Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος Μπάμπης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος Μπάμπης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Οκτωβρίου 2022

Μπάμπης Παπαδόπουλος - συνέντευξη (2010)


Η δισκογραφική επιστροφή του Μπάμπη Παπαδόπουλου με το ΕΡ «IN[A]HABIT», όπου φιλοξενούνται 4 οργανικές συνθέσεις που δημιουργήθηκαν για την ομώνυμη παράσταση (σύγχρονου) χορού της ομάδας Creo Dance Company (Ιούνιος 2022), παρέχει εκ νέου επικαιρότητα στον σημαντικό αυτό μουσικό. Τον οποίον μάθαμε ασφαλώς από τις Τρύπες, μα τον ακολουθήσαμε έπειτα και στις εκλεκτικές, ιντριγκαδόρικες περιπέτειες της σόλο διαδρομής του.

Μία από αυτές, λοιπόν, ήταν και το άλμπουμ του 2010 «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου» (κι αυτό στην Puzzlemusik, όπως και το φρέσκο «IN[A]HABIT»), για το οποίο μπορείτε να δείτε και να μάθετε περισσότερα πατώντας εδώ.

Με την αφορμή της επικαιρότητας, λοιπόν, παρουσιάζεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– μια κουβέντα που κάναμε με τον Παπαδόπουλο πίσω στο 2010, τότε που έβγαλε το «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου». Πρωτοφιλοξενήθηκε στις σελίδες του περιοδικού Ήχος και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο. Η κεντρική ανήκει στον Σίμο Σαλτιέλ


Είναι δίσκος διασκευών το «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου»; Επανεκτελείτε μεν τραγούδια του παρελθόντος, αλλά τόσο η μεταχείρισή τους ως μελωδίες (χωρίς λόγια και φωνή) όσο και η απόφασή σας να συμπεριλάβετε δικές σας συνθέσεις, δημιουργούν την εντύπωση ότι έχετε προχωρήσει σε κάτι διαφορετικό...

Υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι έχουν προβεί σε επανεκτελέσεις ρεμπέτικων κομματιών, όλα αυτά τα χρόνια. Για εμένα, λοιπόν, δεν έχει ενδιαφέρον άλλος ένας τέτοιος δίσκος. Θέλησα περισσότερο, με αφορμή τα συγκεκριμένα τραγούδια, να δοκιμάσω να μεταφέρω στο σήμερα την αισθητική εκείνης της εποχής.

Γιατί επικεντρωθήκατε αποκλειστικά σε υλικό της δεκαετίας του 1930; Οφείλεται στην παραδοχή ότι κατόπιν το ρεμπέτικο ύφος μετεξελίσσεται σε λαϊκό; Και τι υπαγόρευσε την εξαίρεση του "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" –τραγούδι του 1948;

Επικεντρώθηκα στη δεκαετία το 1930 γιατί πάντα με συγκινούσε στα τραγούδια εκείνης της περιόδου η λιτότητα στη μελωδική κίνηση και η δύναμη στην έκφραση, που είναι αποτυπωμένη στις πρώτες ηχογραφήσεις. 

Όσο για το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι", πρόκειται για κομμάτι το οποίο έχει παιχτεί σε πολλές (επαν)εκτελέσεις –ακόμη κι από τον ίδιο τον συνθέτη του. Αλλά είναι η πρώτη του εκδοχή που με συγκινεί ακόμη. Μου αρέσει ιδιαίτερα το εξωτικό στοιχείο της που, τελικά, νομίζω, πάντα γοήτευε τους δημιουργούς αυτής της μουσικής.  

Υπάρχει δημιουργική συνέχεια με το «Σκηνές Από Ένα Ταξίδι» (2008); Ή ανοίγετε μια παρένθεση με το νέο άλμπουμ;
            
Υπάρχει συνέχεια. Άλλωστε φαίνεται νομίζω και από την αισθητική των δύο δίσκων. 

Παρατήρησα ότι διαλέξατε να ανασκευάσετε δύο συνθέσεις του Γιώργου Μπάτη. Οφείλεται σε κάποια προτίμησή σας στο έργο του;
                      
Τα  τραγούδια του Μπάτη είναι από τα πιο λιτά του ρεπερτορίου. Οπότε, εκτός του ότι μου ξεριζώνει την καρδιά η φωνή του και η δύναμη των μελωδιών του, μια τέτοια λιτότητα βοηθάει στην επιπλέον μελωδική και αρμονική ανάπτυξη.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει τη δυνατότητα να φέρει κοντά σας κι ακροατές που ενδεχομένως να μη σας παρακολουθούσαν. Από την άλλη, κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι ένας δίσκος «διασκευών» ως δεύτερο προσωπικό βήμα δείχνει αδυναμία εύρεσης πρωτότυπου υλικού. Σας απασχολεί η πρόσληψη του υλικού σας από το ευρύτερο κοινό;
      
Τα εξασκημένα αυτιά μπορούν να καταλάβουν την πρωτοτυπία του υλικού του άλμπουμ «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου» –όπως και τη δουλειά που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα. Σε αυτά τα αυτιά με ενδιαφέρει να φτάσει ο δίσκος. Άλλωστε η πορεία μου έχει δείξει γιατί κάνω μουσική και σε ποιους απευθύνομαι.

Σε αυτή σας την πορεία, ωστόσο, έχετε ταυτιστεί, για πολλούς, με τις Τρύπες και με το rock. Τα ρεμπέτικα ενυπήρχαν στα ακούσματά σας από το ξεκίνημά σας; Ή τα συναντήσατε αργότερα;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος στη χώρα που να μην έχει ακούσει, κάποια στιγμή στη ζωή του, έστω και τυχαία, ρεμπέτικα τραγούδια. Εμένα με έφερε ακόμη πιο κοντά τους το γεγονός ότι δούλεψα σαν μουσικός σε χώρους όπου παιζόταν αυτή η μουσική. Πράγματι, τότε εκφραζόμουν καλύτερα μέσα από το rock, αργότερα όμως και μέσα από όλες τις μουσικές τις οποίες άκουσα –και ακούω. 

Θα πρέπει  να βιώσατε από πρώτο χέρι τη ρεμπέτικη αναβίωση της δεκαετίας του 1980, ως ακροατής. Πρόσφερε κάτι στη μεταγραφή του αυθεντικού βιώματος στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης; Ή υπήρξε μια στείρα αναβίωση, βασισμένη σε έναν άγαρμπο εκσυγχρονισμό;

Δεν μπόρεσα ποτέ να ταυτιστώ με όσους «μερακλήδες» κάνουν τούμπες χορεύοντας ένα ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη ή με εκείνους που λούζουν με λουλούδια την τραγουδίστρια (ή τον τραγουδιστή) στο άκουσμα της "Γυφτοπούλας". 

Από την άλλη, μια τέτοια αναβίωση διατήρησε για τις επόμενες γενιές –μέσα από ανθρωπους που αγάπησαν το ρεμπέτικο και το αναπαρήγαγαν με σεβασμό– την τεχνική, την τεχνοτροπία και την αισθητική μιας εποχής που απετέλεσε την αρχή και τη βάση για τη εξέλιξη του μετέπειτα λαϊκού τραγουδιού. Μια γνώση που είναι καλό να την έχουμε. Κι όσον αφορά εμένα, είναι και μια πρώτη ύλη για εξέλιξη. 

Ποιες στάθηκαν οι κύριες δυσκολίες τις οποίες προέβαλλε το επιλεγμένο υλικό, όσο φτιάχνατε το άλμπουμ; Τι είχατε κατά νου να αποφύγετε;

Το πιο δύσκολο για εμένα ήταν να κάνουμε αυτά τα τραγούδια να ακουστούν με τη φυσικότητα που έχει η πρώτη τους ηχογράφηση, χρησιμοποιώντας σύγχρονες μουσικές τεχνικές. Να μην απομακρυνθούν δηλαδή από την ουσία των αυθεντικών εκτελέσεων. Αισθητικά, επίσης, ήθελα να φύγουμε από τη «μαγαζίλα» των ρεμπετάδικων, του στυλ πίνω κρασιά και ουρλιάζω ό,τι θυμάμαι από τους στίχους των τραγουδιών.

Πόσο ουσιαστική σχέση πιστεύετε ότι έχει η σημερινή νεολαία με αυτή τη ρεμπέτικη κληρονομιά, σε μια εποχή αγγλόφωνης άνθισης, η οποία έχει φέρει μαζί κι έναν σνομπισμό για ό,τι «μυρίζει» ελληνικότητα;

Δεν πιστεύω στην κληρονομιά. Η κληρονομιά σημαίνει ιδιοκτησία και κανένα είδος μουσικής δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός. Πιστεύω όμως στην έννοια της παράδοσης, από την άποψη της μεταφοράς της γνώσης, της  εμπειρίας, της αισθητικής. Όταν αυτή διαχειρίζεται με τρόπο δημιουργικό, μπορεί να φτιάξει κάτι που να τους αφορά όλους –πέρα από ηλικίες και, φυσικά, πέρα από εθνότητες. Είμαστε πολίτες μιας παγκόσμιας κοινωνίας, θέλουμε δεν θέλουμε!



22 Οκτωβρίου 2022

Μπάμπης Παπαδόπουλος - Μουσική Για Την Παράσταση Χορού «Βορεάδες» [δισκοκριτική, 2018]


Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο τον (πρωτ)αγαπήσαμε ως κιθαρίστα στις εμβληματικές Τρύπες και τον επαν-εκτιμήσαμε μετά τη διάλυσή τους, μέσω της περιπετειώδους ηχητικής διαδρομής που χάραξε ως σόλο καλλιτέχνης. 

Τμήμα της τελευταίας ήταν και δίσκος-soundtrack που υπέγραψε στα τέλη του 2018 για την παράσταση «Βορεάδες» της ομάδας σύγχρονου χορού Creo Dance Company, ο οποίος εκδόθηκε από την Puzzlemusik. 

Τώρα, το ανήσυχο label του Χρήστου Αλεξόπουλου επαναφέρει τον Θεσσσαλονικιό δημιουργό στο προσκήνιο με μια νέα συναφή δουλειά: ένα ΕΡ ονόματι «IN[A]HABIT», όπου περιέχονται 4 οργανικές συνθέσεις που έντυσαν μία ακόμα παράσταση της  Creo Dance Company –την ομώνυμη, που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο στο Σύγχρονο Θέατρο.

Μια καλή αφορμή, επομένως, για επιστροφή στους «Βορεάδες». Το αρχικό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Στα 18 χρόνια που κύλησαν αφότου διαλύθηκαν οι Τρύπες, οι περισσότεροι από τους παλιούς fans ακολούθησαν τον Γιάννη Αγγελάκα. Σε διάφορες φάσεις μιας αποσπασματικής μα επιτυχημένης προσωπικής καριέρας, από την οποία αν μη τι άλλο δεν έλειψε η ανησυχία, παρά την ...ανησυχητική σύγκλιση με το κοινό των έντεχνων συναυλιών. Όμως –αναπάντεχα ίσως, με βάση το τι θα προβλέπαμε πίσω στο 2001– την έκπληξη έκανε τελικά η πιο συνεπής στις δισκογραφικές της παρουσίες, αλλά (συγκριτικά) αποτυχημένη ως προς την ευρύτερη απήχησή της σόλο πορεία του Μπάμπη Παπαδόπουλου. Και το soundtrack που έφτιαξε για τους «Βορεάδες» έρχεται να σφραγίσει αυτή την εντύπωση.    

Η λέξη «έκπληξη», βέβαια, ίσως έχει χάσει το εκτόπισμά της έτσι όπως καταστρατηγήθηκε από τους μουσικογραφιάδες του νέου μιλένιουμ, συχνά κολλώντας δίπλα σε πράγματα τα οποία δεν διέκρινε τίποτα το αναπάντεχο (πόσο μάλλον το εκπληκτικό). Όμως στέκει κυριολεκτικά, αν συμπυκνώσουμε τις καταγραφές του Μπάμπη Παπαδόπουλου: ο 20άρης που στα μέσα των 1980s ξεπατίκωνε με πάθος τα κιθαριστικά διδάγματα των Gang Of Four, μετασχηματίστηκε στον 35άρη που και την Αγρύπνια του Θανάση Παπακωνσταντίνου ενορχήστρωσε με φρεσκάδα και δίπλα στον ευρωπαϊκών προδιαγραφών αυτοσχεδιασμό του Φλώρου Φλωρίδη μπόρεσε να σταθεί (2002). Κατόπιν, το 2010, έγινε ο 40άρης του δίσκου Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου (δείτε εδώ), ο οποίος φαντάστηκε εκ νέου τα ρεμπέτικα δεδομένα του μακρινού Μεσοπολέμου· και, πλέον, ο 50άρης που φέρνει το αναγνωρίσιμο ηλεκτρικό του παίξιμο να συγκατοικήσει με ηλεκτρονικά στοιχεία.

Στους «Βορεάδες», λοιπόν, ο Παπαδόπουλος είναι το απόσταγμα όλων των παραπάνω, μα την ίδια στιγμή και κάποιος άλλος· μια καινούρια εκδοχή του καλλιτέχνη που ξέρουμε. Εκείνος επενδύει μια παράσταση σύγχρονου χορού της Creo Dance Company (σε χορογραφία-έρευνα της Πωλίνας Κρεμαστά) με 5 ορχηστρικές συνθέσεις συνολικής διάρκειας 54 λεπτών, ενώ εμείς έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε την ηλεκτρική του κιθάρα να ψηλαφεί τη θέση της σε ένα αρκετά πυκνό ηλεκτρονικό τοπίο, αρθρωμένο με λούπες, λογιών-λογιών εφέ και samples. Κι αν κάτι πρέπει να τονιστεί με έμφαση, είναι ότι η κιθάρα δεν ψάχνει απλά να χωρέσει ή να βολευτεί (έστω και τσίμα-τσίμα), ώστε να πετύχει η επιδιωκόμενη συμπόρευση. Ίσα-ίσα, αναζητεί το πώς θα συνυπάρξει ουσιαστικά. Κι αν εξαιρέσεις την επαναληπτική τροχιά του "Αέναος", η οποία ίσως δοκιμάζει την υπομονή σου από τη στιγμή που υπερβαίνει το 8ο/9ο λεπτό, τους βρίσκει τους τρόπους, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα κομμάτια "Στην Κοσμόπολη" και "Περιπλανώμενος".

Κάτι εξίσου σημαντικό είναι ότι όλα τα ηλεκτρονικά  προέρχονται από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο. Πρόκειται για σημείο-κλειδί, αφενός γιατί δεν έχουμε κάποιο δεύτερο πρόσωπο να κομίζει το εν λόγω σύμπαν των ήχων, αφετέρου γιατί όλες αυτές οι λούπες, τα samples και τα εφέ δεν εδράζονται στη νοσταλγία για τα 1980s ή τα 1990s την οποία κουβαλούν πολλά από τα «μπλιμπλίκια» που κυριαρχούν εκεί έξω, επιβραβευόμενα για την αμετροεπή τους ρετρομανία. Αντιθέτως, ο χαρακτήρας τους είναι σύγχρονος. Κάτι που και την κεντρική ιδέα των «Βορεάδων» υπηρετεί έξοχα (το χτίσιμο δηλαδή μιας νέας κοινότητας, βάσει παλαιότερων υλικών), μα και το αυτί ιντριγκάρει, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ωραία που προκύπτουν από την εμπλοκή της ηλεκτρικής κιθάρας. 

Ασφαλώς, κάθε κριτική σε soundtrack που αγνοεί το έργο για το οποίο έχει εξαρχής γραφτεί (όπως η παρούσα), υπόκειται σε μια σημαντική έλλειψη: διαφεύγει η λειτουργική σύνδεση της μουσικής με τα δρώμενα. Εν προκειμένω, μπορείς ίσως να φανταστείς ότι μια σύνθεση σαν την "Απόγειο" θέλει να εκφράσει τα παλλόμενα βήματα των χορευτών και την κίνηση εκείνη που ξεκινά από τη γη και πορεύεται ανοδικά· όμως λείπει η από πρώτο χέρι εμπειρία και ελλοχεύει έτσι εκείνο το φριχτό, αγοραίο τσιτάτο «σου δημιουργεί εικόνες στο μυαλό». 

Ευτυχώς, η δουλειά του Παπαδόπουλου διαθέτει επαρκή αυταξία, ώστε να μπορεί να ακουστεί –άρα και να αποτιμηθεί– (και) ανεξάρτητα από την παράσταση της οποίας υπήρξε οργανικό μέρος. Είναι ένα χάρισμα που το διακρίναμε και στο παρελθόν, με το soundtrack του λ.χ. για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Το Μικρό Ψάρι» (2014). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, οι «Βορεάδες» θα ξαναπαιχτούν στην Αθήνα  (θέατρο Ροές, για 4 παραστάσεις), για όσους ενδιαφέρονται να διαπιστώσουν τι πέτυχε το score και ως προς τη λειτουργικότητά του.



09 Απριλίου 2021

Μπάμπης Παπαδόπουλος: Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου [δισκοκριτική, 2010]


Ένας από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που βγήκαν μεταξύ 2010 και 2020 ήταν και το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου του Μπάμπη Παπαδόπουλου (2010). Ο Θεσσαλονικιός κιθαρίστας έγινε βέβαια γνωστός ως μέλος των Τρύπες, αλλά, από τη διάλυσή τους (2001) και μετά, παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα δισκογραφία βασισμένη σε διαφορετικές μουσικές ανησυχίες –βλέπε λ.χ. τη συνεργασία του με τον Φλώρο Φλωρίδη για το F.L.O.R.O. II: Fictional Lies On Right Occasions (2002).

Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο είχα την τύχη να τον φιλοξενήσω και στο ραδιόφωνο παλιότερα, σε κάποια Συχνοτική Συμπεριφορά που είχα κάνει σόλο στα χρόνια του 105,5 Στο Κόκκινο, λόγω ανέλπιστου κωλύματος του Στυλιανού Τζιρίτα. Δυστυχώς δεν έχω το σχετικό αρχείο (κάναμε μαλακίες με τη φύλαξη των εκπομπών μας), θυμάμαι πάντως ότι είναι άνθρωπος μετρημένος, συγκροτημένος και συγκεκριμένος, με εύρος μουσικών γνώσεων. 

Αν και έχω παρακολουθήσει όλη τη σόλο δισκογραφία του, στην οποία υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα άλμπουμ, νομίζω ότι το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου είναι το καλύτερο ανάμεσά τους. Με αφορμή λοιπόν την προ λίγων ημερών επανακυκλοφορία του από την Puzzlemusik –με νέο mastering από τον Τίτο Καργιωτάκη (ο οποίος είχε επιμεληθεί κι εκείνο της πρώτης έκδοσης)– αναδημοσιεύεται σήμερα η κριτική που είχα γράψει 11 χρόνια πριν για λογαριασμό του Avopolis, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Σημειωτέον, η πρώτη έκδοση του Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια. Η επανέκδοση, επίσης, συμπίπτει με τους εορτασμούς για τα 15 χρόνια της Puzzlemusik του Χρήστου Αλεξόπουλου, οι οποίοι αναμένεται να κορυφωθούν το φθινόπωρο. 


Όχι, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν το έριξε στις μάγισσες και στους δράκους. Μια σημειολογική δήλωση για το πού κινείται η νέα του δουλειά κάνει. Μια έξυπνα δοσμένη δήλωση, σε υπέροχο «πακέτο» με το χοντρό χαρτόνι του artwork, καρπό έμπνευσης του Σίμου Σαλτιέλ. 

Υπόγεια και διακριτικά, ο τίτλος παραπέμπει στον Πειραιά –γνωστό κάποτε ως Πόρτο Δράκο. Και το χαρτόνι σε πράγματα παλιά. Γιατί όντως με πράγματα παλιά, πολύ παλιά και περαιώτικα, καταγίνεται ο Μπάμπης Παπαδόπουλος στο Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου. Εφιστώντας την προσοχή μας όχι τόσο στη διαχρονικότητά τους (καθότι μάλλον δεδομένη), όσο στον τρόπο με τον οποίον μπορούν να αναπνεύσουν στο σήμερα. 

Ίσως προξενήσει εντύπωση σε κάποιους ότι ο Παπαδόπουλος καταγίνεται εδώ με ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1930 –συν το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" του Απόστολου Καλδάρα (1948). Αποτελεί έκπληξη, ακόμα και για έναν μουσικό ο οποίος στο διάβα του χρόνου απέδειξε τις ποικίλες ανησυχίες του: Τρύπες, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σκηνές Από Ένα Ταξίδι. Ρεμπέτικα λοιπόν του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιώργου Μπάτη, του Βαγγέλη του Παπάζογλου, σε οργανικές εκδοχές για κιθάρα, μπουζούκι, κοντραμπάσο και πιάνο. Συνοδοιπόροι του Παπαδόπουλου, αντίστοιχα, ο Δημήτρης Βλαχομήτρος, ο Διονύσης Μακρής (καμία σχέση με τον «ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση», εκείνος λέγεται Συντριβάνης) και ο Γιώργος Χριστιανάκης. Όλοι τους άξιοι μουσικοί, που κατέθεσαν εδώ μεράκι, εμπειρία και δεξιοτεχνία. Όμως μην περιμένετε τα γνωστά: Βαμβακάρης, αλλά όχι "Φραγκοσυριανή" μα ο "Σινάχης" από το 1934· Παπάζογλου, αλλά όχι τα "Λεμονάδικα" μα η "Καλόγρια" (1937). Και το "Μινόρε Της Αυγής" μεν, στην πρώτη του δε εκδοχή, δηλαδή το "Μινόρε Του Τεκέ" του Ιωάννη Χαλικιά (1932). 

Είναι δίσκος διασκευών, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι παραπάνω. Ο Παπαδόπουλος ξεγυμνώνει από τη μία ένα δεδομένο υλικό και ξυπνά τη μνήμη του και το αποτύπωμά του στο πολιτισμικό μας DNA. Αλλά το φαντάζεται εντελώς διαφορετικά, με έναν σύγχρονα δημιουργικό τρόπο. Γι’ αυτό και οι ατονάλ απομακρύνσεις από τη βάση περιστροφής των αρχικών μελωδιών, γι’ αυτό και νιώθει ελεύθερος να εντάξει στη ροή τρία "Ίντρο" δικής του σύλληψης, όπως κι ένα "Φινάλε". Ούτε βάζει τον εαυτό του δίπλα-δίπλα με τους μάγκες εκείνους, ούτε τους χαλάει την πιάτσα: αρμονικότατα κολλάνε οι μελωδίες του Παπαδόπουλου δίπλα στο ανασκευασμένο παρελθόν, ειδικά εκείνο το δεύτερο "Ίντρο" προτού το "Μινόρε Του Τεκέ". Και την κιθαριστική του δεξιοτεχνία την τιθασεύει: τη θέτει στην υπηρεσία των συνθέσεων, δεν την καθιστά αυτάρεσκο πρωταγωνιστή. Το ξέρουμε βέβαια αυτό για τον Παπαδόπουλο. Αλλά δεν βλάπτει να το επισημάνω, με δεδομένο το πόσοι συνάδελφοί του ολισθαίνουν (διεθνώς) στη φλυαρία, μόνοι ή με τα συγκροτήματά τους.

Γνωρίζω αρκετούς άξιους εγχώριους δημιουργούς οι οποίοι ρίχτηκαν στην πάλη με διεθνή πρότυπα, επιθυμώντας να βάλουν μια προσωπική σφραγίδα. Και αρκετούς οι οποίοι ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετεξέλιξη του ό,τι θεωρούσαν «παράδοση». Όμως –με την εξαίρεση του Μάνου Χατζιδάκι σε εκείνο το Πασχαλιές Μέσα Από Τη Νεκρή Γη τόλμημά του (1962)– δεν γνωρίζω κανέναν άλλον που να κοίταξε με τόση παρρησία, ευθεία στα μάτια, τη ρεμπέτικη κληρονομιά μας· με έγνοια όχι να τη διαφυλάξει και να την αναβιώσει, μα να τη μετασχηματίσει σε κάτι το απόλυτα σύγχρονο. Αν πέτυχε ο Παπαδόπουλος; Βασικά, ναι. Μπορεί να υπήρξαν σημεία αποπροσανατολισμού, ουδέποτε όμως ολίσθησε στη φλυαρία, ούτε και αυτοπαγιδεύτηκε σε ακαδημαϊσμούς. Λαμπρά παραδείγματα επιτυχίας η "Γυφτοπούλα" του Μπάτη, η "Καλόγρια" και ο "Σινάχης". Όχι μόνο ως εκτελέσεις, αναφέρομαι κυρίως στην προσέγγιση.

Θα το προχωρήσω και παραπέρα: δεν έχει (τόση) σημασία το πόσο πέτυχε ο Παπαδόπουλος κι αν μπορεί να επιτύχει και περισσότερα με περαιτέρω εξερευνήσεις. Ακόμα κι όσοι βρουν το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μια δουλειά η οποία περισσότερο θα τους ιντριγκάρει με την πρωτοτυπία της, παρά με τα αποτελέσματά της, πρόκειται για έναν από τους πιο γενναίους ελληνικούς δίσκους των τελευταίων χρόνων. Δίσκο που θέτει πολύ σπουδαία ζητήματα –κυρίως αυτό της συνδιαλλαγής με την ελληνικότητα και με την παράδοσή μας σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον και την επανατοποθέτησή τους στο τελευταίο με μη μουσειακό/ρετρολάγνο τρόπο. 

Για τον ίδιο τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μπορεί να αποδειχθεί πρώτο σκαλοπάτι προς ένα σπουδαίο δημιουργικό μέλλον. Αλλά, αν παράλληλα οι συγκυρίες το βοηθήσουν να μη χαθεί στη δίνη του ΔΝΤ (και λοιπών συμφορών) και βρεθούν άνθρωποι να ακούσουν με προσοχή τα όσα επιχειρούνται εδώ, δεν αποκλείεται να φτάσουμε να μιλάμε για έναν δίσκο ο οποίος θα καθορίσει πράγματα και εξελίξεις, ανοίγοντας πόρτες προς το μέλλον. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τέτοιου είδους πόρτες: ανοίγουν συχνά-πυκνά στο σώμα της μουσικής, δίχως να διαβαίνονται όλες στο σωστό τάιμινγκ. Η εγχώρια δημιουργία δεν έχει πάντως την πολυτέλεια να χάσει τούτη εδώ.