Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Growlers (The). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Growlers (The). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Φεβρουαρίου 2021

The Growlers - ανταπόκριση (2015)


Τους Growlers από τη νότια Καλιφόρνια έτυχε κι άκουγε πριν κάποιες μέρες η Χριστίνα Κουτρουλού (Vánagandr Fenrir) κι έτσι θυμήθηκα κι εγώ μια μπάντα με την οποία δεν κατόρθωσα να συνδεθώ δισκογραφικά: το garage, η ψυχεδέλεια και ο συνδυασμός τους έχουν ένα παρελθόν που πάντα θα επισκιάζει -λόγω βιωματικότητας- τους νεότερους προσκυνητές, ειδικά από τη στιγμή που τα αναβιωτικά κύματα είναι πλέον αρκετά. 

Παρά ταύτα τα πράγματα πάνω στη σκηνή έχουν μια διαφορετική θέρμη και υπόσταση όσον αφορά τους Growlers, όπως συμβαίνει και με άλλα συγκροτήματα τέτοιων επιγόνων. Το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι στο (γεμάτο, ας σημειωθεί) Gagarin τον Απρίλιο του 2015, όπου έδωσαν μια συναυλία γεμάτη κέφι, ροκ εν ρολ νιάτα και διάχυτο ενθουσιασμό, με support σχήμα τους «δικούς μας» Noise Figures. Περιόδευαν τότε για το 4ο τους άλμπουμ Chinese Fountain (2014) και το ότι γέμισαν τo 205 της Λιοσίων είχε βέβαια να κάνει με τις καλές εντυπώσεις που είχαν αφήσει το 2013, ερχόμενοι στο An Club. 

Η ανταπόκρισή μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


«Έμειναν εισιτήρια»;

«Θα σολντάρει το Gagarin, τι λες»; (με παράλληλες διηγήσεις για το τι είχε γίνει στο An Club, το 2013).

Τέτοια άκουγες έξω από το 205 της Λιοσίων, από ένα χαρωπό, νεανικό πλήθος, το οποίο όλο και πύκνωνε όσο πέρναγε η ώρα. Οι Growlers ήταν στην πόλη και για ένα κομμάτι τουλάχιστον του πιο ενεργού μουσικόφιλου κοινού της πρωτεύουσας, αυτό αποτελούσε σημαντική υπόθεση.

Όχι πάντως τόσο σημαντική ώστε να μην παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον το support σετ των δικών μας Noise Figures. Οι Γιώργος Νίκας & Στάμος Μπάμπαρης παραμένουν σταθερά καλοί σε τέτοιες αποστολές, ειδικά δε στη συγκεκριμένη περίσταση παρέδωσαν νομίζω ένα «ζέσταμα» για σεμινάριο. Έπαιξαν δηλαδή ακριβώς μ' αυτό το ζητούμενο κατά νου, έμειναν προσανατολισμένοι σε κάτι απολύτως σχετικό (ηχητικά) με το συγκρότημα που προλόγιζαν κι έκατσαν στη σκηνή όσο ακριβώς έπρεπε ώστε να μην κοιτάξω το ρολόι μου ούτε καν εγώ, που δεν αρέσκομαι στη μουσική τους. Μπράβο, να τα λέμε κάτι τέτοια.


Και μετά βγήκε ο ήλιος, βραδιάτικα. Ο ζεστός, καλιφορνέζικος ήλιος των Growlers, κατ' ευθείαν από τα ύστερα 1960s, με όλη την ορμή και την περιπέτεια του garage rock της εποχής και της μεγάλης της ψυχεδέλειας σχολής. Καλά, κόψε κι εσύ κάτι... Την περιπέτεια, βασικά. Γιατί είναι ασφαλές πλέον το όλο κόλπο· σχεδόν ίσιωμα από το πόσο έχει περπατηθεί, στυλ που το φοράς στο νούμερό σου. Σαν σταράκι στη μετα-Cobain εποχή. 

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν γίνεται να είναι και καλό. Νόστιμο, έστω. Κι αν κάτι απέδειξαν οι Growlers και στον πλέον δύσπιστο στο Gagarin, είναι ότι το πάτημά τους στο συναυλιακό σανίδι είναι σταθερό, σίγουρο και τίμιο.

Τίμιο, ναι. Με εκείνη τη χιλιομπαλωμένη έννοια της «τίμιας μπάντας», που γίνεται λιανά ως εξής: δεν παίζουν κάτι εξαιρετικό, δεν έχουν πάνω από 2-3 πραγματικά καλά τραγούδια, της αναβίωσης είναι κι αυτοί κι έτσι, αν κλείσεις τα μάτια και τους ακούσεις, όλα ίδια θα σου φανούν τα κομμάτια, παραλλαγές σε βασικά μοτίβα που κάθε σοβαρός ακροατής έχει ήδη στη δισκοθήκη (και στην καρδιά) του από τους πρώτους διδάξαντες. 

Όμως οι Growlers παίζουν με «κούτελο» την αλήθεια τους, με την αγάπη τους γι' αυτό το πράγμα, για εκείνους τους ήχους. Δεν παριστάνουν τίποτα που δεν είναι και δεν κρύβουν το «ταβάνι» της μουσικής τους. Ό,τι λοιπόν στους δίσκους ακούγεται έως και βαρετό, στη σκηνή αποκτά μια λάμψη διαφορετική. Με κύριους άξονες τη σέξι κακοφωνία του μπροστάρη Brooks Nielsen και τα απίθανα λικνίσματά του, τα οριακά «χαζοχαρούμενα» πλήκτρα του Kyle Straka, καθώς και τις αλάνθαστες μπασογραμμές του Anthony Braun Perry, ο οποίος στάθηκε μπροστά μας με γυαλί ηλίου καθ' όλη τη διάρκεια του live, λες και βρισκόταν σε καμιά αμμουδιά του Ειρηνικού και τζάμαρε με τους κολλητούς. Διάολε, σε μερικά σημεία της βραδιάς ήταν τέτοιο το όλο feel-good κλίμα, που για λίγο θυμήθηκα τον Lee Perry να παίζει στο Winter Plisskën ενώ έπεφταν πολύχρωμα, γυαλιστερά χαρτάκια ολούθε.

Αλλά και το κοινό ήταν σωστό. Δεν είχαν έρθει εκεί για το hype, τύπου Allah-Las, γι' αυτό και ήταν περιορισμένα όσα πηγαδάκια βρήκαν αφορμή να πουν τα νέα τους. Κυρίως έβλεπες ανθρώπους που χόρευαν και τραγουδούσαν τους στίχους (άρα τους ήξεραν), πρόθυμους να υποδεχτούν με θέρμη τα νέα τραγούδια των Αμερικανών από το πρόσφατο άλμπουμ Chinese Fountain, ακόμα κι αν γινόταν φανερό πως δεν είχαν ακόμα βρει θέση μέσα τους. 

Ήταν λοιπόν αληθινά δύσκολο να μην περάσεις καλά στους Growlers, ακόμα κι αν ποτέ δεν παίζεις τους δίσκους τους σπίτι. Υπήρχε σε επάρκεια εκείνο το «κάτι», που δίνει σταθερό καύσιμο στη μηχανή του ροκ εν ρολ. Ακόμα και στις μέρες αυτές, στις οποίες αδυνατεί να ισορροπήσει στον άξονα του Δυτικού 21ου αιώνα και αρέσκεται να νοσταλγεί μέρες πιο απλές(;) και πιο «μυθικές», μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι της εναλλακτικής νεολαίας.