Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδοπούλου Πίτσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδοπούλου Πίτσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Οκτωβρίου 2021

Χρήστος Νικολόπουλος, Πίτσα Παπαδοπούλου & Στέλιος Διονυσίου στο Περιβόλι Του Ουρανού (2019)


Με τον κορωνοϊό να υποχωρεί και τη συναυλιακή ζωή να ξαναρχίζει, πήραν μπροστά και τα πρώτα προγράμματα στα εγχώρια μαγαζιά. Και πολύ σύντομα θα αρχίσουν κι άλλα, είτε για τις μουσικές σκηνές μιλάμε, είτε για ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως «μπουζούκια».

Ανάμεσά τους βρίσκεται και το πρόγραμμα που παρουσιάζει εδώ και χρόνια ο Χρήστος Νικολόπουλος στο Περιβόλι Του Ουρανού στην Πλάκα, έχοντας ως σταθερούς συνεργάτες στο πάλκο την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Στέλιο Διονυσίου –φέτος θα τους πλαισιώσει και η Ελεάνα Παπαϊωάννου. Έκαναν πρεμιέρα το Σάββατο που μας πέρασε και θα βρίσκονται εκεί κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι.

Χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα προγράμματα που μπορεί κανείς να δει στην Αθήνα με άξονα το λαϊκό τραγούδι. Για να μην πω «το καλύτερο» και αδικήσω ενδεχομένως κάποιο από τα σχήματα του φετινού χειμώνα. 

Με αφορμή λοιπόν τη φετινή επανεκκίνησή τους εκεί στο Περιβόλι Του Ουρανού, να μια ανταπόκριση από τον Μάρτη του 2019, όταν ως τέταρτο μέλος της παρέας τους είχαν την Ασπασία Στρατηγού –συν τους Orchestra Laou Laou, οι οποίοι άνοιγαν το πρόγραμμα. Μάλιστα, η βραδιά αποδείχθηκε και τυχερή: στο κοινό βρισκόταν και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος μας έκανε τη χάρη να αναλάβει μέρος της επί σκηνής δράσης. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που κοινοποίησε δημόσια το Περιβόλι Του Ουρανού κατά τη σαιζόν 2018-2019 για τη διαφήμιση του προγράμματος. 


Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να ακούσετε σε διάφορες διαφημίσεις, το καλύτερο (τρέχον) λαϊκό πρόγραμμα της νυχτερινής Αθήνας βρίσκεται σταθερά στο Περιβόλι Του Ουρανού. Και τη βραδιά που το επισκέφθηκα απέδειξε ότι δεν φοβάται τίποτα, ούτε καν τα τριήμερα: παρά την έξοδο αρκετών με την ευκαιρία της φετινής 25ης Μαρτίου, το πλακιώτικο μαγαζί ήταν γεμάτο. Επιτυχία γκράντε για μια παράσταση που ούτε πολυδιαφημίζεται, ούτε και βρίσκεται στην αρχή της, αφού έχει ήδη πίσω της όλη τη χειμερινή σαιζόν. 


Οι Orchestra Laou Laou έχουν αναλάβει το κάπως άχαρο έργο της έναρξης, με την έννοια ότι προσπαθούν να «ζεστάνουν» το κλίμα σε μια ώρα που αρκετές κρατήσεις δεν έχουν ακόμα φανεί και όσοι έχουν προσέλθει ασχολούνται βασικά με το τι θα φάνε. Το set βασίζεται κυρίως σε διασκευές, οι οποίες δεν διαθέτουν πολλές εκπλήξεις στο μανίκι τους, καθώς μεταβολίζουν το αρχικό υλικό σε ένα εύκολο στο αυτί αποτέλεσμα, το οποίο ισορροπεί μοδάτα –αλλά και λίγο αγοραία– μεταξύ Κωστή Μαραβέγια και Goran Bregović. Παρά ταύτα, οι Μέλιος Κατσαμάκης, Λεωνίδας Μαριδάκης, Μενέλαος Μωραΐτης & Λεωνίδας Παλαμιώτης είναι όλοι τους καλοί μουσικοί. Κι έτσι υπάρχει ένας αδιαπραγμάτευτος επαγγελματισμός σε αυτό που κάνουν. 


Τα ηνία αναλαμβάνει στη συνέχεια η Ασπασία Στρατηγού, φωνή που βρίσκεται αρκετά χρόνια στα πάλκα (είναι σήμερα 35 χρονών) και συχνά έχει φανεί στο πλευρό του Γιώργου Νταλάρα, χωρίς όμως να κάνει ανάλογη αίσθηση στη δισκογραφία ή στη ραδιοφωνική πλευρά των πραγμάτων. Παρά το μουδιασμένο της ξεκίνημα, έδειξε γρήγορα ότι είναι μια τραγουδίστρια ευέλικτη, καλλίφωνη και με αρκετά ερμηνευτικά χαρίσματα. Στάθηκε αξιοπρεπέστατα τόσο στο αρχικό μέρος, όσο και στη συνέχεια –όταν παίρνει πια θέση δίπλα στον Χρήστο Νικολόπουλο και στον Στέλιο Διονυσίου– βγαίνοντας μάλιστα ασπροπρόσωπη και σε ορισμένα δύσκολα κομμάτια από το χρυσό παρελθόν του λαϊκού ήχου, σαν το "Δεν Υπάρχουν Άγγελοι" ή το "Στων Αγγέλων Τα Μπουζούκια". 


Βέβαια, ούτε ο Στέλιος Διονυσίου έχει κάνει μεγάλη αίσθηση στη δισκογραφία και στα ραδιόφωνα: η συλλογική μνήμη, φοβάμαι, έχει μείνει φοβάμαι στο "Ψηλά Τα Χέρια" (1997): ένα μέτριο τραγούδι με τον κακοβαλμένο στίχο «θέλεις ξένα καλοκαίρια», με το οποίο κι ανοίγει πάντως τη δική του εμφάνιση στο Περιβόλι Του Ουρανού. Παρά ταύτα, καταφέρνει και συγκαταλέγεται στα βαριά χαρτιά του προγράμματος, καθώς τόσο στην όψη, όσο και στη φωνή, φέρνει κάτι από τον πατέρα του –τον σπουδαίο Στράτο Διονυσίου. 

Συν τω χρόνω, μάλιστα, ο Διονυσίου έχει βελτιώσει αρκετά την τεχνική του, με αποτελέσματα ενίοτε εντυπωσιακά. Πολλά λοιπόν από τα πιο διάσημα και αγαπητά τραγούδια του πατέρα του ζωντανεύουν κατά τρόπο βροντερό, κουβαλώντας ατόφια την παρακαταθήκη τους στο σήμερα ("Ο Σαλονικιός", "Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα", "Αγάπη Μου Επικίνδυνη", "Εγώ Να Δεις", "Λέγε Με Παλιόπαιδο", "Εγώ Ο Ξένος"), ενώ ανάλογες επιδόσεις σημειώνονται και σε άλλα σημεία –καταπληκτική λ.χ. η εκτέλεση στο "Τι Θέλεις Να Κάνω" του Γιάννη Πάριου– ακόμα κι όταν έρχεται η ώρα για επιλογές που έχουν μείνει με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ή για αδίκως ξεχασμένα κομμάτια σαν το "Ριγέ Σακάκι" του Κώστα Ψυχογιού.

Τα βασικά ονόματα, πάλι, δηλαδή ο Χρήστος Νικολόπουλος και η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και συνυπάρχουν στο βασικό τμήμα του πρώτου μέρους του προγράμματος, προτιμούν γενικά την αυτόνομη κάθοδο στη σκηνή –ο μεν Νικολόπουλος πλαισιωμένος από τη Στρατηγού και τον Διονυσίου, η δε Παπαδοπούλου σε πιο μοναχική διαδρομή, η οποία θυμίζει (σε μικρογραφία) περασμένες εποχές σε μεγάλες πίστες. 

Τα πανέρια των λουλουδούδων πήγαιναν κι έρχονταν ασταμάτητα, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο να χρειαστεί να σκουπιστεί η πνιγμένη στα γαρύφαλλα σκηνή, ενώ αρκετοί ήταν και όσοι σηκώθηκαν να χορέψουν: τσιφτετέλια οι γυναίκες, ζεϊμπέκικα οι άνδρες, στην πλειονότητά τους μεγαλύτερης ηλικίας –με μια άλφα εμπειρία στις κινήσεις, που λείπει εμφανώς από νεότερους, όσους έχουμε δει κατά καιρούς σε ανάλογα βραδινά θεάματα. Εδώ πρέπει ασφαλώς να δοθούν εύσημα και στην ορχήστρα, αλλά και στον χώρο: το Περιβόλι Του Ουρανού έχει την ένταση εκεί που πρέπει να την έχει, η διαρρύθμισή του δεν στριμώχνει τους θαμώνες και ο εξαερισμός κρίνεται άψογος.


Η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και επισήμως στα 74, φαίνεται αρκετά χρόνια νεότερη και σε όψη, μα και σε ερμηνευτικό σφρίγος. Παρότι μικροκαμωμένη ως φιγούρα, «γεμίζει» με άνεση την πίστα, τραγουδώντας απαράμιλλα: με ένα εντελώς προσωπικό χρώμα, αλλά και με μια ατόφια λαϊκότητα, την οποία δεν βρίσκεις πια στον χώρο. 

Είτε σε δικά της κομμάτια, είτε σε διασκευές, η Παπαδοπούλου αποτυπώθηκε καταπληκτική στο Περιβόλι Του Ουρανού, ικανή να σηκώσει κέφι χωρίς πολλά-πολλά. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι δεν είπε το "Τζάμπα Καίει Η Λάμπα" (από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικές της επιτυχίες), μπήκε ωστόσο με το "Μη Μιλάς" και δημιούργησε έναν μικρό χαμό με το "Γκρέμισ' τα", σε όσους ειδικά το θυμούνταν ως σουξέ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στάθηκε ωστόσο και στον πρόσφατο δίσκο της με τον Χρήστο Νικολόπουλο (Αγάπες Μου Παλιές, 2018), ενώ έκανε και την έκπληξη τραγουδώντας μας πολύ ωραία Δημήτρη Ζερβουδάκη, αλλά και Σωκράτη Μάλαμα. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση λαϊκής ερμηνεύτριας και είναι ευχής έργον ότι μπορούμε να χαιρόμαστε το ταλέντο της και οι νεότεροι. 

Αλλά και ο Νικολόπουλος, έδωσε κι αυτός με τη σειρά του έναν σωρό λόγους να τον θαυμάσουμε. Παρότι έχει γράψει πλήθος τραγουδάρες, παραμένει σεμνός και προσιτός: μια φιγούρα που δείχνει να ζει και να αναπνέει για να βρίσκεται εκεί στο πάλκο, δίπλα στους μουσικούς και στους ερμηνευτές του. Ζηλευτός σολίστας στο μπουζούκι, πρόσφερε απλόχερα την τέχνη της διπλοπενιάς στην πιο σμιλεμένη της εκδοχή, ενώ πήρε και το μικρόφωνο ανά περιστάσεις, είτε για να πει το "Και Φούμα-Φούμα" (το λέει πάντα πολύ ωραία), είτε για να πιάσει τις αθάνατες "Νταλίκες", κρατώντας εκείνη τη δωρική, ήρεμη αποστασιοποίηση που διέκρινε και την ερμηνεία του Γιώργου Σαρρή. 

Κατά τα λοιπά, ο Νικολόπουλος άφησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους τραγουδιστές του, προσφέροντας ένα πολύ ισορροπημένο πρόγραμμα: στο πρώτο μέρος έλαμψαν τα δικά του κομμάτια, στο δεύτερο το ρεπερτόριο απλώθηκε στην ευρύτερη λαϊκή δημιουργία, εστιάζοντας κυρίως σε τραγούδια άλλων συνθετών. Είναι πολύ απλά ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, με τους κατάλληλους συνεργάτες για να δείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τι δύναμη υπάρχει ακόμα σε αυτό το ελληνικό τραγούδι που ο ίδιος έχει εκπροσωπήσει επάξια –και που δυστυχώς φαντάζει πλέον παροπλισμένο στο σημερινό σκηνικό, ως υπόθεση μιας απόμαχης γενιάς. 

Σε κάποιο σημείο του προγράμματος, εκεί στο δεύτερο μέρος, φάνηκε ανάμεσα στα μπροστινά τραπέζια και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος είχε έρθει να πιει ένα ποτό με την παρέα του. Ο Νικολόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία να τον καλέσει στη σκηνή, ο Διονυσίου του παραχώρησε φιλόξενα θέση και μικρόφωνο κι εκείνος –έτσι χωρίς την παραμικρή προετοιμασία– έδωσε ρέστα, ερμηνεύοντας όλα του τα σπουδαία τραγούδια: και "Μόνο Μια Φορά" ακούσαμε και το "Ποδήλατο" και τα "Μαργαριτάρια" και το "Κάτσε Καλά", αλλά και το υπέροχο "Βραδιάζει", που ο Νικολόπουλος χάρισε στον Καζαντζίδη εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος τον καταχειροκρότησε και το άξιζε, πέρα ως πέρα. 

Η βραδιά τελείωσε 4 το πρωί, με "Πέντε Έλληνες Στον Άδη". Απλά, χωρίς φανφάρες και φασαρίες για περιττά encore· με έναν σύντομο αποχαιρετισμό και τα φώτα του μαγαζιού να ανάβουν. Κάπως έτσι φτιάχνονται τα σπουδαία προγράμματα.  




21 Μαρτίου 2021

Πίτσα Παπαδοπούλου: Αγάπες Μου Παλιές [δισκοκριτική, 2018]


Ένα παλιότερο αφιέρωμα στον Τάκη Μουσαφίρη παρουσίασε χθες Σάββατο 20 Μαρτίου (σε επανάληψη) η τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά, τιμώντας έτσι τον σημαντικό αυτό δημιουργό που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

Ως συνήθως, από το πάλκο πέρασαν διάφοροι καλεσμένοι. Αυτή όμως που έλαμψε όσο κανείς άλλος, ήταν η Πίτσα Παπαδόπουλου, η οποία σημειωτέον αποθεώθηκε και από τον ίδιο τον Μουσαφίρη. 

Σπουδαία λαϊκή φωνή η Παπαδοπούλου. Πίσω στο 2009, μάλιστα, συστηθήκαμε στη συνέντευξη Τύπου για ένα πρόγραμμα που θα παρουσίαζε με τον Γιώργο Νταλάρα («Εκεί που οι Φίλοι Συναντιούνται», στο Polis Theatre) και κουβεντιάσαμε και για μια συνέντευξη. Δυστυχώς το πρόγραμμα δεν φτούρησε –ήταν η εποχή που ανέτειλαν τα μνημόνια– και η συνάντησή μας δεν συνέβη ποτέ, παρότι στο ενδιάμεσο μιλήσαμε δύο φορές στο τηλέφωνο.

Με αφορμή λοιπόν τη χθεσινή προβολή του αφιερώματος στον Μουσαφίρη, επαν-επισκέφθηκα την κριτική που έγραψα το 2018 στο Avopolis για τον μέχρι στιγμής τελευταίο στούντιο δίσκο της, το Αγάπες Μου Παλιές, που βγήκε στο μικρό label Το Ρήμα, σε διανομή MLK (αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις). 

Μια γερή λαϊκή δουλειά, φτιαγμένη α-λα-παλαιά (κόντρα στο ποπ φασόν της δικής μας εποχής), η οποία δημιουργούσε στην πορεία διάφορα ερωτήματα. Έγινε μάλιστα και αφορμή για μια e-mail συζήτηση με τον Χρήστο Νικολόπουλο, η οποία δεν είναι ωστόσο προς δημοσίευση.


Έχω συχνά παρατηρήσει ότι κάτι συμβαίνει με τον Νίκο Οικονομόπουλο –κάτι «τραβάει» το αυτί προς τα τραγούδια του. Με έναν τρόπο, κατορθώνει έτσι και υπερασπίζεται μια λαϊκότητα, ακόμα κι αν τόσο το υλικό του, όσο και η φωνή του, κατατάσσονται στην ποπ. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πάολα, το ίδιο ίσχυε και για τον μακαρίτη τον Παντελή Παντελίδη. Μέχρι και πριν μια δεκαετία, πάλι, αυτήν την αλλαγή Παραδείγματος την υπηρετούσε ο Γιώργος Μαζωνάκης: καλλιτέχνης που επίσης είχε επαφές με τη διεθνή μουσική πραγματικότητα και περισσότερο βασιζόταν στον τρόπο, παρά στη φωνή, στο «ανάστημα» και σε όλα εκείνα που όρισαν τον πήχη του λαϊκού ινδάλματος στην εποχή του Στέλιου Καζαντζίδη και της Βίκυς Μοσχολιού. 

Με γνώμονα τα παραπάνω, η Πίτσα Παπαδοπούλου βρίσκεται δύο στάδια πίσω. Έτσι τουλάχιστον αποτυπώνεται σε αυτό το νέο άλμπουμ, το οποίο την επαναφέρει στη δισκογραφία μετά από αρκετά χρόνια. Δείχνει κατάρα, εκ πρώτης όψεως· μα ίσως τελικά να είναι ευχή. 

Με 40 χρόνια παρουσία στη δισκογραφία και με περίπου μισό αιώνα θητεία στα πάλκα, η Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια ξέρει πολύ καλά πού και πώς πατάει. Με επίγνωση ότι παρήλθαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που η Ακτή της έβγαζε δίσκο κάθε χρόνο και οι καιροί που μπορούσε, αν το ήθελε, να δοκιμάσει και κάτι τις διαφορετικό –τραγουδώντας λ.χ. έναν Μάνο Χατζιδάκι (1986), έναν Σωκράτη Μάλαμα (1994), μια Βάσω Αλαγιάννη (1994) ή έναν Νίκο Πορτοκάλογλου (2010)– μένει σε μια ζώνη ασφαλείας. Την οποία επιμελείται, οικοδομεί και οριοθετεί η παρουσία του Χρήστου Νικολόπουλου. 

Ο τελευταίος βρίσκεται εδώ ως συνθέτης όλων των τραγουδιών, ως ενορχηστρωτής (μαζί με τον Χρήστο Μιχάλη), ως δεξιοτέχνης σε μπουζούκι και μπαγλαμά, ως συνοδοιπόρος σταθερός τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο πετυχημένα λαϊκά προγράμματα της νυχτερινής Αθήνας, μα και ως θεματοφύλακας ενός ήχου σμιλεμένου με τις πενιές και τη ματιά του πάνω στο ελληνικό τραγούδι. 

Στον Χρήστο Νικολόπουλο έλειπε πολύ μια τραγουδίστρια με την κλάση της Πίτσας Παπαδοπούλου. Τα τελευταία χρόνια είχε δοκιμάσει να στηρίξει νέες και νεότερες φωνές σαν τον Γιάννη Ματσούκα (2009), τη Σοφία Παπάζογλου (2012) και τη Ζωή Παπαδοπούλου (2017), όμως καμία προσπάθεια δεν ευόδωσε, ούτε και ο ίδιος μπόρεσε να εμπνευστεί κάτι ιδιαίτερο για χάρη τους. Αλλά στο Αγάπες Μου Παλιές, ο Νικολόπουλος κεντάει. Ακόμα κι αν εδώ/εκεί βρίσκεις γνώριμα μοτίβα έκφρασης ή οικείες ενορχηστρώσεις, συναισθάνεσαι επιτέλους το βάρος μα και το κέφι της πενιάς του, την ικανότητά της να μεταμορφωθεί σε γοργόφτερη σαΐτα στήνοντας ένα ατόφιο γλέντι. Αλλά κι έναν δίσκο συμπαγή, με αρκετά καλά τραγούδια, που δεν δυσκολεύεται να σε πείσει να πατήσεις το πλήκτρο της επανάληψης. 

Όμως, κακά τα ψέματα, το γκολ μπαίνει από τα αποδυτήρια και το βάζει η Πίτσα Παπαδοπούλου. 

Πριν καν δηλαδή θαυμάσεις όσα έφτιαξε ο Νικολόπουλος, εκείνη έχει ήδη κερδίσει την παρτίδα στα πρώτα δευτερόλεπτα που αρχινά να λέει το "Αγάπες Μου Παλιές" –μια διασκευασμένη αιγυπτιακή μελωδία σε ανέκδοτους στίχους του Πυθαγόρα. Το ατόφια λαϊκό μέταλλο της φωνής της, το εκπληκτικό επίπεδο το οποίο διατηρεί στις ερμηνείες ακόμα και στη δεδομένη ηλικία και τα θαυμάσια, απέριττα γυρίσματά της, τη βγάζουν ασπροπρόσωπη ακόμα και όταν πρέπει να αναμετρηθεί με διασκευές σε Στέλιο Καζαντζίδη, όπως στο "Μετάνιωσες" και στο "Άσε Με Να Ζήσω Μοναχός", όπου σιγόντο της κάνει ο Νικολόπουλος. Στη διαδρομή ακούμε κάμποσα ακόμα ευπρόσωπα τραγούδια ("Για Τα Δύσκολα Είμαι Εγώ", "Αδιέξοδή Μου Αγάπη"), μεταξύ τους και το "Και Μάρτυράς Μου Ο Θεός", ένα ωραίο ντουέτο με τον Στέλιο Διονυσίου, ο οποίος στην προσέγγιση θυμίζει περισσότερο πλέον τον Θέμη Αδαμαντίδη, παρά τον πατέρα του.

Η γκρίνια της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι ο δίσκος βλέπει το λαϊκό τραγούδι ως υπόθεση κλειδωμένη στον χρόνο, πρεσβεύοντας μια αισθητική κι ένα στυλ που ήδη άρχισε να ραγίζει από τη δεκαετία του 1990. Είναι έτσι δίσκος που δεν ενδιαφέρεται να πει κάτι στα παιδιά τα οποία αγαπούν το γλυκό ύφος του Οικονομόπουλου και πήγαν δακρυσμένα με ένα λουλούδι στο χέρι να αποχαιρετήσουν τον Παντελίδη: απευθύνεται στους γονείς τους, στη γενιά τέλος πάντων που έζησε τον Καζαντζίδη, διασκέδασε στα κέντρα με τον Στράτο Διονυσίου και τώρα κάθεται κυρίως σπίτι και βλέπει Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά. Αυτός είναι ο ορίζοντας, όπως τον μετρά τόσο ο ήχος, όσο και η θεματική των τραγουδιών. 

Είναι νομίζω μια αδυναμία αυτή, από την άποψη ότι Νικολόπουλος & Παπαδοπούλου είναι πράγματι ζυμωμένοι σε μια διαφορετική κοινωνική και μουσική πραγματικότητα, όχι όμως και παροπλισμένοι. Από την άλλη, βέβαια, μάλλον με μας κάτι δεν πάει καλά, αν περιμένουμε την πρόταση για το λαϊκό τραγούδι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα από καλλιτέχνες που έχουν ήδη δώσει τόσα πολλά και καλούνται τώρα να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς, ποντάροντας σε ό,τι τους κρατά αναγνωρίσιμους και όχι σε ό,τι θα τους έθετε ίσως σε μια πιο «πειραματική» τροχιά. Φυσικά και θέλουμε να ακούσουμε την Πίτσα Παπαδοπούλου σε κάτι που θα εμπλέκει λ.χ. μαγνητοταινίες και ηχογραφήσεις πεδίου· ας είμαστε όμως ρεαλιστές για το τι θα πουλούσε κάτι τέτοιο και πώς θα υπηρετούσε το πρόγραμμα εμφανίσεων της επόμενης σαιζόν.  

Με την κατάθεση ενός τόσο γερού άλμπουμ σαν το Αγάπες Μου Παλιές, το κρίσιμο ερώτημα για το πού πάει (αν πάει) το λαϊκό τραγούδι σχηματοποιείται τελικά από μόνο του. Και εναπόκειται στους νεότερους δημιουργούς και τραγουδιστές να αποφασίσουν αν και πόσο λαϊκό το θέλουν, πού πρέπει να τραβηχτούν οι κόκκινες γραμμές με την ποπ και πού με τις αλαφρά λαϊκές ενορχηστρώσεις σε διάφορα έντεχνα, τα οποία καμώνονται τα λαϊκά ακριβώς επειδή απέναντί τους βρίσκουν μόνο τον Οικονομόπουλο, την Πάολα, τον Νίκο Βέρτη. Γνώμη δική μου είναι ότι άλλο να ξανοιχτούμε προς την ποπ ή/και τα ηλεκτρονικά κι άλλο να τα καταπιεί όλα ένα διεθνές φασόν, στο οποίο το λαϊκό θα επιβιώνει μόνο ως η ρίγανη που θα το νοστιμίζει και θα του προσφέρει άλλοθι εντοπιότητας. Κανένας άλλωστε από τους πρωταγωνιστές του σήμερα δεν μπορεί να καυχηθεί ότι μας έχει προσφέρει έναν δίσκο σαν το Αγάπες Μου Παλιές τα τελευταία 10 χρόνια.