Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sigmatropic. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sigmatropic. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27 Σεπτεμβρίου 2023

Sigmatropic - συνέντευξη (2014)


Με τους Sigmatropic του Άκη Μπογιατζή είχαμε συναντηθεί το 2007, με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Dark Outside», για μια εκτενή συζήτηση που κατέληξε στις σελίδες του περιοδικού Sonik (δείτε εδώ). Νομίζω ότι αργότερα πέρασε και στο Avopolis, τεμαχισμένη όμως σε δύο μέρη, απόφαση που δεν ήταν δική μου, καθώς τότε δεν είχα αναλάβει, ακόμα, την αρχισυνταξία του site.

Μιας και γίναμε φίλοι με τον Άκη Μπογιατζή στο Facebook αυτές τις μέρες, όμως, σκάλισα λίγο στο αρχείο και είδα ότι εκείνη η συνέντευξη δεν ήταν και η μοναδική που είχαμε κάνει. 7 χρόνια αργότερα, δηλαδή, τον Δεκέμβριο του 2014, ξαναβρεθήκαμε με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Dead Computer Blues», αυτή τη φορά για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος.

Η κουβέντα που κάναμε, λοιπόν, βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στις σελίδες αυτού και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η χρησιμοποιούμενη κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο


Για σας που το δημιουργήσατε, σε τι διαφοροποιείται το «Dead Computer Blues» από τις μέχρι τώρα δουλειές των Sigmatropic; Και ως προς τι αποτελεί φυσική συνέχεια εκείνων;

Στο τελευταίο μας άλμπουμ έχουμε προσεγγίσει την παραγωγή μέσα από μια «παραδοσιακή» οδό· οι βασικές ιδέες, δηλαδή, δουλεύτηκαν και ενορχηστρώθηκαν από όλα τα μέλη μαζί. Γι' αυτό, πιστεύω, η μουσική αποδίδεται με μια εσωτερική δύναμη, που –εγώ τουλάχιστον– είχα να τη βιώσω από την εποχή των Libido Blume. 

Κατά συνέπεια, ο ήχος μας έχει και περισσότερη ομοιογένεια. Τώρα, από την πλευρά των ιδεών, το Dead Computer Blues αγκαλιάζει ένα ευρύτερο (σε σχέση με τα παλιότερα άλμπουμ μας) υποσύνολο της μουσικής, συνεχίζοντας και ενισχύοντας την τάση που διαφαινόταν ήδη από το «Dark Outside» (2007).

Μα είναι νεκρός ο υπολογιστής; Ίσα-ίσα, θα έλεγε κανείς ότι από τότε που του είπαν εκείνο το περίφημο "ΟΚ" οι Radiohead, όχι μόνο ζει, μα βασιλεύει κιόλας –διαφεντεύοντας τις ζωές μας με τρόπους που δεν φανταζόμασταν...

Ακριβώς! Αποτελεί περίπου μια ιστορία επιστημονικο-πολιτικής φαντασίας. Φανταστείτε λοιπόν τα δακρύβρεχτα μπλουζ (τις «μαύρες μας», θα λέγαμε στα ελληνικά) αν ξαφνικά ο υπολογιστής πέθαινε, εξαφανιζόταν, αν ξαφνικά ο συλλογικός εθισμός της Ανθρωπότητας γινόταν καπνός. 

Μια τέτοια αλληγορία προτάσσει αυτό το κομμάτι, που από μια άποψη υιοθετείται και από το ίδιο το συγκρότημα στη μουσική καθημερινότητά του: εκεί που ο υπολογιστής είχε γίνει η ραχοκοκαλιά του ήχου μας στην ηχογραφημένη και στη ζωντανή μας εκδοχή, τώρα πρωταγωνιστεί ο ηλεκτρισμός, οι φωνές, ο «ανθρώπινος» ρυθμός. Ο υπολογιστής, βλέπεις, είχε την εξ υποθέσεως θέση του στους Sigmatropic από το 1997, ελλείψει ανθρώπινης επαφής. 

Το άλμπουμ θίγει την προσωπική κρίση που όλοι βιώνουμε αυτήν την εποχή. Θα οδηγηθούμε, κατά τη γνώμη σας, σε μια νέα κοινωνία; Και πώς τη βλέπετε αυτήν, ως καλύτερη της σημερινής ή χειρότερη;

Δεν είμαι προφήτης (περί προφητών, στην επόμενη ερώτηση). Ξέρω μόνο ότι οι «νέες» δυνατότητες, με τις υποτιθέμενες ελευθερίες που υπόσχονται (το ίντερνετ, ο υπολογιστής, για άλλη μια φορά), με κάποιον αδιαφανή τρόπο εξύφαναν το ακριβώς αντίθετο σκηνικό: τον μεσαίωνα που ακριβώς βιώνουμε τώρα, με τη βάναυση στέρηση των ελευθεριών, με το φίμωμα όσων φωνών έχουν κάτι διαφορετικό να πουν, με την κατευθυνόμενη οικονομική κρίση κλπ. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η απόλυτη δημοκρατία του ίντερνετ ήρθε λίγο πρώιμα, σε μια στιγμή που δεν ήμαστε ακόμα έτοιμοι;

Τι βρήκε αλήθεια ο Ιησούς, όταν περπάτησε στους Δρόμους της Αθήνας μας; 

Στην πόλη της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, ο Χριστός έκανε ένα φανταστικό ταξίδι και συνάντησε λυσσαλέο ανταγωνισμό. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν πράγματι ο Χριστός επισκέφτηκε την Αθήνα. Υπάρχουν βλέπεις αυτά τα μυστηριώδη χρόνια, από τότε που ήταν 12 χρονών μέχρι το σημείο που τον παρακολουθούν τα Ευαγγέλια. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τότε Αθήνα ήταν ένας φάρος του πολιτισμού σε παρακμή: θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία της και «διηγώντας τα, έκλαιγε».

Στο παραμύθι λοιπόν που εξιστορείται στο "When Jesus Walked The Streets Of Athens", πολλοί τον αντιμετώπισαν σαν ξενόφερτο, ο οποίος ήρθε να κλέψει τις καρδιές εκείνων που μέχρι τότε ήταν δοσμένοι αλλού. Σε όλα τα συστήματα υπάρχει άλλωστε μια «αντίδραση - σοκ» προς το καινούριο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τη σταύρωση. Μέχρι που η πιο ψύχραιμη ματιά θα αποφασίσει, κάποτε, εάν πράγματι πρόκειται για κάτι σημαντικό ή όχι. 

Γιατί νιώσατε την ανάγκη να επανεκτελεστεί το "Off Hand" των Libido Blume;

Είναι απλά το αγαπημένο μου κομμάτι από τη δισκογραφία των Libido, σύνθεση του Δημήτρη Στεργίου. Ήθελα έτσι να υπάρχει μια σύγχρονη μορφή κάποιου κομματιού των Libido Blume στο συγκεκριμένο άλμπουμ, και κατέληξα σε αυτό. 

Ανήκετε στα συγκροτήματα τα οποία όρισαν για πολλούς μουσικόφιλους το τι σήμαινε εγχώριος alternative ήχος (ασχέτως ροκ ή ηλεκτρονικών κατευθύνσεων). Τώρα που οι καιροί έχουν αλλάξει και το alternative βρίσκεται περισσότερο στον αφρό –έχοντας γίνει ακόμα και μόδα– νιώθετε πως ανήκετε ακόμα στην ευρύτερη οικογένειά του;

Πράγματι, ο ήχος των περισσότερων συγκροτημάτων και μουσικών έχει αγκαλιάσει τα χαρακτηριστικά αυτού που χαρακτηρίζεται ως alternative. Ο ήχος, όμως, είναι απλά μια συνιστώσα της μουσικής. Όπως και να έχει, θεωρώ πως το alternative είναι μια δυναμική κατάσταση σε σχέση με τη μουσική που επικρατεί. 

Εάν δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής παραγωγής σήμερα ακούγεται ως alternative, τότε το πραγματικό alternative θα πρέπει να μετακινηθεί κάπου αλλού (γιατί το αντιλαμβάνομαι ως «εναλλακτικό σε σχέση με την επικρατούσα τάση»). Από την πλευρά του ακροατή, τα πράγματα εξελίσσονται αντίστοιχα: τα πρώτα δείγματα του alternative μπορεί να ακούγονται «ξένα» στον μέσο ακροατή. Εάν όμως τύχει να έχουν οι μουσικές αυτές ικανοποιητική έκθεση στα media, το αφτί του κάποτε εξοικειώνεται. Οπότε το πραγματικό alternative θα πρέπει –και από αυτήν τη σκοπιά– να είναι κάτι «άλλο». 

Η δική μας μουσική, ιδιαίτερα στο «Dead Computer Blues», πιστεύω ότι κινείται μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών (ειδών, τάσεων κλπ.). Εδώ έχουμε βγάλει στην επιφάνεια περισσότερο τις μπλουζ καταβολές μας, και εν γένει υπενθυμίζουμε ότι τελικά είμαστε ένα ροκ εν ρολ συγκρότημα.

Το "Spaceface" δανείζεται έναν στίχο από τον David Bowie. Ποιες είναι, για εσάς, οι καλλιτεχνικές του κορυφές και γιατί;

Το «Ziggy Stardust» είναι από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ροκ/ποπ μουσικής. Με είχε συναρπάσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τα μάτια εξωγήινου που έβλεπα στις φωτογραφίες να κάνει ο Bowie στο "Moonage Daydream", τοποθετώντας τα χέρια του ανάποδα επάνω στα μάτια του. Μου είχε κάνει εντύπωση και η όλη ατμόσφαιρα, η οποία αντλούσε από αξίες της επιστημονικής φαντασίας –πάντα με σαγήνευε αυτό το είδος. Και η μουσική όμως ήταν «λαμπερή», με τονισμένα όλα τα στοιχεία που περίμενα να ακούσω. Στα αφτιά μου ηχούσε λοιπόν σαν ό,τι πιο τέλειο υπήρχε, για πολλά χρόνια.

Δημιούργησε ευκαιρίες το «Sixteen Haiku And Other Stories», 11 χρόνια πριν, για να βρείτε διέξοδο για το εξωτερικό; Και αν ναι, τι σας σταμάτησε; 

Η τωρινή μου εκτίμηση είναι, ναι. Δημιούργησε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία, να βρει απήχηση η δουλειά αυτή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Από καλλιτεχνικής πλευράς το έδαφος ήταν, πιστεύω, πρόσφορο. Απλά υπήρξε μια ατολμία στις αποφάσεις και στο οργανωτικό επίπεδο. 

Τι σχέδια περιλαμβάνει το άμεσο μέλλον σας; Θα εμφανιστείτε συναυλιακά; 

Το άλμπουμ αυτό είναι ίσως το πιο «έτοιμο» για τη συναυλιακή του εκφορά, ακριβώς επειδή η επεξεργασία του έγινε συλλογικά, από τους ίδιους ανθρώπους που στελεχώνουν και το live σχήμα. Μέχρι λοιπόν το τέλος της χρονιάς θα έχουμε εμφανιστεί 2 φορές, ενώ με το νέο έτος έπονται και άλλες εμφανίσεις –τόσο στην Αθήνα, όσο και εκτός Αθήνας.



01 Σεπτεμβρίου 2021

Sigmatropic - συνέντευξη (2007)


Παρά τις ζέστες του φετινού Αυγούστου και την απογοήτευση που σκόρπισε αφενός η μαυρίλα των καταστροφικών πυρκαγιών, αφετέρου οι νέες ανησυχίες που πυροδοτεί ο κορωνοϊός, η –απρόθυμη, για την ώρα– είσοδος του Αργύρη Ζήλου στο Facebook έδωσε την κατάλληλη αφορμή. Τα απαραίτητα τηλεφωνήματα διασαφήνισαν λοιπόν τις λεπτομέρειες και μια μικρή ομήγυρη πέρασε ένα μεσημερο/απόγευμα τρώγοντας, πίνοντας και κουβεντιάζοντας για μουσική. Στην πορεία, μάλιστα, συνδεθήκαμε ακόμα και με Σπάρτη, για μια σύντομη συνομιλία με τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Από το τραπέζι μας πέρασαν οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Steely Dan, αλλά και οι Mr. Big(!) με τον Yngwie Malmsteen, με τις κουβέντες να φτάνουν μέχρι τους Public Enemy, τους Wu-Tang Clan και τον ...Μιχάλη Ρακιντζή. Την παράσταση έκλεψε όμως το τηλεοπτικό soundtrack του Ρόμπερτ Ουίλιαμς για τη Λάμψη του Νίκου Φώσκολου (για την περίφημη πρώτη σαιζόν του 1991), το οποίο αλιεύτηκε απροσδόκητα από τη δισκοθήκη του Αργύρη, γενόμενο μέχρι και αντικείμενο selfie. Πλέον βρίσκεται στα χέρια της Χριστίνας Κουτρουλού, συντάκτριας στο MiC και στο Lung. Ποιος ξέρει, ίσως το αξιοποιήσει σε κάποιο Free Range ραδιοφωνικό ραντεβού το φθινόπωρο στο Μεταδεύτερο, πρώτα ο Θεός.

Σε κάποιο σημείο, η κουβέντα μας στράφηκε και στους Sigmatropic. Και όλοι είχαμε να ανακαλέσουμε έναν σταθμό της πορείας του συγκροτήματος του Άκη Μπογιατζή, στον οποίον κάποτε σταθήκαμε ιδιαιτέρως. Ο αρχισυντάκτης του MiC, Αντώνης Ξαγάς, ανέφερε λ.χ. το ντεμπούτο Random Walk στη Hitch-Hyke (1998), ενώ ο Θανάσης Μαρκατάς θυμήθηκε την αγγλόφωνη εκδοχή του περίφημου δίσκου τους με τα χαϊκού (Sixteen Haiku & Other Stories, 2003). Κι εγώ, σιωπηλά, αναρωτήθηκα πότε να ήταν που πήγα στο σπίτι του Μπογιατζή, για μια συζήτηση στην οποία είχαν επίσης δώσει το παρών η Άννα Καρακάλου και ο Πάνος Σκούρτης (τότε μέλη στη μπάντα).

Ανατρέχοντας κατόπιν στα αρχεία μου, βρήκα ότι αυτό συνέβη το 2007, με αφορμή την τότε έκδοση του τελευταίου τους δίσκου για την Hitch-Hyke, Dark Outside. Μάλιστα, είχαμε και τότε καταστροφή από δασικές πυρκαγιές, στην Πελοπόννησο κυρίως (και δη στην Ηλεία), οι οποίες άφησαν πίσω τους 84 νεκρούς. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, για πρώτη φορά ολόκληρη στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Πλέον το Sonik έχει πάψει να βγαίνει, ενώ χάσαμε και τους Sigmatropic, οι οποίοι δείχνουν να έχουν σιωπήσει δισκογραφικά μετά το EP Every Soul Is A Boat του 2015, το οποίο κόπηκε σε 1000 αντίτυπα πορτοκαλί βινυλίου (για τη Record Store Day εκείνης της χρονιάς), φιλοξενώντας συμμετοχές από τον Jim White και τον Mick Harvey. Κάπου τότε έδωσαν θυμάμαι και μια συναυλία στο Ρομάντσο. Ζουν πάντως ακόμα στη μνήμη κάποιων τουλάχιστον από μας. Κι αυτό, δεν ξέρω, δίνει πάντοτε την αφορμή για να υπάρξει μια (όποια) συνέχεια. Ακόμα και στους ιδιαιτέρως χαλεπούς πια καιρούς μας.


(όλες οι απαντήσεις από τον Άκη Μπογιατζή, εκτός αν αναγράφεται κάτι διαφορετικό)

Λείψατε καιρό. Και, δισκογραφικά μιλώντας, τέτοια διαστήματα απουσίας θεωρούνται επικίνδυνα. Νιώσατε την ανάγκη να κάνετε ένα διάλειμμα μετά τα Χαϊκού;

Δεν ήταν τόσο ανάγκη, όσο αναγκαιότητα. Το υλικό που απάρτισε το Dark Outside ήταν κατά 95% έτοιμο εδώ και σχεδόν έναν χρόνο. Αν μάλιστα είχαν επισπευστεί τα πράγματα, θα μπορούσε ίσως να ήταν έτοιμο εδώ και 2 χρόνια. Όλοι το γνωρίζαμε, τόσο εμείς όσο και η εταιρεία, ότι 4 χρόνια κενό από τον προηγούμενο δίσκο δεν είναι και το καλύτερο. Αλλά εξαιτίας παραμέτρων οικονομικών και management, αυτή η στιγμή κρίθηκε κατάλληλη για την κυκλοφορία. 

Συμφωνείτε ότι, ως πνεύμα, η νέα σας δουλειά παραπέμπει περισσότερο στο Random Walk (1998),  παρά στα Δεκαέξη Χαϊκού (2002-2003); 

Από πλευράς τραγουδοποιίας, εγώ το θεωρώ ως μια φυσική συνέχεια των Χαϊκού. Αλλά στιλιστικά και από πλευράς φόρμας, ίσως να 'χεις δίκιο. Ίσως να παραπέμπει περισσότερο στο Random Walk, με την έννοια του ραδιοφωνικού τραγουδιού των 3-4 λεπτών, παρά στα Χαϊκού, μερικά από τα οποία τελείωναν πριν καλά-καλά καταλάβεις τι συμβαίνει. 

Υπάρχει κάποιο concept στο Dark Outside

Ενιαίο concept δεν υπάρχει. Μόνο μια ιδέα που προέκυψε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας των τραγουδιών, να υπάρχουν δηλαδή διάφορα χρώματα –γι' αυτό και ονομασίες όπως "Blue Side Of The Sun" ή "Red Across The Sand". Η ιδέα του Dark Outside ως τίτλου επιλέχθηκε γιατί, παρά τις δυσοίωνες επιφανειακά παραπομπές, κρύβει στο βάθος του μια ελπίδα. Έξω δηλαδή μπορεί να είναι σκοτάδι, μέσα όμως κάτι γίνεται, κάτι σχετικό με το φως· ειδάλλως δεν θα ένιωθες το εξωτερικό σκοτάδι. 

Το κομμάτι "Dark Outside", τώρα, είναι άλλη ιστορία: υπάρχει εδώ μια επιρροή που ίσως κάποιος την εντοπίσει διαβάζοντας τις ευχαριστίες στα credits του δίσκου. Τελευταία-τελευταία, δηλαδή, βρίσκεται μια ευχαριστία προς τον Shel Silverstein, έναν Αμερικάνο ποιητή και στιχουργό, ο οποίος στη δεκαετία του 1970 έγινε διάσημος χάρη στη συνεργασία του με το συγκρότημα Dr. Hook & The Medicine Show, καθώς έγραψε τους στίχους για τη μεγάλη τους επιτυχία "Sylvia's Mother" (1972). Το τραγούδι ήταν μάλλον θλιβερό, εκείνος όμως έγραφε χιουμοριστικά ποιήματα. Όταν τα πρωτοανακάλυψα ήταν τόσο ξεκαρδιστικά, που με θυμάμαι να κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια για μια βδομάδα! Από αυτό το κλίμα προέκυψε το τραγούδι μας. 

Στο site σας όμως εντοπίσατε και μια αναλογία μεταξύ του τίτλου του άλμπουμ και της γενικότερης πραγματικότητας στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι;

Υπάρχει αν θες μια αναλογία με την κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Εδώ και πολλά χρόνια, οι καιροί στους οποίους ζούμε είναι σκοτεινοί καιροί. Και πολύ φοβάμαι ότι η κατάσταση επιδεινώνεται με σταθερό ρυθμό και κανείς δεν ξέρει αν αυτό το πράγμα κάποτε θα αναστραφεί. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, η καταστροφή που έγινε αυτό το καλοκαίρι ήταν τρομακτική. Θυμάμαι να περπατάω έξω και να μη βλέπω ούτε μια χαρούμενη φάτσα. Δεν υπήρχε κάτι που να σε ωθεί σε μια πιο αισιόδοξη σκέψη. 

Μου έκανε εντύπωση το πόσα πράγματα σας απασχολούν, χαζεύοντας στο site σας. Είχατε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, ας πούμε, για την επίθεση ενάντια στον Δαρβίνο...

Για να κατανοήσει κανείς όλα όσα μας απασχολούν, μπορεί να χρειάζεται να ξέρει και λίγα πράγματα για το background του καθενός μας. Η Άννα π.χ. έχει σπουδάσει σκηνοθεσία, ο Πάνος σπουδάζει ιστορία της Ευρώπης και το δικό μου πεδίο είναι η χημεία. Όποιος όμως ασχολείται πολύ έντονα με το πεδίο του, καταλήγει συχνά να βλέπει το δέντρο και να χάνει το δάσος. Χρειάζεται να κοιτάς και λίγο τριγύρω. 

Έχει γίνει ας πούμε μεγάλο θέμα με την αμφισβήτηση της θεωρίας της εξέλιξης, κυρίως στην Αμερική με τον Ευφυή Σχεδιασμό (Intelligent Design). Ακόμα και άνθρωποι που υποτίθεται πως έχουν μορφωθεί και έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, βγαίνουν δημόσια και μιλάνε εναντίον του Δαρβίνου, επικαλούμενοι μια ανώτερη δύναμη και παραβλέποντας τόσα άλλα στοιχεία, όπως π.χ. την ηλικία του ανθρώπινου είδους. Είναι πράγματα που σε βάζουνε σε περίεργες σκέψεις αυτά. 

Για να γυρίσουμε όμως στη μουσική, πώς ακριβώς λειτουργείτε όταν πρόκειται να φτιάξετε νέα τραγούδια; Ποια είναι συνήθως η διαδικασία; 

Η μουσική των Sigmatropic ξεκινάει βασικά από τον υπολογιστή, ο οποίος ρουφάει τις υπόλοιπες μουσικές ιδέες. Στο πρωταρχικό στάδιο του Dark Outside οι ιδέες βασίστηκαν πολύ σε ακουστικά όργανα. Στη διαδρομή προς το τραγούδι έρχεται κατόπιν η σειρά των υπόλοιπων μελών του γκρουπ, οι οποίοι προσθέτουν το δικό τους στίγμα. Το υλικό διαμορφώνεται μέσω της αλληλεπίδρασης αυτής, δεν βγαίνει όπως συλλαμβάνεται στο δικό μου κεφάλι.
Πάνος Σκούρτης: Έμαθα αργά στην κιθαριστική μου «καριέρα» το πόσο σημαντικό είναι το brainstorming πάνω στην ηχογράφηση. Το να αφεθεί δηλαδή ο μουσικός να γράψει ιδέες για πολλά συνεχόμενα λεπτά, τις οποίες κατόπιν θα επεξεργαστεί ο παραγωγός –ο Άκης, στην περίπτωσή μας– κρατώντας τα καλύτερα σημεία. Έτσι προκύπτουν και πράγματα αυθόρμητα, τα οποία δεν θα βγαίνανε αν απλά υπήρχε μία βασική γραμμή, που έπρεπε να ακολουθηθεί πιστά.
Άννα Καρακάλου: Όταν πρωτοήρθα στη μπάντα, ο Άκης δεν με άφηνε να ακούσω τι ακριβώς υπήρχε ήδη, κάτσαμε με μια ακουστική κιθάρα και ουσιαστικά αυτοσχεδιάζαμε στο κλίμα αυτό. Ακόμα και όταν μου έλεγε π.χ. να κάνω κάτι συγκεκριμένο, είχα την ελευθερία και το περιθώριο να βάλω και κάτι πιο δικό μου, να βγάλω τελικά και τον δικό μου ήχο πάνω στη βάση του ήχου του Άκη. 

Πώς αισθάνεστε που είστε ένα ελληνικό γκρουπ, στον 3ο μόλις σας δίσκο, και έχετε ήδη κατορθώσει κάτι το οποίο για τις περισσότερες εγχώριες μπάντες μένει ένα άπιαστο όνειρο, να κάνετε δηλαδή καριέρα στο εξωτερικό και να πωλούνται οι δίσκοι σας ακόμα και στην Αυστραλία;

Θα σου απαντήσω λίγο περιστροφικά σε αυτό, ρωτώντας σε γιατί να μην έχει συμβεί κάτι τέτοιο και με άλλα γκρουπ που είναι τόσο καλά. Κάλλιστα θα το μπορούσαν πολλά ελληνικά συγκροτήματα, με ένα marketing λιγάκι πιο εξωστρεφές.

Είναι όμως μόνο θέμα marketing;

Πιστεύω ότι πολλά γκρουπ έχουν τη μουσική που θα μπορούσε να τραβήξει το μέσο αυτί εκτός Ελλάδας. Νομίζω ότι οι δικοί μας δίσκοι μπορεί και να μην είχαν τόση απήχηση στο εξωτερικό, αν δεν είχε γίνει η κίνηση με τους ξένους καλεσμένους οι οποίοι τραγούδησαν στην αγγλόφωνη εκδοχή των Χαϊκού, έχοντας όλοι ως μητρική τους γλώσσα την αγγλική. Αυτό μετράει αρκετά, γιατί, αν θες να πουλήσεις στη Βρετανία και στην Αμερική, πρέπει να υπάρχει κι ένα σημείο αναφοράς οικείο στο δικό τους αυτί.
 
Γιατί όμως πετυχαίνουν τόσες μπάντες από την Ισλανδία και όχι από την Ελλάδα; 

Όταν κυκλοφόρησαν τα Χαϊκού στη Βρετανία, το promotion εκεί το ανέλαβε μια ειδικευμένη σε αυτό εταιρεία. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι είχαν να κάνουν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, η οποία συνοψίζεται στη λέξη «ελληνικό». Αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε εκείνη η φάση, τους κάναμε την ερώτηση των εκατό εκατομμυρίων: αν τα Χαϊκού είχαν βγει από ένα ισλανδικό συγκρότημα, θα είχατε ευκολότερη δουλειά; Η απάντηση ήταν «δεν φαντάζεστε πόσο». Η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, ως ατόμου, είναι δύσκολη για τον ξένο. Υπάρχει μια έξτρα δυσκολία, είναι καθαρά νομίζω ζήτημα επικοινωνιακό. 
Άννα: Πάντως με τα όσα έγιναν τελευταία, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού στο ποδόσφαιρο και όλα αυτά, έχει γίνει πιο cool στο εξωτερικό το να είσαι Έλληνας.
Άκης: Πράγματι, είναι αλήθεια ότι όταν τα Χαϊκού βγήκαν στη Βρετανία και στην Αμερική, στο promotion η λέξη ελληνικό υπήρχε μονάχα αναφορικά με τον Γιώργο Σεφέρη. Και από τα συμφραζόμενα μόνο καταλάβαινε κανείς από πού ήταν η μπάντα, δεν λεγόταν ευθέως. Στο Dark Outside, αντίθετα, η έννοια της ελληνικής προέλευσης δεν έχει αποσιωπηθεί. Έχει δοθεί στη διάσταση που πρέπει. 

Εσύ ας πούμε με τους Sigmatropic άλλαξες πράγματα σε σχέση με την εποχή που ήσουν στους Cpt. Νέφος; 

Οι Cpt. Νέφος ήταν ένα πάρα πολύ δυναμικό σχήμα, είχαμε σφιχτό παίξιμο και πιστεύω πως εκτελεστικά ήμασταν καλοί. Επικοινωνιακά, όμως, το γκρουπ ήταν πολύ πίσω.

Στην περίοδο που έζησες στην Αμερική, μπήκες στον πειρασμό να μείνεις εκεί ώστε να μπορείς να δράσεις πιο ελεύθερα ως καλλιτέχνης;

Μπήκα στον πειρασμό, ναι. Αν και δεν πήγα να κάνω μουσική στην Αμερική –ήμουν σε ένα ερευνητικό εργαστήρι χημείας– έπαιξα παρ' όλα αυτά με μπάντες εκεί και βρήκα πράγματι αρκετό γόνιμο έδαφος. Υπήρχαν όμως διάφορες δυσκολίες στο να μείνω, προσωπικές, όσο και σχετικά με τον στρατό, όπως καλά γνωρίζεις στη φάση που βρίσκεσαι κι εσύ. Θα μπορούσα βέβαια να τη σκαπουλάρω, αν ήθελα. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ αν το έχω μετανιώσει, παρ' όλο που τα 3 πρώτα χρόνια πίσω στην Ελλάδα βρήκα πολύ δύσκολη την προσαρμογή. Ήταν μια τελείως άλλη χώρα η Ελλάδα για μένα. 

Έχοντας λοιπόν και τη διεθνή εμπειρία, πώς κρίνετε την κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά τη μουσική βιομηχανία από τη μια, και τα ραδιόφωνα με τον μουσικό Τύπο από την άλλη; 

Η δισκογραφία περνάει κρίση, σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα όμως η πίτα είναι πολύ πιο μικρή και οι μικρές πίτες δέχονται ως γνωστόν μεγαλύτερη πίεση. Όλο αυτό μεταφράζεται σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και σε μεγάλη γκρίνια. Και όταν υπάρχει γκρίνια, η τόλμη περισσεύει. 

Για το ραδιόφωνο, θα παραπέμψω απλώς στο σχετικό αφιέρωμα του Sonik, όπου πολύ σωστά εκθέσατε και τις δύο πλευρές. Το ραδιόφωνο δεν περπατάει καλά, όπως το βλέπουμε από τη δική μας πλευρά, που μας ενδιαφέρει να ακούγονται πράγματα πιο ψαγμένα και λιγάκι αν θέλεις στο μέτωπο της μουσικής αναζήτησης. Από την άποψη αυτή, ποτέ δεν ήταν χειρότερα. 

Ο μουσικός Τύπος, τώρα, έχει σκαμπανεβάσματα. Υπάρχει ένας σοβαρός αντίπαλος εδώ, η παγκοσμιοποίηση. Το Uncut πουλάει κάποιες χιλιάδες στην Ελλάδα, άλλοι παίρνουν το Spin, άλλοι διαβάζουν το Pitchfork στο ίντερνετ κτλ. Εγώ νομίζω ότι χρειάζεται να υπάρχει καλή, αξιόπιστη και έγκυρη ντόπια ενημέρωση. Πρέπει να κρατήσει ο ελληνικός μουσικός Τύπος.

Με την έννοια αυτή, θεωρείτε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει βλάψει και τη μουσική ή τους μουσικούς, έτσι όπως μετατόπισε το κέντρο βάρους προς το ίντερνετ;

Οι μουσικές ιδέες διαδίδονται σαν αστραπή στο ίντερνετ, αρκεί να είσαι λίγο υποψιασμένος για το πού να ψάξεις, ώστε να μη σε πνίξει το σκουπιδαριό της πληροφόρησης. Αν ξέρεις ποια είναι η χρήσιμη πληροφορία, μπορείς να ακούσεις τα πάντα αν θες. Το μεγάλο αγκάθι βρίσκεται στα σχετικά με τις πωλήσεις. Δεν θα εκφέρω γνώμη για το οικονομικό ζήτημα, γιατί νομίζω ότι είναι πρόωρο ακόμα το να αποφανθούμε αν το ίντερνετ έχει τελικά βλάψει τη μουσική βιομηχανία ή αν την έχει βοηθήσει. Είναι δύσκολη η καμπή και έχει δημιουργηθεί μια τρομερή ανακατωσούρα, δεν μπορεί κανείς λοιπόν να βγάλει ακόμα συμπεράσματα. 

Μια δισκογραφική εταιρεία, ας πούμε, έχει και τον ρόλο μιας βαρύνουσας υπογραφής. Παλιότερα π.χ. υπήρχε το mp3.com, το πρώτο site του είδους, που κάποια εποχή είχε γίνει τεράστιο και έβαζαν εκεί τη μουσική τους και κάποια καλά συγκροτήματα. Αλλά το 99,9% της μουσικής που κυκλοφορούσε εκεί, ήταν σαβούρα. Είναι άλλο να έχεις έναν φορέα που να λέει απλά «ελάτε όλοι», από το να έχεις έναν φορέα πιο επιλεκτικό. Αυτό δημιουργεί μια βαρύτητα, ανάλογα βέβαια με το ποιοι άνθρωποι τον διαχειρίζονται. Είναι σαν να βγάζεις ένα βιβλίο και να στο προλογίζει ένας νομπελίστας.

Συμμερίζεστε την ανησυχία ότι το downloading έχει συνηθίσει τους ακροατές αφενός σε έναν ήχο μέτριας ή και κακής ποιότητας, αφετέρου έχει καταστήσει το single ως «νομισματική μονάδα», καταστρέφοντας έτσι την έννοια του άλμπουμ;

Συμφωνώ κι εγώ ξέρεις. Και δεν είναι μόνο τεχνικό το ζήτημα, ότι όσο καλό και να είναι ένα MP3 δεν γίνεται να ακουστεί όσο καλά θα ακουγόταν ένα CD σε ένα στερεοφωνικό με προδιαγραφές. Το πιο σημαντικό είναι πως η ευκολία του να κατεβάσεις μερικές χιλιάδες MP3s –που όλοι, κι εγώ επίσης, το κάνουμε– μεταβάλλει τη σχέση σου με τη μουσική. Παύει να είναι τόσο μοναδική· και, χωρίς να το καταλάβεις, κατακλύζεσαι τελικά από το σκουπίδι της πληροφορίας, όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλο τομέα του ίντερνετ. 

Έτσι οδηγούμαστε βασικά στα τραγούδια-μονάδες. Και είναι βέβαια πέρα από την ανθρώπινη δυνατότητα αυτό το πράγμα, να μπορέσεις να έχεις δηλαδή τη σχέση που είχες με τα CD σου ή παλιότερα με τα βινύλια. Είναι φθορά, μια αναπόφευκτη φθορά. Έχει καταστήσει τους ανθρώπους από ακροατές σε καταναλωτές. Είναι το αντίστοιχο του ζεύγους ταξιδιώτης-τουρίστας. Ο ταξιδιώτης δεν μένει 2-3 μέρες, προσπαθεί να ενσωματωθεί στην κουλτούρα της χώρας που επισκέπτεται. Ενώ ο τουρίστας περνάει, βγάζει μερικές φωτογραφίες, παίρνει λίγο από εδώ και λίγο από εκεί και τελείωσε.
Πάνος: Το ίντερνετ έχει αλλοιώσει τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί η δισκογραφία και πολλά συγκροτήματα που τώρα ξεκινάνε δεν το έχουν ακόμα εμπεδώσει. Το κλειδί έγκειται νομίζω στο να βρεθεί αυτό το κάτι που θα ξανακάνει τα άλμπουμ πιο δυνατά και θα καθιστά το ένα τραγούδι μη αρκετό. Ίσως επενδύοντας και περισσότερο στο lay-out, ώστε να δίνεις κίνητρο στον αγοραστή να θέλει να έχει έναν δίσκο. Και εννοείται ότι και το περιεχόμενό τους θα πρέπει να έχει μια ανάλογη αξία. Για την ώρα πάντως δεν το βλέπω να ξεκολλάμε προς τα εκεί.
Άννα: Εγώ δεν νομίζω πως τα όσα λέτε εξαντλούν τη συζήτηση για το ίντερνετ και τη σχέση του με τη μουσική. Χωρίς το ίντερνετ και τη γενιά του MySpace, ας πούμε, θα ήταν μάλλον αδύνατον να κρατήσεις επαφή με κάποια γκρουπ που έτυχε να ακούσεις κάτι από αυτά και να σου άρεσε. Βοηθάει επίσης στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των καλλιτεχνών, το έχουμε βιώσει κι εμείς τότε π.χ. που παίξαμε με τους Astyplaz. Όπως βοηθάει και στην καλύτερη διαφήμιση. Πιστεύω επίσης ότι είναι σπουδαίο πράγμα το downloading. Κι αν οι μπάντες ανησυχούν για τα χρήματα που ίσως χάνουν έτσι, τότε θα πρέπει να προσπαθήσουν να τα κερδίσουν παίζοντας περισσότερο live. Για μένα είναι πιο σπουδαίο να ακούς κάτι ζωντανά και να είσαι κι εσύ κάπου εκεί, από το να ακούς ένα CD καθισμένος στο σαλόνι σου. 

Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια άνθιση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, στον χώρο που κι εσείς κινείστε; 

Σίγουρα υπάρχει κάτι τέτοιο. Παρατηρώ μια ενδιαφέρουσα παραγωγή από νέους και όχι τόσο νέους ανθρώπους, που για διάφορους λόγους τώρα κατόρθωσαν να βγουν προς τα έξω. Αλλά νομίζω πως υπάρχει κι ένας κίνδυνος εδώ: να γίνει hype η κατάσταση, να τονιστεί υπερβολικά δηλαδή από τον Τύπο κάτι στον ήχο ή στην εμφάνιση ενός καλλιτέχνη και να παραμεληθούν όλα τα υπόλοιπα. Και να δημιουργηθούν έτσι τρομερές απαιτήσεις στο κοινό εξαιτίας αυτής της προώθησης, στις οποίες ο καλλιτέχνης να μη μπορέσει να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα να ξεφουσκώσει αυτό το πράγμα. Γενικά, πάντως, αντιμετωπίζω θετικά τα όσα συμβαίνουν. 

Υπάρχουν δημιουργοί ή φωνές από την αμιγώς ελληνόφωνη μουσική όχθη οι οποίοι νιώθετε ότι σας αφορούν αρκετά, ώστε να σκεφτείτε και το ενδεχόμενο κάποιας συνεργασίας μαζί τους; 

Ναι. Εκτιμώ πολύ τον Νίκο Ξυδάκη, όπως εκτιμώ πολύ και την Ελένη Καραΐνδρου. Επίσης, τον Γιώργο Ζαμπέτα –βέβαια δεν είναι πια ανάμεσά μας, εδώ και πολύ καιρό. Θα μου άρεσε ακόμα να συνεργαστώ με ανθρώπους σαν τον Μανώλη Φάμελλο ή τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν και τους βγαίνει αυθόρμητο, αποτελώντας συνάμα και πρόταση. 

Όσον αφορά τα μελλοντικά σας σχέδια, υπάρχει ακόμα στα σκαριά εκείνο το άλμπουμ με τις διασκευές στο οποίο έχετε συχνά αναφερθεί σε συνεντεύξεις;

(γέλια!) Το έχουμε πράγματι πει τόσες φορές αυτό! Ξέρεις όμως τι γίνεται; Κάθε φορά προκύπτει το δίλημμα γιατί να κάτσω δύο μήνες να τους φάω δουλεύοντας σε διασκευές, αντί να κάνω το δικό μου υλικό; Ίσως κάποτε το καταφέρουμε! Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε ενδιαφέρουσες διασκευές. Στις εμφανίσεις μας πάντως θα εντάξουμε περισσότερες από όσες υπάρχουν συνήθως. Και θα δούμε, μπορεί να τις μαζέψουμε ώστε να βγει κι ένα CD.