Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανός Βαγγέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανός Βαγγέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Φεβρουαρίου 2023

Βαγγέλης Γερμανός - συνέντευξη (2008)


Καθώς ετοιμάζω μια συνέντευξη με τον Βαγγέλη Γερμανό για το Αθηνόραμα, σκέφτηκα ότι ήταν Φεβρουάριος πάλι, όταν είχαμε συναντηθεί τελευταία φορά. Σε μια πολύ διαφορετική εποχή, βέβαια, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε βγάλει το άλμπουμ «Καμικάζι» (2008). 

Τότε έδρευα κι εγώ στη θρυλική Μπλε Πολυκατοικία της Πλατείας Εξαρχείων, ως αρχισυντάκτης του Avopolis, η Lyra έβγαζε ακόμα δίσκους, ενώ υπήρχε ακόμα και το «Βοξ» απέναντι, ως κατάστημα. Οπότε ο τραγουδοποιός που έφτιαξε τα αλησμόνητα «Μπαράκια» (1981) ήρθε από εκεί και κάτσαμε για καφέ.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Βαγγέλη Γερμανού προέρχεται από το promo υλικό που έδινε τότε στον Τύπο η Lyra


Το νέο σου άλμπουμ «Καμικάζι» σε βρήκε να περπατάς σε λαϊκά μονοπάτια. Πράγμα που είχες επιχειρήσει ξανά με τις «Ασκήσεις», πριν 13 χρόνια (1995), αλλά δεν συνέχισες στις επόμενες δισκογραφικές σου παρουσίες. Τι γέννησε αυτή την ανάγκη επιστροφής στο λαϊκό ρεπερτόριο;

Σε ό,τι αφορά το διάστημα που πέρασε από τις «Ασκήσεις», ανήκω θα έλεγα στην κατηγορία των ανθρώπων για τους οποίους ο χρόνος δεν υπάρχει! (γέλια) Έχω μάθει, δηλαδή, να σκέφτομαι τα πράγματα περισσότερο ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Το «Καμικάζι» είναι μια δουλειά που πήγασε από μια ανάγκη μου να αγγίξω τη δική μας παράδοση, αντί να ψάχνω για θησαυρούς σε ξένα χρηματοκιβώτια. Μια ανάγκη να στραφώ σε πιο δικά μας πράγματα.

Στη συνείδησή μας, όμως, σε έχουμε καταγράψει ως ρόκερ. Τι κάνει έναν ρόκερ να θέλει να στραφεί προς τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Γιώργο Ζαμπέτα; 

Είμαι ρόκερ, αλλά αυτή είναι η μία όψη της ιστορίας. Τι κάνουν οι Rolling Stones, αν το καλοσκεφτείς; Εδώ και 40 χρόνια παίζουν τη λαϊκή τους μουσική. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί κι εμείς θα έπρεπε ντε και καλά να παίζουμε μόνο τη συγκεκριμένη μουσική –όσο ωραία κι αν είναι. Και είναι ωραία, είναι όμορφα τα ηλεκτρικά τα blues, είναι «γρατζουνιστικά», γαργαλάνε το αυτί. Αλλά για χάρη τους θα έπρεπε να φτάσουμε να αποποιηθούμε τη δική μας κουλτούρα; 

Γιατί τότε μιλάμε πια για καπέλωμα, για μια μορφή πολιτισμικής δικτατορίας. Άλλο πράγμα π.χ. να βρεις κάτι όμορφο στον John Lee Hooker και να το βάλεις στο ρούχο σου ως στολίδι κι άλλο να πετάξεις τελείως τη φορεσιά σου και να πάρεις μια ξένη. Όσο καλά blues κι αν παίξω εγώ, ένας μαύρος Αμερικάνος δεν θα τα παίξει καλύτερα, από τη στιγμή που το έχει στο αίμα του; 

Δεν θέλω λοιπόν να γίνω σαν κάτι γραφικούς φίλους που έχω, οι οποίοι κοπανάνε ακόμα το "Smoke On The Water" και τέτοια. Όχι γιατί είναι κακό το "Smoke On The Water", αλλά πια εμένα δεν μου λέει κάτι. Υπήρξε ένας σταθμός, αναμφίβολα. Δεν μπορώ όμως να κάνω αυτό μόνο για όλη μου τη ζωή. Δεν μπορώ να μένω κολλημένος στο ίδιο είδος μουσικής. Δεν πρέπει να κολλάς εκεί όπου αγαπάς.

Τι βλέπεις να λείπει από τη ξένη rock μουσική του σήμερα;

Στη γενιά τη δική μου εμφανίστηκαν από το εξωτερικό άνθρωποι οι οποίοι λέγανε επαναστατικά πράγματα μέσα από τα τραγούδια τους: οι Beatles, οι Stones, ο Jimi Hendrix, οι Santana. Το συναισθανόσουν, ακόμα και να μην καταλάβαινες τους στίχους τους, όπως συνέβαινε με αρκετό κόσμο τότε. Όλους λοιπόν μας χτύπησε καταπρόσωπο αυτό το πράγμα και μας συγκλόνισε. Κι εμάς που το ακολουθήσαμε, μα και όσους από τη γενιά των πατεράδων μας άρχισαν να μας κυνηγάνε για τα μακριά μαλλιά και όλα τα σχετικά. 

Εμένα δηλαδή αυτό με έβαλε και στη μουσική, αλλά και γενικά στον τρόπο σκέψης μου. Σήμερα το rock δεν νομίζω ότι λέει πια και τόσο επαναστατικά πράγματα: σαν να έχει χάσει την ουσία του. Γιατί, για να πει, πρέπει να συντρέξουν κάποια καθοριστικά αίτια. Τότε, ας πούμε, αν ήσουν νέο παιδί στις Η.Π.Α., δεν γινόταν να μη σε απασχολεί το θέμα του Βιετνάμ. Αν ζούσες στην Ευρώπη, πάλι, είχες να κάνεις με τον αντίκτυπο από τα γεγονότα στο Παρίσι του 1968, τα οποία άγγιξαν μέχρι και τις κομμουνιστικές χώρες, όπου τα πράγματα ήταν πιο σφιχτά. 

Η rock μουσική τράφηκε λοιπόν από αυτόν τον γενικό αναβρασμό και με τη σειρά της τον εξέφρασε. Τώρα, όμως, η πλειονότητα των ανθρώπων έχει βουλιάξει σε κάτι πολύ εφησυχασμένο, τους έχει πάρει ο ύπνος. Και ακόμα και αν θες να μείνεις ξύπνιος, δεν σε αφήνει η τηλεόραση –θα σε κοιμήσει με το ζόρι. Είναι λοιπόν πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, να συντρέξουν τα αίτια που θα γεννήσουνε κάτι σαν εκείνο το μουσικό ρεύμα. Ατομικές φωνές και συνειδήσεις υπάρχουν βέβαια παντού, αλλά αυτό δεν είναι πια κάτι το μαζικό. 

Και όσον αφορά την Ελλάδα; Παρακολουθείς τι γίνεται με τα γκρουπάκια που ξεφυτρώνουν;

Δεν πολυσυμφωνώ ξέρεις με αυτό το βιολί να γράφουμε στίχους στα εγγλέζικα, αν τελικά σημαίνει πως απαρνιόμαστε τη γλώσσα μας. Κι εγώ το έκανα μικρός και έχει την αξία του: ασκείσαι, προχωράς τη σχέση σου με τη συγκεκριμένη μουσική. Όμως αλλού γεννήθηκες, αλλού μεγάλωσες, σε άλλον αέρα και σε διαφορετικό κλίμα –όσο κι αν έχουμε πια αλλάξει τα φώτα στο τελευταίο. 

Είμαστε αλλιώτικοι, λοιπόν. Θα πεις κάποιες φορές την κοπέλα σου «baby» –κι εγώ λέω τη δικιά μου. Όπως πιο πολλές φορές δεν θα την πεις «μωρό μου»; Από την άλλη, χαίρομαι πάρα πολύ που υπάρχουν νέα παιδιά τα οποία αρπάζουν μια κιθάρα και παίζουν όσα τους γουστάρουν, αντί για όσα τους σερβίρουν. Είναι μια πάρα πολύ υγιής αντίδραση. Βλέπω δηλαδή να υπάρχει ζωντάνια και τσαγανό. Και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες. Γιατί ακόμα και στο rock, προσανατολίζουν ξέρεις τα νέα παιδιά προς όλα εκείνα που ακούγαμε εμείς ως εικοσάρηδες, με αποτέλεσμα σπάνια να ακούς κάτι πρωτότυπο. Οι περισσότεροι σε αυτή την κατεύθυνση ακούγονται λες και είναι κόπιες εκείνων των παλιών συγκροτημάτων. 

Το «Καμικάζι» απηχεί τα υλικά που κατέστησαν τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια κλασικά. Γιατί όμως αυτά σπανίζουν τόσο πολύ από τα λαϊκά των δικών μας ημερών;

Υπάρχουν κι αυτή τη στιγμή άνθρωποι που κάνουν ωραία πράγματα στο λαϊκό ρεπερτόριο. Όμως η υπόθεση μοιάζει λίγο με την περίπτωση ενός σούπερ μάρκετ, όπου μπαίνεις για να αγοράσεις κάτι που το ξέρεις πως είναι καλό και, επειδή δεν το βρίσκεις, καταλήγεις να ψάχνεις πιο από τα δεκαπέντε-είκοσι ανάλογα αλλά κατώτερα σε ποιότητα προϊόντα θα προτιμήσεις στη θέση του. 

Η λαϊκότητα χωρίζεται άλλωστε κι αυτή σε κάποιες κατηγορίες, έχει δηλαδή χαρακτηρισμούς. Υπάρχει η εύπεπτη λαϊκότητα, η οποία μπορεί να καταλήξει και σε σαχλαμάρες, υπάρχει η γλεντζέδικη λαϊκότητα, που είχαν π.χ. τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα ή του Γιάννη Παπαϊωάννου. Και υπάρχει και η επικίνδυνη λαϊκότητα, εκείνη π.χ. του Μάρκου Βαμβακάρη, η οποία δεν συμφέρει καμία εξουσία, είτε την ορίσεις ως υπουργική θέση, είτε ως θέση διευθυντή σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό. 

Στις μέρες μας αυτή τη λαϊκότητα δεν μπορείς βέβαια να την κόψεις, δεν έχουμε πια λογοκρισία. Αλλά υπάρχουν τρόποι να τη βάλεις στην άκρη και να προβάλλεις περισσότερο τη σαχλαμάρα, ώστε να αποκοιμηθεί ο κόσμος. Γιατί τα τραγούδια έχουν τη δύναμη να σου διαμορφώσουν συνείδηση, δεν είναι μόνο για εκτόνωση ή για καντάδα στη γκόμενα. Η κοινωνία λειτουργεί ξέρεις σαν αγέλη. Και κάποιοι έχουν βρει τα κουμπιά και την πάνε από εδώ κι από εκεί.

Στο τραγούδι "Καμικάζι" αναφέρεσαι και στις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ. Αν και είδαμε αρκετές τέτοιες τελευταία, όμως, ο πολύς κόσμος βγήκε στους δρόμους για να αποχαιρετήσει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο…

Έτσι λειτουργούν γενικά οι κοινωνίες. Η θρησκεία είναι μια ανάγκη. Κι εγώ έχω βρεθεί σε πολύ δύσκολες στιγμές στη ζωή μου, που έχω πει «βάλε ένα χεράκι ρε Χριστέ». Από αυτό, βέβαια, μέχρι να αρχίσω να μπαινοβγαίνω στις εκκλησίες και να ανάβω καντήλια και κεριά, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Όμως η θρησκεία είναι μια ανθρώπινη ανάγκη και πάνω σε αυτή την ανάγκη έχουν χτιστεί και άσχημα πράγματα. 

Ο Χριστός είπε ξεκάθαρα, «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Δεν μπορείς λοιπόν κύριε εσύ να βγαίνεις μετά χρυσός σαν τον πολυέλαιο: αυτά είναι του Καίσαρα, όχι του Θεού. Ούτε οι εκκλησίες έπρεπε να είναι έτσι ψηλές, με θεόρατους τρούλους κτλ., για να κάνουν τον κόσμο να θαμπώνεται και να αισθάνεται μερμήγκι. Επίσης, κάποτε δεν μαύριζε από τους παπάδες η τηλεόραση. Φτάσαμε να είναι τηλεοπτικοί star, πράγμα που είναι εκτός της αποστολής τους. Δεν είναι βέβαια όλοι οι παπάδες έτσι, υπάρχουν και σοβαροί άνθρωποι. 

Τι σε έκανε αλήθεια να αφήσεις την Αθήνα για τη Ραφήνα;

Ξέρεις ζούσα πολλά χρόνια στην Αθήνα, και μάλιστα κεντρικά, στη Γιάννη Σταθά. Όμως πλέον τι να κάνω στην Αθήνα; Έχει γίνει ένα τερατόμορφο πράγμα. Και οι εννιά στους δέκα ανθρώπους έχουν τα μούτρα κάτω, κοιτάνε αφηρημένοι δεξιά-αριστερά, δεν ζούνε εκείνη τη στιγμή που τους βλέπεις. Ζούνε κάτι άλλο, στο μυαλό τους: σκέφτονται πότε θα πάνε σπίτι τους να χαλαρώσουν, τι θα κάνουν με την κωλοδουλειά και τα φράγκα που τους λείπουν κτλ. Και το περιβάλλον όπου ζεις, επηρεάζει τη διάθεσή σου.

Τι πλάνα έχεις για το άμεσο μέλλον;

Θα πάω να παίξω στην Καλαμάτα, πρώτα σε έναν παλιό φίλο ο οποίος έχει ανοίξει ένα μπαράκι εκεί –τη «Μπασαβιόλα»– και ύστερα σε ένα άλλο μαγαζί, στη Στούπα. Μετά ακολουθεί μια εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα με έχουν καλέσει να παίξω στο Λουξεμβούργο. Στις 24 Μάρτη θα κάνω μια εμφάνιση στην Αθήνα, στο θέατρο «Παλλάς». Και ύστερα, 9 Απρίλη, έχω κανονίσει να παίξω στο Ηράκλειο στην Κρήτη.