περιαυτολογεί για τον πρώτο του δίσκο, ο ΛΕΞ έρχεται να σου πει για τις ημέρες που δεν τον γεμίζει τίποτα ή για τις μανάδες των 20άρηδων fans οι οποίες τον θεωρούν υπαίτιο που τα τέκνα τους «χέζουν το μέλλον τους». 

Είναι με τέτοια εκφραστικά όπλα που ο ΛΕΞ έχει κάνει χαμό και βλέπει την επικείμενη συναυλία στην Αθήνα να χρειάζεται το Gazi Music Hall για να εξυπηρετήσει τη ζήτηση. Δικαιολογημένα, λοιπόν, φαντάζει ως «ήρωας» για μια νεολαία που ζει έτσι ή κάπως έτσι· είναι άνθρωπος της δικής τους γενιάς, που κάνει τραγούδι τα βιώματά τους τηρώντας υψηλότατες προδιαγραφές και βάζοντας τον πήχη πιο πάνω για τον ίδιο του τον εαυτό, πρώτα-πρώτα. Δικαιολογημένα, όμως, γίνεται και ήρωας για τους απέξω, όσους αντιλαμβάνονται ότι εδώ υπάρχει κάτι αδαμάντινα αληθινό, που τους τραβάει ένα δυνατό χαστούκι, αναγκάζοντάς τους να δουν καθαρά όλα όσα κοιτούν, μα δεν βλέπουν: τη Χρυσή Αυγή, όσους οι καθώς πρέπει συγκαταλέγουν στη «φύρα» της κοινωνίας, εκείνους που, όταν προσεύχονται, το κάνουν για να δουν τους ΔΙΑΣ να πέφτουν από τις μηχανές.  

Ο ίδιος ο ΛΕΞ, βέβαια, δεν έχει αυταπάτες: «ο πόνος των φτωχών, γίνεται τέχνη των αστών», γράφει στα "Κοράκια". Και είναι ένας αμείλικτος στίχος αυτός, που δεν αφήνει απέξω ούτε τα εκ του ασφαλούς «τσογλανάκια» των βόρειων προαστίων που θα πάνε μαζικά στο Gazi Music Hall, ούτε διάολε κι εμένα, που σκέφτηκα μεγάλο μέρος του παρόντος κειμένου πίνοντας τον φραπέ μου στην πρωινή ησυχία ενός ιστορικού αστικού καφέ. Είναι ψέμα ότι κριτικοί σαν και του λόγου μου μπορούν να μπουν στα παπούτσια του ΛΕΞ ταυτιζόμενοι με τη γλώσσα των μπλεγμένων. Μπορούμε μόνο να τον θαυμάσουμε, να χάσουμε λίγο τον ύπνο μας σκεπτόμενοι τις δυσανάλογες ζωές μας και να χειραγωγήσουμε κι εμείς τις λέξεις που μας αναλογούν, ώστε να πούμε ότι το 2ΧΧΧ είναι ένας καταπέλτης. Ο οποίος έρχεται από το θεσσαλονικιώτικο underground να σαρώσει όλο το ελληνικό τραγούδι της εποχής μας, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο –με χιπ χοπ μορφή– τις ποιότητες που έκαναν σπουδαίους τους μεγάλους δημιουργούς του εγχώριου παρελθόντος.  

Για πολλούς έφηβους και 20άρηδες εκεί έξω, άλμπουμ σαν το 2ΧΧΧ λειτουργούν όπως λειτούργησε κάποτε το πανκ. Και θα θυμούνται ίσως το 2018 ως τη χρονιά «που ο ΛΕΞ έβγαλε εκείνον τον δίσκο». Άλλωστε, όπως έχουν γράψει διάφοροι σε σχόλια εδώ κι εκεί στο ίντερνετ, το μόνο αληθινό μειονέκτημα του 2XXX είναι ότι τελειώνει.



08 Μαΐου 2022

Uriah Heep - ανταπόκριση (2019)


Τον Φεβρουάριο του 2019 πήρα μία από τις «δύσκολες» αποφάσεις του μουσικοεπαγγελματικού μου σύμπαντoς. Από εκείνες που πια έχουν καταλήξει στα ψιλά των ψιλών γραμμάτων για τους περισσότερους που χρήζονται «αρχισυντάκτες» στον ιντερνετικό Τύπο, ενώ στην ουσία δεν είναι παρά απλοί διαχειριστές μιας αδηφάγας, ατσούμπαλης ροής. Τουτέστιν, και οι Uriah Heep στην πόλη και ο φοβερός και τρομερός Attila Csihar των Mayhem, σε μια σύμπραξη-έκπληξη με τους «δικούς μας» Lüüp του Στέλιου Ρωμαλιάδη. Την ίδια ημέρα. 

Ήθελα να πάω στη δεύτερη συναυλία. Όχι επειδή σνόμπαρα τους Uriah Heep –κάθε άλλο. Όμως θεωρούσα ότι θα έπαιζαν κάτι πολλάκις γνώριμο, ενώ η έτερη περίσταση έταζε περιπλανήσεις σε παρθένα εδάφη. Ωστόσο συντάκτης για να πάει σε Lüüp & Attila υπήρχε (και γνώριζα ότι ο Δημήτρης Μεντές θα έκανε καλή δουλειά), ενώ για τους Uriah Heep όχι. Και ένα site σαν το (τότε) Avopolis, του οποίου είχα την αρχισυνταξία, δεν γινόταν να αγνοήσει μια τόσο μεγάλη συναυλία, ενός ονόματος με διαχρονική δημοφιλία στην Ελλάδα. Οπότε πήγε ο αρχισυντάκτης για την απαραίτητη κάλυψη, όπως οφείλει να κάνει εάν και εφόσον είναι σοβαρός ως αρχηγός μιας ομάδας.

Η βραδιά των Uriah Heep βγήκε αναμενόμενα sold-out και ήταν υπέροχη. Αλλά κάπως μου έμεινε το απωθημένο που δεν είδα τον Attila, καθώς είχα χάσει και τους Mayhem το 2017, σε εκείνη τη συναυλία γύρω από το De Mysteriis Dom Sathanas που μάλλον δίχασε το κοινό. Τα θυμήθηκα όλα αυτά καθώς στεκόμουν στο Fuzz, έτοιμος να υποδεχτώ τους Mayhem στον φετινό τους ερχομό στην πόλη. Ο οποίος ήταν καταπληκτικός, μα θα αποτελέσει αντικείμενο μιας διαφορετικής εξιστόρησης, που δεν θα αργήσει να εμφανιστεί στο Αθηνόραμα.

Για την ώρα, η αφορμή δίνει καλή πάσα για μια αναδρομή στη βραδιά των Uriah Heep στο κατάμεστο Fuzz και στο κείμενο που προέκυψε και πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από εκεί και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη. Η δε ανταπόκριση προξένησε και αντιδράσεις. Αλλά ας πάει και το παλιάμπελο...


Υπάρχει κάτι όμορφο σε όσες συναυλίες ρέουν όπως πρέπει να ρέει μια τέτοια εμπειρία, δηλαδή με τους μεν διοργανωτές να τηρούν τα προγράμματα τα οποία ανακοινώνουν και το κοινό να έρχεται κι αυτό στην ώρα του. Κάπως έτσι, μπορείς να έχεις Παρασκευή βράδυ ένα sold-out Fuzz χωρίς ουρές, χωρίς περιττή ορθοστασία, χωρίς κανείς να δυσφορεί ή να ταλαιπωρείται. Ας το σημειώσουν κάπου όσοι ασχολούνται με ανάλογες ανά την πόλη τελετές, αδυνατώντας εντούτοις να φανούν συνεπείς σε ωράρια που οι ίδιοι μπαίνουν στον κόπο να εκπονήσουν.

Σε αντίθεση με το γνωστό ρητό, πάντως, η καλή μέρα δεν φάνηκε στο Fuzz από το πρωί. Είναι βέβαια μια γνώμη αυτή που μάλλον δεν συμμερίζεται η πλειονότητα των παρευρισκόμενων, καθώς το εγχώριο support σχήμα των Chrysilia κέρδισε και μπόλικη προσοχή, αλλά και αρκετά χειροκροτήματα. Το γκρουπ ευτύχησε να παίξει μπροστά σε ένα μαγαζί που είχε σχεδόν γεμίσει (και μάλιστα με διάφορες ηλικίες), παρουσιάζοντας υλικό από τον μοναδικό ως σήμερα δίσκο του Et In Arcadia Ego (2017), συν μια διασκευή σε Loreena McKennitt, που προορίζεται για κάποιο επόμενο άλμπουμ. 


Ωστόσο αναλώθηκαν σε ένα πολυφορεμένα μελωδικό metal με folk απολήξεις και πομπώδεις εκρήξεις, το οποίο υπηρέτησαν με πολύ στημένο τρόπο. Ούτε η ποιότητα του υλικού κρίνεται αξιοσημείωτη, ούτε και δικαιολογείται θεωρώ κάποιος ενθουσιασμός για τη Χρυσώ Σταματοπούλου: έμεινε σε ερμηνείες «λίγες» και σε κάθε περίπτωση τυπικές για όποια τραγουδίστρια ανά την Ευρώπη ζήλεψε κάποτε τις δάφνες της Tarja Turunen ή/και της Sharon Den Adel.

Σε κάθε περίπτωση, οι Chrysilia ξεχάστηκαν γρήγορα όταν βγήκαν στη σκηνή οι Uriah Heep κάτω από το μεγάλο πανό του Living The Dream –του πρόσφατου δίσκου (2018), που τους ξανάφερε στην Ελλάδα έπειτα από κάμποσα χρόνια. Το Fuzz καλωσόρισε με ιαχές και χειροκροτήματα κι εκείνοι μπήκαν με όρεξη και σθένος στο φρέσκο "Grazed By Heaven", δείχνοντας  εξαρχής ότι μας περίμενε μια πολύ ωραία hard rock βραδιά. Κι αυτό ακριβώς πήραμε.

Είναι αλήθεια ότι οι Uriah Heep έζησαν πολλά χρόνια όντας ο Ντ' Αρτανιάν του βρετανικού σκληρού ήχου των 1970s, καθώς τις θέσεις των Τριών Σωματοφυλάκων καπάρωσαν οι Black Sabbath, οι Led Zeppelin και οι Deep Purple. Είναι επίσης αλήθεια ότι το hard rock όραμα του Mick Box και της εκάστοτε παρέας του βρέθηκε υπερβολικά κοντά στους τελευταίους. Σήμερα, όμως, 50 σχεδόν χρόνια μετά το Very 'eavy... Very 'umble (1970), οι παλιές αποστάσεις έχουν μικρύνει και οι Uriah Heep έχουν καταφέρει να αναδειχθούν σε δύναμη (συχνά) συνεπέστερη των Deep Purple –τόσο στη δισκογραφία, όσο και στη σκηνή.

Ήταν κάτι που το έβλεπες καθαρά στο Fuzz: ακόμα και στις στιγμές εκείνες όπου γέμιζαν απλά τον συναυλιακό χρόνο με φασόν επιλογές σαν το "Waters Flowin'" και "Rocks On The Road", υπήρχε πάντα κάποιο riff του Mick Box να δημιουργήσει πώρωση, όπως και ο αειθαλής, ακούραστος Bernie Shaw, διαρκώς έτοιμος να μας μιλήσει ή να μας εντυπωσιάσει με τη φοβερή φόρμα της φωνής του. Δίχως την προσθήκη του Καναδού το 1986 και δίχως τον τρόπο με τον οποίον έκανε δικά του τα κλασικά άσματα του γκρουπ (το "Return To Fantasy", μάλιστα, το λέει καλύτερα απ' όλους), είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να σταθούν οι Uriah Heep πέραν των 1980s. Δίπλα τους, ο πάντα βροντερός Russell Gilbrook έδινε το δικό του ρεσιτάλ στα ντραμς, ο Phil Lanzon πρόσφερε την πινελιά των keyboards με αέρα Jon Lord και ο Davey Rimmer –η νεότερη προσθήκη στη σύνθεση– έδειξε ότι κατέχει επάξια το μπάσο του ιστορικού γκρουπ.

Αναμενόμενα, η συναυλία κορύφωσε προς το φινάλε, όταν πια οι Uriah Heep άφησαν στην άκρη το promo για το Living The Dream και παρέδωσαν "Gypsy", "July Morning" (σε μια θεσπέσια εκτέλεση, έστω και αν ήταν εδώ που πολλοί θυμηθήκαμε τον γλυκόλαλο David Byron, χρόνια πια πεθαμένο), "Sunrise" και "Lady In Black". Στο οποίο ο Shaw μας έβαλε να τραγουδήσουμε τα χορωδιακά, ισχυριζόμενος ότι είμαστε μακράν το δυνατότερο κοινό ανάμεσα σε 36 χώρες. Το φινάλε είχε βέβαια "Easy Livin'", μέσα σε γενική αποθέωση.

Δυστυχώς στην Ελλάδα (και όχι μόνο) κάμποσοι από τους ανθρώπους που επιδιώκουν να κάνουν «φασαρία» με τη γνώμη τους σε social media και σε ό,τι απέμεινε από τον μουσικό Τύπο είναι όχι μόνο ανίδεοι για την παρακαταθήκη τέτοιων ονομάτων, μα και επιλεκτικά είρωνες απέναντι στην επί τόσα χρόνια πορεία: o Mick Box έχει ακριβώς την ίδια ηλικία με τον Iggy Pop, αλλά ο ένας λογίζεται για παλιοδεινόσαυρος και ο άλλος ως φαινόμενο. Ευτυχώς, όμως, όσοι αποκτήσαμε rock παιδεία της προκοπής χωρίς να στοιχηθούμε πίσω από καλλιτέχνες με 0,5 καλό δίσκο μη και δεν λουστούμε στο όποιο περιστασιακό coolness, κάνουμε ακόμα sold-out τέτοιες συναυλίες στην πόλη. Γιατι ξέρουμε πόσο εγγυημένο είναι το γεγονός ότι θα περάσουμε καλά.



02 Μαΐου 2022

Let's Eat Grandma - I'm All Ears [δισκοκριτική 2018]


Μαθαίνω επέστρεψαν η Rosa Walton και η Jenny Hollingworth με το τρίτο τους άλμπουμ Two Ribbons, το οποίο τις βρίσκει να κλείνουν 9 χρόνια συν-δημιουργίας ως Let's Eat Grandma.

Ένα κάπως δύσκολο άλμπουμ, καθώς η πολυετή τους φιλία δοκιμάστηκε τόσο από δυσάρεστες συγκυρίες, όσο και από την πίεση που δημιούργησε η επιτυχία του I'm All Ears (2018), το οποίο τις βρήκε να μπαίνουν στο #28 της πατρίδας Βρετανίας, σωρεύοντας προσδοκίες, μα και συναυλιακές υποχρεώσεις. Τα 4 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στο προσκήνιο, λένε από μόνα τους πολλά. Έστω κι αν υποθέσουμε ότι κάπου μπήκε και η πανδημία στη μέση των σχεδίων τους.

Δεν τις έχω ακούσει ακόμα στις νέες τους περιπέτειες, αλλά η περίσταση δείχνει κατάλληλη για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα το 2018 για το I'm All Ears, για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Μια κλασική άσκηση στα μαθήματα γλώσσας είναι να γράψεις τη φράση «ας φάμε τα παϊδάκια» παραλείποντας τα διαλυτικά. Τα αποτελέσματα ...βγάζουν μάτι. Αναλόγως, αν γράψεις στα αγγλικά «let's eat, grandma» ξεχνώντας το κόμμα, αρχίζει να συμβαίνει κάτι πολύ λάθος.

Θέλοντας να τονίσουν την αξία τέτοιων μικρών πραγμάτων, η Rosa Walton και η Jenny Hollingworth από το Νόριτς της Αγγλίας ονόμασαν τη μπάντα τους Let's Eat Grandma χωρίς κόμμα, ρισκάροντας να γίνουν ενστικτωδώς αντιπαθείς πριν καλά-καλά ακούσει κανείς τη μουσική τους. Παρά ταύτα, βρίσκονται να λαμβάνουν διθυραμβικές κριτικές για το δεύτερό τους άλμπουμ και να βγαίνουν από το underground, μπουκάροντας στο βρετανικό top-40 (#28).

Όμως, όπως και πολλές ακόμα φασαρίες των τελευταίων χρόνων, έτσι κι αυτή μένει μετέωρη. «Φρέσκος ήχος» γράφει η μία, «κάτι περιπετειώδες» βρίσκει ο άλλος, «avant-pop» λέει κάπου μια μαρκίζα, μα εσύ αναρωτιέσαι αν έχουν κάτσει ποτέ ν' ακούσουν Knife τούτοι οι άνθρωποι ή αν έχουν τέλος πάντων κάποιο σημείο αναφοράς παλαιότερο της Lorde. Η εποχή του κάθε ανιστόρητου κεφλή που έγινε γραφιάς γιατί «το νιώθει» και της κάθε χαΐστριας που ανοίγει ένα Microsoft word και αναπαράγει όσα διαβάζει στο ίντερνετ (δημιουργώντας «ομοφωνία») είναι εδώ, μαζί μας. Σε όλο της το τραγικό μεγαλείο.

Σε μια πιο ρεαλιστική κλίμακα, το άστρο των Let's Eat Grandma λάμπει μεν, αλλά στον γαλαξία του υποσχόμενου. Λυπάμαι αν κάτι τέτοιο δεν αρκεί στα σύγχρονα παιχνίδια του εναλλακτικού hype, αλλά τα κορίτσια είναι ακόμα υπό διαμόρφωση –δεν έχουν φτάσει σε τίποτα το ουάου. 

Αν έχουν δυνάμεις; Τις έχουν. Το I'm All Ears είναι μια πιο συγκροτημένη υπόθεση από το ντεμπούτο I, Gemini (2016), με τις Walton & Hollingworth να ξεδιπλώνουν στα synths άνεση που δεν την περιμένεις, αλλά κι ένα pop αισθητήριο που αποτυπώνεται ταυτόχρονα σοβαρό μα και εν δυνάμει μαζικό, χωρίς να καταφεύγει σε αγοραία κόλπα. Στο "It's Not Just Me", μάλιστα, όπου λαμβάνουν χέρι βοήθειας σε σύνθεση και παραγωγή από τους διάσημους φίλους τους –αφενός τη Sophie, αφετέρου τον Faris Badwan των Horrors– βλέπουμε πώς αυτές οι δυνατότητες μπορούν να ανθίσουν, φτάνοντας σε ένα όμορφο pop hit. Το οποίο στήνεται μεν στην εμπειρία των συμμετεχόντων, μα περιέχει και την αλήθεια των δημιουργών του.

Μιλώντας για στίχους, οι Let's Eat Grandma αντικρίζουν τον κόσμο και τις σχέσεις από το πρίσμα της ηλικίας τους. Κι αυτό είναι πράγματι αναζωογονητικό σε ένα τερέν όπου τόσοι και τόσοι νοσταλγούν καταστάσεις τις οποίες δεν έζησαν, με ασαφείς συναισθηματολογίες που συχνά ηχούν και μεγαλίστικες. Ωστόσο δεν γράφουν και τίποτα το σπουδαίο, για το οποίο θα έπρεπε να επαινεθούν. Αν κάτι κρίνεται δηλαδή ως εδώ-και-τώρα απλά επειδή λέει «Guess I'll see you when my screen is vibrating», καήκαμε.

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι ερμηνείες είναι περιορισμένες, σχεδόν πανομοιότυπες, κομμένες σε ένα προκάτ κοριτσίστικο μοτίβο που φοριέται πολύ σε Αγγλία και Αμερική και προβλέπει και το πώς θα βγεις μπροστά στη μελωδία και το πώς θα αρθρώσεις τις λέξεις. Είναι το ίδιο προκάτ με αυτό που κάνει η Rihanna στο "Love The Way You Lie", απλά σε μια πιο alternative παραλλαγή.

Πέραν λοιπόν του "It's Not Just Me", το I'm All Ears αφήνει ορατά κέρδη μόνο κατά περίπτωση, σε τραγούδια δηλαδή σαν το "Snakes & Ladders", το "Cool & Collected", ίσως και το "Ava". Σε αυτά συντονίζεσαι πράγματι με κάτι το φρέσκο και βρίσκεις λόγους να είσαι ...all ears, περιμένοντας τη συνέχεια. Εκεί, στο μέλλον, μπορεί λοιπόν και να ακούσουμε κάτι πιο αξιοσημείωτο από τις Let's Eat Grandma. Άλλωστε το μέλλον ανήκει στους νέους, κατά κανόνα.