Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγας Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγας Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Φεβρουαρίου 2023

Αποστόλης Αρμάγος: «Ελάτε Και Βλέπουμε» - ανταπόκριση (2017)


Παλαιότερων και παλιών ανταποκρίσεων συνέχεια, για λογαριασμό του blog, σήμερα με τη βραδιά του Αποστόλη Αρμάγου «Ελάτε Και Βλέπουμε» –ήταν Μάρτιος του 2017, στο «GiocondArt» του Ζωγράφου, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ο ιδιοκτήτης του, ο Κύπριος τραγουδοποιός Χρίστος Μοδέστου, έχει στο μεταξύ μετακομίσει εκτός Αθήνας. 

Για τον Αρμάγο έχουμε γράψει και σε άλλη περίσταση (δείτε εδώ). Στη συγκεκριμένη βραδιά είχε κάμποσους καλεσμένους επί σκηνής, για ένα πρόγραμμα χωρίς παρωπίδες. Το οποίο μετακινήθηκε με αξιοσημείωτη ευκολία από το έντεχνο στον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και από τις ελαφρές δόξες της Κούλας Νικολαΐδου στους ...Iron Maiden!

Μια ανταπόκριση από τα δρώμενα δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις χιούμορ. Και ο Αποστόλης Αρμάγος το διαθέτει περίσσιο. Με αυτό μας καλωσόρισε στη μικρή σκηνή του «GiocondArt», στα σύνορα Ζωγράφου και Ιλισίων, με αυτό μας έμπασε στο πρόγραμμά του, με αυτό έσπασε τον όποιο πάγο, με αυτό ίσως να ξόρκισε και τον πυρετό του –μαζί, ασφαλώς, με κάποιο αναγκαίο φαρμακευτικό σκεύασμα. Αν δεν μας το έλεγε, πάντως, δεν θα το παίρναμε χαμπάρι. 

Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις χιούμορ, όμως δεν μπορεί να βοηθήσει σε πολλά, αν δεν έχεις κάτι να πεις και αν δεν έχεις και τον κατάλληλο τρόπο για να το κάνεις. Πόσο μάλλον αν θες να το πεις όπως και ο Αρμάγος. Με ένα πρόγραμμα, δηλαδή, το οποίο αδιαφορεί για τα στεγανά μεταξύ έντεχνων, λαϊκών, ποπ και παραδοσιακών επιλογών και είναι έτοιμο (δοθείσης της ευκαιρίας) να προβεί σε μεταβάσεις που σε αρκετά αυτιά μπορεί να μην ακούγονται αποδεκτές. 

Στο κυρίως μέρος της παράστασης «Ελάτε και Βλέπουμε» που παρουσιάζει κάθε Δευτέρα στο «GiocondArt», ο Αρμάγος στέκεται μόνος του στη σκηνή, με μια κιθάρα. Η εικόνα είναι οικεία –έως υπερβολικά οικεία– η σύμβαση είναι παλιά όσο τουλάχιστον και οι κιθάρες, μα σε αυτήν την απλότητα κρύβονταν πάντα μεγάλες παγίδες. Πόσο μάλλον στις μέρες τις δικές μας, που έχει πια γεμίσει ο τόπος τραγουδοποιούς: αν κάτι δεν σου κάνει στη φωνή ή στον τρόπο ερμηνείας, δεν θα μείνεις να ακούσεις. 

Όμως ο Αρμάγος ξέρει πολύ καλά τι να την κάνει τη φωνή που έχει. Τραγουδάει σωστά, με άρθρωση καθαρότατη, η οποία επιτρέπει σε κάθε λέξη να ακούγεται στην κανονική της έκταση (άρα να έχει και το σωστό «βάρος»)· τραγουδάει επίσης καλά, έχοντας επίγνωση για το πού τον παίρνει και πού δεν τον παίρνει. Αλλά, πρωτίστως, τραγουδάει ωραία. Με εκείνον τον λίγο «μαγικό» τρόπο των επιτυχημένων τραγουδοποιών, που σε πείθει να κάτσεις κάτω και να ακούσεις.

Το πρόγραμμα, τώρα, πάει από τα προσωπικά του Αρμάγου στο "Δηλητήριο" του Βασίλη Καρρά και της Κωνσταντίνας (στο οποίο ανέβηκε μια άγνωστη κοπέλα από το κοινό για ντουέτο και τα κατάφερε μια χαρά, πρέπει να πω), από τον Φοίβο Δεληβοριά του "Η Κική Κάθε Βράδυ" στο ρουμελιώτικο τσάμικο "Ο Γερο-Τσέλιγκας" (έχει μείνει στη δημοτική δισκογραφία με τη φωνάρα του Τάκη Καρναβά, αλλά και με την Τασία Βέρρα), από τον "Αλέξη" των Olympians –δοσμένο σε επίκαιρα σατιρικό/πολιτικό φόντο– στο "Εσύ Ό,τι Πεις" του Μάκη Χριστοδουλόπουλου και στο "Αγάπη Μου Επικίνδυνη" του Στράτου Διονυσίου ή από το δοξασμένο ελαφρό της Κούλας Νικολαΐδου "Να Το Πάρεις Το Κορίτσι" στο "Μπες Παντού" του Νίκου Καρβέλα και στην "Κόρη Του Περιπτερά" του Κώστα Μπίγαλη (σε μία, παρεμπιπτόντως, εξαιρετική εκτέλεση). 

Σε άλλα χέρια, όλο αυτό εύκολα θα οδηγούσε σε ακαλαίσθητο αχταρμά. Ο Αρμάγος, όμως, τα ενοποιεί ωραία. Κυρίως γιατί τα τραγουδάει όλα ισότιμα. Δεν βλέπει δηλαδή τα μεν ως σοβαρά, τα δε ως cult, trash, guilty pleasure, δεν ξέρω κι εγώ τι. 


Το άλλο μέρος του προγράμματος, το μοιράζεται κάθε Δευτέρα με έναν καλεσμένο. Το συγκεκριμένο βράδυ ήταν ο Διαμαντής Διαμαντίδης –γνώριμος τόσο μέσα από τη δράση των Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, όσο και από τους Radio Nowhere (μια tribute μπάντα στον Bruce Springsteen). Ο Διαμαντίδης έπαιξε φοβερή κιθάρα και τραγούδησε στιβαρά, δίνοντάς μας ένα μικρό πανόραμα των μέχρι στιγμής δραστηριοτήτων του, αλλά και μια πρώτη γεύση του καινούριου υλικού που ετοιμάζει αυτό το διάστημα. Στέκομαι ιδιαιτέρως στον "Ανθρώπινο Πυρσό", όχι μόνο γιατί το αγαπώ πολύ το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και γιατί ήχησε το ίδιο δυνατό και παιγμένο μόλις με μία κιθάρα, αντί για την ομοβροντία οργάνων της Φάλαινας. Στέκομαι επίσης στην πολύ μετρημένη και συναισθηματική διασκευή στο "The Ghost Of Tom Joad" του Springsteen, ενώ βγάζω το καπέλο μου στη διασκευή του "Wasted Years" των Iron Maiden, την οποία έπαιξε ντουέτο με τον Αρμάγο.


Από τη σκηνή, όμως, παρέλασαν τελικά κι άλλοι καλεσμένοι, καθείς για να πει από ένα τραγούδι μαζί με τον οικοδέσποτη. Ο (άνωθεν εικονιζόμενος) Κύπριος τραγουδοποιός –και ιδιοκτήτης του GiocondArt– Χρίστος Μοδέστου κόμισε τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, ο Μάρκος Δεληβοριάς ερμήνευσε καταπληκτικά το "Let It Be", ο Κώστας Άγας δυσκολεύτηκε λίγο με την κιθάρα και δεν τοποθετήθηκε πολύ σωστά ως προς το μικρόφωνο, μα είπε από καρδιάς τον Μάρκο Βαμβακάρη του, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση έκανε η παλιά γνώριμη του Αρμάγου, Πέλλη Σταύρου (κάτωθι εικονιζόμενη), η οποία είπε το "Πάλι Θα Κλάψω" της Μαρινέλλας με μια απρόσμενα υψηλή ελαφρολαϊκή κλάση.


Κι όλα αυτά χώρεσαν σε 2 ώρες, σε ένα πρόγραμμα «φιλικό» για τα ωράρια της Δευτέρας –μιας δύσκολης μέρας για εμφανίσεις. Το κλίμα στο «GiocondArt» ήταν οικογενειακό από την άποψη της προσέλευσης (λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι βρισκόμασταν στην 9η εβδομάδα του «Ελάτε Και Βλέπουμε»), κάτι που έδωσε λαβή στον Αρμάγο να πει και δυο λόγια σε κάποιο σημείο για το πώς φτύνουν αίμα οι τραγουδοποιοί των ημερών μας ώστε να μαζέψουν κοινό και να υπάρξουν στη δισκογραφία. 

Είναι βέβαια μια ιστορία με πολλές όψεις αυτή, στην οποία οι τραγουδοποιοί δεν έχουν απαραίτητα το δίκιο με το μέρος τους σχετικά με το τι προσφέρουν και οι ίδιοι σε μια κατάσταση όπου ο αριθμός των συναυλιών στην πόλη έχει εκτροχιαστεί, ρευστό διαθέτουν λίγοι πια και ωραία τραγούδια αναζητούνται με το κιάλι (τουλάχιστον στη μη-πίστα σφαίρα της υπόθεσης). Κάποια πράγματα εκεί έξω, όμως, αξίζουν σαφώς τον κόπο μας. 



21 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Άγας - Κάραβος [δισκοκριτική, 2019]


Όταν κάνεις τη δουλειά του κριτικού ευσυνείδητα και δίχως χοντράδες, κατανοείς κι εσύ –όπως (θα έπρεπε να) κατανοούν και οι κρινόμενοι καλλιτέχνες– ότι δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους: ούτε θα συμφωνήσουν άπαντες με τη γνώμη σου, ούτε θα ταιριάξει στον κάθε έναν η ματιά σου, η γραφή σου κτλ. Μοιάζει δεδομένο, ωστόσο δεν είναι. Πρόκειται για κάτι που το μαθαίνεις στην πράξη.

Εκεί που σηκώνεις τα χέρια ψηλά, είναι όταν ανακαλύπτεις καλλιτέχνες οι οποίοι πόσταραν μεν την κριτική σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –δίχως «μα», ούτε «ου»– ωστόσο σε διέγραψαν λίγο μετά από την ίδια πλατφόρμα. Σκαλίζοντάς το, μάλιστα, ανακαλύπτεις ότι αιτία της διαγραφής στάθηκε η κριτική. Διαβάζοντας δε κάποια από τα δημόσια σχόλια, η έκπληξή σου γίνεται μεγαλύτερη, γιατί κατηγορείσαι για ύποπτη αναπαραγωγή (στα πλαίσια του κειμένου σου) μιας παλιάς ιστορίας με έναν άλλον κριτικό, τη στιγμή που ο καλλιτέχνης τη διηγείται συχνά ο ίδιος, καθώς σχολιάζει εδώ κι εκεί. 

Φυσικά, κατανοείς ότι δεν γίνεται να έχουν ισότιμη ισχύ αυτές οι δύο καταστάσεις: κάτι άλλο έχει μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης και της ύστερης αντίδρασης, με το μυαλό να πηγαίνει σε παρεμβολή δυσαρεστημένων τρίτων προσώπων, με τα νερά των οποίων ίσως επέλεξε να πάει ο καλλιτέχνης; Που ναι, στο κάτω-κάτω μπορεί να είχε και μια εικόνα της δουλειάς του ακόμα πιο θετική από αυτήν που περιέγραψες εσύ, με διάφορες ενστάσεις.

Φαίνεται έτσι να διαμορφώνεται μια διαφορετική υπόθεση, η οποία φέρνει κατά νου εκείνη την περίφημη χατζιδάκειο ρήση για την αντίθετη γνώμη και τα αντίθετα συμφέροντα. Δεν πειράζει, όμως: καλή καρδιά. Το επάγγελμα του κριτικού τα έχει αυτά. Έχει και πολύ χειρότερα, εδώ που τα λέμε. 

Δίχως περαιτέρω σχόλια, να επισημάνω ότι η κριτική για τον Κάραβο του Κώστα Άγα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές τροποποιήσεις, με αφορμή τη δισκογραφική επιστροφή του Αθηναίου τραγουδοποιού με το άλμπουμ Δύο Κύκλοι Τραγουδιών: Τι Είδες Στο Ταξίδι Σου, Φως Μου; & Έλα, Αγάπη Μου, Να Γράψουμε Τραγούδια. Γιατί συνεχίζουμε να παρακολουθούμε όσους κάνουν κάτι εν δυνάμει ενδιαφέρον, άσχετα με τη δική τους γνώμη για μας. Πόσο μάλλον αν διακινούν τη δουλειά τους χέρι με χέρι, χωρίς το παραμικρό οικονομικό αντίτιμο, επιμένοντας –όπως έχω μάθει– να πληρώνουν κάθε έναν συμμετέχοντα σε αυτήν, κυριολεκτικά από την τσέπη τους.


Βάλε-βγάλε, ο Κώστας Άγας συμπληρώνει 20 χρόνια πορείας στο ελληνικό τραγούδι. Παρά ταύτα, η δουλειά του έχει μείνει στις σκιές: αν και ζούμε, λέγεται, στην Εποχή της Πληροφορίας, ούτε καν το discogs δεν τον αναγνωρίζει ορθώς (τον θέλει Κώστα Αγά, με μόλις ένα άλμπουμ), ενώ οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του εγχώριου μουσικού Τύπου τον ξέρουμε –αν τον ξέρουμε– ως έναν τραγουδοποιό που κατακεραυνώθηκε πίσω στο 2000 από τον Γιώργο Ε. Παπαδάκη, στο περιοδικό Δίφωνο. Είναι ένα κομβικό σημείο, το οποίο μνημονεύεται συχνά και από τον ίδιο τον Άγα, χωρίς(;) μάλιστα τις συνήθεις πικρίες.

Πλέον, έχουν περάσει 7 χρόνια από τον θάνατο του Παπαδάκη και λείπει αισθητά η ματιά του στο ελληνικό τραγούδι, παρά τη ροπή της προς το ...δηλητηριώδες. Tο κενό μεγαλώνει, μάλιστα, καθώς το προσκήνιο του εγχώριου Τύπου γεμίζει με γραφιάδες λυσσασμένους να μετρηθούν στον φιλικό περίγυρο των καλλιτεχνών που θαυμάζουν. Πάντως, εφόσον το άλμπουμ Κάραβος διατηρεί τον Κώστα Άγα ως έναν από τους πιο do-it-yourself ανθρώπους της ντόπιας δισκογραφίας, έχει νόημα να γυρίσουμε σε εκείνη την κριτική, ώστε να αποστάξουμε ότι το θρυλικό DIY –όση αξία κι αν διατηρεί ως «ήθος» ανεξαρτησίας– δεν αποτελεί διαβατήριο σημαντικότητας. Αντιθέτως, μπορεί να υποκρύπτει μια απέραντη ερασιτεχνικότητα.   

Ο Άγας, βέβαια, δεν έχει στο πλάι του μηχανισμούς του cool ικανούς να τον διαφημίσουν ως κάτι σαν εγχώριο Daniel Johnston (μείον τις ψυχολογικές διαταραχές, προς αποφυγή παρεξηγήσεων): κυριαρχώντας στον Τύπο, τόσο οι παλιοί alternative ταγοί, όσο και οι χίπστερ επίγονοι, διαφυλάττουν τους DIY «τίτλους τιμής» για εκείνους που υπηρετούν τα αγγλοαμερικάνικα πρότυπα, μοιραζόμενοι μια αποστροφή για όσα ντόπια πράγματα δεν ευθυγραμμίζονται με τις ιδέες τους περί Εσπερίας. Παρά ταύτα, ο Αθηναίος τραγουδοποιός επιμένει να φτιάχνει και να διανέμει δωρεάν τη δουλειά του, επωμιζόμενος και τον μόχθο, μα και τα έξοδα της όλης διαδικασίας. Έξωθεν καλή μαρτυρία, μάλιστα, τον φέρει να πληρώνει κάθε συμμετέχοντα, επιδεικνύοντας κάτι αληθινά σπάνιο για τον ελληνικό ορίζοντα. 

Καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά στα επί της ουσίας, συμβαίνει κάτι; 

Συμβαίνει. Έστω κι αν χάνεται η αίσθηση του μέτρου που χρειάζεται κάθε μεγάλος σε διάρκεια δίσκος, με τον Κάραβο να θυσιάζει εδώ κι εκεί τη συνοχή του φιλοξενώντας τραγούδια τα οποία μπορούσαν να λείπουν. Διαπίστωση που κατάντησε κλισέ, αλλά δεν παύει να δείχνει ότι το σπορ του «διπλού άλμπουμ» εμπεριέχει ένα ρίσκο που κανείς δημιουργός δεν πρέπει να παίρνει αβασάνιστα. Το εν λόγω σύνολο θα ανέπνεε περισσότερο δίχως τα 8 άστοχα λεπτά του "Το Γυμνό Κορίτσι Και Ο Δέλφινας", δίχως την αφελή στιχουργία του "Νούφαρο Στο Θερμαϊκό", δίχως την τυποποιημένα γλεντζέδικη αισθητική του "Σ' Ένα Ξεχασμένο Σινεμά". 

Περισσότερη σημασία έχει το ότι ο Άγας διατηρεί μεν την ερασιτεχνικότητα που έβγαλε τον Παπαδάκη από τα ρούχα του, έχοντας κερδίσει, πλέον, σε ραφινάρισμα. Με αποτέλεσμα το υλικό να διαθέτει το δώρο μιας καίριας απλότητας. Επιπλέον, η σταθερότητα του ορίζοντα που τον απασχολεί (το έντεχνο, το ρεμπέτικο, η επαφή με την παράδοση, ο Δυτικός ηλεκτρισμός των 1960s/1970s) τον έχει βοηθήσει να εντρυφήσει στις δομές: τα τραγούδια μπορεί να μην αμφισβητούν την όποια φόρμα επικαλούνται και να μην επιδιώκουν την ανατροπή, μα «εκπέμπουν» μεράκι, το οποίο φτάνει στο αυτί του ακροατή. Έστω κι αν μερικά είχαν θεματικό ενδιαφέρον που δεν υπηρετήθηκε ικανοποιητικά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το "Δραγονήσι" και η "Τριήρης", που όχι μόνο βουλιάζει στα νερά μιας φλύαρης διαπραγμάτευσης, αλλά ωθεί και την καλλίφωνη Τραϊάνα να φωνασκεί αναίτια. 

Οι φωνές τώρα που χρησιμοποίησε ο Άγας ήταν γενικά καλές, αν και σε αρκετές φάνηκε να λείπει το «ψήσιμο». Άλλωστε δεν είναι πάντοτε ζήτημα καλλιφωνίας η ερμηνεία, όπως αποδεικνύεται (και) εδώ, τόσο από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο και από τον Γιώργο Ματεντζόγλου –ο οποίος αναδεικνύεται σημειωτέον σε μεγάλο απόντα, καθώς ο θάνατός του διέκοψε μια συνεργασία 19 χρόνων με τον Άγα. Αμφότεροι τραγουδούν από καρδιάς με έναν λιγάκι πρόχειρο μα αποτελεσματικό τρόπο, έστω κι αν ο Άγας θα πρέπει να προσέξει περισσότερο το θέμα των παρατονισμών των λέξεων: συμβαίνει ασφαλώς και σε πιο μεγάλα ονόματα της δισκογραφίας, είναι όμως κάτι που κομματάκι χαλάει τη μυσταγωγία του "Callanish", τραγουδιού που κατά τα λοιπά μοιάζει βγαλμένο από δίσκο του Bob Pegg. 

Κάποιες φωνές, επίσης, επωμίστηκαν πράγματα που δεν αναλογούσαν στις χρωματικές και εκτελεστικές τους δυνάμεις: μου άρεσε ας πούμε πολύ η Νίκη Γλυκή και στο "Ταξίδι Της Παντάνασσας" και στον "Κάραβο" (ένα ωραίο ντουέτο με τον Δημήτρη Φράγκο σε νησιώτικο ύφος), όμως τη βρήκα τυπικώς μελαγχολούσα στο νοσταλγικό "Παλιές Κασέτες Σε Κουτιά", όπου ξεχωρίζει η τρομπέτα του Νίκου Σακελλαράκη. Αναλόγως, η Καλλιόπη Ηλιοπούλου λέει πρόσχαρα το "Τσάρκα Με Τον Κυρ-Αποστόλη", αλλά τραγουδά αστόχως ψηλά στο "Κλαρί Από Βασιλικό", προσπαθώντας ίσως να προοικονομήσει και να παρακολουθήσει τα ηλεκτρικά βολτ της κορύφωσης. Συχνοτικά κάτι συμβαίνει και με την Άννα Μαρία Μεσσάρη στο "Πάτρις Λουμούμπα", εν πολλοίς πάντως το γυρίζει υπέρ της, κάτι που δεν επαναλαμβάνεται στο "Μπροστά Στη Βιτρίνα Καταστήματος Παιχνιδιών"· αν κι εδώ μάλλον φταίει η σύνθεση που την κάνει να «χάνεται» από το ραντάρ. 

Με 27 τραγούδια συν 4 εξόδια οργανικά και 15 συνολικά ερμηνευτές –συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Άγα– μπορείς πάντως να χαθείς κι εσύ σε ένα τέτοιο κουβάρι θετικών και αρνητικών παρατηρήσεων, καταδικάζοντας το κριτικό κείμενο σε απροσπέλαστο. Ας μείνουμε λοιπόν στο δια ταύτα· στο ότι δηλαδή ο Κώστας Άγας ζητάει εδώ (γύρω στη) 1,5 ώρα της προσοχής μας, παρότι ζούμε σε καιρούς που ένας τέτοιος χρόνος λογίζεται ως «πολύς». Γι' αυτό και, με όλες τις αβαρίες στον λογαριασμό, λέει πολλά για τη δουλειά του αν υπάρξει προθυμία και για περαιτέρω ακροάσεις. Πόσο μάλλον αν ορισμένα κομμάτια επιμένουν στη μνήμη μετά από μέρες, ωθώντας την καθημερινότητά σου σε παράδοξα στιγμιότυπα, τύπου να σιγομουρμουράς για του ...Πατρίς Λουμούμπα την ψυχή ενώ χτυπάς τον φραπέ σου. Εκεί είναι όμως που πάντα κερδάει όποιο τραγούδι έχει «το κάτι», ό,τι αναλύσεις κι αν γράψεις.