Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Firewind. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Firewind. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Ιουλίου 2022

Scorpions - ανταπόκριση (2016)


Ο νέος ερχομός των Scorpions με τον Alice Cooper σε ρόλο «special guest» (Τετάρτη 6/7, Ολυμπιακό Στάδιο) με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πέρασαν 6 καλοκαίρια από τον Ιούλιο του 2016, όταν τους παρακολούθησα για τελευταία φορά –καθώς δεν πήγα στο Καλλιμάρμαρο να τους δω με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (2018): έχω μάθει να φοβάμαι όπως ο διάολος το λιβάνι τις hard rock συμπράξεις με ορχήστρες, άλλωστε και οι αγαπημένοι Γερμανοί δεν διαθέτουν καλή προϋπηρεσία στον συγκεκριμένο τομέα.

Παρά ταύτα, ούτε τώρα θα πάω να τους δω –κι ας έβγαλαν έναν ωραίο δίσκο φέτος, ονόματι Rock Believer: οι αντοχές με έχουν εγκαταλείψει και για λίγο χρειάζεται ένα διάλειμμα από συναυλίες, γιατί υπάρχει και συνέχεια. Τουλάχιστον το 2016 που τους είδα στην Πλατεία Νερού έπαιζαν ήδη με τον Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος πλέον είναι κανονικός ντράμερ, έχοντας αντικαταστήσει και επισήμως τον James Kottak. Οπότε έχω πάρει μια «γεύση» της φόρας που τους έδωσε.

Οι τότε εντυπώσεις μου δημοσιεύτηκαν με τη μορφή συναυλιακής ανταπόκρισης στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα και εδώ ένεκα του νέου ερχομού των Σκορπιών –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Πλατεία Νερού και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη.


Φτάνοντας λίγο πριν τις 7 στην Πλατεία Νερού, έμεινα παγωτό: νόμισα ότι είδα ανάμεσα στους συγκεντρωμένους τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, γνώριμο (φαντάζομαι) σε όσους παρακολουθείτε το e-tetRadio και την Εφημερίδα των Συντακτών ή παλιότερα την Ελευθεροτυπία. Έναν από τους γνωστότερους εχθρούς των Scorpions και της σχέσης τους με το ελληνικό κοινό, δηλαδή. Ήταν βέβαια απλά ο ας-τον-πούμε hard rock σωσίας του, οπότε όλα κομπλέ· η συμπαντική τάξη παραμένει (περίπου) ως την ξέρουμε. 

Ο Γιώργος Γάκης, πάλι –ο οποίος άνοιξε τη συναυλία παρέα με τους Troublemakers του– είναι ο τύπος με το αγέρωχο μακρύ μαλλί του κομμωτηρίου, το 1980s πέτσινο παντελόνι και το «σκληρό» γυαλί ηλίου, που λέει το ροκ εν ρολ «ροκ εντ ρολ», δεν κατανοεί ότι δεν γίνεται το support set του να διαρκεί περισσότερο από εκείνο των Firewind και παίζει τον David Coverdale της Ελλάδας. 


Είναι εύκολο λοιπόν να τον περάσεις για γραφικό και δεν βοήθησε την κατάσταση με τα συνεχή «εσείς» που έδινε στο κοινό ή με τη γενικότερη ανάγκη του να βλέπει χέρια ψηλά και συμμετοχή. Παρά ταύτα, το ζει εκεί πάνω στη σκηνή: έχει ενέργεια, διαθέτει παλμό, παραδίπλα του βρισκόταν ένας πολύ καλός νέος κιθαρίστας, ενώ δεν γίνεται να παραβλέψεις το γεγονός ότι μπόρεσε να πει το "Kashmir" των Led Zeppelin δίχως να εκτεθεί. Ο κόσμος τον στήριξε και τον χειροκρότησε θερμά και, να σας πω την αλήθεια τώρα, το άξιζε. Τα ράσα δεν κάνουν (πάντα) τον παπά.

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Firewind, η Πλατεία Νερού είχε ήδη όσο κόσμο είχαν και οι «μεγάλες» ημέρες του Release Athens. Όσο δε πέρναγε η ώρα έρχονταν ολοένα και περισσότεροι, κατά κύματα: ώσπου να δύσει ο ήλιος, συγκεντρώθηκε ένα εντυπωσιακό πλήθος –ανάμεσά τους, πάμπολλα νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έτσι για να καταρρίπτεται η μυθολογία ότι σε τέτοια live πάνε μόνο αμετανόητοι καραφλομαλλιάδες. Οι περισσότεροι περίμεναν βέβαια με αγωνία τους Scorpions κι έτσι τραβήχτηκαν αρχικά προς τα πίσω, όμως οι Firewind δεν άφησαν περιθώρια να τους αγνοήσεις. 


Μπήκαν με "Into The Fire" έχοντας τη φόρα καταιγίδας, ενθουσίασαν όσους δεν είχαν ξαναδεί από κοντά τι αποδόσεις και επιδόσεις μπορεί να πιάσει στην ηλεκτρική ο Θεσσαλονικιός Κώστας Καραμητρούδης (Gus G.) –ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες που έβγαλε η χώρα μας– και σύστησαν επιτυχώς τον νέο τους frontman, τον Γερμανό Henning Basse. Ο οποίος τραγούδησε με όγκο και στιβαρότητα, χωρίς να καταπλακώνεται από το ποδοβολητό γύρω του, «αναγκάζοντας» τον κόσμο να του στήσει μια εντυπωσιακή κερκίδα στο "Falling To Pieces". Η δε power metal δραματικότητα με την οποία απέδωσε τον στίχο «what about those who died in vain?» από το "Few Against Many" υπήρξε άριστη, κερδίζοντας κατά κράτος τις μνήμες μας από τον Apollo Papathanasio, που το πρωτοτραγούδησε.

Πέρασε πολλή ώρα από το φινάλε των Firewind μέχρι την έναρξη των Scorpions και νομίζω ότι πολλοί, ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν είχαν εισιτήριο στις sold-out θέσεις για καθήμενους, κουράστηκαν. Όταν πάντως βγήκαν οι Γερμανοί, ο ενθουσιασμός και ο πανζουρλισμός χτύπησαν κόκκινο. Κι εκεί έμειναν, σταθερά, σταθερότατα για τη 1,5 ώρα που κράτησε η «κανονική» συναυλία, μέχρι τη νέα απογείωση του αειθαλούς "Still Loving You" στην έναρξη του encore. 


Οι Scorpions δεν είχαν και λίγους άσσους στο μανίκι, εδώ που τα λέμε. Το πολυδιαφημισμένο οπτικό σόου της περιοδείας, βέβαια, ήταν μάλλον φτηνιάρικο, όμως ο ήχος αποδείχθηκε πολύ πετυχημένος. Τη θέση επίσης του ντράμερ κατείχε ο Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος έφερε κάτι που είχαμε ν' ακούσουμε από τα δοξασμένα χρόνια του Herman "Ze German" Rarebell: ισορροπώντας μαεστρικά μεταξύ αρένας και ατόφιου σκληρού rock 'n' roll, ο Dee έδωσε ρέστα, κάνοντας ακόμα και το drum solo –ναι, οι Scorpions επιμένουν σε αυτήν την πρακτική, αν είναι δυνατόν– να ακουστεί ως κατάθεση και όχι ως στείρα επίδειξη. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι ο Rudolf Schenker και ο Matthias Jabs παραμένουν κιθαρίστες ολκής, ικανοί για εντυπωσιακά «κοκορέτσια»· στο "Coast To Coast", ειδικά, έπεισαν ακόμα και τον πιο επιφυλακτικό. 

Εν τέλει, όμως, το χαρτί που κέρδισε την παρτίδα για τους Γερμανούς ήταν η καπατσοσύνη. Γνωρίζοντας δηλαδή καλά ότι ο πιο αδύναμος κρίκος τους είναι πια ο Klaus Meine –η φωνή του οποίου έχει υποστεί σημαντική φθορά– έστησαν ένα σόου που φρόντιζε να του δίνει συχνές και μελετημένες ανάσες. Πάρε λοιπόν οργανικά, πάρε drum solo, πάρε ένα ενδιάμεσο τμήμα με μπαλάντες, ο Meine το έβγαλε το μιαμισάωρο. Έστω κι αν χρειάστηκε να κάνει κι εκείνος οικονομία δυνάμεων, με αποτέλεσμα να ηχήσει λίαν απογοητευτικός σε εβδομηντάρικες στιγμές σαν τα "Speedy's Coming", "Steamrock Fever" και "Top Of The Bill". Σημασία έχει ότι, στο κορύφωμα της συναυλίας, όταν χρειάστηκε να πει στα καπάκια το "No One Like You" και το "Big City Nights", θύμιζε κάτι από τον παλιό, καλό εαυτό του. Τα έδωσε επίσης όλα στο "Dynamite" και στο "Still Loving You", μην αφήνοντας περιθώρια για (πολλές) γκρίνιες: για 68 χρονών άνθρωπο, τα παραπάνω φτάνουν και περισσεύουν. 


Το απογοητευτικό κομμάτι του live ήταν βέβαια η ανάπαυλα με τις μπαλάντες. Όχι γιατί λίγο ελληνικά, λίγο αγγλικά, λίγο ο κόσμος μας είπαν το "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)" της Μαρινέλλας, αλλά γιατί υπήρχε κάτι το αξεπέραστα νερόβραστο στις όλες γλυκές κιθάρες, στο προκάτ δράμα του "Send Me An Angel", στις φωτίτσες από κάτω και στον Klaus Meine να άδει το "Wind Of Change" τυλιγμένος σε μια ελληνική σημαία, με φόντο την πανσέληνο και κάτι άσπρα περιστέρια στο video wall. Το μέγεθος ωστόσο του ενθουσιασμού που έδειξαν χιλιάδες κόσμου για όλα αυτά, υπήρξε εντυπωσιακό: καλώς ή κακώς, φτιάχτηκε μια χημεία μεταξύ σκηνής και ακροατηρίου, την οποία σπάνια βλέπουμε σε συναυλίες.   

Γιατί λοιπόν τόσες χιλιάδες κόσμου τρέχουν στους Scorpions κάθε που έρχονται, αδιαφορώντας για το πόσο τσουχτερό μπορεί να γίνει το εισιτήριο ή για τα (50) χρόνια που βαραίνουν στις πλάτες τους; Το έχω ξαναγράψει με άλλες αφορμές και το ξανατονίζω: γιατί περνάνε καλά. Οι σημερινοί Scorpions προσφέρουν ένα δυναμικό, λαϊκό θέαμα για όλη την οικογένεια, ακίνδυνο και ασφαλές, με το κέλυφος μόνο της hard rock επικινδυνότητας που κρυβόταν σε περιπετειώδη τραγούδια σαν το "Zoo" και το "Blackout". Είναι λοιπόν εύκολο να πας μαζικά σε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα ξαναπάς (πόσο μάλλον να πάρεις και τα παιδιά ή τα εγγόνια σου μαζί), αν δεν έχεις περάσει καλά. 

Όσοι κράζουν, επομένως, πρέπει κάποια στιγμή να τον λάβουν υπόψη αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα. Γιατί, τι να κάνουμε ρε παιδιά, δεν κάνουν σε όλους κούκου οι Sigur Rós, δεν τη βρίσκουν όλοι με τους επιγόνους των Kyuss, δεν είναι για όλους «ροκ» οι κιθάρες των Last Shadow Puppets, δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να ρισκάρουν να χασμουρηθούν με τα καινούρια της PJ Harvey. Άλλο πράγμα τώρα αν έχουν δίκιο ή άδικο. Ας όψονται λοιπόν οι οδυρμοί για το κοινό που «πάλι πήγε στους Scorpions» και δεν στήριξε αναλόγως τα πιο εναλλακτικά πράγματα ή τα πράγματα που τέλος πάντων προτιμά ο τάδε ή ο δείνα ραδιοφωνικός παραγωγός ή γραφιάς, για να επιστρέψουμε τρόπον τινά και στον Δημήτρη Κανελλόπουλο της έναρξης. Δεν υπήρχε ποτέ αυτό το «αναλόγως», ούτε και βρισκόταν ποτέ το επίμαχο μπαλάκι στην πλευρά συγκροτημάτων που γιορτάζουν μισό αιώνα καριέρας.