Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαρούλης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαρούλης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Ιουνίου 2021

Γιάννης Χαρούλης - ανταπόκριση (2015)


Χαζεύοντας την κουτσουρεμένη συναυλιακή επανεκκίνηση του φετινού καλοκαιριού, με την covid-19 σκιά να επιμένει να καραδοκεί (και ελέω μετάλλαξης Δέλτα και λόγω του ότι συνεχίζουμε να καταγράφουμε νεκρούς), γέλασα μόνος μου καθώς είδα ότι και οι τρεις εμφανίσεις του Γιάννη Χαρούλη στο Κατράκειο της Νίκαιας (χθες 28/6, σήμερα 29/6, αύριο 30/6) έχουν ήδη γίνει sold-out. Εδώ έκανε τριήμερα sold-out σε ανάλογους χώρους και επί κανονικής χωρητικότητας, δεν θα το έκανε τώρα που τηρούνται έκτακτα υγειονομικά μέτρα; 

Συνεχίζει λοιπόν να συνιστά εγχώριο φαινόμενο ο μουσικός και ερμηνευτής (ενίοτε και τραγουδοποιός) από το χωριό Έξω Λακώνια του Λασιθίου, καθώς ανοίγει πια για τα καλά μία ακόμα δεκαετία σε αυτόν τον 21ο αιώνα. Απολαμβάνει δηλαδή μιας διαρκούς δημοφιλίας, παρότι οι δισκογραφικές του παρουσίες τείνουν στο σποραδικό: η τελευταία του στούντιο δουλειά είναι ο Δωδεκάλογος Του Γύφτου του 2016, με μελοποιήσεις Λουκά Θάνου σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά.

Στα 18 χρόνια δράσης του, εντούτοις, λίγες φορές έχουμε «συναντηθεί». Κατά καιρούς, δηλαδή, υπήρξαν ορισμένα ωραία κομμάτια, στα οποία μου άρεσε και η τοποθέτηση της φωνής του. Αλλά, από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα, μου χτύπησε άσχημα αυτός ο απόηχος Νίκου Ξυλούρη που κουβαλά ως τραγουδιστής: εισπράττω μια απομίμηση μεγαλύτερων μεγεθών και καλύτερων καιρών, προσαρμοσμένη στο μετρίως μέτριο «τώρα» της ελληνικής δημιουργίας που μπαίνει κάτω από την έντεχνη ομπρέλα. Έτσι, πάει αυτόματα το μυαλό στον μάγο Σάρουμαν από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, να λέει στον βασιλιά Θέοντεν εκείνη την τσουχτερή ατάκα ότι είναι ελάσσων απόγονος σπουδαιότερων αρχόντων.

Παρά ταύτα, η αδιαμφισβήτητη και εκπληκτική λαοφιλία του Γιάννη Χαρούλη μου είχε κινήσει την περιέργεια. Ήθελα να δω τι συμβαίνει, πού μπορεί να οφείλεται αυτό που στα αφτιά μου δεν δικαιολογούνταν με βάση τη δισκογραφία. Μια βραδιά λοιπόν του Σεπτέμβρη 2015 το αποφάσισα και κίνησα για την Τεχνόπολη, όπου ο Κρητικός βάρδος θα έδινε μια τρίτη σερί συναυλία, ύστερα από δύο sold-out βραδιές. Έφυγα με διάφορες σκέψεις, που στη συνέχεια έγιναν ένα κείμενο ανταπόκρισης. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ούτε η αναμέτρηση του Ολυμπιακού με τη Μπάγερν δεν σταμάτησε το «τρένο» του Γιάννη Χαρούλη, ο οποίος τράβηξε ένα εντυπωσιακό πλήθος στην Τεχνόπολη και μάλιστα για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Δεν ξέρω αν έχει αποτυπωθεί με την ευκρίνεια που πρέπει στο μυαλό όσων γράφουμε για μουσική, όμως ο Λασιθιώτης μουσικός και ερμηνευτής είναι ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες των ημερών μας. Ένα «φαινόμενο», όπως το θέλουν τα κλισέ της κριτικής γλώσσας.

Ανδρόγυνα με κλεισμένα τα δεύτερα -άντα που εύκολα θα όριζαν τον «μέσο Έλληνα», νεαρά ζευγάρια στα μέλια των πρώτων φοιτητικών ερώτων, κοριτσοπαρέες γεμάτες δροσερές, φρέσκιες φατσούλες, αγοροπαρέες θορυβώδεις με αφημένες αξυρισιές, παλιοί ροκάδες με γκριζαρισμένες κοτσίδες και «αγριεμένο» παραστατικό, αλλά και πιο σνομπ κοινό, που το φαντάζεσαι να περιμένει την έναρξη των παραστάσεων στη Λυρική Σκηνή. Η Τεχνόπολη έμοιαζε με χώρο συνάντησης πολλών διαφορετικών μικρών κόσμων. Για όλους, όμως, σημείο τήξης ήταν ο Γιάννης Χαρούλης.

Μια εικόνα που στέκεται έντονα στη μνήμη από τη βραδιά, είναι το πώς άνθιζαν όλα αυτά τα πρόσωπα, πώς άστραφταν τα βλέμματα, κάθε που ο πρωταγωνιστής της μίλαγε στο πλήθος. Είναι αδύνατον να μην το δώσεις αυτό στον Χαρούλη, γιατί την έχει σφυρηλατήσει προσωπικά τη συγκεκριμένη σχέση. Και βλέποντάς τον να χαμογελά πλατιά, ακούγοντας τον εγκάρδιο τόνο του, συνειδητοποιούσες πως είναι –με τον δικό του τρόπο– κάτι αυθεντικό. Είναι δηλαδή ό,τι ακριβώς έχεις μπροστά σου. Η έννοια της όποιας performance απουσιάζει με έναν τρόπο παραγκωνισμένο στη μοντέρνα διασκέδαση, μα εν τέλει πολύ λαϊκό.    

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, βρίσκεται κάτι άλλο. Αν πρέπει δηλαδή ν' αναζητήσει κανείς τα «μυστικά» αυτής της δημοτικότητας, χρειάζεται να σκάψει πέρα από τα όσα βλέπει/ακούει σε πρώτο επίπεδο. Γιατί σημαντικό μέρος της επιτυχίας του Χαρούλη οφείλεται θεωρώ στο ότι ενώνει ανθρώπους που θέλουν να είναι Έλληνες στο δεδομένο γεωγραφικό σταυροδρόμι και στο λιγωμένο εδώ και τώρα της Παγκοσμιοποίησης, μα δεν ξέρουν κι ακριβώς πώς να το κάνουν –έχουν σίγουρα ξεχάσει π.χ. των παλιών χορών τα βήματα.

Έτσι, περισσότερο από το αν ο Κρητικός σταρ παρουσιάζει το ίδιο βασικά πρόγραμμα εδώ και χρόνια, περισσότερο από το αν όσα παίζονται είναι ή δεν είναι καλά (σαν υλικό, σαν εκτελέσεις), σημασία έχει πως παρέχονται όλες οι αφορμές για να σηκωθούν τα χέρια ψηλά, για να κινητοποιηθούν τα πόδια, για να πιάσεις τους διπλανούς προσπαθώντας όπως-όπως να ξαναβρείς τον παμπάλαιο τρόπο να χορέψεις σε κύκλο. Δεν είχε ας πούμε την παραμικρή σημασία για τον κόσμο αν η εκτέλεση στο "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή" ήταν η χειρότερη που έχω προσωπικά ακούσει, αν η διασκευή στη "Βασιλική" του Νίκου Ζιώγαλα βγήκε υπέρ το δέον κλαπατσίμπαλη, αν η απόδοση του σαββοπουλικού "Σου Μιλώ Και Κοκκινίζεις" ήταν αληθινά εξαιρετική, αν το "Τότε Και 'Γω" στο μπάσιμο της βραδιάς ήχησε ανώτερο από τη στούντιο εκτέλεσή του στις Μαγγανείες (2012), αν ο "Χειμωνανθός" παίχτηκε με ζέση και αξιοπρόσεχτη συγκίνηση.

Θα μου πείτε, μα καλά, το ίδιο δεν ισχύει πάνω/κάτω για το κοινό του Θανάση Παπακωνσταντίνου, των Villagers Of Ioannina City, του Λεωνίδα Μπαλάφα; Ναι. Αλλά ίσως ο Χαρούλης, έτσι όπως κάνει χαρντροκάδικο headbanging πάνω στο λαούτο του, να είναι ακόμα πιο βαθιά μπλεγμένος στον αχταρμά που ορίζει μουσικά τον Έλληνα του 21ου αιώνα. 

Η συναυλία της Τεχνόπολης είχε ας πούμε σημεία όπου ένιωθες πως οι Deep Purple των 1970s έκαναν λάθος και, αντί για το Budocan, μπούκαραν σε κάποιο session στο οποίο ο Σαββόπουλος δοκίμαζε τη "Μαύρη Θάλασσα". Ή ότι οι progressive στουντιοπόντικες εκείνης της δεκαετίας τζάμαραν πότε με το ηπειρώτικο κλαρίνο και τις τσαμπούνες του Κωνσταντή Πιστιόλη, πότε με τις κρητικές λύρες του Λευτέρη Ανδριώτη, προσπαθώντας να πλάσουν το αντίπαλον δέος στους Jethro Tull. Οι όποιες μικρές εκπλήξεις της βραδιάς –ένα αδιάφορο νέο τραγούδι ονόματι "Ζηλεμένη" και η συμμετοχή του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη με μία διασκευή στο "Μη Με Ρωτάς" του Μάνου Λοΐζου, που του βγήκε λίγο «μαχαιριτσικά»– δεν άλλαξαν τον βασικό αυτό ρου.

Βρίσκω πραγματικά δύσκολο για όποιον ακούει στα σοβαρά ξένη ροκ μουσική να δει με συμπάθεια το «φαινόμενο» Χαρούλη. Όσο καλά κι αν υποστηρίζεται live από τα έμπειρα τύμπανα του Πάνου Τόλιου και την κιθάρα του Θανάση Τζίνγκοβιτς, η Δυτική, ηλεκτρική του πτυχή είναι πεπαλαιωμένη· ακόμα κι αν δεχτούμε πως το κοντραμπάσο του Μιχάλη Καλκάνη προσφέρει ορισμένες αποφασιστικές πινελιές προς μια άλλη κατεύθυνση. Εξίσου δύσκολη θεωρώ πάντως και τη συμπάθεια όσων διατηρούν σε βάθος σχέση με την παράδοση της Κρήτης: αν π.χ. ένα κομμάτι αυτού του προγράμματος που είδα στην Τεχνόπολη είχε χωρέσει στη βραδιά "Η Κρήτη Τραγουδάει" νωρίτερα μέσα στον Σεπτέμβρη, δεν θα ήταν από τα διακριθέντα. 

Γνώμη μου είναι λοιπόν πως αυτός ο αχταρμάς απόηχων της Κρήτης του Νίκου Ξυλούρη, Ηπειρώτικων πανηγυριών, έντεχνου νεοπαραδοσιακής κοπής και ηλεκτρικών κιθάρων κληροδοτημένων από την πάλαι ποτέ ροκ εποποιία της Εσπερίας, είναι κατά κύριο λόγο άγαρμπος και μπουρδουκλωμένος. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η live εμπειρία τον αναδεικνύει σε έξοχο καθρέφτη της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο έντεχνο «στρατόπεδο», το οποίο παραμένει μεν πολυάριθμο, μα παραμένει και σε κρίση ταυτότητας. 

Από μια τέτοια άποψη ο Γιάννης Χαρούλης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί οι περιπέτειές του διαθέτουν αυξημένες πιθανότητες να αποτελέσουν τη μαγιά από την οποία θα ξεπηδήσουν πράγματα με σημασία για το μουσικό μέλλον του τόπου μας –είτε για το καλύτερο, είτε για το χειρότερο. Δεν θα πρέπει πάντως καθόλου να απορούμε οι της μουσικής δημοσιογραφίας για τη βροντερή του δημοτικότητα, αν θέλουμε να έχουμε σχέση και με το τι συμβαίνει γύρω μας, πέρα από ό,τι διαδραματίζεται στις ελιτίστικες παρέες μας και στις εκλεκτές μας δισκοθήκες.