Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κινέζικη όπερα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κινέζικη όπερα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Οκτωβρίου 2021

Σκέψεις για την αποτίμηση της world music + ένα κείμενο του 2014 για την κινέζικη όπερα του Wang Renjie «Η Χήρα και ο Λόγιος»


Τις προάλλες (5 Οκτωβρίου), ο Φώντας Τρούσας έγραψε στο Facebook μια αρκετά δηκτική παρατήρηση, την οποία μεταφέρω εδώ αυτούσια:
Κάπως έγινε και ορισμένοι ακούνε μουσική από την Γουαδελούπη, την Μαρτινίκα, την Αντίγκουα, την Μοντσεράτ, την Αρούμπα, τα Virgin Islands κ.λπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί θέλουν να το παίξουν ψαγμένοι, να εντυπωσιάσουν άλλους (και το πλήθος) με τους οποίους ανταγωνίζονται σε ακούσματα από τις… πινέζες του χάρτη. 
Το ν' ακούς μουσική, όμως, χωρίς να κατέχεις γρι από την ιστορία του τόπου, τις συνθήκες που την γέννησαν, τα κοινωνικοπολιτικά κ.λπ., είναι δώρον άδωρον. Μένεις στην ζελατίνα και αγνοείς όλο το «από κάτω», που είναι το παν. 
Καλύτερα ν' ακούς Θέμη Ανδρεάδη και Άινα Μάουρερ, θέλω να πω, δηλαδή Νινή Ζαχά, που τους καταλαβαίνεις καλύτερα. Και δεν αναφέρομαι στη γλώσσα, αλλά σε όλα τα «από κάτω»...

Είναι μια παρατήρηση που γενικώς με βρίσκει σύμφωνο, παρότι έχω γνωρίσει και ανθρώπους σαν τον Μάνο Τζανακάκη ή την Ευδοκία Πρέκα, οι οποίοι είναι βαθιά βουτηγμένοι σε τέτοια ακούσματα και ούτε ψαγμένοι το παίξανε ποτέ, ούτε επιδιώκουν εντυπωσιασμούς και πυροτεχνήματα. Χρόνια δηλαδή με προβληματίζει κι εμένα η κριτική γνώμη, ακόμα και η σκέτη παρουσίαση που εκφέρουν τα Δυτικά μέσα (στα οποία ας πούμε ότι συμπεριλαμβάνω και τα ελληνικά, ώστε να μη μπλέξουμε με γνωστά διλήμματα) για τις μουσικές που προέρχονται από μέρη του κόσμου δεόντως ίσως «εξωτικά» για τα αυτιά μας –και τη φαντασία μας– μα και αρκούντως άγνωστα σε επίπεδο κοινωνικών και ιστορικών διαδρομών. Γενόμενα έτσι κάτι σαν τα φρούτα σαλάκ που μπορεί να ψωνίζεις στη Μαβίλη και να απολαμβάνεις, δίχως να ξέρεις τίποτα επί της ουσίας για τον κόσμο από όπου προήλθαν.
 
Πώς προσεγγίζεις αλήθεια έναν world music δίσκο; Τι επάρκεια μπορεί να δημιουργεί η συνθήκη ότι τον ακούς από τον καναπέ σου σε μια άλλη χώρα, πιθανώς με λίγη Wikipedia αρωγή αν δεν είσαι ολότελα τεμπέλης; Είσαι σε θέση να κατανοήσεις πόσο Δυτικό νερό μπορεί να βάζει ένας καλλιτέχνης στο τοπικό του κρασί, προκειμένου να συμβαδίσει με τις τρέχουσες τάσεις της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης αγοράς η οποία «καταναλώνει» τέτοια ακούσματα; Και κατά πόσο καταλήγεις άραγε να παράγεις κείμενα σαν κι αυτά που γράφουν διάφοροι ξένοι για ελληνικούς δίσκους; Αναπάντητες κλήσεις, παντού.

Κάπως έτσι, παρότι μαζεύω ήδη από την εφηβεία δίσκους με παραδοσιακά τραγούδια και αργότερα μπήκα κι εγώ στον world «πυρετό» –ανακαλύπτοντας λ.χ. τα ζόρια της Ινδίας και την αφρικανική απεραντοσύνη– προσπαθώ συνειδητά να απέχω από τέτοιου είδους κειμενογραφία, στα επαγγελματικά μου χρόνια. Κατά καιρούς, εντούτοις, τσαλαβούτησα για τον χι, ψι λόγο στα εν λόγω νερά. Κι αν υπάρχει κάτι στο οποίο τα έχω βρει μπαστούνια, αυτό είναι η κινέζικη όπερα: ένα είδος μουσικού θεάτρου με αρκετές επιφανειακές ομοιότητες με την ευρωπαϊκή όπερα, αλλά και με ένα πολυεπίπεδο και αρκετά διαφορετικό «υπέδαφος», με ρίζες μακραίωνες, οι οποίες φτάνουν στην εποχή που εμείς καλούμε Μεσαίωνα (για την Κίνα, βέβαια, είναι μια χρονική διάκριση δίχως νόημα). Από προσωπική πείρα μιλώντας, είναι μάλλον αδύνατον να αρχίσεις τέτοιες εξερευνήσεις δίχως να σκύψεις με σπουδή στους τόμους του A History of Chinese Theatre in the 20th Century του Fu Jin.

Μερικές φορές, πάντως, αισθάνομαι ότι θα μου ήταν πιο εύκολο να ασχοληθώ με την Κλίγκον όπερα που έχουμε γνωρίσει στο Σταρ Τρεκ. Παρά ταύτα, η γοητεία του κινέζικου μουσικού θεάτρου δεν γίνεται να προσπελαστεί. Κι έτσι, πίσω στον Ιούνιο του 2014, δεν έχασα την ευκαιρία να πάω στο Κτήριο Γ' της Πειραιώς 260 για να παρακολουθήσω το έργο του Wang Renjie Η Χήρα Και Ο Λόγιος (1993), με λιμπρέτο όπου αξιοποιήθηκαν και λογοτεχνικά στοιχεία, παρμένα από τη νουβέλα «Κοράκια» του You Fengwei, που πέθανε πριν κάποιες μέρες στα 78 του.

Βέβαια, όπως ήδη έγινε σαφές, η Χήρα Και Ο Λόγιος (στα κινέζικα διαβάζεται Dongsheng Yu Lishi) είναι έργο των νεότερων χρόνων, το οποίο μιλάει επιτυχώς μια παλιά «γλώσσα», ενώνοντας τη ροή και τον ρυθμό της πιο κλασικής πλευράς αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως κινέζικη όπερα, με διαλόγους χαρακτηριστικούς για τη μακραίωνη παράδοση Liyuanxi (Θέατρο του Αχλαδόκηπου). Αυτό που το καθιστά ξεχωριστό είναι ότι παντρεύει τον παγιωμένο συντηρητισμό της τελευταίας με ένα ουμανιστικό πνεύμα σαφώς καινοφανές για τον κόσμο της, στο οποίο κεντρικό ρόλο παίζει η μόνιμη διάθεση του Wang Renjie να εξερευνά τις γυναικείες επιδιώξεις για ελευθερία σε σφιχτά πατριαρχικά πλαίσια. Στοιχείο ταμάμ με τις επίκαιρες αναζητήσεις της μετά-#ΜeΤoo Δύσης. 

Η παράσταση που είδα το 2014 στην Πειραιώς 260 μπορεί ίσως να συνοψιστεί στο λαμπρό απόσπασμα «Η Άνοιξη έφτασε αναπάντεχα· σκυμμένος στα βιβλία μου, δεν μπόρεσα να την αντιληφθώ...». Και τροφοδότησε με τη σειρά της μια απόπειρα ανταπόκρισης, η οποία δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με ορισμένες απαραίτητες διορθώσεις. Θα είχε δε σίγουρα ευνοηθεί, εάν γνώριζα τότε την ανάλυση του Qu Liuyi (1994) και το σχετικό άρθρο των Josh Stenberg & Zhang Jingjing (2015). 

Αλλά αυτό στέκει ως απόδειξη ότι τα άνωθεν ερωτήματα περί world music ακρόασης ή/και αποτίμησης είναι υπαρκτά –και αμείλικτα– για όσους προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Φυσικά και δεν αποτρέπουν το «ταξίδι», ορίζουν ωστόσο κάποιες καίριες και πολύ σημαντικές παραμέτρους, ώστε να μπορέσει να εκτυλιχθεί και πέρα από τις ανακατασκευές της φαντασίας μας ή τα όποια στερεότυπά μας. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση του 2014. Δόθηκαν τότε στον Τύπο για την προβολή της, ανήκουν ωστόσο στους Yuan Wei & Hai Qing


Υπήρχαν κάμποσα μηνύματα στα όσα παρακολουθήσαμε στο Κτήριο Γ΄ της Πειραιώς 260. Μερικά έστεκαν ακουμπισμένα στις πτυχώσεις των υπέροχων κοστουμιών εποχής, άλλα ήταν τοποθετημένα στην ηχώ που άφηναν οι ψιλές φωνές των πρωταγωνιστών. Και μία από τις μεγάλες επιτυχίες της παράστασης, ήταν η μεταξύ τους ισορροπία.

Αφηνόταν σε σένα, δηλαδή, να αποφασίσεις αν τον κύριο λόγο είχε τελικά η επανάσταση κόντρα στις παραδόσεις, η πάλη της γυναίκας για μεγαλύτερη ελευθερία σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο ή η επέλαση του Έρωτα. Που, ως άλλη Ελαφρά Ταξιαρχία, τρύπωσε κλεφτά ακόμα και στις σελίδες του Ντονγκ Σενγκ, κάμπτοντας όλες του τις αντιστάσεις και οδηγώντας τη στενομυαλιά του σε Βατερλώ. Ο ίδιος, άλλωστε –σε ένα αποφασιστικό σημείο της πλοκής, όταν πια δεν γινόταν να κρύβεται πίσω από εκλογικεύσεις ή τη φανατική του πίστη σε παραδόσεις που καλώς άφηνε πίσω η κοινωνική εξέλιξη– αναφώνησε ηττημένος πως «η Άνοιξη έφτασε αναπάντεχα· σκυμμένος στα βιβλία μου, δεν μπόρεσα να την αντιληφθώ». 

Ο θαυμάσιος τρόπος με τον οποίον απέδωσε το σημείο αυτό ο Zhang Chunji (που ενσάρκωσε τον Δάσκαλο Ντονγκ), τον εμφάνισε φευγαλέα στα μάτια μου με μια σοφόκλεια αύρα. Αλλά σε μια πιο παιγνιώδη εκδοχή συγκριτικά με το βαρύ τραγικό κλίμα που συνοδεύει π.χ. την αυτογνωσία του Οιδίποδα: η όπερα του Wang Renjie μπορεί να πραγματεύτηκε πολύ σοβαρά θέματα, το έκανε όμως με ανάλαφρη διάθεση, κωμική σε σημεία, αποφεύγοντας συνειδητά οτιδήποτε το βαρύγδουπο. Ακόμα και στην τελική σκηνή, όπου η ιστορία λαμβάνει παραμυθιακή διάσταση και το οργισμένο φάντασμα του Συμβούλου Πενγκ ζητεί ικανοποίηση –προστάζοντας ουσιαστικά τη σφαγή της χήρας Λι– το κλίμα παραμένει εύκρατο: νιώθεις βέβαιος ότι όλα θα πάνε καλά και ότι οι ξεπερασμένες επιταγές του παλιού κόσμου θα αποδειχθούν εξίσου νεκρές με τον Πενγκ.

Προλαβαίνω τυχόν ενστάσεις, τύπου «το 'χεις ρίξει στο μήνυμα για να καλύψεις την αδυναμία σου να κριτικάρεις μια τέτοια παράσταση»: ο Wang Renjie δεν γράφει όπερες δίχως μήνυμα. Ακόμα και μια πρόχειρη ματιά στο έργο του αρκεί ώστε να αντιληφθεί κανείς πόσο τον καίει η επιδίωξη της γυναίκας για ελευθερία· θέμα που άλλοτε εξερευνά με φόντο την παραδοσιακή κινέζικη κοινωνία του παρελθόντος –όπως λ.χ. συμβαίνει εδώ– κι άλλοτε εντάσσει σε πορτραίτα της μοντέρνας πραγματικότητας. Από την άλλη, στέκει πιστός μαθητής του Αχλαδόκηπου, υπέρμαχος δηλαδή του οπερατικού πνεύματος Liyuanxi, το οποίο δημιουργήθηκε καμιά οχτακοσαριά χρόνια πριν στη νοτιοανατολική ακτή της Κίνας. Έτσι, φέρνει ένα φρέσκο, ουμανιστικό πνεύμα στο πλάι εκείνων των απομακρυσμένων χρόνων και φροντίζει ώστε οι διάλογοι και τα τραγούδια να τρίβονται με μια ποιητική έκφραση κλασικού στιλ, την οποία και θαυμάσαμε: το κείμενο και οι στίχοι στη Χήρα Και Τον Λόγιο αποδείχθηκαν αμφότερα υψηλότατου επιπέδου.


Όμως ο Wang Renjie δεν προσφέρει παρά το 50% της επιτυχίας αυτής της παράστασης. Μη νομίζετε δηλαδή ότι το Φεστιβάλ Αθηνών κάλεσε κάποιον μεσαίου βεληνεκούς θίασο, στη λογική "φέρνω ό,τι μπορώ να πληρώσω υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες". Υποθέτω βέβαια ότι η περιφερειακή θέση του Liyuanxi στυλ προσφέρει (και) τέτοια πλεονεκτήματα, ωστόσο στην Αθήνα δεν είδαμε τίποτα το «δεύτερο». Αντιθέτως μάλιστα· παρακολουθήσαμε τον θίασο της Zeng Jinping –μιας εκπληκτικής γυναίκας, η οποία έσωσε τα τελευταία χρόνια τη Liyuanxi παράδοση από τον μαρασμό, αποκαθιστώντας τις επαφές της με τη νεολαία. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει σπουδαιότερο όνομα παγκοσμίως στη συγκεκριμένη «ποικιλία» κινέζικης όπερας.

Στο Κτήριο Γ΄ της Πειραιώς 260 είδαμε λοιπόν εκ μέρους της μια λιτή, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, στην οποία πολλά πράγματα απλά υποδηλώνονταν (π.χ. τα αρχιτεκτονικά στοιχεία). Χώρια δηλαδή τις σκηνές αμίμητης ομορφιάς, όπως την είσοδο των κόκκινων φαναριών με τα μαύρα ιδεογράμματα και τις λεπτεπίλεπτα χορογραφημένες κινήσεις των ηρώων. Ή το σημείο που θαύμασα προσωπικά περισσότερο, όταν η παράδοση του λόγιου και της χήρας στο τυφλό πάθος απεικονίστηκε με το βγάλσιμο των κόκκινων παπουτσιών της ηρωίδας, τα οποία απέμειναν ύστερα μονάχα τους στο κέντρο της σκηνής.

Αλλά η Zeng Jinping δεν ήταν απλά η σκηνοθέτης: ήταν και η ηθοποιός/τραγουδίστρια που ενσάρκωσε την κυρία Λι, τη χήρα της υπόθεσής μας. Και το πόσο άψογη στάθηκε σε όλα της, είναι πραγματικά δύσκολο να περιγραφεί. Οι εκφράσεις της –έστω και κάτω από το βαρύ βάψιμο– οι χειρονομίες της, ο αέρας της, τα τσακίσματα της φωνής στους διαλόγους, οι υπέροχες μελωδικές της κλίμακες και η απαράμιλλη χάρη με την οποία έριξε τον δάσκαλο Ντονγκ μέσα στην ίδια την παγίδα του, συγκρότησαν έναν καταπληκτικό χαρακτήρα. Μια μορφή που στο μυαλό σου καταγράφηκε όπως ακριβώς την ήθελε η περιγραφή της υπόθεσης.

Άφησα για το τέλος μια σημαντικότατη παράμετρο –τη μουσική. Μουσική νεότερης σύλληψης, χαμένη ωστόσο στην άχλη των κινέζικων αιώνων, η οποία στα αυτιά μας ήχησε ξένη μαζί και οικεία, εξωτική και γνώριμη. Ο Renjie προέβλεψε ότι πρέπει να εκτελείται με όλη την αρχαία της υποβλητικότητα, που τονίζεται από την ιδιόρρυθμη μα πρωταγωνιστική χρήση ενός μικρού τύμπανου: ο μουσικός που το αναλαμβάνει οφείλει να διαστρεβλώνει τον ρυθμό του γυρίζοντας τη ...φτέρνα του πάνω στην επιφάνειά του! Έτσι, διαρκή και προεξέχουσα θέση στην πρώτη γραμμή της κομπανίας που καθόταν διακριτικά στο αριστερό μέρος όπως κοιτάζαμε τη σκηνή, είχε η λευκή ...κάλτσα του αρχιμουσικού Yan Zirong. Καταπληκτική μουσική, εν κατακλείδει. Πλούσια μα απέριττη, άψογα ταιριασμένη στις σκηνές και στις κωμικές ή δραματικές τους κορυφώσεις. Και με σημαντικό συγκινησιακό εκτόπισμα.

Δεν άρεσε βέβαια σε όλους η παράσταση, όπως διαπίστωσα από διάφορα σχόλια που άκουσα βγαίνοντας. Κάποιοι δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν, ενώ άλλοι είχαν προφανώς έρθει μόνο για το εξωτικό του πράγματος –και το βρήκαν έτσι βαρύ να αφιερώσουν 2 ώρες από τη ζωή τους απλά για να διηγούνται έπειτα στους κύκλους τους πόσο «κουουλ» άτομα είναι, που πάνε και σε «τέτοια». Ωστόσο αρκετοί χειροκροτήσαμε παρατεταμένα και με αβίαστο ενθουσιασμό, βρίσκοντας την εμπειρία συναρπαστική και με σωστότατη χρονική διάρκεια.