Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Forest Swords. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Forest Swords. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Ιουλίου 2023

Forest Swords - ανταπόκριση (2014)


Είχε ρεύμα για ένα διάστημα στην Ελλάδα ο Forest Swords (ο Βρετανός Matthew Barnes, δηλαδή), εκεί στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2010. Ιδιαίτερα το 2014, όταν σημείωσε κι ένα μάλλον αναπάντεχο sold out στο «six d.o.g.s.».

Βρέθηκα σε εκείνη τη βραδιά, από όπου πήγασε και μια ανταπόκριση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Καθώς έμπαινα στο «six d.o.g.s.», ένα χαρτί κολλήθηκε στο τζάμι της εισόδου, πιστοποιώντας ότι όσα ψιθυρίζονταν από νωρίς το απόγευμα στα social media ήταν αλήθεια: sold out η συναυλία, με το αθηναϊκό κοινό να δίνει ενθουσιώδες παρών για χατίρι του Forest Swords, ο οποίος έδειξε έτσι να «εξαργυρώνει» τόσο το περσινό άλμπουμ Engravings, όσο και την προηγούμενη εμφάνισή του στη χώρα μας, στα πλαίσια του Plisskën Festival 2012. 

Μόνο ας το πούμε παράπονο, ότι περίμενα να δω περισσότερους 20άρηδες στην Αβραμιώτου, αντί για τον συνήθη κόσμο των 30άρηδων (πια) χίπστερ, μισο-χίπστερ, χίπστερ-friendly και λοιπών σχετικών ανθρωπολογικών τύπων. Αλλά να μην είμαι άδικος: ήταν μελετημένο και ενθουσιώδες κοινό, που μάλιστα έδειξε την πρέπουσα προσοχή στα σκηνικά δρώμενα, αποφεύγοντας τα συνήθη «πηγαδάκια».

Η βραδιά ξεκίνησε επιθετικά και ηλεκτρονικά, καθώς οι δικοί μας Rattler Proxy παρέδωσαν ένα support set που έμοιαζε με τσουνάμι ενέργειας, καναλαρισμένο σύμφωνα με τα διδάγματα των Suicide. Ο Λουκάς Σαββίδης «όπλιζε» από τα decks του και ο Μάκης Παπασημακόπουλος λάμβανε «καύσιμο» εκεί στο μικρόφωνο, πότε όρθιος, πότε γονατιστός, πότε απλά ένα με το πάτωμα (μπρούμυτα ή και ανάσκελα). 


Φυσικά και είχε την κουκούλα σηκωμένη κι ασφαλώς φόραγε γυαλιά ηλίου. Όμως, καθώς αυτή η Alan Vega ερμηνευτική περσόνα έχει γίνει λίγο/πολύ δεδομένη πια για όσους τον έχουμε ξαναδεί επί σκηνής, στάθηκα προσωπικά στο t-shirt Cramps και στο γούστο του στο παπούτσι. Το «Six d.o.g.s.» αντήχησε από τις κραυγές του –θα τις ήθελα λιγότερες σε αριθμό και κάπως πιο στρατηγικά τοποθετημένες– ενώ ξεχώρισαν και κάποια κομμάτια ("Death Machine", "Company Of Wolves"), παρά τη ζοφερή μονολιθικότητα που γενικώς τα διέπει. Το δίχως άλλο, λοιπόν, οι Rattler Proxy κέρδισαν το κοινό και ζέσταναν κατάλληλα το κλίμα για την πρωταγωνιστική φιγούρα από το Λίβερπουλ.

Ο Forest Swords παρατάχθηκε με video wall και με μπασίστα (τον James, όπως τον σύστησε) κι έδειξε αμέσως ότι οι δικές του διαθέσεις θα ήταν εξίσου κοφτερές, αλλά ο τρόπος τους θα διέφερε. Το δικό του ταξίδι έκανε λοιπόν έναρξη με υποβλητική απαγγελία, ξεδιπλώνοντας τον εγκεφαλικό του χαρακτήρα: το μπάσο έριχνε αδρές γραμμές πάνω στα ηλεκτρονικά και τo –καταπληκτικό– βίντεο ανέλαβε τη συμπλήρωση μιας θαυμάσιας οπτικοακουστικής εμπειρίας, βασισμένης στο Engravings. 

Όμως ο Βρετανός δεν είχε έρθει στην Αθήνα για να μας βουλιάξει σε ατμόσφαιρες. Όσο προχωρούσε το set οι ρυθμοί ανέβαιναν, το σώμα κλήθηκε να συμμετάσχει κι αυτό και τα κεφάλια άρχισαν να κουνιούνται μέχρι και το βάθος της αίθουσας. Οι μπασογραμμές παρέμειναν διακριτικώς στιβαρές, ο κόσμος του Engravings ξεδιπλώθηκε σε όλη του τη χλιδανή ποικιλία (πολύ ωραίες οι εκτελέσεις των "The Weight Of Gold" και "Friend, You Will Never Learn"), ενώ καταπληκτικά πράγματα συνέβησαν όταν ο μίστερ Matthew Barnes σήκωσε την κιθάρα του από το πάτωμα, ρίχνοντας στο ηλεκτρονικό του χαρμάνι απόηχους από το αυστραλέζικο ροκ των 1980s και αμερικάνικες ηλεκτρικές πινελιές. 

Λίγο πριν το τέλος, ο James μας χαιρέτησε εν μέσω επευφημιών και ο Forest Swords απέμεινε μόνος με το βίντεο, κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο ηλεκτρονικά. Έδειξε δε κατενθουσιασμένος τόσο με την προσέλευση, όσο και με τις αντιδράσεις του κοινού: μπορεί να μην είπε πολλά, ακούστηκαν όμως θερμά, ενώ η θέλησή του να μας καληνυχτίσει με δύο ολοκαίνουρια κομμάτια δείχνει ότι αισθάνθηκε οικεία μαζί μας. Τα βρήκα ημιτελή (αμφότερα με απότομο φινάλε) και μάλλον βασικά σε επίπεδο ιδεών. Είχαν φροντισμένη ροή, πάντως, ενώ, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι τόσο τα ίδια που μέτρησαν, όσο η χειρονομία του Άγγλου μουσικού. Με τέτοιες συναυλίες χτίζονται ονόματα κι έρχονται ακόμα περισσότερα sold out, σε ακόμα μεγαλύτερους χώρους.