Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Front 242. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Front 242. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Οκτωβρίου 2023

Front 242 - συνέντευξη (2008)


Φάνηκαν πριν κάποιες μέρες ξανά στην Αθήνα, μα τα χρονοδιαγράμματά μου δεν στάθηκαν ευνοϊκά για να πάω να τους δω, αν κι ενδιαφερόμουν.

Ο λόγος για τους Front 242, το συγκρότημα από το Βέλγιο που κατά τη δεκαετία του 1980 κατάφερε κι όρισε έναν δικό του χώρο στο μουσικό γίγνεσθαι που συνδιαμόρφωνε η τεχνολογική πρόοδος, το οποίο εν καιρώ αποδείχθηκε λίαν επιδραστικό, αναγορεύοντας την «electronic body music» τους (EBM) σε σημείο αναφοράς. 

Με αυτά και μ' αυτά, λοιπόν, θυμήθηκα ότι τον Δεκέμβριο του 2008 κάναμε μια συζήτηση με τον τραγουδιστή και βασικό τους στιχουργό Jean-Luc De Meyer, ενόψει της συναυλίας που θα έδιναν τότε στο «Fuzz». Από εκεί προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Έχουν περάσει 10 χρόνια από την τελευταία live κυκλοφορία σας, το Re-Boot (1998). Γιατί αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε ένα ακόμα live άλμπουμ σε αυτή τη χρονική συγκυρία; Και γιατί, όπως ανακοινώθηκε, θελήσατε να εκδοθεί σε box set μορφή (με το ένα CD να περιέχει αδημοσίευτο υλικό) και σε μονό CD, αλλά με 4 κομμάτια σε εναλλακτικές εκτελέσεις, που δεν βρίσκονται στο διπλό box set;

Αυτή τη στιγμή, βρίσκουμε τις «ζωντανές» συναυλίες μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα πλατφόρμα για να αναπτύξουμε το μουσικό μας πλάνο, συγκριτικά με ένα παραφορτωμένο και καταθλιπτικό στούντιο άλμπουμ, φτιαγμένο για την αγορά. Στο επερχόμενο Moments 1 διαρρυθμίσαμε όλα μας τα κομμάτια με μια εντελώς βιντάζ αίσθηση, κάτι για το οποίο πολλοί οπαδοί αδημονούν. 

Βέβαια, οι βιντάζ ήχοι τυχαίνει να είναι και της μόδας για αρκετούς φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής, γενικότερα. Σχετικά τώρα με την απόφαση των διαφορετικών εκδοχών –μονό CD και διπλό box set– δεν έχω πρόβλημα να πω ότι πρόκειται απλώς για μάρκετινγκ: είναι μια μέθοδος που προσφέρει στους υποψήφιους αγοραστές διαφορετικές επιλογές. Μάλλον βέβαια θα κυκλοφορήσουμε και επιπλέον versions αργότερα, μόνο για το ίντερνετ… 

Να περιμένουμε από το Moments 1 την ίδια θαυμάσια ηχητική ποιότητα που διέκρινε την καλοκαιρινή σας ιντερνετική κυκλοφορία U-Men/I'm Rhythmus Bleiden; Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε στην περίπτωση της τελευταίας;

Ναι, όλο το άλμπουμ θα διακρίνεται από αυτήν ακριβώς την αισθητική της συσχέτισης του αναλογικού ήχου με τα ζωντανά φωνητικά. μέσα σε ένα είδος ισχυρού ενεργειακού πεδίου. Με τη χαρακτηριστική αίσθηση «κρίσιμης κατάστασης», βέβαια, που είναι τυπική για τις συναυλίες των Front 242. Βλέπεις, η ποιότητα των νέων αναλογικών τεχνολογιών (Moog, Evolver κτλ.) μας επιτρέπει να κρατήσουμε το παλιό πνεύμα στον σχεδιασμό του ήχου, αλλά δίνοντάς του μια μοντέρνα υφή και μια ακριβολόγα και κοφτερή συνάμα αντιπροσώπευση. 

Στην επίσημη ιστοσελίδα σας περιγράφεστε ως «πατέρες της Electronic Body Music», ενός όρου τον οποίον βασικά εισάγατε με το άλμπουμ No Comments (1984). Πολλά έχουν γραφτεί έκτοτε, για εσάς όμως ποια ήταν η καθοριστική διαφορά με ό,τι είχατε παρουσιάσει στην αμέσως προηγούμενη δουλειά σας, Geography (1982), ώστε να δικαιολογεί την ανάγκη μιας νέας ηχητικής ταμπέλας;

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία διαφορά. Αλλά την εποχή κυκλοφορίας του No Comments οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να μας κατατάξουν κάπου και χρησιμοποιούσαν πολλά διαφορετικά ονόματα. Έτσι, αποφασίσαμε να αυτοπροσδιοριστούμε κάπως και εφηύραμε το Electronic Body Music. Πλέον, όμως, προτιμούμε να λέμε ότι οι Front 242 κάνουν Front 242 μουσική. 

Στις μέρες μας πολλές βελγικές μπάντες έχουν γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία, πιο πολύ βέβαια στον pop/rock ήχο. Πίσω στα 1980s όμως, πόσο εύκολο ήταν για ένα συγκρότημα από τις Βρυξέλλες να γίνει δημοφιλές εκτός Βελγίου; Ή για να υπάρξει μια εταιρεία σαν την Alfa Matrix;

Ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξεις στα 1980s, ειδικά όταν η μηχανή της αγγλοσαξονικής βιομηχανίας ήταν τόσο ισχυρή και προσανατολισμένη στο να καταστήσει διάσημα τα αγγλικά και αμερικανικά rock groups. Θεωρώ ότι τα καταφέραμε γιατί, όπως και κάποιες γερμανικές μπάντες των 1970s, διαθέταμε κάτι το ξεχωριστό: κάτι που οι άνθρωποι της βιομηχανίας δεν καταλάβαιναν, μα άρεσε στο κοινό. Ασφαλώς, βοήθησε σημαντικά και το ότι πάντα ήμασταν μια μπάντα των συναυλιών. Έπρεπε να έρθουν τα 1990s ώστε να κατανοήσει η βιομηχανία τη δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής και να διακριθούν διάφοροι DJs ή συγκροτήματα όπως οι Chemical Brothers, οι Underworld, ή οι Prodigy.

Αισθανθήκατε όμως ποτέ, ειδικά στα 1990s, πως ό,τι ξεκινήσατε ως dance/industrial πρωτοπόροι έγινε σε κάποιο σημείο τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσατε πια να το ακολουθήσετε;

Από τη στιγμή που η βιομηχανία κατάλαβε τι δυνατότητες της άνοιγε η ηλεκτρονική μουσική, δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Εμείς απορροφηθήκαμε από τη Sony και αντί να κυνηγήσουμε τη δόξα και να ξεπουληθούμε κρατήσαμε την ακεραιότητά μας, αρνηθήκαμε την εμπορική εκδοχή που επιθυμούσε για μας η εταιρεία και γι' αυτό ...απορριφθήκαμε! 

Τώρα, ήταν δύσκολο να μείνεις χωρίς εταιρεία σε μια εποχή σκληρού ανταγωνισμού με πολλές θαυμάσιες μπάντες, που πίσω τους είχαν ικανούς παραγωγούς, σχεδιαστές, ατζέντες μάρκετινγκ κτλ. Όμως στα zeros το σκηνικό άλλαξε και πάλι και ο κόσμος άρχισε να ξαναστρέφει το ενδιαφέρον του στον πυρήνα της ηλεκτρονικής μουσικής και το πώς ξεκίνησε.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τις μέρες του Front By Front (1988) και την αναπάντεχη δημοτικότητα του "Headhunter";

Με θυμάμαι να δουλεύω στο στούντιο, μεταχειριζόμενος το "Headhunter" σαν κάθε άλλο τραγούδι του άλμπουμ, γιατί εκείνα τα χρόνια οι δίσκοι μας είχαν συνολικό concept. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα γινόταν η εναλλακτική επιτυχία που τελικά έγινε…

Περιμένετε κάτι το ιδιαίτερο από την επικείμενη εμφάνισή σας στην Ελλάδα;

Ναι, γιατί ξέρουμε πως υπάρχει μια δυνατή goth/EBM σκηνή στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι της ηλεκτρονικής και της dance μουσικής γενικότερα. Ελπίζουμε έτσι να έχουμε ένα μικτό ακροατήριο, καθώς σκοπεύουμε να δώσουμε ένα πολύ δυνατό σόου, τόσο ηχητικά, όσο και από πλευράς εικόνας.