Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Doneda Michel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Doneda Michel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

07 Ιουλίου 2023

Duo Coyote - ανταπόκριση (2019)


Περίπου 7 χρόνια μετά την τελευταία μου επαφή με τον εκλεκτό Γάλλο αυτοσχεδιαστή Michel Doneda (2012, δείτε εδώ), οι δρόμοι μας ξαναδιασταυρώθηκαν.

Τότε ήταν να έρθει στην «Knot Gallery», ως τον Φεβρουάριο του 2019 όμως ο χώρος αυτός δεν υπήρχε πια, οπότε έπαιξε στις «Χίμαιρες», δίνοντας μια καταπληκτική συναυλία ελεύθερου αυτοσχεδιασμού ως Duo Coyote –πρόκειται για το δίδυμο που έχει συγκροτήσει με τη Natacha Muslera. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Η έλευση του Michel Doneda στην Αθήνα (με το Duo Coyote, το οποίο έχει φτιάξει με τη Natacha Muslera), θα ανέμενε κανείς να συσπειρώσει τους περισσότερους απ' όσους δίνουν τακτικά το παρών σε συναυλίες μουσικού πειραματισμού και αυτοσχεδιασμού. Ωστόσο στις «Χίμαιρες» άργησε να μαζευτεί ένας κάποιος κόσμος, που και πάλι δεν ήταν πολύς. Ίσως γιατί αυτή ήταν η 3η σερί συναυλία του Duo Coyote στην πόλη μας: είχε προηγηθεί, δηλαδή, η σύμπραξη με τους Emmanuel Cremer & Στέφανο Χυτήρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο την προηγουμένη κι ακόμα μία εμφάνιση δύο ημέρες πριν –ξανά με τον Cremer, αλλά συν τον Χάρη Λαμπράκη– στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Τελικά, μάλιστα, το ανακοινωμένο πρόγραμμα δεν θα ανατρεπόταν μονάχα χρονικά: αντί να αρχίσουν οι Emmanuel Cremer & Γιώργος Κοκκινάρης, πρώτους είδαμε στις Χίμαιρες τους Michel Doneda & Natacha Muslera. Τον λόγο δεν τον μάθαμε, όμως αυτό χάλασε, νομίζω, την καλά σχεδιασμένη ροή της συναυλίας. Γιατί ό,τι θα παρουσίαζε το Duo Coyote είχε τη δυναμική της κορύφωσης, ενώ εκείνο που ακούσαμε από τους Cremer & Κοκκινάκη –καίτοι πολύ ενδιαφέρον– διέθετε τη δυναμική του «χτισίματος», η οποία θα έδινε τη σκυτάλη σε κάτι άλλο.

Σε κάθε περίπτωση, η συναυλία ξεκίνησε με τη Muslera να κλείνει τα μάτια και να λυγίζει ελαφρώς τα γόνατα και τον Doneda, αμέσως μετά, απλώς να φυσά μέσα στο επιστόμιο του σοπράνο σαξοφώνου του· εντάσσοντας σιγά-σιγά μουσικές φράσεις, σε πλήρη σύμπνοια με τη συνοδοιπόρο του, η οποία άρχιζε παράλληλα τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό. Από εκεί και πέρα οι εναλλαγές κάλυψαν ό,τι συνδυασμό μπορεί κανείς να φανταστεί, σε ένα πραγματικά πλούσιο set, που ήταν χάρμα όχι μόνο να το ακούς, μα και να το βλέπεις. Doneda & Muslera είχαν δε άψογη μεταξύ τους επικοινωνία, παρότι η δεύτερη παρέμεινε με κλειστά τα μάτια σχεδόν ως το τέλος της performance. 

Ο Doneda έδειξε λοιπόν ποικιλοτρόπως την εμπειρία του στη χρήση διευρυμένων τεχνικών στο σοπράνο σαξόφωνο, ενώ προς το τέλος έπαιξε και τη σοπρανίνο εκδοχή αυτού. Πότε μόνο με φυσήματα, πότε εξερευνώντας το μουσικό εύρος του οργάνου με ασυνήθιστους τρόπους και με κοφτά παιξίματα που έμοιαζαν με σκουξίματα ή τριξίματα, πότε απλά σηκώνοντάς το και χτυπώντας το σώμα με τον δείκτη του χεριού του, παράγοντας ένα καθαρό και επίμονο ταπ-ταπ. Δίπλα του, η Muslera ακολουθούσε υποδειγματικά κάθε παύση και ένταση με λαρυγγισμούς και με ήχους απόκοσμους, άλλοτε εφήμερους και ά-λογους, άλλοτε φτιαγμένους ώστε εσκεμμένα να ηχούν ως αποδομημένη γλώσσα. Προσφέροντας, έτσι, μια εμπειρία που έμοιαζε με αρχέγονη, σαμανική τελετουργία (ενίοτε και με θρίλερ), απηχώντας βέβαια τα διδάγματα της μεγάλης Diamanda Galás, η οποία είχε ήδη γίνει σημείο αναφοράς όταν η Γαλλίδα καλλιτέχνιδα ξεκίνησε τις δικές της σπουδές.

Σε ένα σημείο, μάλιστα, επιστρατεύτηκε ακόμα και ο ίδιος ο συναυλιακός χώρος –πράγμα που για το Duo Coyote αποτελεί στόχο– με τον Doneda να παίζει διασχίζοντας την αίθουσα, όσο η Muslera συνέχιζε τον αυτοσχεδιασμό της. Κάτι που έδωσε στο κοινό την εντύπωση της στερεοφωνίας, κάνοντας τις «Χίμαιρες» στοιχείο βοηθητικό μιας καταπληκτικής συναυλίας, η οποία επιβεβαίωσε την πεμπτουσία του αυτοσχεδιασμού. Όχι μόνο ως ράγισμα στην κωδικοποιημένη «γλώσσα» της μουσικής, μα και ως μια ενεργή εμπειρία, που αναζητά νέες περιοχές για να ζήσει προσωρινά. Με αυτά ακριβώς τα λόγια άλλωστε τον είχε περιγράψει και ο ίδιος ο Doneda, σε συζήτηση που είχαμε 7 χρόνια πριν.


Emmanuel Cremer & Γιώργος Κοκκινάρης, τώρα, είχαν πραγματικά δύσκολη αποστολή έπειτα από μια τέτοια performance, πόσο μάλλον αν αυτή ήταν η πρώτη τους κοινή  σύμπραξη. Ωστόσο άρχισαν κι εκείνοι ευρηματικά, με τον Κοκκινάρη να σέρνει το ογκώδες του κοντραμπάσο στις νοερές γραμμές της σκηνής –με την πολύτιμη βοήθεια του ίδιου του Doneda, ο οποίος σηκώθηκε από την καρέκλα όπου είχε κάτσει να παρακολουθήσει, ώστε να απομακρύνει το αυτοσχέδιο χαλί που θα εμπόδιζε τη διέλευση του Έλληνα μουσικού από συγκεκριμένο σημείο.

Κατόπιν ο Κοκκινάρης στάθηκε όρθιος, ενώ ο Cremer έσπευσε να κάτσει δίπλα του σε καρέκλα, στήνοντας έναντί του το βιολοντσέλο του. Ο Γάλλος μουσικός φανέρωσε νομίζω μια εμπειρία που έλειπε από τον συμπατριώτη μας, όχι μόνο παρακολουθώντας με ψυχραιμία τα ποικίλα κελεύσματά του –ακολουθώντάς τα, συμπληρώνοντάς τα ή τοποθετούμενος αντιστικτικά, κατά το δοκούν– μα και παίζοντας ενίοτε πιο μουσικά. Ο Κοκκινάρης, από την άλλη, διέθετε περισσότερο την αίσθηση της περιπέτειας, ίσως και τη λαχτάρα να παρουσιάσει επί σκηνής, δίπλα σε ένα διακεκριμένο διεθνές όνομα, όσα διέκριναν το δισκογραφικό του ντεμπούτο Touch: 8 Ιmprovised Stories For Solo Double Bass (2018). Μια πλήρη ηχητική εξερεύνηση του κλασικού κοντραμπάσου, δηλαδή, η οποία επεκτεινόταν και στο ίδιο το σώμα του οργάνου, συχνά συνοδεία κίνησης ή/και αυτοσχεδιαστικού λόγου, που λειτουργούσε σαν ιδιότυπο μάντρα. 

Αν και η εμπειρία που πρόσφεραν Cremer & Κοκκινάρης θα λειτουργούσε αποτελεσματικότερα ως έναρξη της βραδιάς, οι δυο τους έφτασαν σε θαυμάσιο συντονισμό καθώς έσπρωξαν το κοντραμπάσο και το βιολοντσέλο στα όριά τους, με μια μανία που θαρρείς δυσανασχετούσε για τα τελευταία, απειλώντας να τα ξεχαρβαλώσει ώστε να βρει τις ελευθερίες στις οποίες έμπαιναν (φύσει) σύνορα: σε ένα σημείο, το δοξάρι του Κοκκινάρη έμοιαζε πια με κατσαβίδι, το οποίο διείσδυε βίαια στις χορδές. Συντονίστηκαν επίσης επιτυχώς όταν κι αυτοί ενέπλεξαν τον χώρο στην performance τους –με τον Cremer να παίζει από το μπαρ και τον Κοκκινάρη σε μία γωνία να χτυπάει το πίσω μέρος του κοντραμπάσου, ανοίγοντας και κλείνοντας παράλληλα με δύναμη την άδεια θήκη του στο πάτωμα– ενώ κορύφωσαν όταν βρέθηκαν μαζί σε μια γωνία, να αυτοσχεδιάζουν με τα όργανά τους τοποθετημένα το ένα απέναντι από το άλλο. 

Η βραδιά έκλεισε λοιπόν με δίκαια θερμό χειροκρότημα και τους λίγους παριστάμενους να φτιάχνουν κατόπιν πηγαδάκια γύρω από τους μουσικούς, τελειώνοντας το ποτό τους με συζήτηση.









06 Ιουλίου 2023

Michel Doneda - συνέντευξη (2012)


Αν γκουγκλάρεις το όνομα του Michel Doneda, θα τον βρεις μπλεγμένο σε ένα πλήθος δραστηριοτήτων, performances και ηχογραφήσεων. 

Όμως, όσο κι αν εντυπωσιάζουν τέτοια πράγματα, δεν οριοθετούν τελικά την αληθινή του σημασία. Αυτήν την έχει συνοψίσει –θαυμάσια– ο François Couture, χρεώνοντάς του τη δημιουργία ενός από τα πιο εκτεταμένα μουσικά λεξιλόγια των τελευταίων χρόνων στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. 

Πίσω στον Οκτώβρη του 2012, λοιπόν, ευτύχησα να κουβεντιάσω με τον σπουδαίο αυτό Γάλλο σαξοφωνίστα, καθώς ετοίμαζε βαλίτσες για Αθήνα, για δύο συναυλίες παρέα με τον Jonas Kocher και εγχώριους μουσικούς στη δραστήρια, τότε, μα ανενεργή (πλέον) «Knot Gallery».

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό για τη συναυλία που ήταν τότε διαθέσιμο στον Τύπο 


Τι θεωρείτε ως πιο σημαντικό στον αυτοσχεδιασμό; Είναι η στιγμή, το μέρος; Οι ακροατές που έχετε κάθε φορά; 

Ο αυτοσχεδιασμός αφήνεται στους ήχους, στις κινήσεις, στα δρώμενα, όμως προσπαθεί να εφεύρει τις θέσεις τους, δεν τις προ-τοποθετεί κάπου. Το να αυτοσχεδιάζεις μοιάζει κάθε φορά σαν να μπαίνεις σε ένα μέρος άγνωστο και απροσδιόριστο. 

Έτσι, περισσότερο από δουλειά, ο αυτοσχεδιασμός είναι μια δράση: μια ενεργή εμπειρία, η οποία αναζητά καινούριες περιοχές για να ζήσει προσωρινά. Αυτό δεν σημαίνει –απαραίτητα– ότι εφευρίσκει παράλληλα και νέες μουσικές «γλώσσες» ή ότι αναπτύσσει άλλες μορφές έκφρασης. Ορίζεται ως το ράγισμα στην κωδικοποιημένη γλώσσα της μουσικής. 

Πόσο σημαντικό είναι το οπτικό στοιχείο στις εμφανίσεις σας;

Ο αυτοσχεδιασμός δεν καμουφλάρει την ανάπτυξή του. Το κάθε τι πρέπει να εμφανίζεται, κάθε του εργαλείο: αν θέλουμε να ανοίξουμε μάτια και αφτιά, κάθε τι πρέπει να είναι ορατό, όπως πρέπει επίσης και να ακούγεται. Βέβαια, μπορείς πάντα να κλείσεις τα μάτια και να προσλάβεις έτσι μια διαφορετική αντίληψη –η διάδραση αφτιών και ματιών είναι ξεχωριστή στον κάθε έναν. Πάντως η μπροστινή τοποθέτηση των μουσικών στη σκηνή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένες θέσεις, έχει και τα όριά της. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να δοκιμάζεις κι άλλες προσεγγίσεις στον χώρο και στη σχέση του με το κοινό. 

Για έναν αυτοσχεδιαστή, πόσο εύκολο (ή δύσκολο) είναι να βρει μια ισορροπία μεταξύ της προσωπικής προσέγγισης και του να παίζει/επικοινωνεί με άλλους –υποθέτοντας ότι μια τέτοια ανάγκη είναι υπαρκτή;

Κατά τη διάρκεια ενός συλλογικού αυτοσχεδιασμού πρέπει να προσαρμόζεις το λεξιλόγιό σου, τη γλώσσα σου και το υλικό σου στην αλλαγή. Το να αυτοσχεδιάζεις μαζί με άλλους προϋποθέτει ότι κατανοείς τις διαφορές σου μαζί τους. Προσπαθώ επίσης να μην επιβάλλω τη δική μου οπτική πάνω τους. 

Στην Αθήνα θα σας δούμε να παίζετε παρέα με τον Jonas Kocher, αλλά και μαζί με Έλληνες μουσικούς, σε συναντήσεις δηλαδή διαφορετικών γενεών και στιλιστικών καταβολών. Έχετε προσχεδιάσει πράγματα ή θα τα αφήσετε όλα στον αυθορμητισμό; 

Αν ο αυτοσχεδιασμός θέλει να είναι ενεργός, πιστεύω ότι πρέπει να έρχεται αντιμέτωπος με την έννοια του κατορθώματος και με το ότι κάθε κατάσταση είναι μοναδική. Ενδιαφέρομαι περισσότερο για το υποκείμενο, παρά για το αντικείμενο, γι’ αυτό και στην Αθήνα θα δουλέψουμε όλοι μαζί ταυτόχρονα για τις δύο επικείμενες συναυλίες. 

Απρίλιος 1968, ένας πρώτος ήχος στο σοπράνο σαξόφωνο. Μοιραστείτε μαζί μας τις μνήμες από τότε, τη σημασία που είχε εκείνη η μέρα στη ζωή σας…

Έπαιξα το σαξόφωνο τυχαία εκείνη τη μέρα του Απρίλη, δίχως να έχω ιδέα από μουσική ή από όργανα. Βρισκόμασταν έναν μήνα πριν τη λεγόμενη «επανάσταση» του Μάη ’68. Η δική μου επανάσταση ξεκίνησε λοιπόν με αυτό το όργανο και τον ήχο που έβγαλε: υπήρξε η πιο σημαντική ώθηση που έχω δεχτεί στη ζωή μου. Από τότε δεν έχω πάψει να παίζω και να απολαμβάνω τόσο τους ήχους, όσο και τη σιωπή.

Αλήθεια, τι έχει περισσότερη σημασία για σας, ο ήχος ή η μουσική;

Το ηχητικό υλικό που σου προτείνει να έρθεις σε επαφή μαζί του αποτελεί ένα οργανικό πολυσύνθετο, το οποίο λειτουργεί ως σφουγγάρι απέναντι στην ιστορία. Το να ακούς, αντίθετα, δεν είναι φυσική στάση: ορίζεται από το άτομο και από τις οικονομικές αξίες μιας κοινότητας. Το πνεύμα του Ανθρώπου είναι θεμελιακά υπέρ και ταυτόχρονα κατά της Φύσης και, επομένως, προσδίδει στο υλικό την ηχητική ποιότητα των κινήσεών του προς την αντίθετη διεύθυνση. 

Δεν έχετε δουλέψει ποτέ μαζί με κάποιον παραγωγό. Είναι θέμα καλλιτεχνικής ελευθερίας; 

Ακριβώς! Δεν με προσέγγισε ποτέ κάποιος παραγωγός και ποτέ μου δεν έψαξα για έναν. 

Ξέρω ότι μελετάτε την choros, μια προπολεμική μουσική της Βραζιλίας. Μπορείτε να μας διαφωτίσετε για το είδος και για την αγάπη που έχετε αναπτύξει γι’ αυτό; 

Ανακάλυψα αυτό το είδος βραζιλιάνικης ποπ χάρη στον Αργεντινό σαξοφωνίστα Eduardo Kohan –κατά τη δεκαετία του 1980 είχα συχνά την ευκαιρία να παίζω μαζί του στον δρόμο. Κατά τα άλλα παίζω αυτή τη μουσική μόνο για τον εαυτό μου, εκτιμώ δε ιδιαίτερα τις συνθέσεις του Pixinguinha. 

Έχετε επίσης αναφέρει ως επιρροή τον Ιάπωνα δεξιοτέχνη του σακουχάτσι, Watatsumi Do. Να υποθέσω πως όλα αυτά μαζί στοιχειοθετούν μια προτίμησή σας για τη μουσική που στο Δυτικό ημισφαίριο αποκαλούμε «world»;

Όχι. Με ενδιαφέρουν οι ατομικότητες, όχι οι κατηγορίες και τα είδη μουσικής. Με αγγίζει ό,τι ακούω από τον Watatsumi Do και όσα ξέρω για τον τρόπο ζωής του, δεν είναι όμως μια μοναδική επιρροή για μένα. 

Μπορεί να υπάρξει κάποια σχέση μεταξύ αυτοσχεδιασμού και ιεραρχίας;

Η σχέση που έχει εγκαθιδρυθεί μεταξύ ακροατηρίου και μουσικών αποτελεί μια μορφή potlatch, ανάλογη με αυτό το φεστιβάλ/οικονομικό σύστημα των ιθαγενών πληθυσμών που ζουν στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού. Κάποιες φορές το υλικό προσφέρει κάτι το αυθύπαρκτο για ακοή, άλλες φορές είναι το ακροατήριο το οποίο προβάλλει πάνω του τη δική του αντίληψη. 

Πάντως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε στις ίδιες πραγματικότητες μουσικοί και ακροατές, ενώ, επιπλέον, οι μουσικοί κινούμαστε και σε διαφορετικά επίπεδα ο ένας από τον άλλον. Τόσο λοιπόν οι πρωταγωνιστές, όσο και οι ακροατές ενός αυτοσχεδιαστικού δρώμενου είναι εκείνοι που εφευρίσκουν το «τι συμβαίνει». 

Αντίθετα, η ιεραρχία έχει περισσότερο να κάνει με την κοινωνική πρόσληψη του αυτοσχεδιασμού –κατ’ επέκταση και των αυτοσχεδιαστών. Και είναι νομίζω σαφές ότι για μας δεν υπάρχει αληθινά κάποιος χώρος στην κοινωνία, παρά μονάχα ένα μικρό μέρος στον κόσμο του πολιτισμού. Γιατί ο αυτοσχεδιασμός είναι μια πράξη με προσωρινό χαρακτήρα, πάνω στην οποία δεν γίνεται να κεφαλαιοποιήσεις: χάνεται την ίδια ακριβώς στιγμή που πραγματώνεται.