Τι ωραία που είχα περάσει στους Saxon, τον Απρίλιο του 2011, όταν πήγα να τους δω στο «Fuzz». Πάω και ξαναπάω, έκτοτε, έχοντας παραστεί στους περισσότερους από τους (αρκετούς, η αλήθεια είναι) ερχομούς τους. Οι οποίοι, συνήθως, αποτελούν συναυλιακή εγγύηση.
Τότε, ωστόσο, γράφτηκε και μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου
Δεν τους άφηναν να φύγουν τους Saxon οι οπαδοί τους, πολλοί από τους οποίους θα κάθονταν σίγουρα με ευχαρίστηση ως το πρωί στο «Fuzz», έτσι κι έπειθαν τους Βρετανούς να μείνουν –τρία encores δεν υπήρξαν αρκετά! Και το πράγμα είχε φανεί από την αρχή. Τόσο με το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τον χώρο ήδη από τις 20.00, όσο και με τα διαρκή «Οέ, οέ, οέ, Σάξόν, Σάξόν» που τραγουδούσε πλατεία και εξώστης κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Μιας συναυλίας λεβέντικα παλιοροκάδικης, με τη σφραγίδα βετεράνων που ζούνε για τη σκηνή κι εξακολουθούν να γουστάρουν να γυρνάνε τον κόσμο παίζοντας το σκληρό τους rock 'n' roll.
Το πόσο ζεσταμένο ήταν το κοινό φάνηκε από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους επί σκηνής οι Spitfire, τυγχάνοντας θερμής υποδοχής –παλαμάκια, δε, και ιαχές ικανοποίησης συνόδευσαν όλη τη διάρκεια του 35άλεπτου σετ τους. Και σ' αυτό έβαλαν κι οι ίδιοι το χεράκι τους, γιατί δεν ήρθαν στο «Fuzz» με την κόμπλα ενός νέου γκρουπ, αλλά με τον αέρα μιας μπάντας με ιστορία και χιλιόμετρα: οι παλιότεροι θα θυμούνται, άλλωστε, ότι είχαν ξανανοίξει τους Saxon πολλά χρόνια πριν, το 1986 στη Ριζούπολη.
Έτσι, οι Spitfire έπαιξαν τη δική τους μικρή συναυλία κι όχι ένα απλό support. Ξεπέρασαν με άνεση τα προβλήματα ήχου στο εναρκτήριο "Street Fighter", έπιασαν γρήγορα καλή απόδοση με τα "Underground" και "Macedonia" και συγκίνησαν τους παλιότερους στο "Whispers", αφιερώνοντάς το στον Ντίνο Κωτσάκη –τον πρώτο τους τραγουδιστή, με τον οποίον είχαν παίξει τότε στη Ριζούπολη, μα λίγο αργότερα είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μηχανή, που δυστυχώς τον άφησε ανάπηρο.
Οι Saxon δεν καθυστέρησαν να μας κάνουν την τιμή. Ο Biff Byford και η υπόλοιπη παρέα κατέλαβαν θέσεις κάτω από υποβλητικά μωβέ φώτα και, ως σωστοί επαγγελματίες, ξεκίνησαν –μέσα σε χειροκροτήματα– με το "Hammer Of The Gods", έτσι για να τονίσουν ότι έπεται νέος δίσκος. Οι αντιδράσεις του κόσμου και η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί τους συγκίνησε εμφανώς και ο Byfford δεν παρέλειψε να το επισημάνει, συγκρίνοντας αποδόσεις με το προηγούμενο βράδυ στη Θεσσαλονίκη, ενώ πολύ σύντομα μια ελληνική σημαία στόλιζε το drum kit του Nigel Glockler. Κίνηση που, όσο κι αν υπακούει σε κανόνες μάρκετινγκ, έχει πάντα τη σημασία της.
Οι Βρετανοί στάθηκαν εξαιρετικά στη σκηνή και τους «χρεώνω» μία από τις πιο απολαυστικές συναυλίες που είδα τελευταία. Εντάξει, τα καινούρια τραγούδια από το επερχόμενο Call To Arms έσβησαν γρήγορα από τη μνήμη κι έλαβαν εκείνα τα χειροκροτήματα που τα χαρακτηρίζω «ευγενικά», όμως η ουσία των Saxon βρισκόταν στο ότι, τόσα χρόνια μετά την ακμή τους, παίξανε δίχως να έχουν παραχωρήσει σπιθαμή από τη ροκιά τους στον πανδαμάτορα χρόνο. Γιατί η μουσική τους δεν διακρίθηκε για τη μεταλλικότητά της, μα για τον αλανιάρικο και σκληροτράχηλο rock 'n' roll της χαρακτήρα της. Πράγματα που απέδειξαν (ξανά) ότι δεν έχουν χαθεί.
Λέγοντάς το αυτό, θα την ομολογήσω την αμαρτία μου: δεν τα γουστάρω εκείνα τα crossover με την power αισθητική στα οποία προβαίνουν από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα και βαρέθηκα έτσι το κομμάτι της συναυλίας που βασιζόταν σε τέτοια τραγούδια ("Atila The Hun", "Demon Sweeny Todd") –εκείνοι πάντως μια χαρά τα αποδώσανε, αυτό να λέγεται. Για μένα, η ουσία της βραδιάς και η ουσία του τι σημαίνει Saxon βρισκόταν στην εκρηκτική τους εκτέλεση στο "Denim And Leather", στην επιβλητικότητα του "The Eagle Has Landed", στο αειθαλώς αγαπημένο "Princess Of The Night" και από, εκεί και πέρα, στα όσα μας έπαιξαν στα τρία encores: όπου ακούσαμε και "Crusader" και "Wheels Of Steel" και "Strong Arm Of The Law" και "747 (Strangers In The Night)", ακόμα και τη διασκευή τους στο "Ride Like The Wind". Όλα σε εξαιρετικές εκτελέσεις, αληθινούς δυναμίτες.
Συμμερίζομαι τη θυμωμένη αγωνία πολλών για αξιόλογα φρέσκα πράγματα που έρχονται στην Ελλάδα και μπορεί και να μη βγαίνουν οικονομικά, ενώ ο κόσμος σταθερά τρέχει να βλέπει παλιοκαιρισμένα είδωλα –θυμάμαι κι εγώ να βλέπω σε άδειες αίθουσες τους Dälek, τους Fuck Buttons και πολλούς ακόμα. Ωστόσο, πρόκειται για μια πιο πολύπλευρη συζήτηση από όσο συνήθως παρουσιάζεται στους εναλλακτικούς κύκλους. Και, μέρος της εξίσωσης, αποτελεί το γεγονός ότι συγκροτήματα σαν τους Saxon πετυχαίνουν να σε κάνουν να περάσεις πολύ καλά βλέποντάς τα. Όχι «καλά, μωρέ», «καλούτσικα», «συμπαθητικά», αλλά πολύ καλά, δίνοντας συναυλίες που σου μένουν στη μνήμη. Και κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρό θεμέλιο για να πας και να ξαναπάς. Αν μη τι άλλο, οι «τροχοί» των Saxon παραμένουν ατσάλινοι...