Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sunset Blvd.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sunset Blvd.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

06 Οκτωβρίου 2023

Sunset Blvd. - συνέντευξη (2008)


Κατά τη δεκαετία των '00s, ο Γιώργος Δουδός ασκήθηκε αρκετά επιτυχώς σε tech & deep house μονοπάτια, κάτω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Sunset Blvd.

Με αφορμή λοιπόν τον δεύτερό του δίσκο «The Most Beautiful Girl» κάναμε μια κουβέντα τον Δεκέμβριο του 2008, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis με τη μορφή συνέντευξης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό για το «The Most Beautiful Girl»  


Το The Most Beautiful Girl ηχεί ως φυσική συνέχεια του Tell Me About America, χωρίς όμως να το μιμείται. Κατά πόσο το συλλάβατε έτσι; Και σε τι θα διαφοροποιούσατε τις δημιουργικές του αφετηρίες; 

Μετά το Tell Me About America (2006), με το γεγονός της μεγάλης εμπορικής του απήχησης για την ελληνική πραγματικότητα, θεώρησα πως δεν έπρεπε επ' ουδενί να βασιστώ στα μουσικά του στοιχεία, στη φόρμα του, σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί εύπεπτο, εύκολο και χωρίς συναίσθημα για τον «δύσκολο» δεύτερο δίσκο. 

Έτσι, από τον Ιανουάριο του 2008 και το "Baltimore Days", ένα καθαρά rock/blues κομμάτι, ξεκίνησα μια πορεία γραφής η οποία ήταν στοχευμένη σ' εγκαταλελειμμένες φόρμες, τουλάχιστον για καλλιτέχνες όπως εγώ, που κινούνται στο χώρο της electronica. Ξεκίνησα έτσι ν' ασχολούμαι πολύ περισσότερο με τους στίχους, με την επίδραση που θα είχαν αυτοί στους ακροατές. Και είχα αποφασίσει πως δεν θα χρησιμοποιούσα κανένα blues, gospel ή soul sample, οτιδήποτε που θα μου θύμιζε το μουσικό παρελθόν, κομμάτια π.χ. σαν το "Why Does My Heart Feels So Bad?" του Moby –για ν' αναφέρω ίσως το πιο εμπορικό από αυτά– κανένα ξένο, κανένα ψεύτικο προς εμένα στοιχείο. 

Με το The Most Beautiful Girl ξεκινάω λοιπόν μια πορεία αλλαγής των Sunset Βlvd.: μια πορεία που προσπαθεί ν' αποκαταστήσει την έννοια του τραγουδιού και της μουσικής στη λεγόμενη dance/electronica σκηνή. Δεν ανήκω βέβαια σ' αυτή την κατηγορία, αν και κινούμαι πιο κοντά της.

Η ομώνυμη σύνθεση, "The Most Beautiful Girl", είναι από τις πιο δυνατές στιγμές της δουλειάς. Ποια είναι η ιστορία της;

Το "The Most Beautiful Girl" ξεκινά και τελειώνει με μια σερβιτόρα σ' ένα diner κάπου στη Νεμπράσκα, εκεί όπου αρχίζει η αμερικάνικη Δύση… Πίσω από φράσεις όπως «my father was a salesman», φράση που επαναλαμβάνεται δύο φορές, κρύβεται μια αρχική εντύπωση, ίσως και πεποίθηση, για την εικόνα που έχουμε πλάσει για την πατρική φιγούρα. Πίσω από τις «γέφυρες» αυτής της πόλης κρύβονται οι φόβοι και η αδυναμία μας να τους ξεπεράσουμε. 

Αντίστοιχα, πίσω από το «life is cruel» κρύβεται μια απλή αλήθεια για την προσωπική μας πραγματικότητα, τα όριά μας, τους συμβιβασμούς μας. Πίσω από το «honey, you are the most beautiful girl» κρύβεται η πιο στέρεα αφετηρία μας, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, οτιδήποτε εντυπώθηκε εκείνη την πρώτη περίοδο κι επαναλαμβάνεται, δυστυχώς, με μαθηματική ακρίβεια στο υπόλοιπο της ζωής μας. Το "Most Beautiful Girl", μαζί με το "Laetitia" και το «protection has no end», που κάποια στιγμή ομολογεί ο ήρωας, συμπυκνώνουν την έννοια της γονικής προστασίας όπως αυτή μας δόθηκε ή δεν μας δόθηκε… 

Τόσο το καλλιτεχνικό σας ψευδώνυμο (αναφορά στο Λος Άντζελες, αλλά και σε μια θαυμάσια ταινία), όσο και στιγμές της νέας δουλειάς, οι οποίες δείχνουν να κοιτάνε πίσω προς παλιά μπλουζ και κλασικές στιγμές της μαύρης μουσικής, φανερώνουν μια μεγάλη αγάπη προς την Αμερική. Τι είναι αυτό που βρίσκετε πιο γοητευτικό στην Αμερική και την κουλτούρα της;

Είναι το αστικό τοπίο, είναι η απομόνωση που μπορείς να βρεις είτε στην 5η Λεωφόρο, είτε στο Highway 61, είτε στη Mojave Δύση, σε λεωφόρους όπως η Sunset Blvd. και η La Cienega. Είναι γιατί μπορείς να χαθείς στα pixels και στα leds της Times Square. Είναι το «state of mind» της Νέας Υόρκης. Είναι ο σκληρός φονταμενταλισμός των Μεσοδυτικών Πολιτειών, που είναι φανερός και περιορισμένος στο πλαίσιό του, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Είναι γιατί αυτή η χώρα ευνοεί την ανανέωση, τη μετάβαση. 

Δεν είναι το «αμερικανικό όνειρο» με την έννοια της επιτυχίας και των χρημάτων. Ούτε το Empire State με την έννοια των 102 ορόφων του. Είναι οι κινηματογραφικές εικόνες, τα πράγματα που μπορείς να κάνεις, η έλλειψη κοινωνικής κριτικής. Είναι η απουσία της μικρής πόλης, της μικρής σκέψης, είναι η ώθηση που σου δίνει αυτή η χώρα, «to be creative, to be real, to be someone».

Το πρώτο σας άλμπουμ ευτύχησε να βρει σημαντική κριτική απήχηση. Κατά πόσο μεταφράστηκε αυτή και σε εμπορική απήχηση; Και πόσο σημαντικό ήταν το ότι κυκλοφόρησε από μια δραστήρια στον τομέα εταιρεία, όπως η Klik Records; 

Θα μπορούσα να σου πω ότι το Tell Me About America βρέθηκε μέσα στο top-20 των πωλήσεων στην Ελλάδα. Θα διαλέξω, όμως, το top-50. Για πρώτο project ενός άγνωστου σχήματος, η επιτυχία του ήταν παραπάνω από απρόσμενη. 

Στα credits της επιτυχίας αυτής δεν θα μπορούσε να μην είναι και η Klik Records, η οποία βοήθησε και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι, για πρώτη φορά μέσα στο ελληνικό dance πλαίσιο, ακούστηκαν κομμάτια τόσο διαφορετικά και ετερόκλητα από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως dance/electronica, όπως το "Girl One Day", το "Mrs Daisy May" ή ακόμη και το "Ocean Shores Pt. 1". Μπορείτε, φυσικά, να καταλάβετε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο –και για τις δύο πλευρές.

Έχουν γίνει κινήσεις προς το εξωτερικό στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από το Tell Me About America; Πόσο διαφορετικά είναι εκεί τα πράγματα;

Το Tell Me About America υπάρχει στο εξωτερικό, κομμάτια του έχουν μπει σε διάφορες συλλογές, με σημαντικότερη το Buddha Bar ΙΧ.  H αποδοχή του ήταν εξίσου θερμή κι αυτό φάνηκε από τα μηνύματα που δέχτηκα στο MySpace. Ίσως γιατί γι' αυτούς είμαι από το …εξωτερικό! Θα σας πω και κάτι για πρώτη φορά… Ήταν ωραία να βρίσκομαι down town στο Λος Άντζελες και μπαίνοντας μέσα σε μια vintage boutique να ακούω το "Daisy May" από τα ηχεία… Τότε μόνο κατάλαβα πόσο παγκόσμια μπορεί να είναι η μουσική. Την ίδια πορεία θα ήθελα να ακολουθήσει και το The Most Beautiful Girl.

Όπως είχατε στο μυαλό σας το επιθυμητό αποτέλεσμα του νέου σας δίσκου, πόσο σημαντική ήταν η παρουσία φυσικών οργάνων σαν π.χ. τις κιθάρες του Γιώργου Μπαντούκ ή τις τρομπέτες του Κώστα Κατσαρού; 

Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία αν κάποιο όργανο είναι φυσικό ή παράγεται μέσα από κάποιο software ή hardware. Περισσότερο με ενδιαφέρει το αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα όργανο, ποιος θα είναι ο ήχος του και όχι αν η πηγή του είναι αναλογική ή ψηφιακή. Ευτυχώς και στις δύο περιπτώσεις, του Γιώργου Μπαντούκ και του Κώστα Κατσαρού –με τους οποίους είμαι μόνιμος συνεργάτης– τα κομμάτια βγήκαν περισσότερο ωφελημένα χάρη στις ερμηνείες και στις ιδέες τους.

Τι θεωρείτε πως θα κερδιζόταν και τι ότι θα χανόταν, αν εμπιστευόσασταν την παραγωγή στα χέρια κάποιου άλλου; 

Νομίζω πως μόνο θα κέρδιζα. Δεν είμαι της γνώμης ότι ο συνθέτης και ο στιχουργός θα πρέπει ν' αναλαμβάνουν την παραγωγή και την ηχοληψία του άλμπουμ. Με κάθε ειλικρίνεια, σας λέω πως απεχθάνομαι τη διαδικασία του editing και της ηχοληψίας. Θα ήταν τόσο ωραία να είχα δίπλα μου έναν παραγωγό όπως ο Arif Mardin, όσο ζούσε τουλάχιστον…

Συστήστε μας με δύο λόγια και τις γυναικείες φωνές του άλμπουμ, που συχνά κλέβουν την παράσταση με τις ερμηνείες τους...

Θα ξεκινήσω με τη Σταυρούλα Επιμενίδου, μια νέα τραγουδίστρια, μια φωνή με όλες τις «μαύρες» δυνατότητες, εξαιρετικά συνεργάσιμη και με όλη την υπομονή που απαιτείται για την ηχογράφηση ενός δίσκου. 

Με την Helen Stamenitis συναντήθηκα πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου για την ηχογράφηση του voice over του "The Most Beautiful Girl". Δεν την ήξερα, δεν με ήξερε… Ζει στη Μελβούρνη και τη συνάντησα στις καλοκαιρινές της διακοπές. Δεν είναι τραγουδίστρια, αλλά, παρόλα αυτά η φωνή της έχει ακριβώς εκείνη την ώριμη κι ευαίσθητη χροιά που φανταζόμουνα για το κομμάτι. 

Ποιοι είναι οι τρεις αγαπημένοι σας δίσκοι από το 2008; 

Θα πω δύο: το The Jazz Influence 3 του Kevin Yost και το Odyssey των Soda Inc. Μην ξεχνάτε ότι από τον Φεβρουάριο δεν άκουγα μουσική, έγραφα μουσική.