Ποιητής, αλλά και μουσικός, ο Αθηναίος Αναστάσιος Καρποδίνης δρα στην εγχώρια δισκογραφία ως Anastazios, δημοσιεύοντας δικά του έργα, σταθερά βασισμένα στο πιάνο.
Κοιτώντας λοιπόν στα αρχεία μου, συνειδητοποίησα ότι έχω γράψει κριτικές για όλους τους μέχρι στιγμής δίσκους του, δηλαδή και για το «The Remains Of Shade» (Καθρέφτης Ήχων Αληθινός, 2008) και για το ΕΡ «Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη» (Οδός Πανός, 2016) και για το «Υποβρύχια Θέα» (Καθρέφτης Ήχων Αληθινών, 2019). Όπου καταγράφεται μια πορεία από άγουρες ορχηστρικές αναζητήσεις προς ένα στυλ με περισσότερη αυτοπεποίθηση, που βρίσκεται κοντά σε δημοφιλείς διεθνείς περιπτώσεις σαν π.χ. τον Ludovico Einaudi.
Ευκαιρία, λοιπόν, να μαζευτούν όλα αυτά τα κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Avopolis σε ένα μέρος, ελαφρώς ρετουσαρισμένα εδώ κι εκεί, ως προς αισθητικής φύσης λεπτομέρειες, ώστε να εκπροσωπούν καλύτερα το πώς τα βλέπω και ο ίδιος σήμερα.
* η κεντρική φωτογραφία είναι η μόνη του συνθέτη που γνωρίζω να έχει δημοσιευτεί
The Remains Of Shade (2008)
Ξεκίνημα στη δισκογραφία για τον Anastazios, συνθέτη από την Αθήνα –όπως με πληροφορεί το συνοδευτικό δελτίο Τύπου– με σπουδές κλασικής μουσικής εδώ και στο Εδιμβούργο. Και με στενή σχέση με την Ουγγαρία, θα προσθέσω, η οποία εξηγεί τόσο κάποιους τίτλους συνθέσεων στο άλμπουμ, όσο και τα όμορφα εικαστικά στο booklet, δουλειά της Ουγγαρέζας γραφίστριας Fabry Timea.
Άκουσα με μεγάλο ενδιαφέρον το Remains Of Shade. Κυρίως γιατί με έπεισε από πολύ νωρίς ότι έχω να κάνω με έναν δημιουργό με ειλικρινείς και αξιόλογες ανησυχίες, που επιπλέον είναι καλά καταρτισμένος, μα και λεπτολόγος στη δουλειά του. Πέραν της σύνθεσης των 12 ορχηστρικών επιλογών, ο Anastazios υπογράφει επίσης την παραγωγή και την ενορχήστρωση –διαπρέποντας, θα έλεγα, ιδιαίτερα στην τελευταία. Ως αποτέλεσμα της φροντίδας που έχει επενδυθεί προκύπτει ένα σύνολο σφιχτοδεμένο, με σωστή αίσθηση της χρονικής οικονομίας (διαρκεί περίπου 46 λεπτά), αλλά και με δυνατότητα, πιστεύω, εμπορικής επιτυχίας. Τουλάχιστον σε ένα συγκεκριμένο κοινό.
Απογυμνώνοντας όμως το οικοδόμημα και φτάνοντας στις αμιγώς μελωδικές του ιδέες, ομολογώ ότι δεν έμεινα παρά στιγμιαία ευχαριστημένος από τα όσα άκουσα. Στο Remains Of Shade ο Anastazios περίκλεισε το ορχηστρικό όραμα μιας μουσικής με ευδιάκριτα πατήματα στη λεγόμενη «κλασική», η οποία διατηρεί ταυτόχρονα κι ένα ενδιαφέρον για τα ambient ηλεκτρονικά, καθώς και για την αισθητική των κινηματογραφικών soundtracks. Δυστυχώς, όμως, μια τέτοια γκάμα, αντί να πλουτίζει το σύνολο με ποικιλία, το πνίγει.
Αυτό συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, διότι ο συνθέτης ενοποιεί τις παραπάνω κατευθύνσεις μέσω ενός new age φίλτρου, καταλήγοντας σε ό,τι στο εξωτερικό χαρακτηρίζεται άγαρμπα ως «contemporary instrumental». Όσο περίτεχνα κι αν ενώνεται στις ενορχηστρώσεις το φλάουτο, το βιολί, η μαρίμπα και το γαλλικό κόρνο με τα ηλεκτρονικά, μένει τελικά η γεύση ενός εύπεπτου και φαντεζί ήχου. Ο οποίος ναι μεν δεν εκπίπτει ποτέ στο φτηνιάρικο, αποφεύγει όμως και την κατάδυση σε βαθιές συγκινήσεις. Μόνο στο "Sunny Waves" και στο "Glimpse Of A Smile" εντόπισα την έναρξη μιας τέτοιας (ανολοκλήρωτης) διαδρομής.
Ο Anastazios αποδεικνύει πάντως ότι διαθέτει συνθετική σκέψη και ότι είναι μάστορας στις ενορχηστρώσεις. Αποτελούν καλά εφόδια αυτά για το μέλλον, χρειάζεται όμως να απεμπλακεί αισθητικώς από τον «περιβαντολλογικό» και ολίγον μελοδραματικό ρομαντισμό που επιδεικνύει εδώ. Και να αφήσει επίσης κατά μέρους το φλερτ με τα ηλεκτρονικά, εάν και εφόσον επιμένει σε τέτοια δοκιμασμένα –και, κατ' εμέ, αισθητικώς αδιάφορα– new age μονοπάτια.
Συχνά, για παράδειγμα, αισθάνεσαι ακούγοντας το Remains Of Shade ότι βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που πότε παραπέμπει στην Ευανθία Ρεμπούτσικα, πότε στην Enya, πότε στον Yanni και πότε σε soundtrack ευρωπαϊκής ταινίας. Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις κατευθύνσεις ο Anastazios θα πρέπει να βρει ένα πιο προσωπικό στίγμα, οδηγώντας παράλληλα τη διακρινόμενη ευαισθησία του σε πιο ουσιώδεις διαλόγους με τη μνήμη (ελληνική ή Δυτική) και με το μουσικό γίγνεσθαι.
Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη EP (2016)
Είχα χρόνια να ακούσω δουλειά του Αναστάσιου Καρποδίνη, του πιανίστα και συνθέτη που βρίσκεται πίσω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Anastazios –από το The Remains Of Shade του 2008, για την ακρίβεια. Δεν είμαι σίγουρος για το αν έχει κυκλοφορήσει και κάτι ακόμα στο μεταξύ, πάντως αυτό το καινούριο ΕΡ τον βρίσκει να έχει ωριμάσει όμορφα και ουσιαστικά, προχωρώντας την τέχνη του δίχως να απεμπολήσει τις ανησυχίες του: η διάρκεια της νέας του δουλειάς μπορεί να είναι μικρή, μα οι εντυπώσεις αποτυπώνονται πυκνές.
Αντικείμενό της, η ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ενός δημιουργού που τυχαίνει να αγαπώ ιδιαιτέρως. Περιττή αυτοαναφορά, θα μου πείτε, το λέω όμως γιατί ο Λαπαθιώτης δείχνει εύκολος ποιητής, μα δεν είναι: υπάρχει ένας κόσμος ολόκληρος πίσω από τα απλά του σχήματα, αλληλένδετος με την αντισυμβατική (ορισμένες φορές και αντιφατική) ζωή του, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται εύκολα, αν δεν έχεις σκύψει με προσοχή πάνω από τις λέξεις και τις επιρροές του.
Επιφανειακά, δηλαδή, μπορεί να φαίνεται σαν ένας ακόμα από τους μελό ρομαντικούς του Μεσοπολέμου. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει απελπισία πίσω από το «μελό»· και ο «θρήνος» δεν αφορά τόσο χαμένους ή ανεκπλήρωτους έρωτες, όσο την απώλεια πραγμάτων ιδανικών. Κάτι που ο Anastazios δείχνει να έχει κατανοήσει καλά, κρίνοντας από το ότι αφιερώνει τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη στη μνήμη της μητέρας του.
Ήδη από το The Remains Of Shade είχε διαφανεί η μεγάλη ικανότητα του Καρποδίνη στις ενορχηστρώσεις, η οποία λάμπει κι εδώ. Το σύνολο κυριαρχείται από το πιάνο (παίζει ο ίδιος ο συνθέτης, εξαιρετικά) και το βιολί (καταπληκτικά τα χρώματα του Sergiu Nastasa), διαθέτει όμως και καίρια συμβολή από κοντραμπάσο (Γιώργος Βεντουρής), ενώ υπάρχει και ακορντεόν (Larysa Zhykhareva), διακριτικώς όμορφο. Από τα 5 συνολικά κομμάτια, 3 είναι μελοποιήσεις (τραγουδά ο Αλέξανδρος Βαλκανάς), ενώ 2 είναι οργανικά, εμπνευσμένα από τις λέξεις του Λαπαθιώτη.
Γενικά μιλώντας, ο Βαλκανάς δεν μου άρεσε. Τραγουδάει σωστά, διαθέτει συναίσθημα, έχει μάλιστα και κάτι από την εκφραστικότητα του Βασίλη Λέκκα στα πιο ήπια του. Νομίζω όμως ότι του διέφυγε ο Λαπαθιώτης. Ότι τον κοίταξε δηλαδή ως έναν ευαίσθητο δημιουργό μελοδραματικών ρομαντσάδων, χάνοντας τη μεγαλύτερη εικόνα –γι' αυτό και ευτυχέστερη στιγμή του είναι το "Τραγούδι" (γνωστό και ως το "Δρομάκι Το Παλιό", από μια παλιότερη μελοποίηση του Σταύρου Κουγιουμτζή).
Αντιθέτως, ο Anastazios έχει πλήρη επίγνωση αυτής της περαιτέρω διάστασης του λαπαθιωτικού έργου και δεν τη χάνει σε κανένα σημείο της διαδρομής. Είναι ένας συνθέτης με πιο καθαρή ματιά, συγκρινόμενος με τον δημιουργό του The Remains Of Shade. Ο οποίος δεν πελαγοδρομεί πια στο fusion με ηλεκτρονικά ή/και new age στοιχεία, μα στηρίζεται στο πιάνο του και στα όσα προφανώς αγαπά από τη μεγάλη ρομαντική παρακαταθήκη της λόγιας Δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, ώστε να «φωτίσει» τον κόσμο του Λαπαθιώτη.
Το πόσο το πετυχαίνει, το δείχνει πιο καθαρά απ' όλα το οργανικό "Αίνιγμα Βαθύ" (στίχος από το «Λυπήσου...»), το οποίο πετυχαίνει μέσα στα 6.21 λεπτά του να προσεγγίσει τον ποιητή με τον πιο ουσιαστικό και συνάμα αφοπλιστικό τρόπο. Έστω κι αν δεν ακούγεται λέξη από το έργο του.
Υποβρύχια Θέα (2019)
Μια δεκαετία και κάτι πριν, ο Anastazios συστήθηκε δισκογραφικά με το άλμπουμ The Remains Of Shade (2008), μέσω ενός πλούσιου οργανικού καμβά με κάποια ηλεκτρονικά στοιχεία. Αρκετά χρόνια μετά (2016), τον συναντήσαμε να μελοποιεί ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη· και τώρα, στην τρίτη κατά σειρά δουλειά του, τον βρίσκουμε να κάθεται μόνος στο πιάνο. Τρεις δίσκοι, δηλαδή, τρεις διαφορετικές πλευρές του ίδιου καλλιτέχνη, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν οι αδρές ενοποιητικές γραμμές.
Στην Υποβρύχια Θέα, ωστόσο, ο Anastazios σου δίνει ζωηρή την εντύπωση ότι παίζει «εντός έδρας». Όχι γιατί βασίζει συνολικότερα τη δημιουργία του στο πιάνο (δεν είναι πάντα η περίπτωση), αλλά επειδή –όπως είχε δείξει και στο λαπαθιωτικό ΕΡ Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη– βρίσκεται στα πολύ δυνατά του όταν κάθεται μπροστά στο κλαβιέ. Έχει το χάρισμα δηλαδή να ακούγεται άμεσος και να επικοινωνεί το επιδιωκόμενο συναισθηματικό χρώμα, ανεξάρτητα από το στυλ που μπορεί να ακολουθεί εδώ κι εκεί.
Είναι μια σημαντική παρατήρηση η παραπάνω (περί στυλ), γιατί η Υποβρύχια Θέα δεν είναι δίσκος κλασικής μουσικής, μα μια δουλειά που φιλοξενεί και κλασική μουσική, δίπλα σε άλλες ανησυχίες. Το πιο κοντινό διεθνές παράδειγμα θα ήταν ίσως ο Ludovico Einaudi, με τον οποίον πράγματι ο Anastazios διαθέτει εδώ κάμποσα κοινά, έστω κι αν αυτά έχουν περισσότερο να κάνουν με τον τρόπο, παρά με το ατόφιο ηχόχρωμα των συνθέσεων. Πάντως η αγάπη για τη μελωδία, η εστίαση σε μια λιτή και λυρική αισθητική, ακόμα και η κυριαρχία μιας «γλύκας» που κάθεται πολύ εύκολα στο αυτί, είναι πράγματα τα οποία ενώνουν τους δύο δημιουργούς.
Εδώ και κάμποσα χρόνια, ο Τύπος (όχι μόνο ο ελληνικός) αρέσκεται να περιγράφει συνθέσεις σαν κι αυτές της Υποβρύχιας Θέας με το επίθετο «κινηματογραφικός»· είναι μια σύμβαση από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε το δελτίο της παρούσας κυκλοφορίας. Θα επιμείνω ωστόσο, ακόμα κι αν κανείς δεν νοιάζεται πια, ότι δεν υπάρχει «κινηματογραφική μουσική», παρά μια δημοσιογραφική στρέβλωση κομμένη και ραμμένη για τους σύγχρονους μουσικογραφιάδες, οι οποίοι –προερχόμενοι από το φάσμα μιας pop/rock κουλτούρας (ή και έντεχνης, στα καθ' ημάς)– είναι κατά πλειονότητα άσχετοι με τον κόσμο της λόγιας έκφρασης. Με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συσχετίσουν τη μουσική που έμαθαν να ακούν στα soundtracks με τις κατακτήσεις της Δυτικής οργανικής έκφρασης από το μπαρόκ και μετά, τις οποίες συχνά κατέκλεψε το Χόλιγουντ (ακόμα και διακεκριμένοι συνθέτες του, μάλιστα).
Η μουσική του Anastazios δεν είναι λοιπόν «κινηματογραφική»: εδράζεται στους μεγάλους του Ρομαντισμού, εγκολπώνει κάποια folk στοιχεία (στις "Γέφυρες" λ.χ. μετασχηματίζεται ένα παραδοσιακό τραγούδι της Ουγγαρίας) και εμπεριέχει την προσέγγιση του Krzysztof Komeda, επιτρέποντας έτσι στον Έλληνα συνθέτη να φτάσει διακριτικά ακόμα και στην τζαζ ("Στη Βροχή Ακροβατούν Λουλούδια"). Παραπλεύρως, υπάρχουν και οι new age ανησυχίες που ο Anastazios εξέφρασε ήδη από το ξεκίνημά του, με το "Σμιλεύοντας Τη Νύχτα" να τον φέρνει κοντά στην παρακαταθήκη του Yanni.
Ο Yanni, τώρα, μας προσφέρει έναν ακόμα κρίκο στην όλη συζήτηση: όπως και η δική του μουσική, η οποία έχει συχνά λοιδορηθεί από την καλλιτεχνική δημοσιογραφία, έτσι κι εκείνη του Anastazios μπορεί να επικριθεί ως εύπεπτη και συναισθηματική με έναν υπέρ το δέον φανερό τρόπο, ο οποίος δεν είναι για όλα τα γούστα. Υπάρχουν βάσεις για τέτοιες ενστάσεις, καθώς στον συνθέτη αρέσει να γλυκίζει, όπως του αρέσει κι ένας εν γένει μελαγχολικός/νοσταλγικός τόνος. Μου αρέσει κι εμένα. Όμως μια κριτική δεν γίνεται να αγνοήσει ότι η προσέγγιση ξέφτισε σε ευκολία, εξαιτίας αλλεπάλληλων soundtracks τα οποία έχουν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αναπαράγει αυτόν τον τόνο, επί σειρά ετών (για να κυκλώσουμε και την προηγούμενη, «κινηματογραφική» συζήτηση).
Ωστόσο αυτή είναι με τη σειρά της μια εύκολη κριτική, από ένα μετερίζι το οποίο ψάχνει διαρκώς να επιβραβεύσει το δύστροπο και το περίπλοκο, αδιαφορώντας για την ομορφιά που μπορεί να υπάρχει στο απλό και στο προφανές. Πράγματι, ο Anastazios δεν προτείνει στην Υποβρύχια Θέα μια νέα οπτική στα ήδη δεδομένα, ούτε διαθέτει απαντήσεις για το μέλλον της σύγχρονης κλασικής ή του μινιμαλισμού. Όμως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει προσοχή στις προαναφερόμενες "Γέφυρες" λ.χ., στο "Οι Φωτογραφίες Μας Κρατήρες" και στα "Ωκεάνιος Φάρος" και "Στον Ίσκιο Της Βουδαπέστης" (ευεργετική αναδιαπράγματευση μιας σύνθεσης που αρχικά βρισκόταν στο The Remains Of Shade του 2008). Είναι όλα τους κομμάτια τα οποία φέρνουν ξανά στο τραπέζι τη διαχρονική αίγλη που ασκεί στο ανθρώπινο αφτί μια ωραία μελωδία.